Ο Στάνκορ, στάθηκε στην έρημη αμμουδιά και παρατήρησε τα κύματα που έγλειφαν την ακτή. Το νερό της θάλασσας τραβιόταν και άφηνε πίσω του λευκές φυσαλίδες. Μόνο που όταν εκείνες έσκαγαν, υπήρχε κάτι άλλο. Υπήρχαν κάποια άλλα σημάδια στην άμμο τα οποία έπρεπε να κοιτάξει ξανά και ξανά για να σιγουρευτεί πως έβλεπε καλά˙ σημάδια που έμοιαζαν με… φλέβες˙ χαραγμένες ανθρώπινες φλέβες που λίγο αργότερα εξαφανίζονταν, για να εμφανιστούν και πάλι μετά το επόμενο κύμα. Σήκωσε τα σκούρα γυαλιά που φορούσε. Το μόνο που υπήρχε, ήταν φυσαλίδες και λευκός αφρός. Ένα στραβό χαμόγελο χαράκτηκε στο πρόσωπό του. Το μυαλό του, του έπαιζε παιχνίδια.
Ο καλοκαιρινός ήλιος κόντευε να δύσει. Φόρεσε και πάλι τα γυαλιά του και ξάπλωσε στην άμμο. Το λευκό του πουκάμισο, κόλλησε πάνω στο δέρμα του. Έχωσε τις παλάμες του στο χώμα κι έτριψε τους κόκκους με τα δάχτυλά του. Έκλεισε τα μάτια. Ο ήχος της θάλασσας δυνάμωσε μέσα στο μυαλό του. Ο ήλιος πυρακτώθηκε και το κόκκινο πέπλο του απλώθηκε παντού˙ ένα κόκκινο πέπλο που έμοιαζε με αίμα˙ αίμα που ξεχυνόταν από τον ουρανό και πλημμύριζε τη θάλασσα˙ αίμα που…
Ξύπνησε απότομα. Πυκνό σκοτάδι υπήρχε γύρω του. Του πήρε λίγη ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσει πως φορούσε ακόμη τα γυαλιά του. Τα έβγαλε. Ανακάθισε. Είχε σχεδόν νυχτώσει. Το γλυκό μπλε του ουρανού, σκούραινε σιγά σιγά κι ετοιμαζόταν να δώσει τη θέση του στο μαύρο και στο σκοτάδι. Πήρε ένα βότσαλο και το στριφογύρισε στα δάχτυλά του. Στη συνέχεια το έριξε στη θάλασσα. Παρακολούθησε το νερό να αναπηδά ενώ εκείνο βυθιζόταν. Πήρε και δεύτερο βότσαλο, και τρίτο και τέταρτο. Έμοιαζαν όλα τόσο πολύ μεταξύ τους. Κι έπεφταν όλα στο ίδιο σχεδόν σημείο.
Σηκώθηκε όρθιος και τίναξε τα ρούχα του. Πήρε βαθιές ανάσες και ρούφηξε λαίμαργα τη θαλασσινή αλμύρα.
Προχώρησε προς το αμάξι του. Μπήκε μέσα, άνοιξε το παράθυρο και κοίταξε και πάλι το μήνυμα που είχε λάβει στο κινητό του. Έπρεπε να πάει στο χωριό Ντέθβιλ. Ανοιγόκλεισε γρήγορα τα μάτια του. Μέλβιλ. Το χωριό λεγόταν Μέλβιλ. Άναψε τη μηχανή. Σίγουρα θα είχε νυχτώσει για τα καλά μέχρι να φτάσει. Ξεκίνησε να οδηγεί.
***
Ο Ρέγκους Φλιν, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Έσιαξε το καρό σακάκι που του άρεσε να φοράει πάντα, χειμώνα – καλοκαίρι και το λευκό ατσαλάκωτο πουκάμισό του και επιθεώρησε την αλφαδιασμένη χωρίστρα των λιγοστών μαλλιών του. Έβγαλε τα στρόγγυλα γυαλιά του, τα καθάρισε με ένα λευκό μαντήλι και το επέστρεψε στην μπροστινή τσέπη του σακακιού του. Έριξε μια ματιά στο παλιό ρολόι στον τοίχο. Το εκκρεμές του κουνιόταν πέρα δώθε ρυθμικά. Κάθισε στην αγαπημένη του πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο και βύθισε για λίγο το βλέμμα του στο γλυκό μπλε του ουρανού. Στη συνέχεια πήρε την τσαλακωμένη εφημερίδα του από ένα μικρό στρογγυλό τραπεζάκι μπροστά του και άρχισε να την ξεφυλλίζει.
***
Ο Στάνκορ οδηγούσε. Είχε περάσει τουλάχιστον μία ώρα κι ακόμα δεν είχε νυχτώσει για τα καλά. Το γλυκό μπλε του ουρανού, συνέχιζε να τον συντροφεύει στη διαδρομή του. Η πρώτη πινακίδα για το χωριό στο οποίο κατευθυνόταν εμφανίστηκε αρκετά μέτρα μακριά του. “Ντέθβιλ”, έγραφε. Στένεψε το βλέμμα και δυνάμωσε τα φώτα του αυτοκινήτου. “Μέλβιλ” διάβασε. Ετοιμαζόταν να ξεφυσήσει ανακουφισμένος, όταν ένα αυτοκίνητο που ερχόταν από το αντίθετο ρεύμα, του κόρναρε με μανία. Χαμήλωσε αμέσως τα φώτα κι αγνόησε τον νευριασμένο οδηγό που χειρονομούσε κι έβριζε ασύστολα. Συνέχισε να οδηγεί.
***
Ο Ρέγκους άφησε την εφημερίδα στο τραπεζάκι. Έριξε και πάλι μια ματιά στο ρολόι που χτυπούσε ρυθμικά. Οι δείκτες του έμοιαζαν να έχουν κολλήσει στο ίδιο σημείο. Σηκώθηκε και πλησίασε προς το παράθυρο. Βύθισε το βλέμμα του σε εκείνο το γλυκό μπλε που δεν χόρταινε ποτέ να κοιτάζει. Αυτή ήταν πάντα η αγαπημένη του ώρα. Αναστέναξε.
***
Ο Στάνκορ συνέχιζε να οδηγεί, έχοντας συντονίσει το ραδιόφωνο στον αγαπημένο του σταθμό. Η μελωδία του “I Don’t Wanna Miss a Thing”, πλημμύρισε το αμάξι. Παρατήρησε το γλυκό μπλε του ουρανού που δεν έλεγε να παραχωρήσει τη θέση του στο σκοτάδι.
«Αθάνατο καλοκαίρι…» μουρμούρισε.
Μια ακόμα πινακίδα που τον πληροφορούσε πως πλησίαζε εμφανίστηκε μπροστά του.
“Ντέθβιλ” διάβασε και πάλι για να ανοιγοκλείσει απότομα τα μάτια του και να διαβάσει το σωστό:
“Μέλβιλ”.
***
«Κύριε Φλιν».
Ο Ρέγκους γύρισε απότομα. Ένας άντρας με μαύρα ρούχα, λευκά μαλλιά και δέρμα και καταγάλανα μάτια στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας. Το όνομά του, ήταν Damon HellWay.
«Είστε έτοιμος;» τον ρώτησε.
«Περιμένω κάποιον…» απάντησε εκείνος.
Ο Damon τον πλησίασε. Στράφηκαν και οι δυο προς το παράθυρο και κοίταξαν τον ουρανό.
«Πολύ γλυκιά ώρα αυτή, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε.
«Ναι» συμφώνησε ο Ρέγκους.
«Οι μέρες του καλοκαιριού, είναι πιο φωτεινές από τις υπόλοιπες. Το φως διαρκεί περισσότερο… τόσο, που νομίζεις πως μπορείς να σταματήσεις τον χρόνο και να μείνεις για πάντα σε αυτή την ώρα… μόνο που… μπορεί το σκοτάδι να αργεί, αλλά έρχεται εντέλει».
Ο Ρέγκους γύρισε και τον κοίταξε. Τα άλλοτε ψυχρά, γαλάζια μάτια του, τώρα έμοιαζαν να πετούν σπίθες.
«Θα σας περιμένω όταν είστε έτοιμος» πρόσθεσε καθώς έκανε μεταβολή και άρχιζε να απομακρύνεται.
***
Το τοπίο έξω από το αμάξι του Στάνκορ άρχισε να θολώνει. Ένα πυκνό στρώμα ομίχλης ξεπήδησε από το πουθενά και τύλιξε τα πάντα. Ελάττωσε ταχύτητα, έκλεισε το ραδιόφωνο και συνέχισε να οδηγεί αργά, από φόβο μήπως πέσει πάνω του κάποιο διερχόμενο αμάξι. Σε λίγο η ομίχλη άρχισε να διαλύεται. Το μικρό χωριό του Μέλβιλ, εμφανίστηκε μπροστά του.
Το αυτοκίνητο χοροπήδησε ελαφρά πάνω στον χωματόδρομο. Προχώρησε για λίγη ώρα έτσι, όταν μαύρος καπνός άρχισε να βγαίνει από τη μηχανή. Σταμάτησε απότομα και πετάχτηκε έξω. Άνοιξε το καπό και το πυκνό σύννεφο ξεχύθηκε με φόρα. Βλαστήμησε δυνατά κα άρχισε να βήχει.
«Τρέχει κάτι νεαρέ;»
Γύρισε απότομα. Ένας γέρος ερχόταν κουτσαίνοντας προς το μέρος του. Στηριζόταν σε μια μαγκούρα που κρατούσε σφιχτά με τα ροζιασμένα δάχτυλά του.
Εκείνος ένευσε προς το καπό.
Ο γέρος έφτασε κοντά του και επιθεώρησε το αμάξι. Ο καπνός δεν φάνηκε να τον ενοχλεί. Σήκωσε τη μαγκούρα και δοκίμασε να σκαλίσει τη μηχανή. Την κατέβασε όμως αμέσως αφού παραλίγο να χάσει την ισορροπία του και στηρίχθηκε πάνω της. Πλησίασε το πρόσωπό του στου Στάνκορ.
«Άσχημο» σχολίασε.
Ο Στάνκορ μύρισε τη βαριά του ανάσα κα τραβήχτηκε προς τα πίσω. Ο γέρος δεν φάνηκε να το προσέχει και τον πλησίασε ξανά.
«Δεν σε έχω ξαναδεί στο χωριό μας» σχολίασε και τον κοίταξε καχύποπτα εκτοξεύοντας σάλια προς το μέρος του.
Ο Στάνκορ οπισθοχώρησε ξανά, μέχρι που κόλλησε την πλάτη του στο αυτοκίνητο. Ο γέρος πλησίασε και πάλι το πρόσωπό του στο δικό του.
«Με περιμένει ο Ρέγκους Φλιν».
Ο γέρος ένευσε. Όρθωσε και πάλι το κορμί του. Ο Στάνκορ ανάσανε ανακουφισμένος.
«Τον ξέρω τον Ρέγκους» σχολίασε. «Θα σε πάω εγώ. Είναι κοντά».
«Και το αμάξι; Δεν εμποδίζει;» διαμαρτυρήθηκε ο Στάνκορ.
Ο γέρος έριξε ένα επιτιμητικό βλέμμα στο αυτοκίνητο.
«Κανέναν. Αν θέλεις να δεις τον φίλο σου, έλα μαζί μου τώρα, αλλιώς μείνε εδώ», έκανε αδιάφορα ο γέρος κι άρχισε να απομακρύνεται.
Ο Στάνκορ κλείδωσε βιαστικά και τον ακολούθησε.
***
Ο Ρέγκους συνέχιζε να στέκεται δίπλα στο παράθυρο. Παρακολούθησε δυο φιγούρες να πλησιάζουν προς την είσοδο του σπιτιού του. Η μια κούτσαινε. Λίγα λεπτά αργότερα η πόρτα του δωματίου του άνοιγε και ο Στάνκορ έμπαινε μέσα. Έριξε μια ματιά στο λιτό δωμάτιο. Στη συνέχεια στράφηκε προς το μέρος του. Ο Ρέγκους χαμογέλασε. Άνοιξε τα χέρια του προτρέποντάς τον να τον αγκαλιάσει.
«Γεια σου Ρέγκους» έκανε ξερά εκείνος.
Το χαμόγελο έσβησε από το πρόσωπό του.
«Έτσι χαιρετάς έναν φίλο που έχεις να δεις τόσα χρόνια;»
Ο Στάνκορ ανασήκωσε το φρύδι του.
«Υπάρχει λόγος που έχω να τον δω τόσα χρόνια» έκανε ξερά.
«Παρόλα αυτά ήρθες» είπε ήρεμα ο Ρέγκους και του έδειξε μια πολυθρόνα.
Οι δυο άντρες κάθισαν.
«Ήρθα γιατί… Στα αλήθεια δεν ξέρω γιατί ήρθα» είπε τελικά ο Στάνκορ. «Μου έγραψες πως ήταν επείγον να με δεις. Ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Κι εγώ ήρθα. Αν και κανονικά, θα έπρεπε να σε αγνοήσω. Ειδικά αν πρόκειται για ζήτημα δικής σου ζωής και δικού σου θανάτου».
Ο Ρέγκους αγνόησε το τελευταίο του σχόλιο.
«Θέλεις κάτι να πιεις;» ρώτησε και σηκώθηκε. Κατευθύνθηκε προς ένα μικρό μπαρ και γέμισε ένα ποτήρι με ένα κόκκινο ποτό.
«Θέλω να μου πεις γιατί με κουβάλησες μέχρι εδώ», έκανε νευριασμένα ο Στάνκορ. Είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του.
Ο Ρέγκους ήπιε μια μεγάλη γουλιά και κάθισε ξανά στην πολυθρόνα του. Πήρε στα χέρια του την εφημερίδα και την ξεφύλλισε αφηρημένα.
«Θα ερχόσουν έτσι κι αλλιώς να με βρεις. Απλά σε πρόλαβα».
Ο Στάνκορ πετάχτηκε όρθιος. Τον πλησίασε και τον έπιασε από τον γιακά του πουκαμίσου του. Η εφημερίδα έπεσε στο πάτωμα.
«Σε παρα…» προσπάθησε να πει. Τα γυαλιά του έγειραν στο πλάι του προσώπου του.
«Με δουλεύεις Φλιν; Μου έστειλες μήνυμα και μου ζήτησες να συναντηθούμε γιατί πρόκειται για ζήτημα ζωής και θανάτου. Κι εγώ ο μαλάκας σε άκουσα και ήρθα!» Πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Χαλάρωσε τη λαβή του. Ο Ρέγκους έτριψε τον λαιμό του. «Έκανα λάθος τελικά. Πρόκειται γι’ ακόμα ένα από τα παιχνίδια σου. Μόνο που αυτή τη φορά δεν θα έχει την ίδια κατάληξη με τότε. Θα φύγω και δεν πρόκειται να ξαναέρθω ποτέ». Έκανε μεταβολή κι ετοιμάστηκε να φύγει.
«Γι’ αυτό σε κάλεσα».
Ο Στάνκορ σταμάτησε να προχωράει.
«Γιατί αλλιώς, θα είχε την ίδια κατάληξη με τότε».
Γύρισε και τον κοίταξε.
«Κάθισε», του είπε εκείνος.
Ο Στάνκορ υπάκουσε. Ο Ρέγκους έβγαλε τα γυαλιά του, τα καθάρισε και πάλι με το μαντήλι και τα φόρεσε.
«Ξέρω πως αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτε. Ξέρω πως δεν πρόκειται να φέρει πίσω τη Σέινα, αλλά θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη».
Ο Στάνκορ έμεινε σιωπηλός για λίγο.
«Λυπάμαι, αλλά δεν γίνεται δεκτή», είπε τελικά.
Ο Ρέγκους ένευσε με κατανόηση.
«Εκείνη ξέρεις με έχει συγχωρέσει…»
Ο Στάνκορ πετάχτηκε και πάλι όρθιος. Τον πλησίασε κι έσκυψε απειλητικά από πάνω του.
«Πώς τολμάς να την πιάνεις στο στόμα σου;!»
Σάλια εκτοξεύονταν από τα χείλη του.
«Πώς τολμάς μετά από… μετά από… Εξαιτίας σου… εξαιτίας σου η Σέινα δεν…»
Προσπαθούσε αλλά δεν μπορούσε να προφέρει τις λέξεις. Ο Ρέγκους λούφαξε στη θέση του.
«Το ξέρω…»
Ο Στάνκορ ανασηκώθηκε κι άρχισε να βηματίζει πέρα-δώθε χειρονομώντας ασύστολα.
«Της έπαιζες τον ερωτευμένο και όταν τη βαρέθηκες την γνώρισες σε μένα!»
«Δεν το αρνούμαι…»
«Και όταν ερωτευτήκαμε, ζήλεψες! Ζήλεψες που δεν μπορούσες να την έχεις!»
«Το παραδέχομαι…»
«Και μου ζήτησες να χωρίσω! Μου ζήτησες να χωρίσω για να είσαι πάλι μαζί της!»
«Στάνκορ…»
«Κι εγώ ο μαλάκας, στο όνομα της φιλίας μας το έκανα. Δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς εκείνη κι όμως το έκανα!»
«Άκουσε με…»
«Κι εκείνη πίστεψε πως δεν την ήθελα. Πως δεν την αγαπούσα πια. Και τι έκανε τότε Ρέγκους;! Θυμάσαι τι έκανε;!»
«Στάνκορ…»
«Πήγε κι έπεσε στις ρόδες ενός αυτοκινήτου! Και σκοτώθηκε!»
Ο Ρέγκους έμεινε σιωπηλός για λίγο. Ο Στάνκορ ανέπνεε γρήγορα.
«Να τη χέσω λοιπόν τη συγγνώμη σου!»
Σηκώθηκε απότομα κι έκανε να φύγει.
«Αν δεν με ακούσεις, θα έχεις την ίδια κατάληξη με εκείνη».
Στράφηκε απότομα προς το μέρος του.
«Με απειλείς;!»
Ο Ρέγκους χαμογέλασε θλιμμένα.
«Δεν είμαι σε θέση να απειλήσω κανέναν…» είπε ήρεμα. «Θέλω απλά να με ακούσεις».
Έσκυψε και μάζεψε την εφημερίδα.
«Ξέρεις…. όταν συνειδητοποιούμε το κακό που έχουμε κάνει στους ανθρώπους, πολλές φορές είναι πολύ αργά. Πολλές φορές, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να εξιλεωθούμε. Η ψυχή μας, έχει ήδη καταδικαστεί να πέσει στην πιο βαθιά, στην πιο σκοτεινή άβυσσο και ό,τι και να κάνουμε, δεν μπορεί να ξεφύγει και να φτάσει στο φως… Έκανα πολλά λάθη. Έχω μετανιώσει, μα ξέρω πως δεν έχει σημασία. Όχι πια. Όχι για μένα, όχι για σένα, όχι για τη Σέινα, όχι για κανέναν… Όλα έχουν τελειώσει για μένα… Σου χρωστάω όμως κάτι. Και δεν μπορώ να συνεχίσω χωρίς να σου το δώσω».
«Αν εννοείς τη συγγνώμη σου, σου είπα πως δεν πρόκειται να…»
«Εννοώ τη ζωή. Τη ζωή σου».
«Τι…» ο Στάνκορ συνοφρυώθηκε.
Ο Ρέγκους σηκώθηκε. Προχώρησε προς το μέρος του και άφησε την εφημερίδα πάνω στα πόδια του.
«Γύρνα στην πρώτη σελίδα».
Ο Στάνκορ υπάκουσε. Άρχισε να διαβάζει. Στη συνέχεια σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε αποσβολωμένος.
«Αναγνωρίζεις το μέρος;» ρώτησε ο Ρέγκους.
Ο Στάνκορ το αναγνώριζε και πολύ καλά μάλιστα. Ο φίλος του τον κοιτούσε θλιμμένα.
«Κατάλαβες τώρα;» τον ρώτησε. «Κατάλαβες γιατί σου είπα ότι εσύ θα ερχόσουν να με βρεις;»
Ο Στάνκορ δεν μίλησε. Η εφημερίδα του έπεσε από τα χέρια.
«Θυμάσαι τι έγινε εκεί. Και θυμάσαι τι δεν πρέπει να γίνει…»
***
Ο Στάνκορ ξύπνησε απότομα. Το πουκάμισο είχε κολλήσει πάνω στο δέρμα του. Βρισκόταν ακόμα στην παραλία. Ο ήλιος δεν είχε δύσει ακόμη. Πρέπει να είχε κοιμηθεί το πολύ για δέκα λεπτά. Έβγαλε τα γυαλιά κι έτριψε τα μάτια του. Το όνειρο που είχε δει, δεν έλεγε να φύγει από το μυαλό του. Δεν ήξερε γιατί είχε δεχτεί να έρθει. Από την αρχή πίστευε πως ήταν λάθος. Από την αρχή πίστευε πως… Άρπαξε ένα βότσαλο και το πέταξε θυμωμένος στη θάλασσα. Είχε κάνει πολύ δρόμο για να γυρίσει πίσω. Έριξε τα γυαλιά μέσα στο σακίδιό του. Έτσι κι αλλιώς σε λίγο θα σκοτείνιαζε. Έπρεπε να ξεκινήσει τώρα, αν ήθελε να προλάβει. Σηκώθηκε. Μπήκε στο αμάξι και ξεκίνησε να οδηγεί, τη στιγμή που ο ουρανός, έμοιαζε με τριαντάφυλλο˙ ένα τριαντάφυλλο που το χρώμα του σιγά σιγά ξεθώριαζε κι έδινε τη θέση του στο μπλε˙ εκείνο το γλυκό μπλε που το καλοκαίρι, δεν λέει να ξεθωριάσει˙ εκείνο το γλυκό μπλε, που κάνει τον χρόνο να μοιάζει λες κι έχει σταματήσει…
Η πρώτη πινακίδα για το χωριό στο οποίο κατευθυνόταν εμφανίστηκε αρκετά μέτρα μακριά του. “Ντέθβιλ”, έγραφε. Στένεψε το βλέμμα. Ετοιμάστηκε να δυναμώσει τα φώτα του αυτοκινήτου. Το όνειρο που είδε ζωντάνεψε και πάλι μπροστά του. Απομάκρυνε το χέρι του από εκεί. Συνέχισε να οδηγεί. Ένα αυτοκίνητο τον προσπέρασε από το αντίθετο ρεύμα. “Μέλβιλ” διάβασε όταν πλησίασε την πινακίδα.
Συνέχισε να οδηγεί, έχοντας συντονίσει το ραδιόφωνο στον αγαπημένο του σταθμό. Η μελωδία του “I Don’t Wanna Miss a Thing”, πλημμύρισε το αμάξι. Παρατήρησε το γλυκό μπλε του ουρανού που δεν έλεγε να σκουρύνει.
«Αθάνατο καλοκαίρι…» μουρμούρισε.
Μια ακόμα πινακίδα που τον πληροφορούσε πως πλησίαζε εμφανίστηκε μπροστά του.
“Μέλβιλ” διάβασε και πάλι.
Δεν άργησε να φτάσει. Διέσχισε τον χωματόδρομο και πάρκαρε σε μια άκρη. Μόλις η σκόνη καταλάγιασε, βγήκε και κοίταξε γύρω του. Το γλυκό μπλε χρώμα, συνέχιζε να αγκαλιάζει τον ουρανό. Όχι όμως για πολύ ακόμα. Ήξερε πως έπρεπε να βιαστεί. Δεν είχε έρθει ποτέ ξανά σε αυτό το χωριό. Πώς στο καλό θα έβρισκε πού έπρεπε να πάει. Πώς…
«Νεαρέ!»
Γύρισε απότομα. Ένας γέρος ερχόταν κουτσαίνοντας προς το μέρος του. Στηριζόταν σε μια μαγκούρα που κρατούσε σφιχτά με τα ροζιασμένα δάχτυλά του. Στο άλλο χέρι, κρατούσε μια εφημερίδα. Η καρδιά του έχασε έναν χτύπο. Ήταν ο ίδιος γέρος που είχε δει στον ύπνο του. Οπισθοχώρησε.
«Σε παρακαλώ» τον πλησίασε ο γέρος. Η αναπνοή του δεν μύριζε. «Μπορείς να μου διαβάσεις τι γράφει η πρώτη σελίδα της εφημερίδας;»
Την έτεινε προς το μέρος του. Ο Στάνκορ την πήρε με χέρια που έτρεμαν. Έσκυψε να διαβάσει και η σκηνή που είχε δει πριν λίγο στον ύπνο του ζωντάνεψε και πάλι μπροστά του.
Ο Ρέγκους σηκώθηκε. Προχώρησε προς το μέρος του και άφησε την εφημερίδα πάνω στα πόδια του.
«Γύρνα στην πρώτη σελίδα».
Ο Στάνκορ υπάκουσε. Άρχισε να διαβάζει.
«Τροχαίο ατύχημα σημειώθηκε χθες το βράδυ, στον επαρχιακό δρόμο, μια ώρα από το χωριό Μέλβιλ. Οι οδηγοί και των δυο οχημάτων, τα οποία συγκρούστηκαν κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες ανασύρθηκαν νεκροί. Ο ένας ήταν ο πενηνταεπτάχρονος Τσάρλι Σίμονς, πατέρας δυο παιδιών. Και ο άλλος, ο σαραντάχρονος Στάνκορ Πρόμινς…»
«Θυμάσαι τι έγινε εκεί. Και θυμάσαι τι δεν πρέπει να γίνει…» του είχε πει ο Ρέγκους στο όνειρό του.
Μια άλλη σκηνή ζωντάνεψε και πάλι μπροστά του.
Ο Στάνκορ οδηγούσε. Είχε περάσει τουλάχιστον μία ώρα κι ακόμα δεν είχε νυχτώσει για τα καλά. Το γλυκό μπλε του ουρανού, συνέχιζε να τον συντροφεύει στη διαδρομή του. Η πρώτη ταμπέλα για το χωριό στο οποίο κατευθυνόταν εμφανίστηκε αρκετά μέτρα μακριά του. “Ντέθβιλ”, έγραφε. Στένεψε το βλέμμα και άναψε τα πιο δυνατά φώτα του αυτοκινήτου. “Μέλβιλ” διάβασε. Ετοιμαζόταν να ξεφυσήσει ανακουφισμένος, όταν ένα αυτοκίνητο που ερχόταν από το αντίθετο ρεύμα, του κόρναρε με μανία.
Μόνο που δεν είχε προλάβει να χαμηλώσει τα φώτα, όπως τελικά νόμιζε. Ο οδηγός του άλλου αυτοκινήτου “τυφλώθηκε”. Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη.
«Θυμάσαι τι έγινε εκεί. Και θυμάσαι τι δεν πρέπει να γίνει…» άκουσε και πάλι τη φωνή του Ρέγκους.
Θυμόταν… Μια ακόμα σκηνή ζωντάνεψε:
Η πρώτη ταμπέλα για το χωριό στο οποίο κατευθυνόταν εμφανίστηκε αρκετά μέτρα μακριά του. “Ντέθβιλ”, έγραφε. Στένεψε το βλέμμα. Ετοιμάστηκε να δυναμώσει τα φώτα του αυτοκινήτου. Το όνειρο που είδε ζωντάνεψε και πάλι μπροστά του. Απομάκρυνε το χέρι του από εκεί. Συνέχισε να οδηγεί. Ένα αυτοκίνητο τον προσπέρασε από το αντίθετο ρεύμα. “Μέλβιλ” διάβασε όταν πέρασε δίπλα από την πινακίδα.
Αυτή τη φορά, δεν είχε ανάψει τα φώτα. Η σύγκρουση και ο θάνατός του, είχαν αποφευχθεί.
«Έι, νεαρέ!» Ο γέρος κούνησε ανυπόμονα τη μαγκούρα του, για να την κατεβάσει σχεδόν αμέσως καθώς κόντεψε να χάσει την ισορροπία του.
Ο Στάνκορ βλεφάρισε. Κοίταξε και πάλι την εφημερίδα.
«Ο Δήμαρχος του Μέλβιλ, αποφάσισε να αναπλάσει το χώρο όπου παλιότερα βρισκόταν το λεγόμενο ‘Σπίτι με τα Καλαμπόκια’. Στη θέση του, θα δημιουργηθεί ένα πάρκο» άρχισε να διαβάζει ανακουφισμένος.
Το προηγούμενο άρθρο είχε απλά εξαφανιστεί.
«Χα!» κάγχασε ο γέρος. «Σε ευχαριστώ!» έκανε και του άρπαξε την εφημερίδα. «Δεν μου είπες όμως, τι ζητάς εδώ;» τον κοίταξε ερευνητικά. «Δεν σε έχω ξαναδεί στο χωριό μας…»
Ο Στάνκορ πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Έχω έρθει για την κηδεία του Ρέγκους Φλιν».
«Α μάλιστα… του Ρέγκους, που είχε δηλώσει πως όταν πεθάνει, θα ήθελε να γίνει η κηδεία του αυτή τη συγκεκριμένη ώρα γιατί ήταν η αγαπημένη του… Πώς την έλεγε να δεις…»
«Bluehour» έκανε σιγανά ο Στάνκορ.
***
Ο Ρέγκους στεκόταν δίπλα σε ένα δέντρο και παρακολουθούσε από μακριά τον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί γύρω από το φέρετρό του.
«Κύριε Φλιν».
Γύρισε απότομα. Ο Damon HellWay στεκόταν λίγο πιο πίσω.
«Είστε έτοιμος;» τον ρώτησε.
Εκείνος έριξε μια τελευταία ματιά προς τη μακάβρια σκηνή. Εκείνη τη στιγμή, δύο φιγούρες άρχισαν να πλησιάζουν. Η μια κούτσαινε.
«Ναι» είπε κι έκανε μεταβολή.
_________________________________________________
Το αναφερόμενο ‘Σπίτι με τα Καλαμπόκια’ : https://thebluez.gr/%CF%84%CE%BF-%CF%83%CF%80%CE%AF%CF%84%CE%B9-%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%BC%CF%80%CF%8C%CE%BA%CE%B9%CE%B1/