,

Παρασκευή απόγευμα

Ήταν 5 το απόγευμα. Μια μουντή μέρα του Νοεμβρίου. Είχε αρχίσει να πέφτει μία ψιλή βροχή και κρύες, κυκλικές ριπές του αέρα ανασήκωναν για λίγο τα πεσμένα φύλλα των δέντρων. Ένα στρώμα από μαύρα σύννεφα είχε καλύψει το μεγαλύτερο μέρος του ουρανού.

Ένα ασημί σκονισμένο αυτοκίνητο πάρκαρε στην αριστερή πλευρά του δρόμου, μπροστά από έναν μπλε κάδο ανακύκλωσης και άναψε τα αλάρμ. Άνοιξε η πόρτα του οδηγού, βγήκε ένας ψηλός μελαχρινός άντρας γύρω στα σαράντα. Φορούσε ένα σκούρο γκρι κοστούμι που του έπεφτε λίγο φαρδύ, είχε κοντά μαύρα μαλλιά, σκούρα μελαγχολικά υγρά μάτια, καλοξυρισμένο πρόσωπο και μάγουλα ρουφηγμένα. Έβγαλε από το πορτμπαγκάζ μια ξεθωριασμένη καφέ δερμάτινη θήκη, την κράτησε στην αγκαλιά του και πέρασε απέναντι το δρόμο. Βρέθηκε στο κατώφλι ενός ανακαινισμένου νεοκλασικού κτιρίου. Μπροστά του υπήρχαν πέντε πλατιά, λευκά μαρμάρινα σκαλιά που οδηγούσαν σε μια ψηλή κλειστή δίφυλλη πράσινη πόρτα. Στα αριστερά της πόρτας υπήρχε μια χρυσή μεταλλική επιγραφή που με μεγάλα μαύρα γράμματα έγραφε Πατραϊκό Ωδείο.

Ο μελαχρινός άντρας κάθισε στο τρίτο σκαλί, άνοιξε την δερμάτινη θήκη κι έβγαλε ένα ακορντεόν. Φόρεσε τις τιράντες και κράτησε το ακορντεόν μπροστά στο στήθος του. Ακούμπησε την πλάτη του στον υγρό τοίχο πίσω του και έκλεισε τα μάτια του. Άκουσε την ξύλινη πόρτα να ανοίγει, γρήγορα βήματα κατέβηκαν τα σκαλιά και φωνές μικρών αγοριών να γελάνε. Λαστιχένιες γαλότσες ανέβηκαν τα σκαλιά και μια ψιλή γυναικεία φωνή είπε στην Χριστινούλα, το κοριτσάκι με τις γαλότσες, ότι θα ερχόταν σε μία ώρα να την πάρει. Η ξύλινη πόρτα έκλεισε με θόρυβο. Όλοι πια γνώριζαν τον μελαχρινό άντρα που κάθε Παρασκευή, γύρω στις πέντε το απόγευμα, καθόταν σε αυτό το σκαλί. Έπαιζε το βαλς του Στράους, Τα Κύματα του Δούναβη και λεπτές υγρές λωρίδες γυάλιζαν στα μάγουλά του.

Κάποτε η Παρασκευή ήταν η αγαπημένη μέρα του μελαχρινού άντρα. Τέλειωνε νωρίς τα ραντεβού στο διαφημιστικό του γραφείο, έπαιρνε τον οχτάχρονο γιο του γύρω στις πέντε, μετά το μάθημα του ακορντεόν και πήγαιναν για μπέργκερ, τηγανητές πατάτες και play station μέχρι τελικής πτώσης. Μέχρι ο μικρός να αποκοιμηθεί εξαντλημένος και ευτυχισμένος στα μαξιλάρια του καναπέ. Εκείνη την Παρασκευή του Νοέμβρη, πριν τρία χρόνια, το μικρό αγόρι κατέβηκε τρέχοντας τα μαρμάρινα σκαλιά και μπήκε στον δρόμο με χαρά και ανυπομονησία. Ήταν τέτοια η χαρά του, που δεν είδε το μικρό λευκό φορτηγό που τον χτύπησε. Το μικρό αγόρι έπεσε μπρούμυτα στην δεξιά μεριά του οδοστρώματος, χτύπησε το κεφάλι του στην άκρη του πεζοδρομίου και η χαρούμενη ψυχή του πέταξε ακαριαία. Ο μελαχρινός άντρας δεν είχε προλάβει να βγει από το αυτοκίνητο, μιλούσε με ένα πελάτη στο κινητό. Το μόνο που πρόλαβε να δει όταν τον προσπέρασε το λευκό φορτηγό, ήταν ένα μικρό παιδί ξαπλωμένο στο δρόμο, με την θήκη του ακορντεόν φορεμένη στην πλάτη και κόσμο μαζεμένο γύρω του. Από τότε, κάθε Παρασκευή απόγευμα ο μελαχρινός άντρας καθόταν στη σωστή πλευρά του πεζοδρομίου και έπαιζε το βαλς που μάθαινε τότε ο γιος του να παίζει. Καθόταν μέχρι που ο πόνος του μούδιαζε όλο του το σώμα.

Η βροχή δυνάμωσε, αστραπές φώτισαν τον σκοτεινό πια ουρανό και οι λωρίδες με τα δάκρυα πάγωσαν το αδύναμο πρόσωπό του. Σηκώθηκε όρθιος, πήρε την δερμάτινη θήκη από το σκαλί που καθόταν, πέρασε απέναντι τον δρόμο και έβαλε το ακορντεόν στη θήκη του και μετά και τα δύο στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου. Άνοιξε την πόρτα του οδηγού, κάθισε, έβαλε το κλειδί στην μίζα, άνοιξε το παράθυρο για να μπαίνει η βροχή και ο κρύος αέρας μέσα και έβαλε τους υαλοκαθαριστήρες σε λειτουργία. Η αμετάκλητη απώλεια του έλιωνε την καρδιά. Οι αιχμηρές τύψεις από αδύναμες φωνούλες είχαν γίνει εκκωφαντικά ουρλιαχτά. Το απελπιστικά αναπάντητο γιατί τυλιγόταν σαν μακριά βαριά ατελείωτη αλυσίδα γύρω από τους αστραγάλους του. Δεν άναψε το καλοριφέρ του αυτοκινήτου. Είχε μουδιάσει τόσο πολύ από τον πόνο και το κρύο, που ίσως σήμερα το βράδυ να κατάφερνε να αποκοιμηθεί λιγάκι.

Αλκμήνη

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading