,

Alter Ego

Όταν κανείς την έβλεπε από μακριά, δεν διέκρινε κάτι ιδιαίτερο στην όψη της. Μια απλή, μικροκαμωμένη κοπελίτσα ήταν και τίποτα παραπάνω. Ή μήπως ήταν κάτι παραπάνω τελικά; Γιατί είχε κάτι αυτή η κοπέλα, σε μαγνήτιζε, είτε μιλούσε είτε καθόταν σιωπηλή σε μια γωνιά κοιτάζοντας την δουλειά της. Όταν δε, απεύθυνε τον λόγο σε σένα, ήσουν καταδικασμένος! Θα στεκόσουν εκεί, να την ακούς και να χαμογελάς. Κι αργότερα, όταν θα ήσουν μόνος στο σπίτι, θα την σκεφτόσουν, ξανά και ξανά και ξανά, μέχρι να περάσουν οι μέρες και να ξεθωριάσει απ’ τη μνήμη σου.

Αν όμως την έβαζες στην ζωή σου, η καταδίκη σου θα ήταν να μην καταφέρεις να την ξεχάσεις, μιας και οι αναμνήσεις που χτίσατε μαζί είχαν γερά θεμέλια. Έτσι, θα βρισκόσουν αραχτός στο σαλόνι σου ή ακόμα και στην πιο φορτωμένη ώρα της ημέρας, θα σου έσκαγε στο μυαλό η όψη της ή η φωνή της και το χαμόγελο στα χείλη σου θα ήταν αναπόφευκτο. Θα κατέληγες να ταξιδέψεις στις μνήμες που φτιάξατε μαζί ή στις φαντασιώσεις σου. Μαζί της.

Ακόμη κι όταν κατάλαβες ότι δεν πρέπει να την σκέφτεσαι, πως πρέπει να ξεκολλήσεις, πάλι θα ταξίδευε το μυαλό σου σε εκείνη.

«Ποιος τα γαμάει, ρε, τα πρέπει;» ,θα σκεφτόσουν…

«Ναι, αλλά ποιος σου γαμάει την ψυχή ρε φίλε; Ποιος σε στενοχωρεί;», σε ρωτάς.

«Αυτή ρε μαλάκα, αυτή είναι που με ρίχνει στα Τάρταρα, μα είναι αυτή που με σηκώνει και γεύομαι Παράδεισο. Αφού ξέρεις τώρα…», σου απαντάς και κουνάς το κεφάλι.

Κι αν έχεις περάσει ώρες να σκέφτεσαι, να στενοχωριέσαι, να κλαις, να οργίζεσαι… Κι αν έχεις πάρει απόφαση να την ξεγράψεις… Την στιγμή που θα την δεις, όλες σου οι αποφάσεις θα πάνε στο διάολο κι ακόμα παραπέρα. Θα τα βάλεις με τον εαυτό σου, αλλά για λίγο. Γιατί ξέρεις πως ερωτεύτηκες ρε μπαγάσα. Κι αυτό που ένιωσες είναι αληθινό. Κι ας μην ένιωσε∙ κι ας μη νιώθει. Νιώθεις εσύ και για τους δυο.

«Μα καλά δεν ήμουν στην μοναξιά μου; Περνούσα καλά, έκανα το κέφι μου όποτε μου γούσταρε, με όποια μου γούσταρε. Τι τους ήθελα εγώ τους έρωτες και τις καρδιές που γίνονται χίλια κομμάτια, μου λες; Καλά ήμουν στην ησυχία μου…», σκέφτεσαι.

«Ναι, μαλάκα. Ένας ζωντανός νεκρός ήσουν, που στη χάση και στη φέξη κοιμόταν σ’ αδειανά κι εφήμερα κρεβάτια. Παπάρια ήσουν!» μουντζώνεις τον εαυτό σου και παραδέχεσαι πως έτσι είναι. Σκοτεινιάζεις, μα θα την σκεφτείς πάλι και θα χαμογελάσεις.

Θυμάσαι την φωνή της. Χαρακτηριστική, γεμίζει τον χώρο. Με όμορφο τρόπο, όχι σαν την Τζάνις από τα Φιλαράκια. Την κάνεις εικόνα να σου κάνει μίμηση της Τζάνις – κι ας μην την έχεις δει ποτέ να το κάνει – και χαμογελάς ξανά. Πολύ χαμόγελο πέφτει με την σκέψη της ρε…
Κοιτάς την καρδιά σου. Χίλια κομμάτια. Με δυο κουβέντες, με 10 νύχτες που περάσατε μαζί και σ’ έκανε χίλια κομμάτια. Πού πας ρε φίλε; Αν ξαναμπλέξεις θα στα κάνει 150.000 τα κομμάτια. Αλλά θέλεις να ξαναμπλέξεις. Ενδόμυχα το θες, άσχετα που έβαλες την λογική μπροστά και κρατάς απόσταση. Θες να είσαι μαζί της, γιατί ξέρεις πως μπορείς να την κάνεις ευτυχισμένη. Έχει περιγράψει τον άνθρωπο που θέλει και είδες ότι περιγράφει εσένα. Είσαι ο άνθρωπός της και το ξέρεις. Εκείνη δεν το ξέρει, μα θα το μάθει.

«Αρκεί να μην το μάθει πολύ αργά…», σκέφτεσαι.

«Ναι, αλλά – πώς το είχε πει; – “N’αφήνεσαι, όχι σε όλους, σε εκείνους που είναι μαζί σου, νοητά και μη”… Εγώ είμαι αυτός! Νοητά είμαι μαζί της. Τα βράδια που ξαπλώνω, δεν ξαπλώνω μόνος, είμαι δίπλα της. Ανασαίνω την ανάσα της, νιώθω τους χτύπους της καρδιάς της να εναρμονίζονται με τους δικούς μου, της παίρνω τα μαλλιά απ’ τα μάτια και τα χείλη. Νοητά είμαι ακόμη εκεί, κάθε βράδυ ζούμε μαζί.»

«Ανοησίες και φαντασιοπληξίες. Καρμίρικα πράγματα. Ανεμομαζώματα – διαβολοσκορπίσματα!»

«Όχι, όχι καρμίρικα. Καρμικά. Κάρμα είναι αυτή η γυναίκα για μένα. Destiny, πεπρωμένο. Κι αφού θες να μιλάμε με αποφθέγματα, ένα έχω να σου πω, το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον. Άιντε τώρα, μαζέψου, γιατί μ’ εκνευρίζεις!», ξανασκέφτεσαι και λήγεις την κουβέντα με την πάρτη σου. Γαμώ την λογική σου και γαμώ τα συναισθήματά σου! Ταυτόχρονα!

Συγχίστηκες. Πρέπει να ηρεμήσεις. Ξέρεις πώς. Θα φέρεις αυτό το ζευγάρι μάτια στο νου σου, την στιγμή που σε κοιτούσε στα μάτια και χανόταν. Της ξεγύμνωνες την ψυχή σου, ρε, τότε. Δεν της άρεσε όμως αυτό που είδε μάλλον. Γι’ αυτό δεν είστε πια μαζί. Γιατί της ήσουν λίγος. Μα είχες κι έχεις πολλά να δώσεις. Ήταν νωρίς να τα δώσεις όλα. Άλλωστε, έχεις κάνει μια άτυπη συμφωνία με τον εαυτό σου, πως όλα για όλα θα τα δώσεις εκεί που θα δεις ότι τα αξίζει, αλλά μετά από καιρό και δοκιμασίες. Τι μάτια είναι αυτά ρε φίλε… Συνηθισμένα θα έλεγες στο χρώμα, αλλά όταν σε κοιτάνε σου καίνε την ψυχή. Να πώς την ερωτεύτηκες! Σε κοίταξε! Σε κοίταξε ρε, σε κοίταξε και είδες την ψυχή της. Αυτό ήταν, έγινε η ζημιά, την πάτησες.

«Δεν σε θέλει ρε, τι κάθεσαι πια και σκέφτεσαι και βασανίζεσαι; Αν σε ήθελε θα ήταν εδώ, θα σε κοιτούσε αυτό το ζευγάρι μάτια. Θα φτιάχνατε κι άλλες αναμνήσεις, θα φορούσε τα ρούχα σου τα πρωινά για να νιώθει πιο άνετα, θα γέμιζαν τα σεντόνια πάθος, θα ήσασταν φίλοι κι εραστές πραγματικοί∙ όχι μόνο στην φαντασία σου. Είσαι μαλάκας; Θα περιμένεις πότε θα σε κοιτάξει; ΑΝ το κάνει ποτέ;»

«Τέτοιος μαλάκας είμαι, που θα ελπίζω. Θα προσπαθήσω κάποια στιγμή να προχωρήσω την ζωή μου. Αλλά θα ελπίζω πως εκείνη θα είναι που θα με δει πραγματικά και θα θέλει να είμαστε μαζί».

«Καλός μαλάκας είσαι κι εσύ…»

«Το ξέρω…»

Θες να πας να την δεις. Νιώθεις πως κοντά της μόνο εισπνέεις οξυγόνο. Ψάχνεις αφορμή να της μιλήσεις. Έχετε απίστευτη οικειότητα. Σαν να γνωρίζεστε χρόνια.

«Μα γνωριζόμαστε χρόνια. 7.000 ζωές αν έχω ζήσει, οι 5.000 ήταν μαζί της. Γι’ αυτό την ξέρω τόσο καλά και με ξέρει κι εκείνη».

«Θα σταματήσεις να μου μιλάς για εκείνη; Με κούρασες!»

«Οι δυο μας μιλάμε και είμαστε το ίδιο άτομο. Δεν σε κούρασα. Την θες όσο κι εγώ. Απλώς είσαι η φωνή της λογικής και προσπαθείς να μας προστατέψεις».

«Ξεκόλλα ρε φίλε. Υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια».

«Αυτήν την πορτοκαλιά θέλω. Θ’ανθίσουμε κι οι δύο…»

«Τι μαλάκας είσαι! Κάτσε και περίμενε, τι να σου πω;»

«Δεν θ’ ανθίσουμε; Δεν σου άρεσε η γεύση από Παράδεισο;»

«Μου άρεσε. Η γεύση της πίκρας δεν μου άρεσε, όμως. Η γεύση της κόλασης που περνάμε τώρα δεν μου αρέσει»

«Πάμε ρε να πάρουμε πάλι γεύση από Παράδεισο! Άσε τις λογικές απ’ έξω!»

«Θα πονέσουμε»

«Δεν με νοιάζει»

«Θα πληγωθούμε».

«Δεν με νοιάζει!»

«Θα –»

«…– ευτυχήσουμε. Σκάσε.»

«Μα –…»

«..– Φτάνει. Μίλησα».

«Όλα για όλα;»

«Τα είπαμε αυτά. Μην λέμε τα ίδια».

«Πρόσεχε, ε;»

«Θα προσέχω. Θα προσέχουμε. Θα μας προσέχει…»

Νίκη Τσακίρη

Απάντηση


%d