,

Ο Φάνης

«Μου είπε ότι θέλει διαζύγιο και το σκέφτομαι πολύ σοβαρά! Όλη μέρα κάθεται σε έναν καναπέ και παίζει ηλεκτρονικά. Το διανοείσαι; Αντί να ασχολείται μαζί μου, προτιμάει την οθόνη! Πού είναι Μάνια τα ταξίδια που μου υποσχέθηκε; Οι βόλτες και τα ακριβά εστιατόρια; Τα δώρα μου; Τα λουλούδια μου; Έχει τόσα λεφτά και αντί να τα χαλάει σε εμένα, προτιμάει να αγοράζει παιχνίδια για να παίζει με τους φίλους του. Και όποτε του προτείνω να πάμε κάπου, μου λέει “πήγαινε με τις φίλες σου!”. Φταίω που τον κερατώνω; Ξέρεις πόσο καιρό έχει να κοιμηθεί μαζί μου; Χάλασα έναν σκασμό λεφτά για να ανακαινίσω την κρεβατοκάμαρα και αυτός κοιμάται στον ξενώνα. Σαν να ‘ναι κανένας φτωχός!».

Μόλις η Λουκία τελείωσε τον μονόλογο, έσβησε με θυμό το τσιγάρο στο τασάκι και έπιασε το κινητό στα χέρια της. Μέχρι να ενημερώσει τους διαδικτυακούς της φίλους για τις εξελίξεις της ζωής της, είχα λίγο χρόνο ησυχίας να επεξεργαστώ όσα ξεστόμισε με ασυδοσία. Προσπάθησα να την παρατηρήσω όση ώρα φωτογραφιζόταν για το καινούργιο της ποστάρισμα, μα ήταν αδύνατον! Η Λουκία είχε πάψει προ πολλού να είναι η χαρωπή γειτονοπούλα μου, με την οποία μοιραζόμασταν το ίδιο θρανίο επί έξι ολόκληρα χρόνια.

Μεγαλώσαμε μαζί και χώρια. Οι γονείς μας δεν έκαναν ποτέ παρέα όμως εμείς, έστω και τυχαία, βρισκόμασταν κάθε μέρα. Πότε στις κούνιες, πότε στην καφετέρια της γειτονιάς, πότε στην πλατεία. Παίζαμε κι γελούσαμε ασταμάτητα. Ακόμα κι όταν μεγαλώσαμε, συνεχίσαμε να κάνουμε παρέα. Στο δημοτικό χωριστήκαμε, γιατί ο μπαμπάς της πήρε μετάθεση στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά η ζωή μάς τα έφερε έτσι, που στο γυμνάσιο και στο λύκειο ήμασταν συμμαθήτριες και δε διπλανές.

Ατίθασο νιάτο εκείνη, οριοθετημένη εγώ. Το μυαλό της στα αγόρια, το δικό μου στις σπουδές. Εκείνη είχε την οικονομική ευχέρεια να κάνει ό,τι της κατέβει στο μυαλό. Ήταν και μοναχοκόρη, οπότε δεν της χαλάστηκε ποτέ χατίρι. Οι γονείς μου όμως στερήθηκαν πολλά για να με μεγαλώσουν, οπότε παράλληλα με το σχολείο, δούλευα για να έχω το χαρτζιλίκι μου. Έτσι, σχεδόν ποτέ δεν ακολουθούσα τη Λουκία στα σχέδιά της. Μόνο μια φορά για να είμαι ειλικρινής… Το καλοκαίρι της τρίτης λυκείου! Πήγαμε για ένα Σαββατοκύριακο στη Μύκονο. Οι πενιχρές μου οικονομίες δεν μου επέτρεπαν να κάνω τη ζωή που εκείνη ήθελε, οπότε εγώ απολάμβανα τη θάλασσα, τα μικρά ταβερνάκια και την ταπεινή πλευρά του νησιού, ενώ εκείνη έκανε καινούργιες παρέες και αφέθηκε στην ξέφρενη ζωή του νησιού.

Εκεί λοιπόν, στη Μύκονο, σε μια απ’ τις παραλίες που απολάμβανα τον ήλιο και το μυθιστόρημά μου, γνώρισα τον Φάνη. Είχε δέσει αρόδου το σκάφος του εκεί μαζί με την παρέα του και γελούσαν δυνατά. Το γέλιο τους με είχε συνεπάρει, με αποτέλεσμα να ξανοιχτώ πολύ στη θάλασσα και μια κράμπα στο δεξί πόδι με τρομοκράτησε τόσο, που άρχισα να ουρλιάζω. Ως δια μαγείας, βρέθηκε ο Φάνης δίπλα μου και με έσωσε. Για να τον ευχαριστήσω, τον κάλεσα το ίδιο βράδυ για φαγητό μαζί με τους φίλους του και τη Λουκία.

Όλο το βράδυ, η Λουκία τον έγδυνε με τα μάτια της. Ένιωθα τα σήματα του κορμιού της προς εκείνον και κάτι μέσα μου σφίχτηκε. Προσπάθησα να είμαι άνετη και χαλαρή, αλλά δεν τα κατάφερα. Όσο και αν έβλεπα τον Φάνη να θέλει να βρίσκεται κοντά μου, άλλο τόσο έβλεπα και τη Λουκία να προσπαθεί απεγνωσμένα να τον τραβήξει κοντά της. Έτσι κι έγινε… Μετά από λίγες μέρες, έγιναν ζευγάρι. Η Λουκία παράτησε τη σχολή της, γιατί απολάμβανε την χλιδάτη ζωή με τον Φάνη κι εγώ συνέχισα τις σπουδές μου ως δασκάλα.

Μετά από τέσσερα χρόνια αποφοίτησα και αποφάσισα με τις φίλες μου από τη σχολή να πάω ένα ταξιδάκι στην Ιταλία. Τη Λουκία την είχα χάσει πια. Άλλη ζωή, άλλα στέκια, άλλες παρέες. Μιλούσαμε στο τηλέφωνο, αλλά μέχρι εκεί. Καμία επαφή. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να κάνει παρέα μαζί μου;

Το πρώτο μας βράδυ στη Ρώμη, όπως περπατούσα με τα κορίτσια και χαζεύαμε την ομορφιά της, μια κράμπα σχεδόν με έριξε στο έδαφος. Λίγα δευτερόλεπτα πριν σωριαστώ στο πλακόστρωτο, ένιωσα δύο χέρια να τραβούν.

«Δεν το πιστεύω πως πάλι έπαθες κράμπα!», άκουσα τη φωνή του Φάνη.

«Ούτε κι εγώ πως εσύ είσαι πάλι εκείνος που με έσωσε!», του απάντησα έχοντας ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη.

Συστήθηκε στα κορίτσια και προθυμοποιήθηκε να μας κεράσει ένα κρασί στην Πιάτσα Ναβόνα. Όλο το βράδυ γελούσε και έλαμπε ο κόσμος. Δεν ξέρω αν έφταιγε το κρασί ή η αύρα του, αλλά δεν χόρταινα να τον κοιτάω. Μιλούσε στα κορίτσια για τη ζωή του και εγώ τον χάζευα. Μπορεί να ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερός μας, όμως δεν φαινόταν η διαφορά. Πλέον δούλευε στην ναυτιλιακή εταιρεία του πατέρα του κι έμενε σε μια μεζονέτα στην Κηφισιά. Όταν η κουβέντα ήρθε σε εμένα, με ρώτησε αν είμαι ελεύθερη. Χαμογέλασα και έγνεψα καταφατικά. Του είπα για την αποφοίτησή μου, αλλά και για την πρόταση για δουλειά σε ένα ιδιωτικό σχολείο. Με φίλησε στο μάγουλο για συγχαρητήρια και άνοιξε μια σαμπάνια.

Λίγο πριν την καληνύχτα, μου πρότεινε να πάμε μια βόλτα με τα πόδια. Δέχτηκα. Έπλεξε το χέρι του στο δικό μου κι αρχίσαμε να περπατάμε στα στενά της αιώνιας πόλης. Τα μαύρα μαλλιά του, σε συνδυασμό με τα μαύρα μάτια του, τον έκαναν ακαταμάχητο. Η μυρωδιά του κορμιού του με σαγήνευε και το πλεγμένο χέρι του στο δικό μου με ηλέκτριζε. Δεν ξέρω τι έφταιγε, ούτε πώς έγινε. Το μόνο που θυμάμαι είναι την πλάτη μου πάνω σε έναν πέτρινο τοίχο και τα χείλη του να εξερευνούν τα δικά μου με πάθος.

Όταν βρεθήκαμε κάτω από το ξενοδοχείο του, δε δίστασα. Μόλις έκλεισε η πόρτα του δωματίου πίσω μας, απαλλαχθήκαμε από κάθε ύφασμα και αφεθήκαμε να εξερευνήσει ο ένας τη γύμνια του άλλου. Μου χάρισε μια ηδονή που όμοιά της δεν ξανάνιωσα και του χάρισα απλόχερα όλο μου το είναι.  Η νύχτα έγινε μέρα και η μέρα νύχτα. Οι αγκαλιές γίνονταν πιο σφιχτές και οι κραυγές πιο πνιχτές. Το πάθος φούντωνε και κανένας μας δεν έκανε κίνηση να το σταματήσει.

«Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί εμείς οι δύο δεν μπλέξαμε τότε στη Μύκονο! Σε ήθελα πολύ!» είπε αφήνοντας ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού μου.

«Σίγουρα θα υπήρχαν λόγοι» απάντησα γελώντας.

«Τόσα χρόνια δεν μπορούσα να σε βγάλω απ’ το μυαλό μου Μάνια! Λες και κεραυνοβολήθηκα στο νησί και έπαψε η καρδιά μου να χτυπάει για άλλη!» είπε κοιτώντας με στα μάτια.

«Η Λουκία;» τόλμησα να ρωτήσω, ενώ η καρδιά μου χτυπούσε.

«Η Λουκία είναι πλέον γυναίκα μου και αυτή τη στιγμή είμαι σίγουρος ότι πηδιέται με κάποιον άλλον στο Μεξικό που έχει πάει με τις φίλες της» είπε αδιαφορώντας για τον άνθρωπο που έχει δίπλα του.

Με χτύπησε κεραυνός. Σηκώθηκα, ντύθηκα και αδιαφορώντας για τη φωνή του, η οποία φώναζε το όνομά μου, έκλεισα την πόρτα και εξαφανίστηκα. Εξαφανίστηκα από τη Ρώμη ειδοποιώντας τα κορίτσια πως πρέπει να επιστρέψω πίσω και εξαφανίστηκα και απ’ τη ζωή του Φάνη οριστικά. Όσο ερωτευμένη κι αν ήμουν, όσο κι αν με πονούσε, ήταν λάθος…

***

«Μάνια, πού ταξιδεύεις; Τελείωσα το ποστ μου και τώρα είμαι όλη αυτιά!», είπε η Λουκία.

«Λουκία μου, έχουμε να τα πούμε σχεδόν έξι χρόνια και περιμένεις να σου απαντήσω κάτι σε αυτά που μου είπες; Βρεθήκαμε τυχαία πριν τέσσερις ώρες και το μόνο που ακούω είναι πόσο δυστυχισμένοι είστε στο γάμο σας και οι δύο και πως θέλει να τον χωρίσεις, αλλά εσύ δε θες, γιατί αν υπογράψεις θα χάσεις τη ζωή που κάνεις!» είπα με μια ανάσα προσπαθώντας να ελέγξω όλα τα συναισθήματα που με κατέκλυζαν.

«Μα φυσικά και δε θέλω να χάσω τα λεφτά του! Ποιος πληρώνει τα ταξίδια και τις πλαστικές μου; Ο Φανούλης! Εδώ και δύο χρόνια κάνει σαν να μην υπάρχω. Είχε πάει ένα ταξίδι στην Ιταλία και έκτοτε, δεν τον νοιάζω καθόλου. Είναι μελαγχολικός και με πιάνει απελπισία. Γι’ αυτό τι κάνω; Του τρώω τα λεφτά και βρίσκω γκόμενους. Τον τελευταίο χρόνο είμαι με έναν τύπο κόλαση. Έχει κι αυτός λεφτά, οπότε το σκέφτομαι να υπογράψω και να ζήσω με τον άλλον. Τι να τον κάνω τον μίζερο; Με τα παιχνίδια του να μείνει!».

Η πρόταση «άλλαξε μετά την Ιταλία» ήχησε στα αυτιά μου σαν μελωδία. «Λουκία, μένετε ακόμα στην Κηφισιά;», ρώτησα. Εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι και έπιασε το κινητό. Πέταξα δέκα ευρώ στο τραπέζι, πήρα τα κλειδιά μου και σηκώθηκα όρθια.

«Πού πας; Έχω λίγη ώρα ακόμα πριν έρθει ο καλός μου να με πάρει!», είπε η Λουκία.

«Να το υπογράψεις το διαζύγιο και να ζήσεις ευτυχισμένη! Μην αγχώνεσαι για τον Φάνη και σε παρακαλώ, μην με ξαναενοχλήσεις!», της είπα και έτρεξα στο αυτοκίνητο.

Δεν θυμάμαι πώς βρέθηκα να χτυπάω το κουδούνι της μεζονέτας του Φάνη στην Κηφισιά. Το μόνο που θυμάμαι, είναι την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. Τον αγαπούσα αυτόν τον άντρα και έπρεπε να το ξέρει.

Μόλις τον είδα στο κεφαλόσκαλο, ένιωσα την καρδιά μου να χορεύει σε ξέφρενους ρυθμούς. Ήταν ακόμα πιο όμορφος, αν και φαινόταν λυπημένος. Η λάμψη στα μάτια του, μου έδειξε πως ακόμα μέσα του υπάρχει φως. Πως ακόμη μέσα του υπήρχε ο Φάνης. Ο δικός μου Φάνης.

«Μάνια τι κάνεις εδώ;» με ρώτησε, αλλά δεν απάντησα. Τον έκλεισα στην αγκαλιά μου και τον φίλησα. Έσφιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση μου και με κόλλησε πάνω στο κορμί του. «Δύο χρόνια περίμενα αυτή τη στιγμή. Τότε στη Ρώμη, έφυγες και σε έχασα και μαζί με σένα έχασα και εμένα!» έλεγε και ξαναέλεγε, ενώ η φωνή του ράγιζε.

«Έφυγα γιατί δεν άντεχα να σε μοιράζομαι! Απ’ την πρώτη στιγμή Φάνη, από εκείνο το καλοκαίρι στη Μύκονο, σε ερωτεύτηκα. Δεν σε διεκδίκησα όμως και το μετανιώνω πικρά. Καταπίεσα όλα όσα ένιωθα για χρόνια, μέχρι που βρέθηκες μπροστά μου στην Ιταλία. Εκεί βίωσα το παραμύθι μου. Μου χάρισες έναν έρωτα δίχως τέλος, μα δεν ήσουν μόνος και δε θα άντεχα να σε χάσω πάλι. Τώρα όμως είμαι εδώ… Ξέρω τα πάντα! Και για το διαζύγιο και για τη ζωή σου και για τη ζωή της Λουκίας. Δεν έχει σημασία πώς… Σημασία έχει πως είμαι εδώ! Δεν είμαι διατεθειμένη να σε ξαναχάσω…».

Τα μάτια του βυθίστηκαν στα δικά μου. Τα χέρια του έσφιξαν γύρω του και το κορμί του αναστέναξε λυτρωμένο. Πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό μου…

«Αρκετό χρόνο χάσαμε, δε νομίζεις;» είπε και σφράγισε τα λόγια του φιλώντας μέ με πάθος.

Με το ίδιο πάθος που αφήσαμε να μας περιμένει πριν δυο χρόνια σε ένα δωμάτιο στη Ρώμη.

Κατερίνα Μοχράνη

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: