,

Βουβό Ταγκό

Οι νότες της μουσικής ξεκίνησαν να διαχέονται στη πνιγηρή ατμόσφαιρα του παρακμιακού μπαρ. Εκείνη, καθισμένη στη μια άκρη του πάγκου, στριφογυρίζει βαριεστημένα στα δάχτυλα της το καλαμάκι από το ποτό της. Ώρα τώρα τον παρατηρεί από μακριά, της κάνει εντύπωση που παρόλο που δεν είναι όμορφος, εν τούτοις έχει “κάτι” που τη μαγνητίζει, δεν μπορεί να ξεκολλήσει τα μάτια της από πάνω του. Εκείνος, πάλι, την είχε κοιτάξει μια φορά όταν είχε μπει μέσα, αλλά μετά είχε αφοσιωθεί στην κουβέντα με τον φίλο του.

Μόλις όμως ακούγονται οι πρώτες νότες από ένα παμπάλαιο, πανέμορφο ταγκό, τον βλέπει με έκπληξη να σηκώνεται από τη θέση του και να διασχίζει το διάδρομο μέχρι να φτάσει κοντά της. Στέκεται μπροστά της πανέμορφος μέσα στην απλότητα του και χωρίς να πει λέξη, της τείνει το χέρι του. Μη πιστεύοντας αυτό που κάνει, του δίνει το δικό της, χαϊδεύοντας για μια στιγμή με τα ακροδάχτυλά της την ζεστή επιδερμίδα του. Στο απαλό αυτό άγγιγμα είπαν το “καλώς σε βρήκα” δύο ψυχές νικημένες από μια ατέλειωτη μοναξιά..

Την οδηγεί τρυφερά πάνω στην πίστα, καθώς ο ήχος από τη μελωδία του ταγκό ξεκινά. Την βάζει απέναντί του, κοιτάζοντας τη πάντα στα μάτια, το ένα του χέρι της σφίγγει λίγο τη μέση, τοποθετώντας τη σχεδόν στην αγκαλιά του, μια αγκαλιά που φωνάζει ανάγκη και με το άλλο του χέρι κρατά τρυφερά αλλά κυριαρχικά το δικό της.
Στο ταγκό πάντα οδηγεί ο άντρας, κι έτσι εκείνη αφέθηκε να την παρασύρει. Δεν μίλησαν, δεν χρειαζόταν εξάλλου.

Μίλησαν τα κορμιά τους, που άγγιζαν το ένα το άλλο και πάλι αποτραβιόντουσαν, σε ένα μοναδικό παιχνίδι γάτας και ποντικού, “τώρα σε έχω, τώρα όχι, τώρα σε αφήνω να με πλησιάσεις, τώρα σου φεύγω μακριά”.
Μίλησαν τα μάτια τους, σταθερά καρφωμένα ο ένας στον άλλο, λέγοντας όσα ανομολόγητα δεν είχαν τολμήσει ποτέ να πουν σε κανέναν άλλο πιο πριν, σε κανέναν άλλο μετά.
Μίλησαν τα πόδια τους, καθώς στροβιλίζονταν στο ρυθμό της μουσικής, τους έφερναν πότε κοντά και πότε μακριά, όχι πολύ μακριά όμως, ίσα ίσα να λείψει λίγο ο ένας στον άλλο.
Μίλησαν ακόμα και τα χέρια τους, εκείνο το χέρι το δικό του που την κρατάει από τη μέση και θαρρείς και της ελέγχει όλο το σώμα, και το άλλο, που την κρατούσε από το χέρι και της έδινε το λιμάνι που δεν ήξερε πως αναζητούσε.
Κι εκείνο το χέρι το δικό της, που ακουμπά πάνω του με τόση εμπιστοσύνη, θαρρείς και ήταν φτιαγμένο από πάντα για να κάνει αυτό ακριβώς.
Ακόμα και οι καρδιές τους μίλησαν, καθώς ανταμώσαν πάνω στη μελωδία αυτού του παλιού ταγκό, προσφέροντας τους άφατη χαρά και λαχτάρα για τα όσα είναι να έρθουν.

Τελείωσε η μελωδία, μα εκείνοι μένουν πάνω στην πίστα, βαθιά χαμένοι στα μάτια και στα χείλη και στο σώμα ο ένας του άλλου. Το δικό τους ταγκό, μόλις ξεκίνησε.

“Πάμε;”, είπε εκείνη.

Φωτεινή Παπαδά

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading