Ο εφιάλτης μου όταν ήμουν παιδί, ήταν να με αναγκάζουν να μαζεύω χόρτα! Θα μου πεις, εδώ βάζουν ανήλικους να ξεθάβουν νάρκες. Για μένα και ας μην ήξερα τότε, ήταν το ίδιο τρομακτικό. Όσο μ’ άρεσαν οι βόλτες στην ύπαιθρο, σιχαινόμουν να συλλέγω… αποδεικτικά.
Υποθέτω μ’ εκμεταλλευόταν η μάνα μου για να μην σκύβει, αλλά άντε να έκοβα καμιά παπαρούνα, όπως επίμονα μου έδειχνε. Έβγαζε εκείνη με το μαχαίρι τις καυκαλήθρες και είχε την απαίτηση, εγώ πίσω της να τις βάζω στην σακούλα, για να μάθω κιόλας! Με είχε για μικρή και τριανταφυλλένια. Εγώ γαϊδοαγκαθένια ήμουνα! Γι’ αυτό προκόψαμε και οι δύο σε όλες τις φαεινές ιδέες της, που αφορούσαν μάζεμα βοτάνων στας εξοχάς. Μεγαλώνοντας, γύρω στα 11 – 12, έβγαλα και μια αλλεργία στο ταπεινό χαμομηλάκι, γλυτώνοντας μια και καλή την συγκομιδή του. Μόνο σε έτοιμο αφέψημα! Ο οργανισμός μου έκανε τη δική του επανάσταση. Παταγώδης αποτυχία των γονιών μου, θριαμβευτική επιτυχία για μένα! Το μόνο που λάτρευα, ακόμα και τώρα, είναι το στεφάνι της Πρωτομαγιάς. Άλλωστε τα λουλούδια σπανίως πίνονται και δεν τρώγονταν ποτέ. Παλιά τουλάχιστον, τώρα γίνανε και αυτά βρώσιμα σε γκουρμέ πιάτα!
Κάπως έτσι μια Κυριακή, ήμουν δεν ήμουν εννέα, πήγαμε βόλτα στην Πεντέλη. Εγώ εννοείται, διέσχιζα περήφανη τη βλάστηση που μου έφθανε στο γόνατο, αλλά πεισματικά δεν έκοψα ούτε μαργαρίτα! Και ήταν η πρώτη φορά που δεν άκουσα το κράτσα – κρούτσα της μισητής πλαστικής σακούλας όταν γέμιζε με χόρτα. Κανείς τους δεν μου είπε τίποτα που κάτσαμε για καφέ και γυρίσαμε σπίτι με τα χέρια στις άδειες τσέπες!
Ξημέρωσε η Δευτέρα και με μια συμμαθήτριά μου γυρνάγαμε από το σχολείο. Πίσω μας συνόδευε η μάνα μου και όταν φθάσαμε στο τετράγωνο του τριαριού μας, επειδή εμείς συνήθως χαζολογάγαμε μέχρι να αποχαιρετιστούμε, μας προσπέρασε τρέχοντας για να μπει σπίτι. Εννοείται φωνάζοντας, «Μην αργήσετε, πρέπει να φας και να αρχίσεις το διάβασμα!». Λες και έδινα εξετάσεις στην αστροφυσική, αντί απλώς να μαθαίνω την προπαίδεια. Κάναμε και εμείς πως ακούσαμε, έκανε και αυτή την άγρια. Ήταν τα τελευταία και πιο ιερά λεπτά παιχνιδιού της ημέρας, μέχρι το επόμενο πρωί που θα ξανασμίγαμε με την κολλητή μου στην έξοδο της διπλανής πολυκατοικίας.
Παρκάραμε, μάλλον πετάγαμε, τις τσάντες σε μια άκρη και ανεβοκατεβαίναμε στα χαμηλά κάγκελα πίσω μας ή ζαλιζόμασταν στο γύρω – γύρω από έναν κορμό δέντρου στο πεζοδρόμιο. Μέχρι που στην εικοστή φούρλα, ξαφνικά το μάτι μου πέφτει ψηλά, και ω ναι, έχει καρπούς! Άσπρα, άσπρα μικρά μπιλάκια, που κάναν ένα πιο μεγάλο με μια μαύρη τελίτσα στα πισινά. Μούρα! Θυμήθηκα ότι είχα δοκιμάσει κάτι μαύρα, που είχε φέρει ο πατέρας μου στο σπίτι και ήταν μούρλια. Από εκεί θα βγήκε και το όνομά τους. Γυάλισε το βλέμμα μου! Το λέω στην φίλη μου και βάζουμε σε εφαρμογή το σατανικό σχέδιό μας. Εγώ είχα πεισμώσει, τι με τρέχανε στα βουνά και τα λαγκάδια να μαζέψω τις παλιοπρασινάδες, ενώ είχαμε τα καλύτερα προϊόντα κάτω από το σπίτι. Ισορροπώ στη δοκό, σαν το κοκορέτσι που νομίζει πως είναι Κομανέτσι, ακουμπώ το δένδρο με το ένα χέρι και με το άλλο, τεντώνομαι, ξανατεντώνομαι να σκαρφαλώσω για να φθάσω τα φρούτα και να τα δώσω στην Ελενίτσα, που είχε ανοίξει τις χούφτες της ακριβώς από κάτω, μουντζώνοντάς με! Με πολύ ζόρι, κάτι λίγα έκοψα απ’ το πιο χαμηλό κλαδί. Κατέβηκα για να δοκιμάσω ένα, μπας και ήταν χαλασμένα και τζάμπα η χαρά του αίλουρου που είχα! Η φίλη μου είχε ήδη καταπιεί τα μισά, εγώ από παιδί ήμουν σιχασιάρα, άμα δεν ήταν καλοπλυμένα δεν πήγαινε κάτω μπουκιά. Διστακτικά έφαγα το μισό, ήταν τόσο γλυκό, σαν μέλι, έλιωνε στο στόμα. Τέλεια σκέφτηκα, θ’ ανέβω άλλη μια φορά να γεμίσω τα χέρια μου, να τα πάω στην μάνα μου να χαρεί. Πάνω εκεί που είχα βρει την ισορροπία μου, βγαίνει στο μπαλκόνι μια σιέλ ρόμπα με μια μπικουτιασμένη κυρία και αρχίζει να μας φωνάζει, «Κατεβείτε αμέσως, μην τρώτε, πετάξτε τα!». Καπάκι ένας γυαλιστερός μαλλιάς κοιλαράς – είχε κοτσίδα κάτω απ’ την καράφλα – στο παραπάνω διαμέρισμα, «Μη! Μη φάτε! Τραβάτε σπίτι!». Τα θέλουν όλα για τον εαυτό τους, σκέφτηκα εγώ, επειδή είναι ακριβώς από κάτω τους!
«Μπορεί να τα φύτεψαν και αυτοί», μου είπε η Ελένη. Έτσι, με κατεβασμένα κεφάλια, αλλά και από μια χεριά μούρα κρυμμένα σε κάθε τσέπη, αποχωρήσαμε συνωμοτικά από το πεδίο μάχης και γυρίσαμε σπίτι.
Τρέχοντας μπήκα στην κουζίνα και κορδωμένη αράδιασα πάνω στο τραπέζι το απόκτημά μου!
«Μαμά, μαμά, κοίτα τι βρήκα! Κοίτα τι μάζεψα να φάμε όλοι μαζί!».
Γυρνάει η μητέρα μου από τον νεροχύτη που ως συνήθως έπλενε πιάτα, μαζί και τα μάτια της, τα γουρλώνει, απλώνει τις δαχτυλάρες της και με μια αστραπιαία κίνηση πετά τον τόσο κόπο μου στο καλάθι! Βούρκωσα, μ’ έπιασε το παράπονο, ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό μου, ήθελα να την ξενυχιάσω στο μεγάλο δάκτυλο του ποδιού! Αλλά κυρίως είχα κοκκαλώσει, δεν μου έβγαινε λέξη.
«Μην με κοιτάς έτσι και κυρίως μην μυξοκλαίς πάλι!» μου λέει. «Δεν κάνει να φας, κακώς τα έπιασες κιόλας! Έχουν ραδιενέργεια!».
Ούτε κατάλαβα, ούτε μ’ ένοιαζε, ούτε καν μεσημεριανό έφαγα! Κλείστηκα – σχήμα λόγου, στο σαλόνι κοιμόμουν, ούτε χωριστή πόρτα απ’ την κουζίνα δεν είχε – στο δωμάτιό μου για ένα ολόκληρο μισάωρο. Τόσο άντεξα, μετά ζορίστηκα, γουργούριζε η κοιλιά μου, πάντα ήμουν επιρρεπής στο φαγητό και έκανα ηρωική έξοδο. Είχε γυρίσει και ο πατέρας μου από τη δουλειά, άρα κήρυγμα εις διπλούν. Μ’ έβαλαν κάτω και πρίμο σεκόντο, με ορκίσανε πως δε θα ξαναπλώσω χέρι να κόψω οτιδήποτε, δε θα φάω τίποτα, λέγοντας και ξαναλέγοντας, «Τσερνόμπιλ, Τσερνόμπιλ, Τσερνόμπιλ!».
Άλλος ένας ακατανόητος και φρικτός όρος μπήκε στο λεξιλόγιό μου. Αποτυπώθηκε στον μικρούλη – τότε, τώρα ελπίζω να μεγάλωσε – εγκέφαλό μου, στρογγυλοκάθισε σε μια γωνιά και περίμενε λίγο καιρό για να βγει ξανά στην επιφάνεια, όταν τον κατανόησα πλήρως!
Μεγάλη πια, παραμένει απαίσια λέξη, αλλά οι εναπομείνασες μουριές εξακολουθούν να με κάνουν να χαμογελάω! Όποτε περνάω από την παλιά μου γειτονιά, τους κλείνω το μάτι γιατί ξέρω το κόλπο τους, που εκμεταλλεύτηκα στο έπακρο, αναγκάσανε τους γονείς μου να αποδεχτούν πως η κόρη τους μπορεί να τους κουβαλήσει στο σπίτι οτιδήποτε βρει στην εξοχή. Γατιά, σκυλιά, αρνάκια, κοτοπουλάκια, πασχαλίτσες, μπάμπουρες… αλλά ποτέ πρασινάδες!
Μαρίτσα Καρά