Ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι που έλεγαν και οι παλιοί. Σήμερα μια φίλη λέει: Η υπομονή μου εξαντλήθηκε και επανακυκλοφορεί…
Η αλήθεια είναι, πως μια κοινωνική λειτουργό, μια ψυχολόγο βρε παιδί μου, την χρειάζονταν μες στο σπίτι αυτό. Διότι η σχέση ζευγαριού-πεθεράς μύριζε μπαρούτι. Την αγαπούσε η Δωροθέα, δεν μπορώ να πω, αλλά η κυρά Ισμήνη της την σκότωνε αυτή την αγάπη για τον μονάκριβό της τον Παντελή. Τον διαφέντευε από μικρό και τώρα στα 40 που πρόκοψε να παντρευτεί, το έκανε ακόμα χειρότερο.
Και εντάξει, παπούτσι από τον τόπο του δεν πήρε, δεν ζαχαροπλαστεί η προκομένη για τον γιο της, που τόσο γλυκατζής της βγήκε αλλά ότι δεν μπορεί να τεκνοποιήσει τρία ολάκερα χρόνια που είναι μαζί, ε αυτό πάει πολύ! Μοναδικός γητευτής των ψυχών τους, ο πάτερ Χαράλαμπος.
-Καλώς το κορίτσι μου, κάτσε ψυχή μου, είπε με στεντόρεια φωνή ο πάτερ.
Η Δωροθέα χτυπούσε ρυθμικά και συνάμα νευρικά το δεξί της πόδι και με τα χέρια οκλαδόν τον κοιτούσε επίμονα. Αφού κάθισε άρχισε να κλαίει με λυγμούς και ασυναίσθητα τράβηξε το χέρι του φιλώντας το όπως έκανε σαν ήταν παιδούλα.
-Είμαι τόσο χάλια που πρώτη φορά, ενώ μου συμβαίνει κάτι καλό, εγώ αντί να χαίρομαι θέλω να πάρω τα βουνά και τα λαγκάδια, έκανε και ρούφηξε τη μύτη της σαν συναχωμένη. Όλα της φταίνε πια, μέχρι και που αναπνέω. Όχι σταυροπόδι, μην βάφεις τα νύχια σου, μην αντιμιλάς στο γιό μου, μη μη μη! Και το κυριότερο: «με τόσες εξωσωματικές, θα είχατε δύο σπίτια τώρα!» Όχι πες μου, γιατί δεν την στέλνεις σε ένα ψυχολόγο αφού εδώ δεν γίνεται δουλίτσα;
-Ηρέμησε τέκνο μου. Πρώτον, μπορεί να έχουμε τα χάλια μας πολλές φορές αλλά δεν είμαστε τα χάλια μας. Επίσης παιδί μου γλυκό μην απελπίζεσαι. Για το Χριστό είναι η χειρότερη αμαρτία και η πιο ασυγχώρητη. Ξέρω τα τρωτά της και είναι πολλά, μα κάνε προσευχή να την φωτίζει ο Θεός, όπως κάμω και εγώ.
Το τηλέφωνο του ναού χτύπησε και στην γραμμή, ήταν η κυρά Ισμήνη που ζήταγε να κλείσει ραντεβού για εξομολόγηση και για εκείνη και για τον Παντελή της, την ερχόμενη εβδομάδα, ημέρα των γενεθλίων της. Όχι πως αμάρτησε από την τελευταία φορά που μπήκε κάτω από το πετραχείλι αλλά να, για να ξορκίσει τα κακά που δεν την άφηναν να αγιάσει.
-Μα τι εννοούσες πριν τέκνο μου, τι καλό σου συνέβη; Θα το μοιραστείς με τον καλό σου παππούλη;
Η Δωροθέα ήταν πια σε ενδιαφέρουσα. Δύο μηνών και δέκα ημερών. Είχε ένα χρόνο να κάνει εξωσωματική και αυτό ήταν θαύμα. Μα ακόμη δεν ήθελε να το μοιραστεί ούτε με το σύζυγό, ούτε με την κυρά Ισμήνη. Ο πάτερ Χαράλαμπος έδωσε πολλά συγχαρητήρια και μια σφιχτή αγκαλιά. Ύστερα, έβαλε την δεξιά του παλάμη στην κοιλιά της και είπε: «ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου». Πόσο είχε χαρεί για αυτό το πνευματικό του παιδί, δεν περιγραφόταν με λέξεις.
-Άντε ορμόνες με πόδια! Πήγαινε γρήγορα σπίτι και προσευχήσου. Και ευχαρίστησε το Θεό για αυτό το υπέροχο δώρο. Όσο για το άλλο θέμα, ασ’ το πάνω μου.
Κείνη τη φέγγερη βραδιά, καμία οχλοβοή. Κανένας δαίμονας στο νου της. Δεν ήταν πια φουρκισμένη. Τα λόγια του πάτερ, η αγάπη για τον άντρα της, ο σπόρος που είχε φυτρώσει μέσα της. Κείνο το βράδυ, πέταξε όλες τις κακές στιγμές από το φορτσέρι του μυαλού της. Γύρισε πλευρό παίρνοντας τον Παντελή της αγκαλιά. Τον πατέρα και φίλο και αδελφό και ψυχολόγο και θεραπευτή της πονεμένης της ψυχής. Η αγάπη τους είχε ριζοσκελώσει πια, ακόμη κι αν δεν έφερναν απόγονο σε αυτή τη ζωή…
-Χρόνια πολλά τέκνο μου, να σε χαιρόμαστε και του χρόνου!
-Σε ευχαριστώ πολύ πάτερ μου. Να είσαι καλά που με θυμήθηκες.
Ο πάτερ Χαράλαμπος δεν άφησε την κυρά Ισμήνη να μιλήσει. Ήξερε. Πώς δεν ήξερε; Δεν χρειαζόταν να ξεστομίσει κάτι διότι ήταν στο μυαλό της κι αν τ’ άκουγε, θα τρόμαζε στα αλήθεια. Μόνο την έβαλε κάτω από το πετραχείλι και αφού διάβασε την ευχή είπε: «εγώ σε απολύσω από όλες τις αμαρτίες σου, εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».
-Πήγαινε σπίτι τέκνο μου. Εκεί, σε περιμένει ένα μεγάλο δώρο. Μα για να το ανοίξεις, θα πρέπει να περιμένεις λίγο. Λίγη υπομονή ακόμα. Τόση έκανε ο Ιησούς. Πήγαινε τώρα, τα παιδιά σου σε χρειάζονται. Στύλος ακλόνητος να είσαι για κείνα. Το πυροφάνι στο σκοτάδι τους.
Δύο γραμμές εμφανίστηκαν αμέσως στις άκρες του χαμόγελου της, σαν μεγάλες παρενθέσεις. Η αριστερή της παλάμη, κάλυπτε το μισάνοιχτο στόμα της. Με το κεφάλι ψηλά, κοιτάζοντας το θόλο του ναού, συνάντησε το βλέμμα της τον Ιησού τον Παντοκράτωρ, με το δεξί του χέρι να ευλογεί και το αριστερό να φέρει επιστήθια το ευαγγέλιο. Τα μάτια της πλημμύρισαν αλμυρό νερό. Ήξερε πια. Είχε καταλάβει…