,

Το σπίτι σας μας ανήκει

Ο Παύλος είχε δει πολλά παλιά σπίτια λόγω δουλειάς, αλλά κυρίως από τις διακοπές που έκανε. Κάποια, όπως αυτό που κοιτούσε αυτή τη στιγμή, ήταν χτισμένα από πέτρα, με ετοιμόρροπες σκεπές και μες στη μούχλα και τα ζωύφια. Πώς έμεναν όρθια ήταν απορίας άξιο, αλλά δεν ένοιαζε τον Παύλο, ούτε τους δύο σεκιουριτάδες που τον ακολουθούσαν.

Είχαν έρθει σε αυτό το ορεινό χωριό για να δουν και να αξιολογήσουν την περιουσία της τράπεζας στην οποία δούλευαν. Η Διακρατική Τράπεζα είχε εξαγοράσει τις άλλες τράπεζες και όλους τους δημόσιους οργανισμούς κοινής ωφέλειας παγκοσμίως, οπότε το σπίτι όποιου χρωστούσε ρεύμα, νερό και τα λοιπά και είχε μπει στο παιχνίδι των κατασχέσεων (και αργότερα των πλειστηριασμών) ανήκε πλέον στη Διακρατική Τράπεζα.

Το σπίτι που είχε έρθει να δει τώρα ήταν μια τεράστια παλιά βίλα. Δύο όροφοι, τεράστιος κήπος γεμάτος δέντρα και λουλούδια και ένα σιντριβάνι. Οι τοίχοι ήταν καταβρόμικοι και τα παραθυρόφυλλα κλειστά, όπως και οι μεγάλες σιδερένιες πόρτες. Από την καμινάδα, όμως, έβγαινε καπνός, οπότε το σπίτι κατοικούνταν. Φυσικά, ο Παύλος το γνώριζε αυτό. Ο ιδιοκτήτης, ονόματι Σπυρίδων Σπανόπουλος, ετών ενενήντα επτά, φαινόταν να μένει ακόμα στη βίλα. Ήταν συνταξιούχος ωρολογοποιός, κάτι που δεν δικαιολογούσε το πώς διατηρούσε τούτο το σπίτι τόσα χρόνια, αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα του Παύλου.

«Κύριοι», είπε στους σεκιουριτάδες, «θα ακολουθήσουμε τη γνωστή διαδικασία. Χτυπάω την πόρτα, του εξηγώ την κατάσταση και αν συνεργαστεί τον βοηθάμε να φύγει. Αν δε συνεργαστεί, τον βοηθάμε εντόνως να φύγει. Εντάξει;»

«Μάλιστα», του απάντησαν συγχρονισμένα.

Ο Παύλος και οι σεκιουριτάδες εισήλθαν στον τεράστιο κήπο και προχώρησαν ως την είσοδο. Ο Παύλος χτύπησε το ρόπτρο της πόρτας μερικές φορές. Ήταν σκουριασμένο, κάτι που τον έκανε να αναρωτηθεί κατά πόσο άξιζε να έχει η τράπεζα αυτό το ερείπιο. Ήταν ένα άθλιο κτίσμα στη μέση του πουθενά. Το κοντινότερο σπίτι απείχε πάνω από τρία μίλια. Έκανε απίστευτο κρύο, ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος και όλο το μέρος βρομούσε.

Ήταν έτοιμος να χτυπήσει ξανά, αλλά τότε η βαριά πόρτα άνοιξε προς τα μέσα. Ένας γέρος εμφανίστηκε. Φορούσε παντόφλες και ρόμπα. Το πρόσωπο του ήταν άσχημο, σταφιδιασμένο, γεμάτο ρυτίδες και δυο βαθουλωμένα μάτια που προφανώς είχαν σοβαρό πρόβλημα από καιρό. Κρατούσε μαγκούρα, αλλά το χέρι του έτρεμε. Το εσωτερικό βρομούσε πιο πολύ.

Ο Σπυρίδων είπε: «Παρακαλώ; Ποιοι είστε;» Η φωνή του ήταν βραχνιασμένη.

«Γεια σας. Ονομάζομαι Παύλος Αλεξίου και έρχομαι εκ μέρους της Διακρατικής Τράπεζας».

«Τι;»

Ο Παύλος επανέλαβε, πιο δυνατά.

«Και τι θέλεις, νεαρέ;» ρώτησε ο Σπυρίδων.

«Είστε ο κύριος Σπυρίδων Σπανόπουλος;»

«Ναι».

Ο Παύλος του εξήγησε όσο πιο απλά μπορούσε –την ίδια διαδικασία ακολουθούσε με όλους τους ηλικιωμένους ή όσους δεν ήξεραν από αυτά τα πράγματα. «Το σπίτι σας έχει περάσει στην κατοχή της Διακρατικής Τράπεζας. Έχετε απλήρωτους λογαριασμούς κοινής ωφελείας και δεν έχετε κάνει φορολογική δήλωση. Με αποτέλεσμα να…»

«Τι θέλεις, νεαρέ;»

Ο Παύλος δεν τσαντίστηκε με την αγένεια του γέρου. Είχε συνηθίσει να του φέρονται έτσι. Πολλοί γίνονταν βίαιοι. Αλλά ο Παύλος δεν ανησυχούσε. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, αν επισκεπτόταν κάποιο σπίτι αυτό ανήκε στην τράπεζα. Οι σεκιουριτάδες ήταν μαζί του για να φροντίσουν να μην κάνει κάποιος… καμιά απερισκεψία. Οι σεκιουριτάδες δεν ήταν αστυνομία. Ήταν καλύτεροι. Η Διακρατική Τράπεζα είχε φροντίσει να έχει του χεριού της και τα όργανα της τάξης, που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, άρα όχι και τόσο χρήσιμοι. Καλύτεροι οι σεκιουριτάδες, δεν είχαν ιδιαίτερες αναστολές. «Το σπίτι σας μας ανήκει, κύριε Σπανόπουλε. Πρέπει να το εγκαταλείψετε άμεσα».

Ο ηλικιωμένος δεν μίλησε για λίγο. Παρατήρησε τον Παύλο. «Θέλεις να φύγω;»

«Μάλιστα. Άμεσα».

«Η τράπεζά σας θέλει…» Έδειξε το εσωτερικό της βίλας. «Θέλει το σπίτι;»

«Μάλιστα, κύριε Σπανόπουλε».

Ο γέρος ένευσε. Δεν μετακινήθηκε από τη θέση του, ούτε μίλησε.

Ο Παύλος αναστέναξε. «Κύριε Σπανόπουλε, σας παρακαλώ να φύγετε άμεσα. Τώρα. Μπορούμε να σας βοηθήσουμε, αν δεν έχετε κάποιον άλλο». Δεν είχε, το είχε ψάξει ο Παύλος.

Ο γέρος δεν αποκρίθηκε.

«Κύριε Σπανόπουλε; Καταλαβαίνετε τι σας ζητάω;»

«Καταλαβαίνω, νεαρέ. Καταλαβαίνω». Κοίταξε τον Παύλο. «Άκουσέ με, παιδί μου. Είσαι πολύ μικρός ακόμα. Σου προτείνω να φύγεις αυτή τη στιγμή, μαζί με τους άλλους δύο, και να μη ξαναγυρίσετε ποτέ».

Ο Παύλος ένευσε απογοητευμένος. «Φοβάμαι πως αυτό δεν γίνεται, κύριε Σπανόπουλε. Εσείς πρέπει να φύγετε. Οι δύο κύριοι», έδειξε τους σεκιουριτάδες, «είναι εδώ για να σας βοηθήσουν».

«Εσάς ποιος θα σας βοηθήσει, νεαρέ; Το αναρωτήθηκες αυτό;» Πριν προλάβει να απαντήσει ο Παύλος, ο γέρος συνέχισε: «Όχι, δεν το αναρωτήθηκες. Δεν ξέρεις. Αλλά εγώ ξέρω. Δεν το θες αυτό το σπίτι. Δεν είστε γι’ αυτά εσείς. Δεν μπορείτε να διαχειριστείτε το παρελθόν. Μπορείτε, όμως, να γλιτώσετε από αυτό. Φύγετε. Τώρα».

Τα ’χει παίξει ο παππούς. Ο Παύλος στράφηκε προς τους σεκιουριτάδες. «Κύριοι, βοηθείστε τον κύριο Σπανόπουλο, σας παρακαλώ».

Οι δυο άντρες πλησίασαν και ο ένας έπιασε τον γέρο. «Έλα, παππού, ώρα να φύγεις», είπε χαμογελαστός.

Ο Σπυρίδων δεν αντιστάθηκε. Είπε μόνο: «Κάνετε λάθος».

Τον οδήγησαν στο μαύρο αυτοκίνητο και τον έβαλαν στο πίσω κάθισμα.

Ο Παύλος γύρισε προς το σπίτι. Μπήκε, καλύπτοντας τη μύτη και το στόμα του με ένα μαντήλι. Πίνακες ζωγραφικής, τοίχοι με ιστούς στις γωνίες, πολυέλαιος με κεριά αντί για λάμπες, ταβάνι γεμάτο ρωγμές, καναπέδες και μεγάλες τραπεζαρίες με ξεραμένα λουλούδια… Και πολλά, πολλά ρολόγια. Εντάξει, ίσως και να άξιζε κάτι. Υπήρχαν προοπτικές για τούτο το ερείπιο. Με λίγες επισκευές, αν ξεφορτώνονταν και πολλά από τα κειμήλια, ίσως κατάφερναν να το πουλήσουν αργότερα.

Ο Παύλος γύρισε όταν άκουσε την πόρτα να κλείνει. Δεν την πρόλαβε και τώρα ήταν θεοσκότεινα. Άφησε τον χαρτοφύλακά του και έβγαλε το κινητό του και ενεργοποίησε το φλας. Προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα, αλλά δεν το μπόρεσε. Φώναξε τους σεκιουριτάδες. Όταν δεν πήρε απάντηση, προσπάθησε να τους καλέσει με το κινητό του.

Τουτ…

Τουτ…

«Έλα…»

Τουτ…

Και μετά:

«Παύλο μου;»

Ο Παύλος ακινητοποιήθηκε. Η γυναίκα του; Η Άννα; Μα… μα ήταν νεκρή.

«Παύλο; Γιατί έγινες κακός, αγάπη μου;»

«Άννα;» Ο Παύλος ένιωσε δάκρυα να ανεβαίνουν στα μάτια του. Δεν ήξερε τι να πει. Είχε να την ακούσει από τότε που την έχασε στο αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Το παρελθόν ήταν εδώ για να τον στοιχειώσει.

«Αγάπη; Δεν έπρεπε να γίνεις κακός».

Ο Παύλος στράφηκε κλαίγοντας. Σήκωσε το κινητό και το φλας αποκάλυψε τη φιγούρα.

Η Άννα στεκόταν εκεί, με το πρόσωπό της ακόμα ματωμένο και τα χέρια της σπασμένα και τα ρούχα της σκισμένα. Ήταν στενοχωρημένη. Πίσω της τα ρολόγια είχαν σταματήσει.

«Τώρα θα έρθεις μαζί μου», είπε η Άννα.

Ο Παύλος δεν άκουσε τις φωνές των σεκιουριτάδων.

Κι αυτοί, όταν μπήκαν στο σπίτι, δεν τον βρήκαν ποτέ.

 

——————————

 

 

Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/

Απάντηση


%d