Δύο χέρια. Ελαφρώς κρυμμένα από την κοινή θέα των αδιάκριτων βλεμμάτων των επιβατών του μετρό, κρατούν το ένα το άλλο. Λεπτά, μακριά δάχτυλα το ένα χέρι, κοντούλικα και μικροσκοπικά το άλλο. Το κράτημα φαινομενικά χαλαρό, φιλικό μοιάζει στο αγύμναστο μάτι. Μόνο ο μαθημένος θεατής θα παρατηρήσει το διακριτικό χάδι των αντιχείρων. Το κράτημα εκείνο, που υποδηλώνει πως οι ιδιοκτήτριες των χεριών δεν είναι μόνο φίλες. Πού και πού τα δάχτυλα μπλέκονται μεταξύ τους, δείχνουν την ανάγκη να εκφράσουν συναισθήματα που πιθανόν έχουν εκφραστεί και με λόγια μία άλλη στιγμή, πιο κρυφά, πιο ιδιωτικά. Τα μάτια, ανά τις στιγμές ανήσυχα, κοιτούν γύρω μην τους κοιτά κανείς. Όταν υπάρχει κάποιο αδιάκριτο βλέμμα, κρατιούνται απροκάλυπτα. Όταν τις παίρνουν χαμπάρι ή τις πλησιάζουν, αφήνουν τα χέρια βιαστικά, αμήχανα, μέχρις ότου φύγουν.
Δύο πόδια. Ακουμπούν ο ένας μηρός τον άλλο, δήθεν τυχαία. Είναι μεγαλόσωμοι άντρες, άλλωστε, δεν χωρούν στα στενά καθίσματα του λεωφορείου. Θα χαϊδέψει ο ένας τον άλλο με ελαφριά πίεση και ανασήκωμα του ποδιού, ίσα να τριφτεί ο μηρός και η γάμπα. Είναι το μόνο διακριτικό χάδι που μπορούν να δώσουν ο ένας στον άλλο. Τα μάτια είναι αυτά που μπορούν να τους προδώσουν. Γιατί όταν κοιτάζονται στα μάτια, ο χρόνος παγώνει κι ο κόσμος εξαφανίζεται. Μένουν οι δυο τους μονάχα, να κάνουν έρωτα με τα μάτια και να λένε κουβέντες ανείπωτες. Πρέπει να έχουν συνεχώς το νου τους, ξεχνιούνται και οι δύο συχνά. Δεν θα ήθελαν μπλεξίματα με κανέναν κομπλεξικό, που θα τους έκανε το λιγότερο δακτυλοδεικτούμενους παρίες. Κοιτάζονται για όσο μπορούν περισσότερο και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, τραβούν το βλέμμα μακριά ο ένας από τον άλλον.
Τέσσερα πόδια, μπλεγμένα μεταξύ τους, τα δικά της πάνω στα δικά του. Τα χέρια χορεύουν απροκάλυπτα έναν χορό αλλεπάλληλων αγγιγμάτων. Των αγγιγμάτων εκείνων, που προδίδουν τον έρωτα. Τα μάτια κοιτάζονται συνεχώς, βαθιά. Τα βλέμματα ακουμπούν ψυχή πια. Γελούν δυνατά, εκείνη κρύβεται στον λαιμό του, εκείνος της ψιθυρίζει γλυκόλογα στ’ αυτί. Της ψιθυρίζει, όχι για να μην ακουστούν στους επιβάτες του τραίνου, αλλά γιατί αυτά που της λέει είναι μόνο για ’κείνη. Δεν τους νοιάζει ποιος τους κοιτά. Είναι ερωτευμένοι και το δείχνουν. Όχι για να το τρίψουν στην μούρη κάποιου, αλλά επειδή απλά μπορούν. Μία στο τόσο, δίνουν κι ένα φιλί στα χείλη.
Κανείς δεν τους σχολιάζει, γιατί είναι εκείνος και εκείνη. Όχι εκείνος κι εκείνος, ούτε εκείνη κι εκείνη. Επιτρέπεται να δείξουν τον έρωτά τους κι όχι να τον κρατούν κρυμμένο στις κατακόμβες. Επιτρέπεται να κρατηθούν από το χέρι, χωρίς να εφευρίσκουν λόγους κι αιτίες για να το κάνουν, επιτρέπεται ν’ αγκαλιαστούν, επιτρέπεται να γελάσουν δυνατά κι ερωτευμένα.
Όσο όμως η αγάπη κι ο έρωτας δεν επιτρέπεται να εκφράζεται απ’ όλους τόσο ανοιχτά, τότε έχουμε πρόβλημα. Γιατί μιλάμε για αγάπη και όλοι έχουμε δικαίωμα σε αυτήν. Ο έρωτας είναι έρωτας. Δεν κοιτάζει φύλο, ηλικία, κοινωνική ομάδα και χρώμα. Κοιτάζει την ψυχή. Και η ψυχή, όπως και η καρδιά, δεν χωρά ρατσισμούς.
Νίκη Τσακίρη