,

Σκάσε επιτέλους

Ξύπνησε γεμάτη ενέργεια. Καιρό είχε να κοιμηθεί τόσο καλά.

«Τι όμορφη μέρα έχει σήμερα!», είπε αφού άνοιξε την κουρτίνα. Ευτυχώς είχε ρεπό και μια ολόκληρη μέρα μπροστά της να κάνει ό,τι θέλει. Ας φτιάξουμε τώρα το καφεδάκι μας και ας το απολαύσουμε στο μπαλκόνι. Τα παιδιά της ακόμη κοιμόντουσαν. Δεν υπήρχε λόγος να τα ξυπνήσει νωρίς, μιας και σήμερα ήταν Σάββατο και δεν είχαν σχολείο.

Δύο κουταλιές καφέ και δύο ζάχαρη. Δεν πείραζε να βάλει δύο κουταλιές ζάχαρη. Θα έπαιρνε ρεπό και από την… δίαιτά της.

«Δικαιολογίες ψάχνεις πάλι μου φαίνεται για να γουρουνιάσεις!», είπε εκείνος.

Ωχ! ξύπνησε ήδη; Ούτε μια γουλιά από τον καφέ της δεν  είχε προλάβει  να πιει με την ησυχία της και εκείνος ήταν ήδη εκεί, στην κουζίνα. Τον αγνόησε και βγήκε στο μπαλκόνι. Πήρε και τα τσιγάρα της.  Θα έκανε  δυο-τρία τσιγάρα μαζί με τον καφέ για να τον απολαύσει.

«Εσύ δεν ήσουν που το είχες κόψει; Μην χάσεις και δεν καπνίσεις!».

«Άσε με επιτέλους στην ησυχία μου!», του απάντησε. «Έναν καφέ είπα να πιω. Εξάλλου είναι το ρεπό μου!».

Αφού ήπιε τον καφέ, σηκώθηκε να μαζέψει το σπίτι. Θα έκανε μόνο τα βασικά και μετά θα ξεκουραζόταν και θα αφιέρωνε όλη τη μέρα  στα παιδιά της. Της είχαν λείψει τόσο πολύ! Ένιωθε ότι τα παραμελούσε τελευταία. Δούλευε πολλές ώρες την ημέρα, αλλά και την νύχτα. Ήταν νοσηλεύτρια και το πρόγραμμά της ήταν ασταθές. Και όταν τελικά γυρνούσε σπίτι, ήταν τόσο κουρασμένη και κακόκεφη! Έκανε ένα βασικό μάζεμα και με χαμόγελο στα χείλη πήγε να ξυπνήσει τα μικρά της. Πριν προλάβει όμως να μπει στο δωμάτιο, τον άκουσε να μουρμουρίζει:

«Και άλλες γυναίκες δουλεύουν πολλές ώρες αλλά  το σπίτι τους λάμπει. Κοίτα το δικό σου…»

Αγνόησε τις φωνές του. Κανείς δεν θα χαλούσε την καλή της διάθεση. Προτεραιότητά της, ήταν τα παιδιά της. Το σπίτι μπορούσε να περιμένει. Θα περνούσε όλη τη μέρα μαζί τους. Είχε ήδη φτιάξει το τέλειο πρόγραμμα στο μυαλό της, πρωινός καφές με συμμαθητές και τις μαμάδες τους, μετά ανθυγιεινό φαγητό σε γνωστή αλυσίδα.

«Δεν περίμενα κάτι καλύτερο από σένα!», είπε η φωνή. «Πάλι σαβούρες θα τα ταΐσεις;»

«Είσαι τόσο άδικος μαζί μου!» του απάντησε. «Ξέρεις πόσο φροντίζω την διατροφή τους. Μαγειρεύω καθημερινά και ας είμαι κουρασμένη».

«Δικαιολογίες! Πες ότι βαριέσαι να μαγειρέψεις…»

«Παράτα με!» είπε με δυνατή φωνή και μπήκε στο μπάνιο να ετοιμαστεί.

Στις ομορφιές μου είμαι σήμερα που είμαι ξεκούραστη, σκέφτηκε. Τότε  ξαφνικά εμφανίστηκε και εκείνος. Ούτε στο μπάνιο δεν την άφηνε μόνη της. Τον είδε, μέσα από τον καθρέπτη, να στέκεται πίσω της και να την κοιτά γεμάτος κακία και απέχθεια.

«Μην παίρνουν τα μυαλά σου αέρα», της είπε. «Την ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια δεν την πρόσεξες; Τις σακούλες κάτω από τα μάτια; Γερνάς καημένη και ‘συ το παίζεις τζόβενο!».

Της ήρθε να του πετάξει το σαπούνι στο κεφάλι. Κάτι πρέπει να γίνει με αυτόν τον τύπο, σκέφτηκε και έσφιξε τα δόντια να μην ακουστεί η βρισιά. Πρέπει να απαλλαγώ από αυτόν και την κακία του. Μου ρίχνει την διάθεση, με διαλύει!

Ντύθηκε γρήγορα και βοήθησε  τα παιδιά να ντυθούν, μετά έκλεισε το σπίτι πολύ προσεκτικά και κατευθύνθηκε προς την πόρτα χαρούμενη. Όλα ήταν εντάξει, είχε βγάλει το σίδερο από την πρίζα, είχε κλείσει όλες τις πόρτες και τις είχε τσεκάρει από δύο φορές, είχε σβήσει όλα τα φώτα. Ήταν ψυχαναγκαστική με το κλείσιμο του σπιτιού. Το ήξερε. Πόσο ζήλευε αυτούς που απλά έπαιρναν τα κλειδιά και έφευγαν από το σπίτι, αλλά εκείνη δεν μπορούσε να το κάνει. Δεν ήξερε από πού της είχε έρθει αυτή η εμμονή, ίσως από κάποιο συμβάν που είχε ακούσει τις ειδήσεις; Ίσως από την αφήγηση κάποιο γνωστού; Πάντως ο ψυχαναγκασμός της, της είχε γίνει πλέον συνήθεια.  Και βέβαια το ήξερε και ο τύπος και αποφάσισε να παίξει λίγο μαζί της, απλά για να της σπάσει τα νεύρα.

«Τον θερμοσίφωνα τον έκλεισες;» είπε χαζογελώντας.

«Ναι τον έκλεισα».

«Είσαι σίγουρη;» επανέλαβε.

«Ναι!».

«Εγώ, στην θέση σου  θα τον ξανακοιτούσα» είπε χασκογελώντας.

Απρόθυμα  άνοιξε ξανά την πόρτα και πήγε να δει τον θερμοσίφωνα. Πόσο σε μισώ, πόσο;

***

Κόντευε σχεδόν απόγευμα, όταν γύρισαν σπίτι. Είχαν περάσει τόσο όμορφα με τους φίλους τους. Στο γυρισμό είχαν μπει σε ένα πολυκατάστημα και τους είχε αγοράσει παιχνίδια. Άφησε τα παιδιά να διαλέξουν ό,τι λαχταρούσε η ψυχή τους. Δεν την ένοιαξαν τα λεφτά. Το χαμόγελο στα μάτια τους ήταν η ανταμοιβή της. Μόλις μπήκαν σπίτι, τα παιδιά πήγαν να παίξουν με τα καινούργια της παιχνίδια και εκείνη έμεινε μόνη, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε.

«Πόσα λεφτά χάλασες πάλι;» της είπε.

«Να μην σε νοιάζει», του απάντησε.

«Πώς να μην με νοιάζει, ξέρεις πόσα έξοδα έχουμε; Ή νομίζεις ότι δεν καταλαβαίνω τι κάνεις; Αγοράζεις την αγάπη τους και τις ατέλειωτες ώρες μοναξιάς τους, όταν λείπεις στην δουλειά,  με παιχνίδια».

«Μα δεν μπορώ να μην δουλεύω…», είπε εκείνη και έβαλε τα κλάματα.

***

Ξημερώνει Κυριακή, μέρα ξεκούρασης για πολλούς, αλλά όχι για εκείνη. Έχει πρωινή βάρδια στο νοσοκομείο. Στις έξι το πρωί πρέπει να είναι στην δουλεία. Η κυρία Σάσα  θα έρθει να κρατήσει τα δίδυμα. Ευτυχώς που έχει και αυτήν, αλλιώς δεν θα ήξερε τι να κάνει, από τότε που πέθανε ο άντρας της.

Τα παιδιά κοιμούνται ήδη. Κουράστηκαν σήμερα, αλλά το χάρηκαν. Βάζει αφύπνιση στο ξυπνητήρι και κλείνει τα μάτια της, με την ελπίδα να αποκοιμηθεί, σκέψεις γυρνούν στο μυαλό της… και η φωνή πάντα εκεί, σταθερή μέσα στο κεφάλι της!

«Πάει η μέρα!» της λέει. «Τι κατάφερες; Ξόδεψες χρόνο και λεφτά. Αυτό κατάφερες!».

«Μα περάσαμε όμορφα, ήμασταν όλοι μαζί!».

«Σαχλαμάρες! Όλο σαχλαμάρες!»

«Ξέρεις κάτι; Σκάσε επιτέλους! Σε βαρέθηκα! Είμαι μάνα, εργαζόμενη, νοικοκυρά, γυναίκα… Κάνω αγώνα όλη τη μέρα και ισορροπώ ανάμεσα στους ρόλους μου και προσπαθώ  να είμαι καλή σε όλους. Ενώ εσύ; Εσύ τι κάνεις; Με κριτικάρεις αδιάκοπα. Με λες άσχημη, χοντρή, κακιά μάνα, κακή νοικοκυρά…».

Η φωνή στο κεφάλι της ντράπηκε και σώπασε. Μόλις είχε σκοτώσει τον δικό της δράκο, μια για πάντα. Αναστέναξε ανακουφισμένη και αποκοιμήθηκε.

Γεωργία Ρούλια

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading