,

Ο δαίμονας της Νίκης

[Σημείωση: Το κείμενο αποτελεί απευθείας συνέχεια του «Η μέθοδος του Ραφαήλ» ( https://thebluez.gr/%ce%b7-%ce%bc%ce%ad%ce%b8%ce%bf%ce%b4%ce%bf%cf%82-%cf%84%ce%bf%cf%85-%cf%81%ce%b1%cf%86%ce%b1%ce%ae%ce%bb/). Προτείνεται στον/στην αναγνώστη/αναγνώστρια να διαβάσει πρώτα αυτό -αν δεν το έχει ήδη κάνει- και μετά το «Ο δαίμονας της Νίκης».]

 

 

1

 

Η κοπέλα λέγεται Ειρήνη. Κάθεται στην καρέκλα του γραφείου της και κοιτάζει με ανησυχία τον άντρα που στέκεται στην κλειστή πόρτα του διαμερίσματός της. Δεν τον ξέρει. Είναι σχετικά κοντός, με αμυγδαλωτά μάτια. Σαράντα χρονών ή κάπου εκεί, κρίνοντας από τα μαλλιά του που έχουν μπόλικες άσπρες τρίχες και από το πρόσωπό του, που δεν είναι περιποιημένο για να μικροδείχνει. Ο άντρας φοράει παλτό, πάνω από το κουστούμι του και μαύρα σκαρπίνια. Έχει τα χέρια πίσω στην πλάτη του και τα πόδια στραμμένα ευθεία, σαν να είναι στρατιώτης που στέκεται σε ημιανάπαυση. Έχει έναν καφετί χαρτοφύλακα μαζί του, τον οποίο έχει αφήσει στο πάτωμα δίπλα του. Δε χαμογελάει, αλλά δεν είναι ούτε τσαντισμένος. Απλά κοιτάζει την Ειρήνη, μια όμορφη ξανθιά φοιτήτρια με πρασινωπά μάτια, που, όταν άνοιγε την πόρτα, περίμενε να δει το αγόρι της, με το οποίο θα πήγαιναν για καφέ -γι’ αυτό και έχει βαφτεί και ντυθεί καταλλήλως-, και όχι έναν άγνωστο.

Η Ειρήνη ρίχνει μια ματιά έξω από το παράθυρό της. Στην ημέρα που έχει αναδειχθεί. Είναι έντεκα το πρωί. Θέλει να βγει έξω.

Ο Ραφαήλ ξέρει ότι η Ειρήνη τον φοβάται, παρότι προσπάθησε εξ αρχής να την καθησυχάσει. Της είπε ότι δεν θα της κάνει κανένα κακό, αλλά εκείνη το μόνο που έκανε ήταν πρώτα να φωνάξει και έπειτα, καθώς ο Ραφαήλ έκλεινε την πόρτα, να οπισθοχωρήσει και να καθίσει, διερωτώμενη τι θα πάθαινε από αυτόν. Η Ειρήνη αγνοεί πως δεν αρέσει στον ίδιο τον Ραφαήλ να προκαλεί τέτοια αισθήματα, αλλά σε Εκείνους που τον ελέγχουν. Αυτή το μόνο που βλέπει είναι έναν πολύ μεγαλύτερό της να την έχει αποκλείσει από τους φίλους της, την οικογένειά της και την πόλη που τη φιλοξενεί. Έχει σκεφτεί να καλέσει με το κινητό της κάποιον -ίσως το αγόρι της, που αγαπάει τα horror games και είναι δυναμικός τύπος, ο οποίος σίγουρα θα μπορεί να πετάξει έξω κλοτσηδόν τον άντρα-, αλλά ο Ραφαήλ τής ζήτησε να μην το κάνει. Κι εκείνη, χωρίς να καταλαβαίνει το γιατί, δέχτηκε.

«Τι θέλετε από εμένα;» τον ρωτάει. Νιώθει τις κρύες στάλες του ιδρώτα να πλημμυρίζουν το κορμί της.

«Έχεις κάτι που σε λάθος χέρια μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να βλάψει άλλους ανθρώπους» της λέει ο Ραφαήλ. «Κι εσύ ήδη το χρησιμοποίησες για ένα βλαβερό σκοπό». Από την πρώτη στιγμή που μπήκε στο χώρο, διαισθάνθηκε πως εδώ έχει λάβει χώρα κάποια δαιμονική επίκληση. Αισθάνεται στο δέρμα του την γνώριμή του παγωνιά, καθώς και τη δυσωδία από αίμα που έχει χυθεί, τα οποία τόσο λατρεύουν οι υπήκοοι του Διαβόλου που κατοικούν μέσα του. Είναι σίγουρος πως όσοι έρχονται εδώ δεν ευχαριστιούνται ιδιαίτερα την επίσκεψή τους, χωρίς να καταλαβαίνουν τι φταίει.

Η Ειρήνη σηκώνει τα χέρια της με τα βαμμένα πράσινα νύχια, για να σταματήσει τον Ραφαήλ. «Δεν καταλαβαίνω τι μου λέτε, κύριε. Ποιος είστε; Και για τι πράγμα μιλάτε;»

Ο Ραφαήλ την παρατηρεί. Νέα και όμορφη. Όχι πάνω από είκοσι τριών χρονών. Ήταν περίπου στην ηλικία της όταν κατελήφθη από τους δαίμονες. Ήταν κι αυτός νέος και σχετικά εμφανίσιμος, αν έκρινε κανείς από τις κοπέλες οι οποίες είτε του απαντούσαν θετικά στο φλερτ του είτε τον προσέγγιζαν οι ίδιες, μέχρι που σταμάτησε με βίαιο τρόπο να ενδιαφέρεται για να κάνει την οποιαδήποτε σχέση με άλλο άτομο. Εκείνοι τον ήθελαν προσηλωμένο στον σκοπό τους.

Καταλαβαίνει πως η Ειρήνη πράγματι δεν ξέρει σε τι αναφέρεται. Αποφασίζει να προσπαθήσει για δεύτερη φορά να της συστηθεί, μιας και την πρώτη εκείνη δεν ήθελε να τον ακούσει. «Με λένε Ραφαήλ. Παρέχω συμβουλευτική υποστήριξη σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη να μιλήσουν και να θεραπευτούν από ό,τι τους ταλαιπωρεί. Όμως, συχνά, αναλαμβάνω και περιπτώσεις… ας πούμε, πιο εξειδικευμένες. Πιο περίπλοκες».

«Εντάξει. Αλλά εγώ δεν ζήτησα τη βοήθειά σας. Δεν σας ξέρω καν».

«Σωστά. Αλλά ζήτησε τη συνδρομή μου η μητέρα της Λίζας, η οποία είδε την κόρη της να “χάνεται” σε έναν άλλο, διεστραμμένο κόσμο, μακριά από τους αγαπημένους της».

Η Ειρήνη αντιδρά στο όνομα. Ανασηκώνει τα φρύδια της και κοιτάζει αριστερά δεξιά. Όμως, δεν μιλάει.

«Την ξέρεις την Λίζα, έτσι δεν είναι, Ειρήνη; Εσύ ήσουν που νόμιζες πως η Λίζα σου έκλεψε το αγόρι. Σωστά;» Αν και η Λίζα δεν του είπε, ωστόσο ο Ραφαήλ το έμαθε από τον ίδιο το δαίμονα που είχε καταλάβει την κοπέλα.

Η Ειρήνη καθαρίζει τον λαιμό της και ξύνει τον αυχένα της.

«Κι εσύ ήσουν που την καταράστηκες».

Η Ειρήνη ρίχνει το βλέμμα της στο πάτωμα.

«Δεν έχει νόημα να το αρνηθείς, Ειρήνη. Αλλά δεν είμαι εδώ για να σε κατηγορήσω για την ζήλια σου. Ούτε θα σε καταγγείλω ή κάτι τέτοιο».

Η Ειρήνη δεν αντιδρά.

«Θέλω απλά να μου δώσεις το βιβλίο επίκλησης δαιμόνων που χρησιμοποίησες, για να εκδικηθείς την Λίζα. Μου το δίνεις και φεύγω».

Τώρα η Ειρήνη τον κοιτάζει με μισόκλειστα μάτια. Κάνει μια γκριμάτσα, κουνώντας το κεφάλι της, σαν να είναι μικρό παιδί που λέει όχι στο φαγητό που έφτιαξε η μητέρα του. «Τι;» ρωτάει.

«Το βιβλίο. Χρησιμοποίησες ένα βιβλίο, για να καλέσεις ένα δαίμονα που θα απομόνωνε και θα απέκλειε την Λίζα από τον υπόλοιπο κόσμο. Θυμάσαι;»

Η Ειρήνη θυμάται. Την εκδήλωση-αφιέρωμα για τον Λάβκραφτ, όπου το αγόρι της και η Λίζα συναντήθηκαν για πρώτη φορά, αλλά και τα μετέπειτα μηνύματά τους στο Facebook. Το ότι το αγόρι της της έλεγε πως δεν τρέχει κάτι περισσότερο με την Λίζα, πέραν από το ότι είναι και οι δύο φαν του Λάβκραφτ και άλλων συγγραφέων της λογοτεχνίας τρόμου. Το πόσο εκείνη είχε μισήσει την Λίζα και πόσο απεγνωσμένα έψαχνε έναν τρόπο να την τιμωρήσει. Αν έμεναν κοντά, θα την επισκεπτόταν και θα την έβριζε αναλόγως και δεν θα έμενε μόνο στις κατάρες που μουρμούριζε όταν ήταν μόνη. Αλλά, αφού η μία έμενε στην Θεσσαλονίκη και η άλλη στην Αθήνα, βρήκε άλλο τρόπο. Δεν ήξερε αν θα έπιανε, όμως το site διατυμπάνιζε πως το συγκεκριμένο βιβλίο άξιζε τα τριάντα ευρώ που το χρέωνε. Επίσης, πολλοί ανώνυμοι χρήστες το επιβεβαίωναν με σχόλια. Η Ειρήνη, μιας και είχε μεγαλώσει στην Καρδίτσα, σε μια οικογένεια που πίστευε πολύ σε δεισιδαιμονίες -μια ακόμα λεπτομέρεια που ο Χιρίν ήξερε και μαρτύρησε στον Ραφαήλ και τους άλλους δαίμονες-, δεν άργησε να πειστεί και αγόρασε το βιβλίο. Απ’ όταν το χρησιμοποίησε, δεν έμαθε ποτέ στα σίγουρα αν είχε λειτουργήσει το κάλεσμα στον Χιρίν, το δαίμονα της απομόνωσης. Η μόνη ένδειξη που είχε ότι μπορεί να έγινε κάτι ήταν το ότι μια μέρα το αγόρι της της είπε ότι δεν είχε μιλήσει με την Λίζα για πολύ καιρό.

Θυμάται, ναι. Ήθελε να ξεκόψει την Λίζα από το αγόρι της, αλλά και από όλους τους άλλους. Την μισούσε πολύ τότε. Και το πέτυχε, σύμφωνα με τα λεγόμενα αυτού του Ραφαήλ.

«Για καλή της τύχη» λέει ο Ραφαήλ «η μητέρα της Λίζας επικοινώνησε μαζί μου και τις επισκέφτηκα. Μένουν μόνες, ξέρεις. Οι δυο τους. Χρειάζονται η μία την άλλη. Γι’ αυτό και βοήθησα ώστε να σωθεί η Λίζα από τον δαίμονα που της έστειλες, Ειρήνη. Δεν μπορείς να φανταστείς τι κακό τούς έκανες και τι θα γινόταν αν δεν έφευγε από την Λίζα ο Χιρίν».

Κάπου μέσα στην ψυχή του Ραφαήλ, ο Χιρίν αναδεύεται.

Η Ειρήνη δεν ξέρει αν πρέπει να πιστέψει τον Ραφαήλ. Ή αν μπορεί. Γιατί, παρ’ όλη την κατήχηση από τους δικούς της ότι ο Διάβολος και οι υπήκοοί του είναι αληθινοί και ταλαιπωρούν τους ανθρώπους, δεν έχει ποτέ δει ή αντιληφθεί γενικά κάποιο τέτοιο ον. Ωστόσο, της φαίνεται ότι ο άντρας απέναντί της λέει την αλήθεια και ότι ισχύουν όσα παράλογα της εξιστορεί. Κάπως. Αλλιώς;…

«Πώς ξέρεις για το βιβλίο;» τον ρωτάει. «Δεν το έχω πει σε κανένα».

Ο Ραφαήλ κοιτάζει το χώρο γύρω του. Κρεβάτι, σαλόνι, γραφείο και κουζίνα βρίσκονται όλα μαζί, χωρίς τοίχους να τα χωρίζουν. Μόνο το μπάνιο και το μπαλκόνι χάνονται πίσω από πόρτες. Δεν υπάρχει κάτι που να μην έχει ξαναδεί τόσες και τόσες φορές σε διαμερίσματα φοιτητών, στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες. Ο Ραφαήλ αναρωτιέται αν το βιβλίο είναι εδώ, σε κάποιο συρτάρι ή στην ντουλάπα απέναντι από το κρεβάτι, ή κάπου αλλού, όπως σε μια θυρίδα τράπεζας –το είχε δει και αυτό στο παρελθόν. Πολύ πιθανό, σκέφτεται, κρίνοντας από την αίσθηση κρύου και μπόχας που κυριαρχεί. «Σημασία έχει ότι το ξέρω» απαντάει και στρέφεται ξανά προς την Ειρήνη. «Δώσε μου το βιβλίο. Δεν είναι ασφαλές να το έχεις».

«Γιατί; Γιατί να σε πιστέψω;»

Οι δαίμονες κατακλύζουν το κεφάλι του Ραφαήλ, προκαλώντας του αφόρητη ζέστη. Ιδρώνει κι αυτός πλέον. Το πουκάμισό του κάτω από το παλτό γεμίζει κηλίδες. Πιέζεται από Εκείνους. Τα χέρια του τρέμουν ανεπαίσθητα. Αν πρωτύτερα δεν είχε πιει έναν καφέ σε μια κοντινή καφετέρια, θα είχε αφεθεί από νωρίτερα σε Εκείνους. Η καφεΐνη βοηθούσε ώστε να τον ξυπνάει και να συγκεντρώνεται στον στόχο του. «Πρέπει… να… μου δώσεις… το βιβλίο. Τώρα, Ειρήνη. Τώρα» λέει σχεδόν ψιθυριστά. Θα μπορούσε να ψάξει ο ίδιος να βρει το βιβλίο. Μπορεί να νιώσει τη δύναμή του. Όμως, πρέπει να του το παραδώσει η κοπέλα που το χρησιμοποίησε. Γιατί έτσι εκείνη θα παραδεχτεί το λάθος της και θα θελήσει να αποβάλει το Κακό που κατέχει και θα λυτρωθεί.

Η Ειρήνη αντιλαμβάνεται ότι ο άντρας δεν είναι στα καλά του. Νιώθει περισσότερο από ποτέ ότι κινδυνεύει από αυτόν.

Πιάνει την τσάντα της και βρίσκει το κινητό της. «Αν δεν φύγεις, θα πάρω τον φίλο μου και την αστυνομία και…»

Ο Ραφαήλ κινείται με τόση γρηγοράδα, που η Ειρήνη δεν προλαβαίνει καν να συνειδητοποιήσει τι γίνεται. Ξαφνικά, βρίσκεται στον αέρα, με δύο χέρια να την κρατάνε από τα μπράτσα της. Το κινητό της πέφτει από τα χέρια, αλλά δεν την νοιάζει, γιατί η ίδια χάνεται στο σκοτάδι που υπάρχει στα μάτια του Ραφαήλ. Για απειροελάχιστες στιγμές, νομίζει ότι κάτι πετάει στο έρεβος κάτω από τα βλέφαρα του άντρα, κάτι περιγράμματα σαν ανθρωπόμορφες σκιές, που όμως έχουν τριγωνικά αυτιά ή κέρατα ή κάτι τέτοιο.

Η Ειρήνη δεν τολμάει να μιλήσει ή να ουρλιάξει ή να απελευθερωθεί. Φοβάται μην πέσει εκεί μέσα, στο λάκκο που κατοικούν τα αδιόρατα τέρατα.

«Δώσε μας το βιβλίο» της λένε. Ο ήχος που βγαίνει από τα χείλη του Ραφαήλ μοιάζει σαν να μιλάνε πολλοί τραγουδιστές από heavy metal συγκροτήματα που δίνουν συναυλία. «Αλλιώς θα υποστείς ανείπωτα βασανιστήρια».

Η Ειρήνη ακούει μια κόρνα έξω, από το δρόμο, τέσσερις ορόφους κάτω από εκεί που μένει. Κάτι της θυμίζει, αλλά δεν μπορεί να συγκεντρωθεί πουθενά αλλού, παρά μόνο στο να μην γίνει βορρά στις σκιές.

Τα χέρια που την έχουν αρπάξει σαν δαγκάνες την ταρακουνούν, τη στιγμή που οι φωνές ακούγονται ανυπόμονες: «Το βιβλίο. Τώρα».

Η Ειρήνη νιώθει δάκρυα να κατεβαίνουν από τα μάτια στο πρόσωπό της.

Τότε βλέπει πως στον φριχτό ουρανό που έχει καταλάβει τα μάτια του άντρα οι περισσότερες μορφές χάνονται, για να μείνει τελικά μονάχα μία. Ένα πλάσμα που κινείται αργά και μοιάζει να έρχεται από μακριά, από κάπου βαθιά στο κεφάλι του Ραφαήλ. Της φαίνεται πως βλέπει μια αλλόκοτη ταινία τρόμου, όπου η κάμερα ζουμάρει λίγο-λίγο σε μια κινούμενη μορφή, που κοιτάζει τον θεατή.

Η Ειρήνη σταδιακά διακρίνει κάποια χαρακτηριστικά του: έχει δύο λεπτά πόδια, μια ακόμα πιο λεπτή ουρά, σώμα γεμάτο αγκάθια και κεφάλι με καμπυλωτά κέρατα.

Όταν το ον φτάνει στο προσκήνιο, τόσο κοντά ώστε θα μπορούσε να πεταχτεί έξω από το σώμα, η Ειρήνη θέλει να ουρλιάξει.

«Δεν με αναγνωρίζεις;» ακούγεται μία φωνή. «Είμαι ο δαίμονας που επικαλέστηκες. Ο Χιρίν. Με απελευθέρωσες, για να σκλαβώσω μια άλλη. Είσαι πολύ κακιά. Μου αρέσεις». Ο Χιρίν κοιτάζει το κορμί της Ειρήνης και χαμογελάει.

Η Ειρήνη τρέμει.

Ο Χιρίν λέει «Το σώμα σου είναι τέλειο. Σαν της Λίζας. Φαντάζομαι κάθε σπιθαμή του. Πόσο πολύ θα σε θέλουν οι άντρες και πόσο πολύ θα δυστυχήσουν που δεν θα σε έχουν, αν σε έχω εγώ». Κοιτάζει την Ειρήνη κατάματα. «Θα το ήθελες; Θα ήθελες να ζήσουμε μαζί, εδώ; Μόνοι».

Η Ειρήνη κουνάει τα χείλη της, αλλά δεν ακούγεται τίποτα.

«Πες μου. Εγώ σε θέλω. Εσύ;»

Η κοπέλα βγάζει ένα αγκομαχητό.

«Θες να δεις πώς ζούσαμε με την Λίζα;» την ρωτάει ο Χιρίν. «Είμαι σίγουρος ότι θα σου αρέσει. Μια τόσο άτακτη κοπέλα σαν εσένα… Ω, ναι, ταιριάζουμε. Τι λες;»

Η Ειρήνη σκέφτεται κάποιες από τις ταινίες τρόμου που έχει δει με το αγόρι της. Κάποιες από εκείνες που δείχνουν πώς είναι ένας δαιμονισμένος. Οι φωνές, η μοχθηρία, το δέρμα που μοιάζει να σαπίζει, σαν την ψυχή… «Ό-όχι» λέει. «Όχι. Όχι. Όχι. Όχι!»

«Ω, μα γιατί; Γιατί να πάει χαμένη μια τέτοια ευκαιρία; Ένα τόσο τέλειο σμίξιμο; Ένας γάμος σαν τον δικό μας θα διακατέχεται από αληθινή αγάπη. Θα υπάρχουμε μόνο για εμάς. Εγώ για σένα και εσύ για εμένα. Κανείς δεν θα μπει ανάμεσά μας».

«Όχι. Σε παρακαλώ, άσε με. Άφησέ με». Η Ειρήνη προσπαθεί να απελευθερωθεί. Κουνάει τα πόδια της, χτυπώντας τον Ραφαήλ, δίχως όμως να του κάνει σοβαρό κακό. Άλλωστε, αυτός δεν είναι εδώ. Το σώμα του το ελέγχει ο Χιρίν, με την άδεια των άλλων δαιμόνων, οι οποίοι τον έχουν φέρει μπροστά για να τρομοκρατήσει την κοπέλα, ενώ οι ίδιοι περιμένουν στο παρασκήνιο.

Ο Χιρίν φέρνει την Ειρήνη πιο κοντά του. Τα πρόσωπά τους είναι μόλις λίγα εκατοστά το ένα από το άλλο. Τα χείλη τους έτοιμα να ενωθούν. Όταν της μιλάει, ακούγεται σαν ερωτευμένος χαρακτήρας ρομαντικής ταινίας. «Σε θέλω, μικρή μου Ειρήνη. Σε ποθώ. Εμπιστεύσου με. Θα σου αρέσει να είμαστε μαζί. Θα έχεις δυνάμεις που δε φαντάζεσαι καν. Όποιος τολμήσει να σε πειράξει, θα τον καταστρέψουμε. Μαζί. Εμπιστεύσου με, Ειρήνη. Ας ζήσουμε στην Κόλασή μας, που θα τη δημιουργήσουμε εμείς οι δύο, όπως θέλουμε».

«ΟΧΙ!» ουρλιάζει η Ειρήνη. «ΟΧΙ, ΓΑΜΗΜΕΝΕ, ΟΧΙ!»

«Είναι η τελευταία σου ευκαιρία. Δεν υπάρχουν πολλοί σαν εμένα, Ειρήνη. Δεν θα βρεις άλλον σαν εμένα εκεί έξω».

«ΟΧΙ! ΟΧΙ, ΟΧΙ, ΟΧΙ!»

Από θυμό, ο Χιρίν σφυρίζει σαν φίδι και φιλάει την Ειρήνη στο στόμα. Καταφέρνει να παραβιάσει τα σφραγισμένα χείλη της και προσπαθεί να δραπετεύσει από το σώμα του Ραφαήλ, για να ενωθεί με την κοπέλα.

Τότε οι άλλοι δαίμονες τον απομακρύνουν και μιλούν εκείνοι «ΤΟΤΕ ΔΩΣΕ ΜΑΣ ΤΟ ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΜΕΝΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ, ΠΟΥΤΑΝΑ! ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ ΣΕ ΦΕΡΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΗ ΜΑΣ ΓΗ, ΟΠΟΥ ΘΑ ΥΠΟΦΕΡΕΙΣ ΚΑΘΕ ΣΤΙΓΜΗ ΤΗΣ ΑΘΛΙΑΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΣΟΥ».

Η Ειρήνη κλαίει. Ψελλίζει κάτι, που πάλι δεν είναι κατανοητό.

«Χρησιμοποίησε τα μάτια σου. Μπορείς να μην μας κοιτάς τώρα».

Κι όντως, σαν να λύθηκαν τα μάγια, η Ειρήνη δείχνει με το βλέμμα της πού είναι το βιβλίο.

«Έξυπνο κορίτσι» της λένε και την αφήνουν να πέσει στο πάτωμα, να κουλουριαστεί σαν έμβρυο και να κρύψει το πρόσωπό της, που χάνει την ομορφιά του από το μακιγιάζ που καταστρέφεται από τα δάκρυά της.

Ένα λεπτό μετά, ο Ραφαήλ ανοίγει την πόρτα. Αλλά δε βγαίνει αμέσως, παρά γυρίζει προς την Ειρήνη που τώρα μένει στην ίδια θέση κοντά στο γραφείο της, απαθής, να τον παρατηρεί με μάτια που μοιάζουν ψεύτικα.

Την λυπάται. Δεν του αρέσει να προκαλεί τόσο κακό σε άλλους. Θέλει να τους βοηθάει, όχι να τους πληγώνει. Ξέρει, βέβαια, ότι στην πραγματικότητα δε φταίει ο ίδιος, αλλά Εκείνοι. Όμως, δεν του αρκεί. Γιατί αυτός τους κουβαλά στη ζωή άτυχων ανθρώπων, που βρέθηκαν να πρέπει να αντιμετωπίσουν μια πρωτόγνωρη και ιδιαίτερα απειλητική κατάσταση. Τα χέρια του κάνουν νευρικές κινήσεις, με τα δάχτυλα να ανοιγοκλείνουν. Ο Ραφαήλ θέλει να σπεύσει και, σαν να ήταν ο στοργικός της πατέρας, να αγκαλιάσει την Ειρήνη και να την παρηγορήσει, δίνοντας της την υπόσχεση πως αυτή είναι η τελευταία φορά που αφήνει κάποιον να τη βλάψει.

Αντ’ αυτού, όμως, λέει «Δεν ήμουν ποτέ εδώ. Δεν με ξέρεις. Και δεν είχες ποτέ αυτό το βιβλίο. Επανάλαβε το».

«Δεν ήσουν ποτέ εδώ. Δεν σε ξέρω. Δεν είχα ποτέ αυτό το βιβλίο» λέει η Ειρήνη, χωρίς πάθος, σαν να είναι ρομπότ.

«Ωραία. Ωραία. Καλή συνέχεια, Ειρήνη. Μείνε μακριά από κατάρες, μπελάδες και γενικά από πράγματα που δεν κατανοείς» της λέει εκείνος και φεύγει.

Καθώς κατεβαίνει τα σκαλιά, ηρεμεί λιγάκι. Νιώθει μια κάποια ηθική ικανοποίηση. Αν μη τι άλλο, βοήθησε μια νέα κοπέλα να αποβάλει από την ζωή της ένα εγχειρίδιο του Κακού. Μπορεί ο τρόπος του να φαίνεται απειλητικός για τους πελάτες του, ανορθόδοξος, παράτυπος, αντιδεοντολογικός, όμως στο τέλος φέρνει το θεμιτό αποτέλεσμα. Είναι μια παρηγοριά κι αυτή για τον Ραφαήλ. Μπορεί να τον μισούνε πολλοί απ’ όσους βοηθάει, αλλά τουλάχιστον τους βοηθάει. Κι άλλωστε, συλλογιέται συχνά, δεν ξέρουν τι μου συμβαίνει.

 

 

2

 

Ο Ραφαήλ σταματάει ένα ταξί. Μπαίνει στο πίσω κάθισμα και νιώθει αγαλλίαση για τη θέρμανση που δουλεύει στο φουλ. Ακόμα δεν έχει πάει δέκα και η θερμοκρασία έχει πέσει στους τρεις βαθμούς Κελσίου.

Βγάζει το κινητό του και ρίχνει μια γρήγορη ματιά στον λογαριασμό που έχει φτιάξει στην ιστοσελίδα Consulting Services for You (CSY), η οποία είναι διεθνής, έχοντας χιλιάδες εγγεγραμμένους ειδικούς απ’ όλο τον κόσμο. Ένα από τα θετικά με το CSY είναι πως παρέχει τη δυνατότητα να προσαρμόζεται η γλώσσα ανάλογα με τη χώρα που συνδέεται ο εκάστοτε χρήστης, έχοντας όμως και τις επιλογές για αλλαγή της σε άλλες. Ο Ραφαήλ βλέπει πως δεν έχει κάποια ειδοποίηση από τους διαχειριστές, οπότε ψάχνει για κάποιο μήνυμα από επισκέπτη. Κάποιο που να επείγει. Που να διαφέρει από τα άλλα. Ευτυχώς, η ιστοσελίδα παρέχει αυτή τη δυνατότητα: δε χρειάζεται να έχεις εγγραφεί ή και να έχεις κάνει δωρεά, για να επικοινωνήσεις με τους ψυχολόγους και τους λοιπούς ειδικούς που έχουν αναρτήσει τις υπηρεσίες τους στο CSY. Μπορείς να μπεις και να ψάξεις ποιος είναι πιο κοντά σε εσένα όσον αφορά την εντοπιότητα, ποιος αναφέρει ότι βοηθάει περιπτώσεις σαν τη δική σου κλπ. Ο Ραφαήλ έχει ενημερώσει το προφίλ του ότι έχει μόνιμη κατοικία στην Αθήνα, αλλά έχει προσθέσει ότι μπορεί να πάει οπουδήποτε, με το κατάλληλο αντίτιμο, φυσικά. Είναι κάτι που, απ’ ό,τι έχει δει σε άλλα προφίλ, δεν το κάνουν πολλοί –σχεδόν κανένας, ουσιαστικά. Στο αντίστοιχο πεδίο, γράφουν την περιοχή που μένουν. Μέχρι εκεί. Οπότε ο επισκέπτης υποθέτει αυτομάτως ότι, αν δεν μένει κοντά σε κάποιον θεραπευτή, δεν μπορεί να απευθυνθεί σε αυτόν. Το οποίο είναι λογικό, βέβαια. Δεν γίνεται όλοι να φεύγουν για οποιοδήποτε μέρος. Ο Ραφαήλ το κάνει γιατί δεν αναλαμβάνει μόνο «τυπικές υποθέσεις», αλλά και πιο περίπλοκες, από εκείνες που δεν ταιριάζουν μόνο στις επιλογές «Άγχος», «Επιθετικότητα», «Συμβουλευτική για δουλειά» κλπ, παρά στην ένδειξη «Άλλη Σημαντική Υποστήριξη», η οποία κατ’ ουσίαν αποτελεί μια μυστική συμφωνία μεταξύ του Ραφαήλ και των υποψήφιων πελατών, αφού οι διαχειριστές και ο μέσος χρήστης νομίζουν πως είναι ένας γενικός όρος που μπορεί να περιλαμβάνει οποιαδήποτε περίπτωση δεν αναφέρεται προηγουμένως. Που ισχύει, ως ένα βαθμό. Μα, όποιος πατάει στο link, τότε πρώτα του έρχεται μια ειδοποίηση που του αναφέρει «ΕΙΣΤΕ ΣΙΓΟΥΡΟΣ/Η ΟΤΙ ΘΕΛΕΤΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ;» και έπειτα, αν πατήσει ΝΑΙ, το σύστημα του λέει να γράψει ή να στείλει ηχογραφημένο μήνυμα για τα στοιχεία του και ποια σημαντική υποστήριξη επιθυμεί –όλα αυτά απολύτως εμπιστευτικά, βέβαια, αφού κανένας άλλος δεν μπορεί να διαβάσει ή να ακούσει αυτό το μήνυμα, πέραν του ίδιου του χρήστη, του Ραφαήλ και των διαχειριστών, οι οποίοι όμως δεν τα ελέγχουν, παρεκτός αν υπάρξει κάποιο πρόβλημα μεταξύ θεραπευτή και πελάτη ή αν πάθει κάποια βλάβη το σύστημα. Συνήθως, πατάνε ΝΑΙ όσοι όντως θέλουν μια διαφορετικού τύπου βοήθεια από τις «συνηθισμένες». Αλλά και λάθος να γίνει, ο Ραφαήλ μπορεί να το διορθώσει, πρώτα ρωτώντας ευγενικά τον χρήστη τι ακριβώς επιθυμεί και ακολούθως, να δεν έχει άλλη επείγουσα υποχρέωση, κλείνοντάς του ραντεβού.

«Πού πάμε;» ρωτάει ο ταξιτζής.

Ο Ραφαήλ βρίσκει ένα μήνυμα που φαίνεται να ζητά όχι τον ίδιο, αλλά Εκείνους. Ο αποστολέας δεν το ξέρει, φυσικά. Νομίζει ότι απευθύνεται στον Ραφαήλ.

  Αλλά θα μάθει. Ίσως. Αν χρειαστεί, σκέφτεται, ενώ διαβάζει:

 

«Για σας κύριε Ραφαήλ

Με λένε Βασίλη Χρηστόπουλο

Μένω στο Λεβίδι στην Αρκαδία

Η γυναίκα μου η Νίκη σας χροιάζετε

Γίνετε επιθετική και βρύζει και μερικές φορές πετάει πράματα δω κι εκεί ενό δεν τα φτάνει ξέρετε ενό δεν τα πιάνει

Τα πετάει σε εμάς κύριε

Άλλες φορές χορωπηδάει

Έχουμε κρίψει όλα τα εχμηρά αντικείμενα γιατί μια φορά η Νίκη επήρε ένα μαχέρι και με κυνήγησε φωνάζωντας σαν κατηραμένη

Φοβώμαστε κύριε

Εγώ και η πεθερά μου φοβώμαστε πολύ γιατί η Νίκη έτσι λένε την γυναίκα μου είναι έγκυος

Κινδυνέβει το παιδί όχι μόνο η ίδια

Σας παρακαλώ ελάτε

Σας παρακαλώ».

 

«Κύριε, πού πάμε;» ρωτάει ξανά ο ταξιτζής, αφού χαμηλώσει την ένταση κάποιας ενημερωτικής εκπομπής που ακούγεται από το ραδιόφωνο.

«Στο αεροδρόμιο Μακεδονία» απαντάει ο Ραφαήλ. Από εκεί, θα πετάξει για Αθήνα. Θα μείνει εκεί σήμερα και αύριο θα πάει οδικώς με λεωφορείο ως την Τρίπολη, όπου θα πρέπει να βρει τρόπο να πάει στο Λεβίδι.

Ο Ραφαήλ βρίσκει το τηλέφωνο επικοινωνίας που έχει δηλώσει ο σύζυγος -ένα κινητό- και το καλεί. Μετά από πέντε χτυπήματα, απαντάει ένας άντρας, με βαριά, μα και αγχωμένη φωνή: «Παρακαλώ;»

«Καλή σας ημέρα! Ο κύριος Χρηστόπουλος;»

«Ναι, ο ίδιος. Ποιος είναι;»

«Είμαι ο Ραφαήλ, ο σύμβουλος από το CSY. Είδα πως μου έχετε στείλει μήνυμα και ζητάτε να σας βοηθήσω με το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η κυρία Νίκη και το οποίο απασχολεί και εσάς, φυσικά».

«Α, ναι. Γεια σας, καλημέρα, κύριε Ραφαήλ!» Ο άντρας ακούγεται ανακουφισμένος τώρα. «Δε φαντάζεστε πόσο χαίρομαι που πήρατε το μήνυμά μου. Έχουμε αναστατωθεί πολύ εδώ. Η καημένη η Νίκη μου… πώς μπορεί να το έπαθε αυτό, δεν το καταλαβαίνω, κύριε Ραφαήλ. Και η πεθερά μου, η κακομοίρα, τρέχει και δε φτάνει. Εγώ, δε, πάω στα ζωντανά μου, μη μου πάθουν τίποτα, αλλά με πολύ άγχος, κύριε Ραφαήλ, γιατί περιμένω ότι θα χτυπήσει το τηλέφωνό μου». Ξεφυσάει. «Πότε θα μπορέσετε να έρθετε; Συγνώμη αν σας πιέζω, αλλά καταλαβαίνετε, είμαι απελπισμένος».

«Καμία πίεση, κύριε Χρηστόπουλε, αλίμονο» απαντάει με χαμόγελο ο Ραφαήλ. «Θα έρθω αύριο το πρωί ή νωρίς το μεσημέρι. Καταλαβαίνω ότι χρειάζεστε άμεσα βοήθεια και αυτό ακριβώς προτίθεμαι να σας προσφέρω. Θα τη βοηθήσουμε την σύζυγό σας, μην ανησυχείτε. Και αυτή και το μωρό, στο τέλος, θα είναι ξανά ελεύθεροι».

«Αλήθεια; Το εύχομαι με όλη μου την καρδιά, κύριε Ραφαήλ! Να είστε καλά. Να σας έχει ο Θεός καλά».

Ο Ραφαήλ νιώθει τους δαίμονες στο μυαλό του να αναστατώνονται. Δεν τους αρέσουν οι ευχές που περιλαμβάνουν και δυνάμεις ανώτερες από τους ίδιους. Καθαρίζει τη φωνή του και λέει: «Κύριε Χρηστόπουλε, θα σας αφήσω για την ώρα. Θα τα πούμε, όμως, και αύριο, εντάξει; Να σας ρωτήσω, υπάρχει κάτι το οποίο να σας χαλαρώνει;»

«Συγνώμη, δεν σας άκουσα;»

«Υπάρχει κάτι που να σας βοηθά να ηρεμείτε, κύριε Χρηστόπουλε;»

«Ναι, υπάρχει. Αμ… Η δουλειά βοηθάει. Το καφενείο, που πηγαίνω καμιά φορά. Αυτά κυρίως».

«Ωραία. Η πεθερά σας, δεν μου είπατε, πώς λέγεται;»

«Ασπασία».

«Εντάξει. Στην κυρία Ασπασία, λοιπόν, τι αρέσει να κάνει;»

Ο Χρηστόπουλος χαμογελά. «Να είναι μες στα πόδια μας, κύριε Ραφαήλ, και να έχει άποψη για όλα».

«Κατάλαβα. Κάτι άλλο;»

«Ράβει. Δηλαδή, πριν απ’ όλα αυτά, ασχολιόταν πολύ με το ράψιμο».

«Ωραία. Κύριε Χρηστόπουλε, σήμερα πηγαίνετε για λίγο στο καφενείο. Για μισή ώρα, το πολύ. Και μετά, επιστρέψτε στο σπίτι και πείτε στην κυρία Ασπασία να ράψει. Αν δεν υπάρχει κάποιο ύφασμα, δώστε της κάποιο ρούχο δικό σας, ακόμα και αν δεν χρειάζεται. Καταλαβαίνετε τι σας λέω;»

«Ναι, αλλά γιατί να τα κάνουμε αυτά;»

«Πιστεύω ότι θα σας βοηθήσουν, και εσάς, και την κυρία Ασπασία, αλλά και την σύζυγό σας και το παιδί σας, κύριε Χρηστόπουλε».

«Εμένα και την πεθερά μου, το καταλαβαίνω, κύριε Ραφαήλ, αλλά την σύζυγό και το παιδί μου; Πώς;»

«Η κυρία Νίκη είναι εκεί, κύριε Χρηστόπουλε. Να το θυμάστε αυτό. Ό,τι και να της έχει συμβεί, εκείνη είναι εκεί. Μπορεί να δυσκολεύεται να σας μιλήσει ή να φερθεί όπως παλιά, όμως δεν έχει χάσει εντελώς τη δύναμη της ψυχής της. Αυτό που χρειάζεται είναι βοήθεια από εμένα, για να επανέλθει πλήρως, αλλά κυρίως έχει ανάγκη να ξέρει ότι εσείς, οι δικοί της άνθρωποι, δεν έχετε καταπέσει, δεν έχετε παραιτηθεί από την ζωή. Αν της αποδείξετε ότι μπορείτε να κάνετε κάποια πράγματα που σας ευχαριστούν, έχοντας βέβαια εκείνη και το μωρό σαν πρώτη σας έγνοια, τότε θα πάρει θάρρος και θα παλέψει πιο πολύ αργότερα, όταν θα έρθω και εγώ. Καταλάβατε;»

«Ναι. Ναι». Ο άντρας ακούγεται προβληματισμένος, αλλά όχι τόσο που να αμφισβητεί τον Ραφαήλ.

Ίσως, σκέφτεται ο σύμβουλος, να αναρωτιέται γιατί δεν έκαναν νωρίτερα όλα αυτά που τους πρότεινα. «Κύριε Χρηστόπουλε, πόσο μηνών έγκυος είναι η Νίκη;»

«Έξι μηνών».

«Ξέρετε το φύλο του παιδιού;»

«Ναι. Περιμένουμε αγόρι».

«Ωραία. Έχετε σκεφτεί τι όνομα θα του δώσετε;»

«Πφφ» κάνει ο άντρας, αλλά χαμογελάει κιόλας. Ακούγεται πιο χαλαρός από πριν. «Μάλλον θα του δώσουμε το όνομα του μακαρίτη του πατέρα μου. Τον λέγανε Αναστάση».

«Ωραίο όνομα, κύριε Χρηστόπουλε. Ας παλέψουμε, λοιπόν, για την Νίκη, τον Αναστάση, την Ασπασία και εσάς. Τι λέτε;»

«Ναι, ναι, αυτό θέλω. Ναι».

«Αύριο θα είμαι εκεί, κύριε Χρηστόπουλε. Το γοργόν και χάριν έχει. Σήμερα κάντε ό,τι σας είπα. Προσπαθήστε να ηρεμήσετε. Όσο είναι εφικτό. Εντάξει;»

«Ναι, εντάξει, κύριε Ραφαήλ. Θα σας περιμένω εδώ. Θα χρειαστείτε μετακίνηση αύριο;»

«Θα έρθω, μην ανησυχείτε. Αν χρειαστώ τη βοήθειά σας, θα σας πάρω τηλέφωνο. Αυτό ισχύει και για εσάς. Αν συμβεί κάτι, πάρτε με αμέσως τηλέφωνο».

«Ναι, θα το κάνω. Χίλια ευχαριστώ, κύριε!»

«Χαρά μου να βοηθάω, κύριε Χρηστόπουλε. Και κάτι ακόμα».

«Ναι, πείτε μου».

«Έχετε οικογενειακό γιατρό;»

«Ναι, φυσικά».

«Ωραία. Ξέρει για την κατάσταση της κυρίας Νίκης;»

«Ξέρει, ναι. Τα πάντα. Και έχει φοβηθεί και ο ίδιος. Παίρνει κάθε μέρα τηλέφωνο. Μας έχει προτείνει να πάμε σε ψυχίατρο».

«Καλά έκανε».

«Αλλά μετά μας είπε ότι ίσως υπάρχει κάποιος άλλος που μπορεί να βοηθήσει περισσότερο από έναν ψυχίατρο. Εσάς μας πρότεινε».

«Κύριε Χρηστόπουλε, θέλω να θυμάστε κάτι. Είναι πιθανό να χρειάζεται όντως ψυχίατρο η κυρία Νίκη. Αν κρίνω ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί με μια κλασική μέθοδο, τότε θα σας παραπέμψω σε ψυχολόγο ή ψυχίατρο. Να το ξέρετε ότι υπάρχει και αυτή η πιθανότητα, εντάξει;»

«Μα τι λέτε; Αφού σας λέω ότι πετούσε πράγματα χωρίς καν να τα ακουμπάει; Τι μπορεί να κάνει ένας τρελογιατρός για αυτό;»

«Αφήστε πρώτα να έρθω και θα δούμε τι θα γίνει. Εντάξει;»

«Εντάξει, κύριε Ραφαήλ. Ό,τι νομίζετε εσείς».

«Σας ευχαριστώ! Πείτε στον οικογενειακό γιατρό σας να είναι παρών αύριο που θα έρθω. Ίσως χρειαστούμε τη βοήθειά του».

«Εντάξει. Κύριε Ραφαήλ, είναι και κάτι άλλο που πρέπει να συζητήσουμε».

«Ναι, πείτε μου».

«Το, εχμ, το οικονομικό. Πόσο θα μας στοιχήσει… ξέρετε;»

«Θα πρέπει πρώτα να εξετάσω την περίπτωση, κύριε Χρηστόπουλε. Αλλά δεν χρειάζεται να σας ανησυχεί το οικονομικό κομμάτι. Είναι το λιγότερο που πρέπει να σκεφτόμαστε».

«Ναι, απλά ξέρετε, έχω ακούσει ότι οι ψυχολόγοι χρεώνουν πολλά».

«Τυπικά, δεν είμαι ψυχολόγος. Αυτό που κάνω εγώ είναι να προσαρμόζω την αμοιβή μου στην κάθε περίπτωση. Δε χρεώνω τα ίδια χρήματα σε όλους. Καταλαβαίνετε τι εννοώ;»

«Ναι, νομίζω».

«Μην ανησυχείτε για τα χρήματα. Θα τα βρούμε. Το σημαντικό είναι αυτό να ξεφύγει η κυρία Νίκη από ό,τι της συμβαίνει».

«Ναι. Ναι, έχετε δίκιο».

«Οπότε θα μιλήσουμε και αύριο, εκτός αν με χρειαστείτε. Εντάξει;»

«Ναι, κύριε Ραφαήλ».

«Καλή σας ημέρα, κύριε Χρηστόπουλε!»

«Καλημέρα, κύριε Ραφαήλ!»

Ο Ραφαήλ διακόπτει την κλήση. Μετά, επανασυνδέεται στην ιστοσελίδα και απευθύνεται στους διαχειριστές του CSY, παραπέμποντας τους όλες τις άλλες περιπτώσεις, που έτσι κι αλλιώς δεν είναι πολλές, ώστε με τη σειρά τους να τις δώσουν σε άλλους ειδικούς. Εκείνοι δεν θα το ψάξουν παραπέρα το ζήτημα, καθότι έχουν συνηθίσει να το κάνει αυτό. Τον εμπιστεύονται, όπως όλους τους άλλους ειδικούς της ιστοσελίδας που έχουν εγκεκριμένα διαπιστευτήρια –και ο Ραφαήλ έχει αρκετά πτυχία, μεταπτυχιακά, καθώς και ένα διδακτορικό, για να μπορεί να πείθει ότι ξέρει τι κάνει. Πέραν από αυτό, όμως, είναι και το ότι μέχρι τώρα κανένας χρήστης δεν έχει στείλει μήνυμα διαμαρτυρίας για τον Ραφαήλ. Απεναντίας, υπάρχουν αναρτημένα σχόλια που, εκτός των άλλων ειδικών, εκθειάζουν και τη δική του συνδρομή.

Έπειτα, κλείνει το κινητό και κάθεται όσο πιο άνετα μπορεί. Αφού βεβαιωθεί πως ο οδηγός δεν τον κοιτάζει, βγάζει από τον χαρτοφύλακα του το βιβλίο που πήρε από την Ειρήνη και το μελετάει προσεχτικά, με τους δαίμονες μέσα του να καιροφυλαχτούν.

 

 

3

 

Στο αεροπλάνο, κάθεται μόνος του σε μια θέση κοντά στο παράθυρο. Ο κόσμος γύρω του είναι λίγος, όμως η φασαρία δεν λείπει, καθώς τα παιδιά που έχουν φέρει μαζί τους οι γονείς τους λένε τα δικά τους και παίζουν, προσπαθώντας το ένα να ξεπεράσει σε φωνές το άλλο, τη στιγμή που οι νεαρές αεροσυνοδοί περιφέρονται, για να εξυπηρετήσουν τους επιβάτες. Κάποιος τύπος στην πέρα άκρη, τσακώνεται τηλεφωνικά με μια γυναίκα. Η τηλεόραση είναι ρυθμισμένη στο πρόγραμμα κρατικού καναλιού, που τώρα προβάλλει δελτίο ειδήσεων, χωρίς όμως να ακούγεται καλά πέραν από κάνα πεντάρι μέτρα απόσταση.

Ο Ραφαήλ έχει ξαπλώσει πίσω στο κάθισμα και αγναντεύει το ασπροντυμένο τοπίο που δημιουργούν τα σύννεφα. Πού και πού, κοιτάζει τα παιδιά και τους γονείς τους, που προσπαθούν να τα ησυχάσουν είτε με καλοπιάσματα, είτε με απειλές. Βλέπει πώς τα φιλάνε στο μάγουλο ή το μέτωπο ή πώς υψώνουν την παλάμη τους προς τα μικρά. Στους περισσότερους, υπάρχει αληθινή αγάπη σε ό,τι λένε και κάνουν. Το ξέρει γιατί βλέπει πώς αντιδράνε. Ακόμα και η ένταση δεν κρατά πολύ. Κάποιος, μάλλον ο Κικέρων, είχε πει «Πολλά παιδιά, πολλές σκοτούρες. Κανένα παιδί, καμιά χαρά». Είναι μια αλήθεια που οι γονείς τη βιώνουν πρώτα ενστικτωδώς, λόγω της φύσης, και μετά μέσω της μάθησης από τους δικούς τους γονείς, αλλά και της εμπειρίας που κερδίζουν αποκτώντας παιδιά. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, στο τέλος της ημέρας, όσο και να σε έχει τσαντίσει το σπλάχνο σου, θα φροντίσεις να έχει ένα γαλήνιο ύπνο.

Ο λόγος που παρατηρεί τα παιδιά και τους γονείς τους δεν είναι άλλος από το πρόσφατο μήνυμα του Χρηστόπουλου. Ο κύριος αυτός έχει μια σύζυγο που είναι έγκυος και παράλληλα ταλαιπωρείται από ένα δαίμονα ή κάτι άλλο παρεμφερές. Αν δεν έγραφε πως η γυναίκα του πετάει αντικείμενα που δεν τα φτάνει, ο Ραφαήλ πιθανώς θα θεωρούσε πως αυτή η περίπτωση είναι σαν πολλές άλλες, ότι δηλαδή η εγκυμονούσα ταλαιπωρείται από κάποια ψυχολογική νόσο. Και πάλι, θα είχε δώσει την πρέπουσα σημασία, πηγαίνοντας στο Λεβίδι, γιατί τέτοιες καταστάσεις απαιτούν μεγάλη και άμεση προσοχή. Όμως, από τα λεγόμενα του άντρα της, η Νίκη και το μωρό της δεν κατοικούν μοναχοί τους στο σώμα της. Κάτι άλλο είναι εκεί μαζί τους. Κάτι βίαιο.

Μέσα στο κεφάλι του Ραφαήλ, ακούγεται η φωνή της Λαμαστού, μιας δαιμονικής οντότητας από την αρχαία Μεσοποταμία, που, μεταξύ άλλων, καταλάμβανε εγκύους και σκότωνε τα παιδιά ή τα απήγαγε. Μια ανήλικη κοπέλα στο Ιράν, που την έλεγαν Τάμιν, πριν πέντε χρόνια, είχε μείνει έγκυος από τον πατέρα της και μετά τον πέμπτο μήνα άρχισε να εκδηλώνει επιθετική συμπεριφορά. Η οποία θα δικαιολογούνταν μονάχα από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης (το διαμέρισμά τους θύμιζε περισσότερο αποθήκη με παλιοπράματα, παρά σπίτι) και το πώς της φερόταν ο πατέρας της (ο οποίος έκανε χαμαλοδουλειές, βγάζοντας ψίχουλα, και είχε μονίμως κακή διάθεση απέναντι στην κόρη του, που την θεωρούσε υπεύθυνη για τον θάνατο της γυναίκας του, που πέθανε στη γέννα), όμως η δαιμονισμένη Τάμιν ριχνόταν με βρυχηθμούς που θύμιζαν λιονταρίσια φωνή και με ανεξήγητα μεγάλη μυϊκή δύναμη σε άλλες έγκυες, κάποιες από τις οποίες έχασαν το μωρό τους. Η αστυνομία είχε συλλάβει την Τάμιν και το δικαστήριο την είχε κλείσει σε δημόσια ψυχιατρική κλινική, όπου την κρατούσαν δεμένη και την συντηρούσαν όπως-όπως, καθότι οι γιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό την απέφευγαν. Όμως, ένας ψυχίατρος, που ήταν εγγεγραμμένος στο CSY και ήξερε για τις υπηρεσίες του Ραφαήλ, τον κάλεσε, εξηγώντας του τι συνέβαινε, και εκείνος πήγε εκεί. Άδειασαν τον θάλαμο από τους άλλους ασθενείς και ο Ραφαήλ έμεινε μόνος με την Τάμιν. Χρειάστηκε αρκετή ώρα, κατά την οποία οι δικοί του δαίμονες πάλευαν για να συλλάβουν την Λαμαστού, τη στιγμή που ο Ραφαήλ τούς πίεζε να προσέξουν ώστε να μην πάθει κάτι το παιδί που μεγάλωνε στην κοιλιά της Τάμιν. Εντέλει, μπόρεσε να απελευθερώσει την κοπέλα, η οποία, κλαίγοντας, ιδρωμένη και αδύναμη, του έλεγε συνεχώς «Thank you, mister. Thank you very much!» Ήταν ξανά μια πολύ όμορφη μελαχρινή νεαρή με μελαμψό δέρμα, που άξιζε κάθε τι καλό που μπορεί να προσφέρει τούτος ο κόσμος. Βγαίνοντας από το δωμάτιο, ο Ραφαήλ ζήτησε από τον πατέρα της Τάμιν να τον ακολουθήσει. Βρέθηκαν σε ένα διάδρομο που οδηγούσε στην πίσω έξοδο της κλινικής, που ήταν διαλυμένη και δε χρησιμοποιούταν. Ο άντρας κάτι ψέλλισε στην γλώσσα του. Φαινόταν κι αυτός όπως η πόρτα παραδίπλα τους. Έτοιμος να καταρρεύσει. Ο Ραφαήλ τον άρπαξε και τον σήκωσε στον αέρα, έχοντας στα μάτια του την Λαμαστού. Όταν μίλησε στη διάλεκτο του άντρα, η φωνή λιονταριού του θηλυκού δαίμονα πρώτα του είπε πως εκείνος φταίει για όσα συνέβησαν και μετά τού εξήγησε τι θα του συνέβαινε αν δεν παραδινόταν στην αστυνομία. Ο άντρας ορκίστηκε πως θα το έκανε αμέσως. Η Λαμαστού άνοιξε το στόμα του Ραφαήλ και εμφάνισε τα δόντια της, που ήταν αιχμηρά σαν να τα είχαν τροχίσει. Ο Ραφαήλ άφησε τον τύπο ένα λεπτό αργότερα, μισολιπόθυμο, και έφυγε, αφού συνάντησε έξω τον ψυχίατρο, ο οποίος τον πλήρωσε με ένα τετραψήφιο ποσό. Ζήτησε από τον Ιρανό να επικοινωνήσει μαζί του όταν θα γεννούσε η Τάμιν ή και σε οποιαδήποτε άλλη ανησυχητική περίπτωση. Ο ψυχίατρος το υποσχέθηκε και αποχαιρετίστηκαν. Αυτός θα έπαιρνε τα εύσημα τελικά, λέγοντας κάποια ιστορία για το πώς λειτούργησε η θεραπεία που προσέφερε στην κοπέλα, αλλά ο Ραφαήλ ποσώς ενδιαφερόταν. Είχε κάνει τη δουλειά του. Ένα ανθρώπινο πλάσμα είχε σωθεί. Βασικά, δύο ανθρώπινα πλάσματα είχαν σωθεί: μάνα και κόρη. Ένας δαίμονας είχε επιστρέψει εκεί που ανήκει: μακριά από τους αθώους. Τι σημασία είχε αν θα έπαιρνε άλλος τα εύσημα;

Η Λαμαστού μουγκρίζει στο κεφάλι του Ραφαήλ. Μαζί της ακούγονται και οι φωνές άλλων δαιμονικών πλασμάτων που έχουν καταλάβει στο παρελθόν εγκυμονούσες (τις οποίες ο Ραφαήλ βοήθησε), όπως ο Αλ της Περσίας (που είχε αναγκάσει την καταληφθείσα κοπέλα να επιδίδεται σε κανιβαλισμό) και ο Ανταντάρα από το Κονγκό (ο οποίος είχε προκαλέσει μεγάλο κακό σε ένα χωριό, αφού άφησε έγκυο μια εξηντάχρονη γυναίκα, η οποία έκτοτε αποπλανούσε ανήλικα κορίτσια, μέχρι να έρθει ο Ραφαήλ και να τη σταματήσει). Υπάρχουν πολλές τέτοιες οντότητες σε όλες τις θρησκείες. Ο Ραφαήλ υποθέτει πως τώρα θα πρέπει να περιμένει κάποιον ή κάποια ακόλουθο του Σατανά. Ένα θηρίο που φοβούνται οι Χριστιανοί. Βέβαια, αυτοί συνήθως αποδίδουν όλους τους δαιμονισμούς στον ίδιο τον Αντίχριστο. Ή στον Βελζεβούλ. Ή σε μια πλειάδα δαιμόνων που συστήνονται ως Λεγεών. Ή, πιο σπάνια, στον Βάαλ. Όμως, πιο συχνά φταίει ο Αντίχριστος. Ειδικά, για τους Ελληνορθόδοξους, δεν υπάρχει άλλο δαιμόνιο. Κι αυτό δεν είναι απαραίτητα λάθος. Ο Ραφαήλ, μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες εμπειρίας, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο εκάστοτε δαιμονισμένος επηρεάζεται συνήθως από οντότητα για την οποία ο ίδιος «ξέρει» από την θρησκεία του. Οι άνθρωποι που ψάχνουν τρόπους να επικαλεστούν κακόβουλα πνεύματα συχνά είναι άτομα προληπτικά, δεισιδαίμονα μέχρι το μεδούλι, ενώ αντιμετωπίζουν το όλο θέμα της θρησκείας (και όχι μόνο) με «πατριωτικό τρόπο», τοπικιστικό. Δεν θα αποταθούν εύκολα αλλού, γιατί θεωρούν πως διαπράττουν βλασφημία και ότι ο Θεός θα τους τιμωρήσει, τη στιγμή που αγνοούν ηθελημένα το ότι, με την κατάρα και την επίκληση που επιδιώκουν και εντέλει κάνουν, ήδη αμαρτάνουν.

Όμως, πλέον δεν είναι απαραίτητο αυτό, το γεγονός δηλαδή πως δεν θα χρησιμοποιηθεί κάποιος δαίμονας από άλλη θρησκεία από αυτή που έχει ασπαστεί ο εκάστοτε πιστός. Η ολοένα και αυξανόμενη εξάπλωση του Ίντερνετ, αλλά και ταινιών, σειρών και βιβλίων που ασχολούνται με τέτοια θεματολογία, έχουν βοηθήσει στο να μάθει ο κόσμος ότι υπάρχουν πολλές άλλες επιλογές, αν δεν λειτουργήσει η «δική τους», δίχως να σκεφτούν πως, όσο περισσότερο σκαλίζουν την αχανή σφηκοφωλιά που λέγεται Κόλαση, τόσο ρισκάρουν στο να βγει το μαινόμενο σμήνος. Πιο πολύ, οι νέοι πέφτουν σε αυτή την παγίδα, που τους είναι και πιο οικεία η τεχνολογία.

Πρόσφατο παράδειγμα, η Ειρήνη. Πικραμένη, θυμωμένη και γεμάτη μίσος για την Λίζα, έψαξε να βρει έναν τρόπο να την τιμωρήσει που «θέλει το αγόρι της». Κατέληξε σε ένα βιβλίο με τίτλο Δαίμονες του Κόσμου, το οποίο γράφτηκε στις αρχές του 2000, από έναν τύπο ονόματι Χρήστο Σπεκιάν, που, σύμφωνα με το οπισθόφυλλο, είναι «μελετητής του αποκρυφισμού, με μεγάλη πείρα λόγω των ταξιδιών του σε όλο τον κόσμο». Προς ενίσχυση αυτού του ισχυρισμού, ο Σπεκιάν έχει χωρίσει το βιβλίο σε μέρη τα οποία έχουν σαν τίτλο την κάθε ήπειρο, ενώ τα επιμέρους κεφάλαια αφορούν τις χώρες που έχει επισκεφτεί αυτός. Υπάρχουν και υποκεφάλαια, στα οποία εισχωρούν ακόμα πιο βαθιά στην καταραμένη πλευρά κάθε τόπου (αναφέροντας, για παράδειγμα, μύθους που πιστεύουν οι ντόπιοι). Τα πιο επικίνδυνα κομμάτια του βιβλίου είναι φυσικά οι τρόπου που αναφέρονται για να επικαλεστεί κανείς ένα δαίμονα –και, δυστυχώς, είναι πολλά και με πολλές λεπτομέρειες. Για τον Ραφαήλ, το συγκεκριμένο ανάγνωσμα, όπως και τόσα άλλα που έχει βρει να πωλούνται από πολύ χαμηλές τιμές έως πολύ υψηλές (κάποια φτάνουν ακόμα και τριψήφια ποσά), δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια προσπάθεια κάποιου να βγάλει λεφτά, εκμεταλλευόμενος τον κόσμο που έχει ανάγκη να ξέρει πως υπάρχει κάτι πέραν από τον θάνατο και την λογική της καθημερινότητας. Όμως, τύποι σαν τον εν λόγω συγγραφέα, δε δίνουν την πρέπουσα σημασία στη βασική αρχή πως η πίστη είναι σαν ένα μεσαιωνικό κάστρο: δεν έχει μόνο τον θρόνο για το βασιλικό ζεύγος, την τραπεζαρία με τα υπέροχα φαγητά, τους πύργους για την άμυνα και τα δωμάτια των κατοίκων για ξεκούραση, αλλά και τα σκοτεινά μπουντρούμια και τις αίθουσες βασανιστηρίων. Κι αν κάποιος αφελής ή, χειρότερα, κάποιος που έχει κακό σκοπό ανοίξει την λάθος πόρτα, το τι θα βρει και τι θα βγει από εκεί μπορεί να είναι κάτι εξαιρετικά επικίνδυνο.

Ο Ραφαήλ έχει καταλήξει πως οι πιστοί είναι αυτοί που θα καταραστούν και θα επικαλεστούν ένα δαίμονα. Ένας άθεος δεν θα εμπλακεί με τέτοια πράγματα, καθότι τα υποτιμά και δε δέχεται την ύπαρξή τους γενικά. Αυτός είναι ο κανόνας. Ωστόσο, υπάρχουν και εξαιρέσεις. Όταν η κατάσταση ζορίσει πολύ ή όταν η απελπισία ρημάξει την ψυχή του ατόμου, κι αν χρησιμοποιηθούν και ναρκωτικές ουσίες, μπορεί η λογική να παραμεριστεί και αυτός ο άνθρωπος να οδηγηθεί σε μονοπάτια που, υπό άλλες συνθήκες, δεν θα περπατούσε για κανένα λόγο.

Δεν θα έπρεπε να υπάρχουν ελεύθερα στην αγορά τέτοια αναγνώσματα ή αντίστοιχες ταινίες/σειρές και ντοκιμαντέρ που αναφέρουν ξεκάθαρους τρόπους για να έρθεις σε επαφή με άλλες πραγματικότητες και πλάσματα. Οι περισσότεροι δεν έχουν ιδέα με τι μπλέκουν και αυτό δύναται να επιφέρει τρομακτικά αποτελέσματα.

Ο Ραφαήλ τώρα αναρωτιέται τι μπορεί να έχει συμβεί με την έγκυο που πάει να επισκεφτεί. Την Νίκη. Να την καταράστηκε κάποιος; Να έκανε η ίδια κάποια επίκληση, είτε επειδή το ήθελε, είτε επειδή έπεσε θύμα απάτης; Να είδε ή άκουσε κάτι που δεν έπρεπε; Και ποιος δαίμονας να έχει εισβάλλει μέσα της;

Τότε ακούγεται η φωνή του πιλότου, ο οποίος ενημερώνει πως πλησιάζουν στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Ραφαήλ σκέφτεται πως σύντομα θα ξέρει τι έχει συμβεί στην γυναίκα και το μικρό της. Οι δαίμονες από τη μεριά τους προετοιμάζονται για να υποδεχθούν ένα ακόμα μέλος που έχει ξεφύγει από τον έλεγχό τους.

 

 

4

 

Ο Ραφαήλ φτάνει στο διαμέρισμα που χρησιμοποιεί ως σπίτι όταν μένει στην Ελλάδα γύρω στις τρεις το μεσημέρι. Δεν συναντά κάποιον από τους άλλους ενοίκους καθώς ανεβαίνει στον τρίτο όροφο, παρότι από τις κλειστές πόρτες ακούγονται φωνές κουρασμένων ανθρώπων. Κάποιους τους ξέρει ελάχιστα, γιατί τόσα χρόνια τώρα έχουν ανταλλάξει μόνο ένα γεια και ένα τι κάνεις. Άλλους τους γνωρίζει καλύτερα, μιας και μένουν εδώ από τότε που έμενε και ο ίδιος ο Ραφαήλ με τους γονείς του, οι οποίοι ήταν κοινωνικοί άνθρωποι και διατηρούσαν καλές σχέσεις με τους γείτονες, κάτι που προσπάθησαν να μεταλαμπαδεύσουν και στον γιο τους. Και τα είχαν καταφέρει, ο Ραφαήλ μιλούσε με κάποιες γηραιές κυρίες και τους συζύγους και τα παιδιά τους, όταν αυτά έρχονταν, ενώ συχνά τον καλούσαν για φαγητό, ένεκα που ήξεραν την κατάστασή του, ότι δηλαδή ο ίδιος σπάνια μαγειρεύει και τρώει κυρίως απέξω. Δυστυχώς, από τότε που ο Ραφαήλ κατελήφθη από τους δαίμονες έχασε την επαφή του με τους γνωστούς του, γείτονες και μη. Φυσικά, υπάρχουν και εκείνοι που δεν τους έχει δει ποτέ του, επειδή δεν έτυχε να γνωριστούν, αφού ο ίδιος κυκλοφορεί κυρίως εκτός Αθήνας.

Σύντομα, στέκεται έξω από τον αριθμό Γ2, όπου βγάζει το κλειδί, ανοίγει, μπαίνει και κλειδώνει πίσω του. Υπάρχει σκοτάδι και μυρωδιά κλεισούρας, που προκαλούνται από τα κλειδαμπαρωμένα παράθυρα. Διαλύει πρώτα το σκοτάδι, αφού ανάβει ένα-ένα τα φώτα μέχρι να χρειαστεί να χρησιμοποιήσει τα επτά κλειδιά για την αποθήκη, στην οποία εισέρχεται, έχοντας βγάλει το παλτό του. Προχωρά ως το κέντρο, όπου έχει σχηματίσει μια μεγάλη πεντάλφα. Η μυρωδιά εδώ είναι ακόμα χειρότερη, ένα μείγμα λιβανιού αναμεμειγμένου με άλλα προστατευτικά βότανα, γιατί η παλιατσαρία που έχει μαζέψει δεν αποτελείται από οικιακά σκεύη ή ρούχα ή χρήσιμα αντικείμενα για τον κήπο ή κάτι άλλο παρεμφερές που παρατά ο μέσος άνθρωπος. Όχι, εδώ υπάρχουν άλλα πράγματα, που εξυπηρετούν άλλους σκοπούς. Τα περισσότερα τα έχει σε τρεις μεγάλες βιβλιοθήκες που καλύπτουν αντίστοιχα τρεις τοίχους. Το πιο μικρό είναι ένα κολιέ μέσα σε μια προστατευτική θήκη, που το είχε πάρει σε ένα ταξίδι του στην Ινδία όπου μέχρι πριν τέσσερα χρόνια χρησιμοποιούνταν για να αποκτά μια γυναίκα τη δύναμη της θεάς Κάλι και να μπορεί να σκοτώνει όλους τους άνδρες που την αποπλανούσαν –η αλήθεια είναι πως η όμορφη κοπέλα ζούσε σε μια πολύ κλειστή κοινότητα, στην οποία η εγκληματικότητα κυριαρχούσε. Το πιο μεγάλο αντικείμενο που έχει ο Ραφαήλ είναι ένα παιχνίδι ρομπότ ύψους ενός μέτρου, το οποίο το συγκρατούν αλυσίδες. Το εν λόγω αντικείμενο το απέκτησε όταν τον κάλεσαν στην Αγγλία, σε ένα πολυτελές ξενοδοχειακό συγκρότημα έξω από το Μάντσεστερ, όπου τα περισσότερα μέλη μιας οικογένειας από την Αμερική είχαν δολοφονηθεί στο διαμέρισμα που έμεναν. Μόνο ο δεκάχρονος γιος είχε ζήσει και ο Ραφαήλ έμαθε σύντομα πως το παιχνίδι του είχε απορροφήσει μια διαβολική οντότητα όταν η οικογένεια βρέθηκε μια προηγούμενη μέρα σε ένα στοιχειωμένο σπίτι της περιοχής –το οποίο, βέβαια, επισκέφτηκε και ο Ραφαήλ μετά. Φυσικά, ανάμεσα σε όλα αυτά τα καταραμένα πράγματα υπάρχει και το επιτραπέζιο παιχνίδι που ήταν υπαίτιο για την κατάληψη του Ραφαήλ από τους δαίμονες. Το έχει και αυτό εδώ. Είναι το πρώτο που μάζεψε, μόλις μερικές μέρες αφότου βρήκε έναν κώδικα επικοινωνίας με τις οντότητες μέσα του, και το μόνο που δεν θέλει να ξαναδεί ποτέ του.

Υπάρχουν πολλά φαινομενικά αθώα πράγματα εδώ μέσα από κάθε γωνιά του κόσμου, τα οποία με κάποιον τρόπο έπαιξαν άσχημο παιχνίδι στους ιδιοκτήτες τους. Ο Ραφαήλ τα έχει μαζέψει σε τούτο τον χώρο, ο οποίος προστατεύεται και εντός (με τα βότανα και τα ιερά αντικείμενα όλων των θρησκειών στους τοίχους) και εκτός (με μια πόρτα που δεν ανοίγει εύκολα). Τα κρατά μακριά από τους άλλους, από τους αμύητους, αλλά και από όσους είναι κακεντρεχείς και ξέρουν τι μπορούν να κάνουν με αυτά. Δεν τα καταστρέφει, γιατί φοβάται τις ενδεχόμενες συνέπειες. Αν σπάσεις το βάζο που κρατάς το φίδι, αυτό θα βγει έξω. Μπορεί να δαγκώσει κάποιον, μπορεί και όχι. Βέβαια, τα συγκεκριμένα αντικείμενα που έχει μαζέψει έχουν απελευθερωθεί από τη σκοτεινή παρουσία που τα είχε κυριεύσει, όμως ο Ραφαήλ δεν έχει σκοπό να το ρισκάρει. Αφού μάζεψαν μία φορά ένα τέρας, τότε είναι πιθανό να το ξανακάνουν.

Βγάζει το Δαίμονες του Κόσμου από τον χαρτοφύλακά του και το τοποθετεί σε ένα συρτάρι -αφού το ξεκλειδώσει πρώτα-, ανάμεσα σε μια παλιομοδίτικη πένα -που είχε χρησιμοποιηθεί από ένα διεφθαρμένο δικαστή από την Ορλεάνη της Γαλλίας, ο οποίος, επειδή δεν μπορούσε να καταδικάσει σε θάνατο όλους όσους έστελνε στη φυλακή, έγραφε σε ένα χαρτί πως αυτός ο ίδιος, έχοντας τις ευλογίες του Διαβόλου, στέλνει στην Κόλαση τον… την…- και σε μια τράπουλα ταρώ -την οποία το μέντιουμ που την είχε οδήγησε σε θάνατο τρεις πελάτες του, όταν το πνεύμα ενός αδικοχαμένου εισήλθε στην πραγματικότητα και έσφαξε τους παρόντες, πλην του μέντιουμ, που πρόλαβε να βρει και να χρησιμοποιήσει ένα προστατευτικό σύμβολο, μέχρι να βρει βοήθεια στο πρόσωπο του Ραφαήλ.

Μέσα στο κεφάλι του, οι δαίμονες ουρλιάζουν. Γιατί δεν αντέχουν την ενέργεια που εκλύεται από τα φυλαχτά. Εκείνοι προέρχονται από τα κατάστιχα διαφόρων θρησκειών ή αιρέσεων. Το ίδιο και πολλά από τα αντικείμενα που έχει μαζέψει ο Ραφαήλ. Το ίδιο και τα ιερά φυλαχτά που έχει βάλει, για να αποδιοργανώνουν τα όποια πιθανά τέρατα υπάρχουν ακόμα στα καταραμένα αντικείμενα που είναι συγκεντρωμένα, αλλά και να αποτρέπουν την έξοδό τους. Οι δαίμονες μέσα του, αν και βοηθάνε στο να απελευθερώνονται άνθρωποι από άλλους δαίμονες, ωστόσο επηρεάζονται από τα κειμήλια που φτιάχτηκαν για να τους ξεπαστρεύουν. Δική τους ιδέα ήταν να πάρει ο Ραφαήλ τις απαραίτητες προφυλάξεις, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να ανεχτούν τον πόνο που τους προκαλεί τόση αρνητική -προς Αυτούς– δύναμη.

Ξανακλειδώνει το συρτάρι, κλείνει το φως, βγαίνει, κλειδώνει την αποθήκη και επιστρέφει στο καθιστικό, όπου ανοίγει τις μπαλκονόπορτες, αφήνοντας τη σήτα κατεβασμένη. Ο χώρος του διαμερίσματος γενικά αποτελείται από δύο υπνοδωμάτια με μονό κρεβάτι, μια κρεβατοκάμαρα, μια στενή τουαλέτα, μια κουζίνα/σαλόνι και την αποθήκη. Δεν υπάρχουν πολλά προσωπικά αντικείμενα στην πλειονότητα των χώρων, με εξαίρεση τα ρούχα και τα υποδήματα στην ντουλάπα του υπνοδωματίου που χρησιμοποιεί ο Ραφαήλ, δύο πίνακες ζωγραφικής του Ραφαέλο Σάντσιο ντα Ουρμπίνο (περισσότερο γνωστού ως Ραφαήλ) στο σαλόνι -τον Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ καταβάλλει τον διάβολο και τον Οι Σίβυλλες-, μια φωτογραφία από την ορκωμοσία του στο κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι του και μια μικρή βιβλιοθήκη με επιστημονικά συγγράμματα και το γραφείο του που στρογγυλοκάθονται κι αυτά στο δωμάτιό του.

Όχι, δεν κοιμάται στην κρεβατοκάμαρα, αν και το κρεβάτι είναι πιο μεγάλο και πιο άνετο. Αν υπάρχουν κάποια πρόσωπα από το παρελθόν του που θέλει να τα θυμάται για πάντα είναι οι γονείς του και η Στέλλα, ο παιδικός του έρωτας. Έχει φωτογραφίες όλων τους (και με τον ίδιο σε κάποιες) και τις φυλάει στην κρεβατοκάμαρα -η μόνη φωτογραφία που λείπει είναι αυτή του στρατού, που την έχει στο δωμάτιό του. Εκεί άκουγε πολλές από τις ιστορίες που του διάβαζε η μητέρα του, εκεί ο πατέρας του τον βοηθούσε να ντυθεί για επίσημες εκδηλώσεις λέγοντας του αστεία, και στο βίντεο που υπήρχε (και υπάρχει ακόμα) εκεί έβλεπαν με την Στέλλα ταινίες animation τη δεκαετία του ’80 –και ταινίες τρόμου αργότερα, αρχές και μέσα του ’90. Εκείνη η κρεβατοκάμαρα είναι σημαντική για αυτόν.

Βέβαια, δεν έρχεται και κανένας εδώ, ειδικά τα τελευταία χρόνια. Οι περισσότεροι γνωστοί του είτε έχουν παντρευτεί και έχουν παιδιά, είτε δεν έχουν χρόνο για επισκέψεις λόγω δουλειάς –είτε και για τους δύο λόγους ή και για άλλους. Έτσι του λένε, δηλαδή, και ο Ραφαήλ το έχει δεχτεί. Άλλωστε, κάποιες φορές που του είχαν πει να τον επισκεφτούν, εκείνος είχε βρει μια δικαιολογία για να το ακυρώσει. Από τη μια η αποθήκη με τα καταραμένα αντικείμενα, από την άλλη Εκείνοι, που δεν ανήκουν σε αυτόν τον κόσμο… Όχι, δεν θέλει να μπλέξει δικούς του ανθρώπους. Για το καλό τους, κυρίως.

Ο Ραφαήλ παρατηρεί τις επιφάνειες των επίπλων. Υπάρχει λίγη σκόνη σε πολλές από αυτές, ακόμα και στην καφετιέρα όπου φτιάχνει τον καφέ φίλτρου όταν δεν έχει όρεξη να βγει. Σκέφτεται πως, μετά την επιστροφή του από το Λεβίδι, θα πρέπει να αναλάβει να καθαρίσει. Δεν τον πειράζει. Του αρέσει να απασχολεί το μυαλό του με τέτοιες δουλειές, καθώς Εκείνοι τον αφήνουν στην ησυχία του, επειδή τις θεωρούν περιττές. Όμως, δεν μπορούν να κάνουν κάτι για αυτό, αν δεν υπάρχει κάποια υπόθεση που να τους αφορά. Οπότε κρύβονται σε κάποια αθέατη γωνιά, όπου ο Ραφαήλ δεν μπορεί να τους βρει -όχι ότι το θέλει κιόλας- και περιμένουν, ενώ αυτός γίνεται «φυσιολογικός» άνθρωπος ξανά.

Τώρα νιώθει το στομάχι του να διαμαρτύρεται και θυμάται ότι από το πρωί έχει πιει μόνο έναν καφέ και έχει φάει δύο κουλουράκια πορτοκαλιού που του προσέφεραν στην καφετέρια που είχε κάτσει, προτού επισκεφτεί την Ειρήνη. Έτσι, βάζει πάλι το παλτό του, βγαίνει από το διαμέρισμα, το κλειδώνει και κατεβαίνει στον έξω κόσμο.

Το σπίτι του βρίσκεται στο Χαλάνδρι, σε ένα δρόμο κοντά στην Λεωφόρο Μεσογείων, όπου υπάρχουν κι άλλες παλιές πολυκατοικίες και ένα παραμελημένο πάρκο όπου η φύση κυριαρχεί, και φυσικά το αγαπημένο φαστφουντάδικο του Ραφαήλ, το Βουτιά στην γεύση, εκεί όπου πηγαίνει και τώρα με τα πόδια, μια απόσταση είκοσι μέτρων περίπου. Δε βλέπει πολλούς άλλους διαβάτες, αλλά κυρίως αμάξια και μηχανές. Ένα σχολικό που σταματάει απέναντί του. Ακούει φωνές γωνιών και παιδιών, που επιστρέφουν κουρασμένοι. Ξαφνικά, ένα σκυλί γαβγίζει στα αριστερά του, καθώς αυτός συνεχίζει να προχωράει παράλληλα με την πολυκατοικία που αυτό ζει. Το έχει ξαναδεί κι έτσι σταματάει κοντά στο φράχτη. Απλώνει το χέρι του, ενώ το ζωντανό τον κοιτάζει στα μάτια και κουνάει την ουρά του. Ο Ραφαήλ χαϊδεύει την απαλή καφετιά γούνα του. Όταν Εκείνοι δεν έχουν τον πλήρη έλεγχο, τα ζώα δείχνουν συμπάθεια προς τον Ραφαήλ, όπως και αυτός προς αυτά. Του αρέσουν τα ζώα. Παλιά, όταν ήταν παιδί, είχαν έναν γάτο με ασπρόμαυρο τρίχωμα, τον Πετράν, ο οποίος ήταν πολύ χαδιάρης και καλοπερασάκιας. Μόνο φαΐ ήθελε, ύπνο και τουαλέτα. Και χάδια. Και καμιά βόλτα, αν είχε όρεξη να σηκωθεί από το μαξιλάρι του. Τον είχε δει ο Ραφαήλ ως γατάκι να νιαουρίζει μοναχό του κάτω από έναν κάδο σκουπιδιών κοντά στο διαμέρισμα και όλη την υπόλοιπη μέρα τον τυραννούσε εκείνη η φωνούλα. Ήταν αναμενόμενο οι γονείς του να το φέρουν στο διαμέρισμα -αλλιώς ο μικρός δεν θα τους άφηνε σε χλωρό κλαρί-, αφού βέβαια πρώτα τον πήγαν σε ένα κτηνίατρο για τα καθέκαστα. Τον αγαπούσε πολύ τον Πετράν. Αν είχαν κάνα ωραίο φαγητό -μπιφτέκι με τηγανητές πατάτες, ας πούμε-, του έδινε κρυφά –όσο πιο κρυφά μπορούσε, δηλαδή, γιατί η μητέρα του πρέπει να είχε μάτια και κάπου ανάμεσα στα μαλλιά της, μιας και εκείνες τις στιγμές του έλεγε να μην κακομαθαίνει τον Πετράν. Από γατάκι, έπαιζαν πολύ, κάνοντας το διαμέρισμα άνω κάτω –και κάνοντας και κάτι ζημιές. Και ο Πετράν, όμως, αγαπούσε τον Ραφαήλ. Όταν ο μικρός είχε τις μαύρες του, ο γάτος πήγαινε κοντά του και ακουμπούσε το κεφάλι του πάνω του και νιαούριζε. Πολλές φορές, ο Ραφαήλ ξυπνούσε και έβρισκε τον γάτο να αναπαύεται δίπλα από τα πόδια του στο κρεβάτι. Οι γονείς του Ραφαήλ είχαν δώσει αγώνα για να τον καλμάρουν όταν πέθανε ο Πετράν, σε προχωρημένη ηλικία –είχε ζήσει δεκατρία χρόνια, με τον Ραφαήλ από τεσσάρων να φτάνει δέκα επτά, μια ανάσα πριν τις Πανελλήνιες.

Ο Ραφαήλ αφήνει το σκυλί και συνεχίζει την πορεία του. Όταν οι δαίμονες δεν είναι μπροστά, χαίρεται να συναντά ζώα. Σε αντίθετη περίπτωση, δεν τολμάει να πλησιάσει σκυλί ή γάτα ή οποιοδήποτε άλλο ζώο. Γιατί νιώθουν την απειλή που υπάρχει κάτω από το δέρμα του.

Φτάνει στο φαστφουντάδικο και βλέπει πως το μικρό πάρκινγκ για τους πελάτες είναι γεμάτο, όπως συμβαίνει κάθε μεσημέρι δηλαδή. Αλλά δεν τον ανησυχεί. Πάντα υπάρχει ένα τραπέζι άδειο, ενώ εκείνος δεν χρειάζεται να βρει πού να παρκάρει.

Ο Ραφαήλ δεν οδηγάει, αν και έχει δίπλωμα. Κάποτε είχε και αμάξι, όμως το έδωσε. Του συμβαίνει μερικές φορές, χωρίς κάποιον προφανή λόγο, να αποχωρεί, βασικά να τον διώχνουν, και να έρχονται στην επιφάνεια οι δαίμονες, με αποτέλεσμα για κλάσματα του δευτερολέπτου το σώμα του να μένει ακυβέρνητο, κάτι που δυνητικά, αν οδηγούσε μια τέτοια στιγμή, θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο. Επίσης, αν και Εκείνοι γενικώς προσέχουν να μην καρφωθούν -κυριολεκτικά και μεταφορικά-, αυτός δεν τους εμπιστεύεται τόσο πολύ, ώστε να τους αφήσει να χειρίζονται ένα όχημα. Γιατί ανάμεσά τους υπάρχουν και όντα που θέλουν «να παίξουν», να προκαλέσουν μια μικρή ή και μεγάλη αναταραχή. Ένα τέτοιο δαιμόνιο που ζει μέσα του είναι ο Τζένγκλοτ, τον οποίο ο Ραφαήλ βρήκε σε έναν άστεγο ηλικιωμένο, ο οποίος τα βράδια σύχναζε σε μια πολύβουη λεωφόρο της Κουάλα Λουμπούρ, την πρωτεύουσα της Μαλαισίας. Ο άντρας, που ήταν κοντός και πολύ αδύνατος, ορμούσε μπροστά σε όποιο διερχόμενο όχημα προλάβαινε, αρκετά έγκαιρα για να ξέρει ότι ο ίδιος δεν θα πάθει κάτι, αναγκάζοντας τον οδηγό να κάνει κάποια επικίνδυνη μανούβρα. Τις φορές που συνέβαινε το αναπόφευκτο, ένα τροχαίο δηλαδή, ο Τζένγκλοτ πήγαινε το σώμα του ηλικιωμένου ως τα συντρίμμια, όπου αναζητούσε αίμα. Αν κάποιο θύμα ήταν άτυχο και ζούσε ακόμα, ο Τζένγκλοτ το έπνιγε ή το μαχαίρωνε με ένα σκουριασμένο σουγιά που είχε κλέψει ο ηλικιωμένος όσο ζούσε ελεύθερος από το δαιμόνιο. Η αστυνομία άργησε να καταλάβει ότι ο υπαίτιος για τόσα δυστυχήματα είναι ο εν λόγω άντρας, αλλά, και όταν τον συνέλαβαν, δεν μπορούσαν να βγάλουν άκρη με αυτόν, δεν καταλάβαιναν τι του συνέβαινε. Πάλι καλά που ένας αξιωματικός άκουσε να μιλάνε δύο ιμάμηδες για τον «Έλληνα μη χριστιανό» Ραφαήλ και για το πώς είχε σώσει μια οικογένεια από ένα «φοβερό θηρίο που ζούσε στο σπίτι της». Ο αξιωματικός, έπειτα και από συνεννόηση με τον διοικητή του, βρήκε το προφίλ του Ραφαήλ στο CSY και τον κάλεσε, με έξοδα μάλιστα της κυβέρνησης της Μαλαισίας. Μετά από δύο μέρες, το πρόβλημα είχε λυθεί (με τον ηλικιωμένο, όμως, να έχει μπει στο νοσοκομείο, μιας και ο Τζένγκλοτ, πριν τον εγκαταλείψει, του απορρόφησε πολύ από το αίμα του), ενώ μετά από μια εβδομάδα, κατά την οποία ο Ραφαήλ περιηγήθηκε στην Κουάλα Λουμπούρ, έφυγε για την επόμενη αποστολή του.

Δεν θα ευθύνεται αυτός για το κακό που μπορεί να συμβεί, αν ένα τέρας σαν τον Τζένγκλοτ πάρει τα ηνία ενώ οδηγάει. Αυτή είναι μια από τις αποφάσεις που πήρε εκείνο τον καιρό. Γιατί, αν γίνει το μοιραίο, ο Ραφαήλ δεν θα μπορεί να ψέξει κανένα δαίμονα, παρά μόνο τον εαυτό του. Φυσικά, το ίδιο σκεπτικό ισχύει και για τις υποθέσεις που αναλαμβάνει, όμως σε αυτές οι δαίμονες φροντίζουν να μην ξεφύγει η κατάσταση εκτός του ελέγχου τους, κάτι που σημαίνει ότι δεν θα κάνουν οτιδήποτε μπορεί να προκαλέσει δεινά στον Ραφαήλ και, κατ’ επέκταση, στους ίδιους. Δεν θέλουν να τον χάσουν, γιατί μέχρι τώρα ο σκοπός τους εξυπηρετείται στην εντέλεια και δεν υπάρχει λόγος να ρισκάρουν να βρουν άλλον ξενιστή, που ενδέχεται να μην είναι κατάλληλος. Οπότε, ακόμα και αν κάποιος εξ αυτών πάει να κάνει κάποια σκανταλιά σε μια συνεδρία, οι υπόλοιποι τον σταματάνε άμεσα.

Ο Ραφαήλ βγάζει το κινητό του. Το τσεκάρει, μήπως ο Χρηστόπουλος προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί του κι αυτός δεν το άκουσε. Όμως, βλέπει ότι δεν έχει κάποια κλήση ή μήνυμα. Ο Ραφαήλ ελπίζει να είναι για καλό.

Ανοίγει την πόρτα του φαστφουντάδικου. Από τα ηχεία, ακούγεται το Μ’ αρέσει να μην λέω πολλά, που συνοδεύεται από τις φωνές του κόσμου και τις μυρωδιές ψητών κρεάτων, πατατών και άλλων φαγητών, μέσα σε μια ζεστή ατμόσφαιρα, που προστατεύει από την παγωνιά. Δύο νεαρές σερβιτόρες, η Άννα και η Παρασκευή, με τη χαρακτηριστική μωβ στολή του μαγαζιού κυκλοφορούν με πιάτα ανά χείρας. Ο Ραφαήλ βρίσκει ένα άδειο τραπέζι στο βάθος, κοντά στις τουαλέτες, και πηγαίνει εκεί. Παίρνει τον κατάλογο, τον μελετάει, αλλά τελικά, όταν έρχεται η Άννα παραγγέλνει το σύνηθες μεσημεριανό του: μια κρέπα, παραγεμισμένη με πατάτες, μπέικον, ζαμπόν και κίτρινη σως, μια σαλάτα μαρούλι και για ποτό, μια μισόλιτρη μπίρα.

«Καιρό είχαμε να σας δούμε, κύριε Ραφαήλ» σχολιάζει η Άννα, καλοπροαίρετα. Η αλήθεια είναι πως ο Ραφαήλ δεν μαγειρεύει συχνά, οπότε το Βουτιά στην γεύση έχει γίνει το βασικό του στέκι. Τους περισσότερους υπαλλήλους, αλλά και τον Περικλή, τον ιδιοκτήτη, τους έχει γνωρίσει αρκετά καλά, για να λένε και δυο κουβέντες παραπάνω από το τι θα φάει.

«Ναι, είχα λίγα τρεξίματα, Άννα. Για καλό σκοπό, όμως».

«Αυτό ήθελα να ακούσω, κύριε».

«Εσύ; Πώς τα πας με τις σπουδές σου;» Θυμάται ότι η κοπέλα είναι φοιτήτρια στο Τμήμα Κοινωνιολογίας, του Πάντειου Πανεπιστημίου.

«Έχω ακόμα δύο μαθήματα, για να πάρω το πτυχίο. Έχουν να κάνουν με νόμους και επιχειρήσεις».

Ο Ραφαήλ την κοιτάζει με χαμόγελο. «Μάλλον δεν είναι πολύ ενδιαφέροντα μαθήματα. Δύο μήνες τώρα, δύο μαθήματα χρωστάς, σωστά;»

Η Άννα γελάει. «Ναι, ναι, κάπως έτσι. Βασικά έχω χάσει λίγο το ενδιαφέρον γενικά για τη σχολή. Δεν ξέρω, δεν…» λέει κάνοντας χειρονομίες και κοιτώντας προς το τραπέζι. «Κάτι η δουλειά εδώ, κάπου βαριέμαι κιόλας, κάτι που δεν έχεις πολλές προοπτικές σαν κοινωνιολόγος… Κάτι τα γκομενικά μου…»

«Αλλά κυρίως βαρεμάρα, ε;»

«Ναι, είναι κι αυτή. Λίγη, όμως».

Ο Ραφαήλ νεύει, δίνοντας της τον κατάλογο. «Θα τα καταφέρεις, είμαι σίγουρος. Είσαι τετραπέρατη. Βάλε ρεαλιστικούς στόχους, μόνο, και από εκεί και πέρα θα βρεις το δρόμο σου».

«Να είστε καλά, κύριε Ραφαήλ».

Η Άννα φεύγει, τη στιγμή που οι Τρύπες αρχίζουν να τραγουδάνε το Ταξιδιάρα Ψυχή και ο Ραφαήλ αδειάζει το μυαλό του από τις σκέψεις και βγάζει το κινητό να περιηγηθεί στο Facebook, μέχρι να έρθει η παραγγελία του.

 

 

5

 

Όταν γυρίζει στο διαμέρισμα, γύρω στις πέντε, αφήνει το παλτό του σε μια καρέκλα και πηγαίνει να βγάλει τα παπούτσια του και να τα αλλάξει με τις χειμωνιάτικες καφέ παντόφλες. Έπειτα, παίρνει καθαρά λευκά εσώρουχα και τις μπλε πιτζάμες του και ορμάει στο μπάνιο. Μένει κάτω από το καυτό νερό για σχεδόν ένα μισάωρο. Στο κεφάλι του, οι δαίμονες κυκλοφορούν σαν περιστέρια που τους πετάει κάποιος σουσάμι. Όσο πιο υψηλή η θερμοκρασία του υγρού, τόσο το καλύτερο για αυτούς. Αναζωογονούνται. Ο Ραφαήλ, όμως, νιώθει σαν να τον σφυροκοπούν από μέσα προς τα έξω, λες και είναι κατάδικοι που προσπαθούν να αποδράσουν από την φυλακή τους, δηλαδή το κρανίο του. Τώρα δεν έχει αφεθεί σε Εκείνους, αλλά αυτό είναι χειρότερο τη δεδομένη στιγμή, γιατί ο ίδιος μπορεί να νιώθει τις αιθέριες κινήσεις τους σαν ποδοβολητά εξαγριωμένων αλόγων. Επιπλέον, εκεί που η Λίζα, όταν είχε τον έλεγχό της ο Χιρίν, του είχε αφαιρέσει μερικές τούφες από τα μαλλιά, νιώθει ξανά μια ενόχληση. Την είχε αισθανθεί αρχικά στο ξενοδοχείο που έμεινε στην Θεσσαλονίκη, όπου έκανε καυτό ντους, και τώρα επαναλαμβανόταν. Μάλλον πρέπει να περάσει κι άλλος καιρός, για να επουλωθεί η πληγή, η οποία δεν μάτωσε καθόλου, όμως έκανε αισθητή την παρουσία της όταν την άγγιζε κάτι πολύ ζεστό.

Ο Ραφαήλ βγαίνει από το μπάνιο στις έξι παρά είκοσι. Έχει πάρει ήδη δύο παυσίπονα. Επιστρέφει στο δωμάτιο, χωρίς να ανάψει το φως, όπου πέφτει στο κρεβάτι και σκεπάζεται. Βάζει το κινητό του να χτυπήσει στις εννιά το βράδυ. Έπειτα, κλείνει τα μάτια του. Αλλά δεν κοιμάται αμέσως. Εκείνοι έχουν αποχωρήσει, αλλά έχουν αφήσει το κεφάλι του σαν οπαδοί που εγκαταλείπουν το γήπεδο μετά από ντέρμπι. Γεμάτο ενοχλητικά σκουπίδια, που πρέπει να καθαριστούν. Έτσι, ο Ραφαήλ περιμένει να δράσουν τα χάπια.

Μια σκέψη περνάει από το μυαλό του. Πέραν από τα εισιτήρια για τα δύο λεωφορεία που θα πρέπει να βρει, υπάρχει και κάτι άλλο που πρέπει να αναζητήσει. Πληροφορίες για την υπόθεση της κυρίας Νίκης, της συζύγου του κυρίου Χρηστόπουλου. Μπορεί να μην ξέρει τι ακριβώς της συμβαίνει, αλλά έχει κάποια στοιχεία: ότι είναι γυναίκα, παντρεμένη, έγκυος και μένει στο Λεβίδι Αρκαδίας. Επίσης, έχει επιθετική συμπεριφορά και τουλάχιστον μία υπερφυσική ικανότητα (να πετάει αντικείμενα ενώ δεν τα φτάνει, για να τα πιάσει). Όλο και κάτι θα υπάρχει στα σχετικά βιβλία που έχει μαζέψει ο Ραφαήλ όλον αυτό τον καιρό. Αλλιώς υπάρχει και το Ίντερνετ. Οι γνώσεις παραδίδονται απλόχερα στο σημερινό κοινό.

Τελικά, ο πόνος υποχωρεί και η συνείδηση του Ραφαήλ ακολουθεί κι αυτή φθίνουσα πορεία προς την άβυσσο.

 

 

6

 

Στις έντεκα το βράδυ, ο Ραφαήλ έχει ό,τι χρειάζεται για την επόμενη μέρα και την περίπτωση που έχει αναλάβει: κλεισμένη μία θέση σε λεωφορείο για την Τρίπολη, μερικές γνώσεις που ίσως του φανούν χρήσιμες για την αντιμετώπιση του δαίμονα που έχει καταλάβει την Νίκη, αλλά και ανανεωμένη διάθεση έπειτα από τον ήρεμο ύπνο που έκανε. Βασικά, το τελευταίο είναι που παίζει τον σημαντικότερο λόγο για τον Ραφαήλ. Αν μπορέσει να κοιμηθεί όπως θέλει έστω και μία ώρα, μετά είναι ικανός να εργαστεί όσο απαιτούν οι συνθήκες. Αν, δε, πιει και ένα ποτήρι καφέ, τότε δεν χρειάζεται κάτι άλλο.

Τσεκάρει ξανά το κινητό του. Κανένα μήνυμα, καμιά κλήση. Νωρίτερα, έστειλε στον Χρηστόπουλο μήνυμα ότι θα φτάσει γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι. Εκείνος έστειλε ένα «Εντάξει κύριε Ραφαήλ Σας περιμένουμαι». Ο Ραφαήλ τον ρώτησε αν είναι όλα καλά. Ο Χρηστόπουλος επανέλαβε ότι τον περιμένουν. Μόνο αυτό. Σκέφτηκε να πάρει τηλέφωνο, αλλά αποφάσισε να μην το κάνει. Αύριο θα τελειώσει όλη αυτή η ιστορία.

Τώρα σκέφτεται μόνο τι θα φάει, ενώ έχει ρυθμίσει την τηλεόραση στο Netflix, για να δει τα δύο τελευταία επεισόδια του The Haunting of Hill House, μιας σειράς που βασίζεται στο κλασικό ομότιτλο βιβλίο της Σίρλεϊ Τζάκσον -αλλά δίχως να θυμίζει πολύ την ιστορία του βιβλίου-, και η οποία έχει περισσότερο δράμα, παρά τρόμο. Το οποίο δεν είναι κακό, βέβαια, γιατί η σκηνοθεσία του Μάικ Φλάναγκαν είναι εξαιρετική και οι ερμηνείες παραπάνω από πειστικές. Ο Ραφαήλ παρακολουθεί τις δουλειές κυρίως τριών σύγχρονων σκηνοθετών ταινιών/σειρών τρόμου: του Γουάν, του Φλάναγκαν και του Ρόμπερτ Έγκερ. Οι τύποι ξέρουν πώς να σε τρομάξουν (ή, έστω, να σε κάνουν να νιώθεις άβολα και να θες να αποδράσεις από το εικονικό περιβάλλον που δημιουργούν) και να σε κάνουν να ενδιαφερθείς για τους χαρακτήρες του έργου, ενώ τα jump scares είναι συνήθως σωστά τοποθετημένα και όχι απλά για τη φιγούρα –ή επειδή δεν ξέρουν πώς να κάνουν τη δουλειά τους, όπως συμβαίνει με πολλούς άλλους σύγχρονους και μη συναδέλφους τους.

Αποφασίζει τελικά να παραγγείλει από το Βουτιά στην γεύση. Τσεκάρει πρώτα το ψυγείο, να δει αν έχει μείνει μπίρα –έχει ένα κουτί του μισού λίτρου. Οπότε παίρνει τηλέφωνο και ζητά να του φτιάξουν μια ποικιλία για ένα άτομο, αλλά αντί για πατάτες να βάλουν λίγη σαλάτα. «Θα περάσω να το πάρω εγώ. Ευχαριστώ!» λέει και διακόπτει την κλήση.

Πηγαίνει στο δωμάτιο και ντύνεται. Και σκέφτεται ότι, εκτός από την ποικιλία, θα πάρει και δύο συσκευασμένα κρουασάν με σοκολάτα. Θα πρέπει να κρατιέται σε καλή φυσική κατάσταση, για να μπορεί να αντέχει στις μάχες που δίνει με τα δαιμονικά όντα, αλλά έχει κι αυτός τις αδυναμίες του. Και άλλωστε, δεν θα τα φάει και τα δύο αμέσως. Απλώς, θα τα έχει. Είτε μόνο στο σπίτι, για να τον περιμένουν όταν επιστρέψει, είτε θα πάρει κάποιο ή και τα δύο μαζί του στο ταξίδι. Ας υπάρχουν και ας μην τα αποζητήσει ποτέ, έτσι το σκέφτεται και χαμογελάει.

Ένα λεπτό μετά, είναι στην είσοδο της πολυκατοικίας και αφήνει την πόρτα, για να περπατήσει ως το φαστφουντάδικο.

 

 

7

 

Πάνω από δύο ώρες αργότερα, έχοντας ολοκληρώσει την σειρά -το φινάλε της οποίας του φάνηκε ικανοποιητικό- και αφού έχει αφήσει λίγο φαγητό -το οποίο θα το πετάξει, μιας και ένας θεός ξέρει πότε θα ξανάρθει στο διαμέρισμα-, πηγαίνει το πιάτο και το μπουκάλι στην κουζίνα. Σκέφτεται αν θέλει να φάει κάποιο από τα κρουασάν που έβαλε στο ψυγείο, αλλά αποφασίζει πως δεν έχει άλλη όρεξη. Έπειτα, σβήνει την τηλεόραση και κλείνει τις μπαλκονόπορτες. Κλειδώνει την κεντρική πόρτα και πάει προς την τουαλέτα, αλλά σταματάει έξω από την αποθήκη. Στέκεται έχοντας την στα δεξιά του. Νιώθει μια παγωμένη αύρα να χτυπάει το πόδι του και σιγά-σιγά να επεκτείνεται προς τη μέση, τα πλευρά, το χέρι και εντέλει το πρόσωπό του. Είναι σαν χάδια από νεκρές ερωμένες. Απωθητική αίσθηση, αλλά και ωραία, με κάποιο διεστραμμένο τρόπο.

  Τότε βλέπει πως το φως στο σαλόνι/κουζίνα τρεμοπαίζει. Η τηλεόραση ενεργοποιείται ξανά και η φωνή κάποιου παρουσιαστή από εκπομπή σε επανάληψη ακούγεται.

  Κακό σημάδι, σκέφτεται. Κάτι προσπαθεί να ξεφύγει.

  Ο Ραφαήλ αγγίζει με το δεξί του χέρι την πόρτα. Το ξύλο έχει παγώσει. Κοιτάζει πάνω, κάτω, δεξιά και αριστερά. Τις εσοχές. Δεν υπάρχει κάτι εκεί, κάτι που να φαίνεται. Ωστόσο, το δέρμα του, που έχει ανατριχιάσει, δεν τον ξεγελά. Υπάρχει δραστηριότητα στην αποθήκη. Η οποία, απ’ ό,τι φαίνεται, επηρεάζει και το εξωτερικό περιβάλλον.

  Κλείνει τα μάτια του και οι δαίμονες επιστρέφουν στο κεφάλι του. Όταν τα ανοίγει ξανά, οι σκιομορφές τους τα έχουν κατακλύσει. Εκείνοι καταλαβαίνουν από πού προέρχεται η δύναμη που γεμίζει την αποθήκη.

  Βγάζουν την αρμαθιά με τα κλειδιά και ανοίγουν ίσα-ίσα, για να χωρέσει το σώμα του Ραφαήλ, να μπει και να κλειδώσει από μέσα. Είναι μια πράξη ασφαλείας που έχει αποφασίσει, για να λιγοστέψει τις πιθανότητες να βρεθεί κάποιος άλλος εδώ, σε αυτή την κλειστοφοβική επίγεια Κόλαση, σε περίπτωση που εκείνος πάθει κάποιο κακό.

  Οι δαίμονες εντοπίζουν διάφορες λάμψεις μέσα στο σκοτάδι. Δύο από αυτές, όμως, ενώ θα έπρεπε να είναι μακριά, στο βάθος, φαίνονται να είναι πολύ πιο κοντά. Αυτό που δεν νιώθουν, όμως, είναι ο πόνος που τους προκαλεί η δύναμη των φυλαχτών.

  Ανάβουν το φως.

  Σκατά, σκέφτονται, καθώς συνειδητοποιούν ότι τα προστατευτικά σύμβολα δεν λάμπουν ως συνήθως.

  Τότε πρώτα ακούνε ένα χαιρέκακο μηχανικό γέλιο και μετά βλέπουν το ρομπότ να τρέχει, με τις αλυσίδες να σέρνονται σα φίδια, και να πέφτει πάνω τους. Νιώθουν τον πόνο στο στήθος, από τη σύγκρουση, και το σώμα που εξουσιάζουν κοπανάει στην πόρτα. Το ρομπότ κάθεται πάνω του και με τα χέρια του προσπαθεί να καθηλώσει τους δαίμονες του Ραφαήλ. Τα δάχτυλά του κλείνουν γύρω από τους ανθρώπινους αγκώνες. Όμως, η δύναμη του ρομπότ δεν είναι αρκετή, καθώς οι δαίμονες μπορούν ακόμα να κινήσουν τα μπράτσα του Ραφαήλ, και αυτό κάνουν, συγκλίνοντας τα, ώστε να τα φέρουν σε σημείο να μπορούν να χτυπήσουν το καταραμένο παιχνίδι.

  Το ρομπότ το καταλαβαίνει και, γελώντας πιο δυνατά, χρησιμοποιεί τις αλυσίδες: αυτές υψώνονται και τυλίγονται γύρω από το λαιμό του Ραφαήλ.

  Οι δαίμονες νιώθουν να αποδυναμώνονται, αφού η έλλειψη αέρα που χρειάζεται το ανθρώπινο σώμα για να ζήσει μειώνεται σταδιακά. Έτσι, πιέζουν τα χέρια κι άλλο και καταφέρνουν να πιάσουν τις κρύες μεταλλικές αλυσίδες. Προσπαθούν να τις ξεσφίξουν, ενώ το ρομπότ προσπαθεί να απομακρύνει τα χέρια τους, κοιτώντας τους με τα δικά του κόκκινα μάτια, τα οποία αλλάζουν σχήματα, από δύο κύκλους σε δύο καρδιές, από εκεί σε δύο σπίτια με τριγωνική σκεπή, κι από εκεί σε δύο ανάποδους σταυρούς… Συνέχεια, αλλαγή στην αλλαγή.

  «Σταμάτα! Όποιος κι αν είσαι, σταμάτα. Σε διατάζουμε!» λένε οι δαίμονες.

  Το ρομπότ ρίχνει πίσω το κεφάλι του και γελάει υστερικά.

  Τότε Εκείνοι χρησιμοποιούν τα πόδια του Ραφαήλ. Κλοτσάνε με το αριστερό τη δεξιά πλευρά του κεφαλιού του ρομπότ. Εκείνο χαμογελάει πιο δυνατά. Μετά του ρίχνουν με το άλλο πόδι. Πάλι, δεν καταφέρνουν κάτι. Ο αέρας της ζωής του Ραφαήλ περιορίζεται κι άλλο.

  Εκείνη τη στιγμή, αποφασίζουν να αλλάξουν τακτική. Φέρνουν και λυγίζουν τα πόδια πίσω από το ρομπότ. Και μετά, το χτυπούν με δύναμη.

  Αυτό βγάζει ένα αναφιλητό και πέφτει μπροστά.

  Οι δαίμονες κάνουν το ίδιο.

  Το κεφάλι του Ραφαήλ συγκρούεται με το κεφάλι του ρομπότ. Οι ματιές τους συναντιούνται. Ο πόνος στο ανθρώπινο κρανίο μοιάζει σαν ενόχληση από έντομο που σεργιανίζει στο δέρμα. Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο με το ρομπότ. Αυτό αποκτά ένα βαθούλωμα στο γκρίζο μέτωπό του.

  «ΣΤΑΜΑΤΑ!» διατάζουν ξανά οι δαίμονες. «Είμαστε περισσότεροι και ισχυρότεροι σου. Και τώρα, θα σε ελέγξουμε και θα σε τιμωρήσουμε».

  Τα χέρια του Ραφαήλ αφήνουν τις αλυσίδες και αρπάζουν το κεφάλι του ρομπότ. Και το σφίγγουν.

  Εκείνο βγάζει μηχανικά ουρλιαχτά πόνου. Τα μάτια του τρεμοσβήνουν, τα σχήματα αλλάζουν με πολύ πιο γρήγορο ρυθμό.

  «Θα σε καταστρέψουμε. Για πάντα» του λένε οι δαίμονες, με χαμόγελο στα χείλη του Ραφαήλ.

  Τότε, ενώ το ψεύτικο κρανίο του παιχνιδιού υποχωρεί και σπάει, καθώς τα χέρια του πέφτουν και οι αλυσίδες χαλαρώνουν στο λαιμό του Ραφαήλ, οι δαίμονες, λίγο πριν, το αποτελειώσουν, βλέπουν κίνηση και από άλλα σημεία της αποθήκης. Στρέφουν το βλέμμα και αναθεματίζουν με το θέαμα.

  Η πένα που ανήκε κάποτε στο δικαστή από την Ορλεάνη έχει υψωθεί.

  Το κολιέ είναι έξω από την προστατευτική θήκη του.

  Η τράπουλα ταρώ μοιράζεται στο πάτωμα.

  Τα βιβλία έχουν βγει κι αυτά από τα συρτάρια και οι σελίδες τους αλλάζουν σαν να τα ξεφυλλίζει κάποιο φάντασμα.

  Όλα τα αντικείμενα που έχουν μαζέψει τόσα χρόνια ο Ραφαήλ και οι δαίμονές του έχουν πάρει τα ηνία της ύπαρξής τους. Αλλά πώς; Αυτό τους τυραννά. Πώς; Οι οντότητες που υπήρχαν κάποτε σε αυτά έχουν βγει και είναι μέσα στην ψυχή του Ραφαήλ. Πώς αυτά κατάφεραν;…

  Δεν προλαβαίνουν να αναρωτηθούν κάτι άλλο, όμως, γιατί εκείνη τη στιγμή τα αντικείμενα επιτίθενται: η πένα εκτοξεύεται κατευθείαν προς το μάτι του, ενώ το κολιέ ασφαλίζει γύρω από τον λαιμό του. Ένας θώρακας από στολή ιππότη (που ο Ραφαήλ τον είχε πάρει από ένα άλλο ταξίδι στην Γαλλία, για να αντιμετωπίσει τον Μπαφομέτ, το δαίμονα που λάτρευαν οι Ναΐτες ιππότες και ο οποίος είχε καταλάβει έναν αστυνομικό του Παρισιού) έχει σπάσει την γυάλινη θήκη με τον σταυρό και κλείνει στο στήθος του Ραφαήλ.

  Όλα μαζί τα αντικείμενα τον σφυροκοπάνε. Οι πόνοι, παντού στο ανθρώπινο κορμί που γεμίζει πληγές και το αίμα ξεπερνά το εμπόδιο των βρεγμένων ρούχων του Ραφαήλ και ρέει άφθονο στο δάπεδο της αποθήκης.

  Οι δαίμονες ουρλιάζουν…

  Στο μυαλό του Ραφαήλ, μια κοπέλα από ένα χωριό της Αρκαδίας υποφέρει και εκείνος δεν είναι εκεί να τη βοηθήσει.

  Χάνουν. Οι δαίμονες χάνουν. Παλεύουν, αλλά το σώμα που ελέγχουν αποδεκατίζεται κάθε δευτερόλεπτο που περνάει και εκείνοι αποδεικνύονται αδύναμοι να κάνουν το οτιδήποτε για να το σώσουν.

  Στο θολό βλέμμα, τους φαίνεται ότι μια μορφή στέκεται πάνω από την χαραγμένη πεντάλφα. Μοιάζει με άνθρωπο, αλλά και με δέντρο, γιατί έχει αδύνατα κλαδιά που βγαίνουν από διάφορα σημεία του σώματός της. Αλλά έχει και χέρια και πόδια, γιατί είναι γυμνή και φαίνεται κάθε πόρος της. Υπάρχουν κι άλλα κινούμενα πράγματα πάνω της, κάτι μικροσκοπικά πλάσματα με μαυριδερό δέρμα ή κάτι τέτοιο. Περπατάνε σε όλο το σώμα της μορφής, άτακτα, σαν να μην έχουν σκοπό.

  «Εσύ… τα κάνεις αυτά;» την ρωτάνε οι δαίμονες.

  «Μείνετε μακριά μου. Αλλιώς θα πεθάνετε» έρχεται η απάντηση.

  «Ποιος;…»

  Όμως, τότε ένα τελετουργικό μαχαίρι από την Νότια Αφρική καρφώνεται στον λαιμό και η φωνή χάνεται και…

 

 

8

 

… Ο Ραφαήλ ανοίγει τα μάτια του, μέσα στο σκοτάδι του δωματίου του. Αφήνει να περάσουν μερικές στιγμές, κατά τη διάρκεια των οποίων συγκεντρώνεται στο περιβάλλον του διαμερίσματός του.

Η ησυχία, απόλυτη. Δεν ακούγεται τίποτα. Ο χώρος έχει την ίδια αδιάφορη μυρωδιά. Τίποτα δεν κινείται. Τα δάχτυλά του αγγίζουν το μουσκεμένο πάνω μέρος της πιτζάμας του. Τα πόδια του έχουν μουδιάσει, μοιάζουν λες και είχε βάλει πάνω τους βαριά αντικείμενα για ώρες. Ο ίδιος έχει ιδρώσει, αλλά δεν κουνιέται. Νιώθει σαν να του έχουν κάνει ένεση με κάποιο ισχυρό δηλητήριο, το οποίο αφήνει ελεύθερες τις αισθήσεις του, αλλά όχι τα άκρα του.

Ξεροκαταπίνει. Η καρδιά του χτυπάει δυνατά στο στήθος του. Φοβάται. Ο εφιάλτης δεν έχει χαθεί στο ασυνείδητο ακόμα.

Υπνική παράλυση; αναρωτιέται ο Ραφαήλ. Είναι ανάγκη να το πάθω τώρα, που έχω να ξυπνήσω πρωί;

Όμως, ένα δευτερόλεπτο μετά, θυμάται ότι η συγκεκριμένη κατάσταση έχει και μια άλλη ονομασία. Το συνειδητοποιεί γιατί ακριβώς από πάνω του, υπάρχει κάτι. Μια σκιώδης μορφή με κόκκινα τριγωνικά μάτια και ένα σώμα γεμάτο γωνίες, σαν λεπίδα σπαθιού. Αν και η θέρμανση δουλεύει στο φουλ, ο Ραφαήλ νιώθει την ψύχρα που εκπέμπει η μορφή.

Το ον είναι ξαπλωμένο στο αόρατο κρεβάτι του, σε απόσταση αναπνοής από αυτόν. Τον κοιτάζει.

Μόρα, σκέφτεται ο Ραφαήλ. Ενδόμυχα, αναζητάει τους δαίμονες που τον κυβερνούν, αλλά δεν παίρνει απόκριση. Αυτοί έχουν κρυφτεί, αφήνοντάς τον μόνο του. Μόνο του απέναντι σε έναν άλλο δαίμονα. Πρωτάκουστο για αυτούς. Υπό «κανονικές» συνθήκες, θα είχαν βγει στη φόρα, για να αντιμετωπίσουν την Μόρα. Να την εξουσιάσουν.

Αλλά δεν το πράττουν. Μένουν μακριά του. Γιατί; Είναι σαν αυτούς. Έχει την ίδια δύναμη, την ίδια επιρροή, με Αυτούς. Κι Αυτοί, μάλιστα, είναι πολύ περισσότεροι. Γιατί, λοιπόν, δεν τη σταματάνε; Γιατί δεν την απορροφούν;

Ο Ραφαήλ νιώθει κάτι παγερό να καλύπτει τα αυτιά του. Μορφάζει, αλλά δεν παίρνει τα μάτια του μακριά από την Μόρα.

ΠΟΥ ΕΙΣΤΕ; φωνάζει στους δαίμονες. ΕΛΑΤΕ ΝΑ ΜΕ ΒΟΗΘΗΣΕΤΕ. ΣΑΣ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΙ, ΓΑΜΩΤΟ.

Καμία απάντηση.

ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΑ ΜΙΑ ΑΠΟ ΕΣΑΣ. ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΤΗΝ ΝΙΚΗΣΕΤΕ. ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΑΧΑ…

Τότε θυμάται πως η μορφή της Μόρας μπορεί να αποτελεί ένα είδος στολής, ένα καμουφλάζ, ενός πολύ ανώτερου όντος. Υπάρχουν δύο δαίμονες που είναι οι απόλυτοι κυρίαρχοι της Κόλασης. Ένα ζευγάρι ανίερων όντων, που .

Ο Ραφαήλ μαζεύει το κουράγιο του. «Αβαδδών;» ψελλίζει το όνομα του έκπτωτου αγγέλου που θεωρείται ότι ηγείται όλων των δαιμόνων. Ο Αβαδδών, που σε κάποια ιερά κείμενα ταυτίζεται με τον ίδιο τον Σατανά, είναι αυτός που, σύμφωνα με την Αποκάλυψη, θα εμφανιστεί πρώτος από την άβυσσο και θα οδηγήσει τους δαίμονες στην καταστροφή των ανθρώπων που δε φέρουν τη σφραγίδα του Θεού, τους οποίους, για πέντε μέρες, δεν θα τους σκοτώνουν, αλλά θα τους βασανίζουν.

Η μορφή μοιάζει να νεύει αρνητικά.

Ο Ραφαήλ προσπαθεί ξανά. «Λίλιθ;»

Η μορφή συμφωνεί.

Η πρώτη γυναίκα του Αδάμ, σύμφωνα με μια θεωρία, που μάλιστα είχε φτιαχτεί από χώμα, όπως εκείνος, και άρα, αντίθετα από την Εύα, ήταν ίση με αυτόν. Ο πρώτος βρικόλακας, σύμφωνα με άλλη. Έχει ταυτιστεί με πολλές άλλες θεότητες, όπως η Εκάτη, η Λαμαστού και η Κάλι. Όμως, η αλήθεια είναι πως η Λίλιθ εξουσιάζει μαζί με τον Αβαδδών τα πλάσματα της Κόλασης, αλλά επίσης δύναται να παίρνει τη μορφή της Μόρας, για να κυνηγάει τους ανθρώπους στους εφιάλτες τους, τότε που δεν υφίσταται το φράγμα μεταξύ Γης και άλλων Πραγματικοτήτων. Σε στιγμές σαν και αυτή που βιώνει τώρα ο Ραφαήλ.

«Τι… θέλεις;» την ρωτά. Πλέον, καταλαβαίνει γιατί οι δικοί του δαίμονες έχουν σιωπήσει. Μπορεί να πολλοί και ισχυροί, αλλά δεν τολμούν να τα βάλουν με τη βασίλισσα τους. Γιατί ξέρουν πως, ακόμα και αν νικήσουν αυτή την μορφή που έχει πάρει, τότε, όταν θα βρεθούν ξανά στην Κόλαση, θα τους περιμένει μια στρατιά χιλιάδων άλλων δαιμόνων, τους οποίους ελέγχουν ο Αβαδδών και η Λίλιθ. Και θα τιμωρηθούν σαν να είναι θνητοί, με αιώνια βασανιστήρια της σάρκας.

Τότε η Μόρα τού δείχνει.

Ο Ραφαήλ βλέπει στα κόκκινα μάτια της ένα αγροτόσπιτο, μια μονοκατοικία αποτελούμενη από άσπρα τούβλα και καφετιά σκεπή και παντζούρια, με περιφραγμένο κήπο γεμάτο χώμα και ένα ψηλό δέντρο γεμάτο ξεραμένα κλαδιά να στέκει στην αριστερή του πλευρά. Κι όχι μόνο βλέπει, αλλά είναι εκεί, μέσα σε αυτόν τον κόκκινο ουρανό, με τα μαύρα περιγράμματα του κτίσματος και του δέντρου. Ο Ραφαήλ κρυώνει και τρίβει τα χέρια του. Είναι ξυπόλυτος και νιώθει το υγρό χώμα. Την επόμενη στιγμή, τρομάζει, γιατί μια φριχτή κραυγή σαν βρυχηθμός φτάνει στα αυτιά του. Έρχεται από το εσωτερικό του σπιτιού. Μια γυναικεία κραυγή. Και μετά, ακούγονται κι άλλες φωνές, μια αντρική και μια άλλη γυναικεία. Αυτοί οι δύο άνθρωποι μοιάζουν να παρακαλάνε για κάτι την γυναίκα που… που…

Που έχει δαιμονιστεί, σκέφτεται ο Ραφαήλ και τότε καταλαβαίνει πού είναι. Στο σπίτι της εγκυμονούσας Νίκης. Κοιτάζει πιο προσεκτικά στον πρώτο όροφο. Γενικά, όλα τα παντζούρια είναι ανοιχτά. Σε ένα παράθυρο υπάρχει φως. Μια φιγούρα φαίνεται να κινείται εκεί, με τα χέρια στο κεφάλι.

«Γιατί είμαι εδώ;» ρωτάει, καθώς παρατηρεί γύρω του. Η πορφυρή ομίχλη έχει καλύψει τα πάντα, από τον ουρανό μέχρι ό,τι υπάρχει πέραν από τα σύνορα του κήπου αυτού του σπιτιού. Δε φαίνεται τίποτα άλλο. «Γιατί με έφερες εδώ;»

Την επόμενη στιγμή, συμβαίνουν δύο πράγματα. Πρώτα, όλα τα παντζούρια στο σπίτι κλείνουν απότομα και έπειτα ο Ραφαήλ βρίσκεται ξανά στο κρεβάτι του, απέναντι στην Μόρα.

Εκείνη νεύει αρνητικά, δείχνοντάς του ακόμα το σπίτι με το δέντρο.

«Θες αυτή την γυναίκα;» ρωτάει ο Ραφαήλ.

Η Μόρα συμφωνεί.

«Και το μωρό της;»

Και το μωρό της.

«Δεν μπορείς να τους έχεις, Λίλιθ. Δεν μπορείς. Και δεν θα τους έχεις. Σε διαβεβαιώνω. Δεν θα σε αφήσω».

Ο Ραφαήλ γουρλώνει τα μάτια, όταν η πίεση στα αυτιά του διπλασιάζεται και το ψύχος εισβάλλει ως τα τύμπανα. Κάνει να ουρλιάξει, αλλά δεν μπορεί. Νιώθει σαν να χάνει την ακοή και την ομιλία του. Προσπαθεί να κουνήσει τα χέρια του και τα πόδια του, αλλά ακόμα του είναι αδύνατο. Παραμένουν μουδιασμένα, ξένα κομμάτια στο δικό του παζλ.

Η δαιμονική μορφή κουνάει το κεφάλι της πέρα δώθε και ο Ραφαήλ ακούει μέσα στην παγωνιά του κρανίου του τη φωνή της: Μείνετε μακριά τους. Αλλιώς αυτό το θνητό σώμα θα πεθάνει και εσείς θα επιστρέψετε σε εμένα. Και θα σας καταστρέψω.

Κάπου μέσα στο συνειδητό του κόσμο, ο Ραφαήλ συνειδητοποιεί ότι η Λίλιθ απευθύνεται στους δαίμονές του. Τους προειδοποιεί. Και Εκείνοι, το καταλαβαίνει ο Ραφαήλ, φοβούνται. Αισθάνεται τη δική τους ζωτικότητα να στερεύει. Βλέπει νοερά τι υποθέτουν ότι θα τους κάνουν οι υπήκοοι της Λίλιθ και του Αβαδδών: κομμάτια σάρκας να πέφτουν, μάτια να αποκολλώνται, η κάτω σιαγόνα σπασμένη, χέρια και πόδια να συντρίβονται, θάλασσες λάβας να καίνε ό,τι απομένει.

Όχι! τους φωνάζει ο Ραφαήλ. Όχι, μην λιποψυχείτε. Έχουμε καθήκον να βοηθήσουμε εκείνη την γυναίκα και το μωρό της. Πρέπει να βγάλουμε το δαίμονα από μέσα της. Πρέπει…

Καμιά απόκριση. Μόνο εικόνες βασανισμών σε έναν άγονο τόπο.

Όχι! Μην τη φοβάστε. Πρέπει πρώτα να σκοτώσει εμένα. Αλλιώς δεν μπορεί να σας φτάσει.

Μην ανακατεύεσαι, θνητέ, του λέει η Λίλιθ. Δεν μπορείς να διανοηθείς τι θα πάθεις, αν τα βάλεις μαζί μου. Ό,τι βλέπεις ότι συμβαίνει σε Αυτούς που σε ελέγχουν… Δεν θα το βλέπεις μόνο. Αλλά θα το βιώσεις σε όλο του το μεγαλείο. Ατέλειωτα μερόνυχτα, όπου εσύ θα χάνεις κομμάτια του σώματος και της ψυχής σου. Γι’ αυτό μην μπλέκεις με ό,τι δεν κατανοείς.

Ο Ραφαήλ ξεφεύγει από το όραμα των δαιμόνων του και πλέον νιώθει τον θυμό του να φουντώνει. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά τώρα λυγίζει τα δάχτυλα των χεριών του. Καταφέρνει να σφίξει τις γροθιές του.

«Δεν θα μου πεις εσύ τι θα κάνω» λέει. «Θα βοηθήσω εκείνη την οικογένεια, ό,τι κι αν κάνεις εσύ. Και Εκείνοι θα είναι μαζί μου, τ’ ακούς, καταραμένη;»

Θνητέ, θα σε διαλύσω, αν μου αντισταθείς. Κι Εκείνοι θα πέσουν με εσένα, αν δεν με ακούσουν. Θα ζήσετε ανείπωτα βασανιστήρια. Θα…

Μην την ακούτε! φωνάζει ο Ραφαήλ στους δαίμονές του, ενώ το αριστερό του χέρι κινείται προς το κομοδίνο δίπλα του. Μείνετε κοντά μου. Μείνετε με εμένα. Θα τα καταφέρουμε. Ψαχουλεύει. Πιάνει το κάδρο της φωτογραφίας του από το στρατό -η οποία τραβήχτηκε έξω από το φυλάκιο στον Έβρο-, αλλά παίρνει το χέρι του από εκεί και το κινεί προς τα κάτω. Δεν θέλει τη φωτογραφία.

Κάποιοι από τους δαίμονες αναθαρρούν. Νιώθει την παρουσία τους να γίνεται έντονη. Έρχονται μπροστά, για να είναι μαζί του.

Θα το μετανιώσετε οικτρά. Όλοι σας. Ή θα σταματήσετε όλοι ή θα πέσετε όλοι. Αποφασίστε τώρα. Αλλιώς σιωπήστε μια για πάντα.

«ΟΧΙ!» φωνάζει ο Ραφαήλ και τότε πιάνει τον ξύλινο σταυρό από το πρώτο συρτάρι και τον ακουμπάει στην Μόρα. Το χέρι του καίγεται, αλλά δεν έχει σκοπό να κάνει πίσω. Οι δαίμονες τρομάζουν, καθώς το κάψιμο το νιώθουν κι αυτοί. Κάνουν πίσω ξανά. Αλλά δεν εξαφανίζονται όπως πριν. Απλώς μένουν απαθείς, υποφέροντας.

Η Λίλιθ, από την μεριά της, νιώθει τη δύναμη που εκχέεται από το ιερό αντικείμενο, μια δύναμη που προέρχεται μέσα από τον ίδιο τον Ραφαήλ. Αυτός μεγάλωσε σε μια οικογένεια πιστών χριστιανών, που τον έμαθαν να δέχεται και να φοβάται τον Θεό. Αν και αργότερα στην ζωή του, άρχισε να αμφιβάλλει, ωστόσο δεν χάθηκε κάθε κατήχηση που είχε λάβει. Οπότε, αν και οι δαίμονές του του μεταφέρουν τον τρόμο τους προς κάθε τι ιερό, ο ίδιος ο Ραφαήλ μπορεί να χρησιμοποιήσει γραπτά κείμενα ή αντικείμενα, για προστασία από ακάθαρτα πνεύματα. Το αυτό, βέβαια, θα ίσχυε αν είχε διδαχτεί οποιαδήποτε άλλη θρησκεία. Πάλι θα μπορούσε να χρησιμοποιεί αντίστοιχα φυλαχτά, όπως και κάνει -ειδικά στην αποθήκη-, αν και, σε περιπτώσεις όπως αυτή που ζει τώρα, απευθύνεται πρώτα στην πίστη που έμαθε κάποτε.

Τη διώχνουν. Χάνει. Και το ξέρει.

Το δωμάτιο γεμίζει με μια απαίσια κραυγή, τη στιγμή που το αιωρούμενο σώμα του θηλυκού δαίμονα συσπάται σαν κυνηγημένο έντομο που σέρνεται όσο πιο γρήγορα μπορεί για να κρυφτεί κάτω από μια πέτρα. Η Μόρα απομακρύνει τα χέρια της από το κεφάλι του Ραφαήλ και αγγίζει το χέρι. Η παγωμάρα που εκπέμπει, όμως, ολοένα και μειώνεται, παρότι η ίδια προσπαθεί να υλοποιήσει εντελώς τον εαυτό της, για να σταματήσει τον Ραφαήλ από το να την πονάει.

«Σήμερα» της λέει εκείνος «εμείς κερδίζουμε. Τώρα φύγε, δαίμονα. Φύγε».

ΟΧΙ! φωνάζει εκείνη.

Ο Ραφαήλ ανασηκώνεται, αναγκάζοντας τη να κάνει πίσω. Όμως, δεν μένει μόνο εκεί, αφού με το δεξί του χέρι την πιάνει από τον λαιμό και σφίγγει τα δάχτυλά του. Το σώμα της μοιάζει να είναι φτιαγμένο με πλαστελίνη. Παρά το ότι εκείνη δεν έχει υλική υπόσταση, αυτός μπορεί να την αρπάξει και να την πνίξει. «Φύγε. Και μείνε μακριά από την Νίκη και το μωρό της. Γιατί θα χάσεις και πάλι. Όσοι ισχυροί και να είστε στην Κόλαση, εσύ και ο Αβαδδών, εδώ, σε αυτή την Πραγματικότητα, θα μπορούμε να σας νικάμε με τα μέσα που διαθέτουμε. Γιατί έχουμε και εμείς όπλα, Λίλιθ. Τα οποία μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε σε κάθε Πραγματικότητα. Τώρα χάσου από το σπίτι μου, καταραμένη. ΦΥΓΕ!»

Η Μόρα βγάζει ένα τελευταίο αγκομαχητό και διαλύεται σε μια μαύρη άυλη βροχή, οι σταγόνες της οποίας πέφτουν στο κρεβάτι του Ραφαήλ και χάνονται.

Επικρατεί ξανά ησυχία.

Έξω και μέσα στο κεφάλι του Ραφαήλ. Φαίνεται σαν να είναι εντελώς μόνος του, από κάθε άποψη. Οι δαίμονες κρατούν απόσταση, μένοντας στο ασυνείδητο, όπου δεν μπορεί να τους δει ή να τους ακούσει.

Ο Ραφαήλ αφήνει τον σταυρό στο κομοδίνο του. Παίρνει μερικές ανάσες και ακουμπάει ασυναίσθητα το πρόσωπό του. Αλλά με το αριστερό χέρι. Βογκάει. Η καυτηριασμένη πληγή τον πονάει. Την κοιτάζει. Μέσα στο μισοσκόταδο, βλέπει τις κίτρινες γραμμές που έχουν πάρει το σχήμα του ξύλου. Είναι ακόμα εκεί.

Σηκώνεται και πάει στο μπάνιο, όπου ανάβει το φως και στέκεται πάνω από τον νιπτήρα. Ανοίγει το νερό και βάζει το χέρι του από κάτω. Είναι κρύο και έτσι καταπολεμάται η ενόχληση. Στη γούρνα, δεν χάνεται μονάχα νερό, αλλά και λίγο αίμα. Μικρή απώλεια, σκέφτεται ο Ραφαήλ. Και δεν έχει άδικο. Σε σύγκριση με ό,τι αντιμετώπισε προ ολίγου, δηλαδή.

Μετά από ένα λεπτό, κλείνει το παγωμένο νερό και αγγίζει με το άλλο χέρι του την πληγή. «Πώς σας φαίνεται;» ρωτάει Εκείνους. Δεν του απαντούν. «Το λες και τραύμα πολέμου, ε;» Γελάει. Δεν τον ενοχλεί τόσο πλέον, αλλά θα χρειαστεί να επιδέσει το χέρι του, καθότι υπάρχει ένα μεγάλο μαύρο σημάδι, το οποίο δεν είναι διόλου όμορφο θέαμα. Έτσι, ανοίγει το μικρό κουτί Πρώτων Βοηθειών και βγάζει από μέσα έναν επίδεσμο και τον τυλίγει γύρω από τη γροθιά του, αφήνοντας τα δάχτυλα εκτός, μιας και αυτά φαίνονται μονάχα σαν να λερώθηκαν με μαύρο μελάνι, παρά σαν να χτυπήθηκαν.

Ο Ραφαήλ τρίβει τα μάτια του και αναστενάζει και αναθεματίζει. Δεν υπάρχει περίπτωση να κοιμηθεί ξανά. Άλλωστε, σύμφωνα με το ρολόι του κινητού του που είδε πριν, η ώρα είναι τέσσερις το πρωί. Έχει βάλει ξυπνητήρι για τις έξι. Κομμάτια θα είναι όταν ξεκινήσει για το ΚΤΕΛ του Κηφισού.

«Γαμώτο» βρίζει κι ανοίγει το νερό της βρύσης ξανά. Με το δεξί του χέρι, πλένει όπως-όπως το πρόσωπό του. Όταν τελειώνει, πάει στην κουζίνα, όπου καθαρίζει την καφετιέρα και φτιάχνει καφέ, παίρνει από το ψυγείο το ένα από τα κρουασάν και μετά επιστρέφει στο δωμάτιό του και κάθεται στο γραφείο, όπου βγάζει ξανά τα βιβλία που θεωρεί ότι θα τον βοηθήσουν στην αποστολή του. Τότε μόνο επιστρέφουν και οι δαίμονες. Ο Ραφαήλ βλέπει τις σκιώδεις μορφές τους στο νοητό του πεδίο. Συγκεντρώνονται σαν φοιτητές σε αμφιθέατρο. Μόνο που αυτοί, σε αντίθεση με τους πραγματικούς φοιτητές, είναι ήδη σιωπηλοί. Όμως, είναι μαζί του. Διαβάζουν μαζί του. Λες και είναι φίλοι του και του κάνουν παρέα σε μια δύσκολη στιγμή, σεβόμενοι τον πόνο του.

Ο Ραφαήλ ξέρει ότι τρομοκρατήθηκαν. Ήρθαν αντιμέτωποι με μια εκδοχή της Λίλιθ. Φυσικά και θα αντιδρούσαν έτσι. Είναι όπως τότε, στα τέλη του 17ου αιώνα, όταν οι άτυχες γυναίκες που κατηγορήθηκαν για μαγεία βρίσκονταν μπροστά στην Ιερά Εξέταση ή γενικά απέναντι σε θρησκόληπτους ανθρώπους με εξουσία. Το μέλλον τους προδιαγραφόταν όχι απλά δυσοίωνο, αλλά πολύ σύντομο. Ζήτημα ωρών, ίσως. Η ζωή τους τελείωνε πιο νωρίς απ’ ό,τι έπρεπε. Και με άσχημο τρόπο. Με πνιγμό ή στην πυρά. Ή χειρότερα.

Οι δαίμονες ξέρουν ότι, μετά από το σημερινό επεισόδιο, πρέπει να καθυστερήσουν όσο περισσότερο μπορούν την επιστροφή τους στην Κόλαση. Κάτι που σημαίνει πως θα πρέπει να εξαντλήσουν κάθε πόρο της ύπαρξης του Ραφαήλ. Και μετά να βρουν άλλον κατάλληλο ξενιστή. Και μετά από αυτόν, άλλο, και πάει λέγοντας.

«Έχουμε καιρό ως τότε» τους λέει ο Ραφαήλ. «Προς το παρόν, έχουμε μια σοβαρή υπόθεση μπροστά μας. Ας μην σπαταλάμε την ώρα μας».

Καμιά απάντηση.

Αλλά είναι μαζί του. Το ξέρει.

 

 

9

 

Καθώς περιμένει να ξεκινήσει το λεωφορείο, κάθεται σε μια μικρή καφετέρια που υπάρχει στα ΚΤΕΛ, όπου η μυρωδιά του καβουρδισμένου καφέ και του φύλλου κρούστας κυριαρχεί, και πίνει το δεύτερο -μετά από αυτόν που ήπιε στο διαμέρισμά του- καφέ του, ενώ τρώει και μια τυρόπιτα κουρού. Έχει βγάλει το παλτό του και το έχει ρίξει πάνω σε μια καρέκλα, ενώ το χαρτοφύλακά του τον έχει σε μια άλλη. Παντού γύρω του, κυκλοφορούν άνθρωποι, από μωρά σε καρότσι μέχρι γέροντες που στηρίζονται σε μαγκούρα. Από τα μεγάφωνα, ακούγονται οι φωνές των παρουσιαστών μιας κουτσομπολίστικης τηλεοπτικής εκπομπής, την οποία προβάλλει και η τηλεόραση που υπάρχει πάνω από τα κεφάλια των πελατών. Ο χώρος είναι ζεστός, αλλά όχι πολύ -και όχι για πολύ- καθαρός, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενες της καφετέριας να αναγκάζονται κάθε λίγο να βγαίνουν από τον πάγκο τους ή γενικώς να αφήνουν το πόστο τους και να σπεύδουν με μια σκούπα, ένα φαράσι και μια σακούλα σκουπιδιών.

Κοιτάζει το ρολόι του κινητού του. Εννιά παρά είκοσι πέντε. Έχει λίγο χρόνο ακόμα, μέχρι να ταξιδέψει για Τρίπολη.

Στη διάρκεια των ωρών που παρήλθαν από το αιφνίδιο ξύπνημά του και της διαμάχης του με την Μόρα/Λίλιθ, ο Ραφαήλ διερωτήθηκε γιατί ένας τόσο ισχυρός δαίμονας να θέλει να καταλάβει μια έγκυο μητέρα, η οποία μάλιστα δεν είναι κάποια επιφανής, κάποια ηγέτιδα χώρας κλπ. Ξέρει, φυσικά, ότι οι στρατιώτες της Κόλασης επιλέγουν πολύ πιο συχνά άτομα που δεν έχουν καμιά σχέση με εξουσία, όμως η ίδια η σύζυγος του Αβαδδών να ενδιαφέρεται για μια κοπέλα από ένα χωριό; Δεν είναι κάτι που το βλέπει κανείς «σε καθημερινή βάση». Αυτό που του κάνει εντύπωση περισσότερο είναι που εμπλέκεται γενικά η Λίλιθ. Συνήθως, οι κατώτεροι δαίμονες αναλαμβάνουν να σαγηνεύσουν και να κυριέψουν κάποιον άνθρωπο, όχι οι ίδιοι οι βασιλείς του Κάτω Κόσμου.

Σύμφωνα με τα βιβλία που μελέτησε, μια τέτοια περίπτωση κατάληψης από πανίσχυρο δαίμονα τέτοιου βεληνεκούς σημαίνει ένα από τα τρία τινά: ή πως εκπληρώνεται κάποια εσχατολογική προφητεία ή πως έχει πέσει κάποια κατάρα στο θύμα ή και τα δύο. Μόνο τότε μπορεί να εμπλέκονται ο Αβαδδών ή και η Λίλιθ. Δεν έρχονται στο επίπεδο της Γης για μια οποιαδήποτε επίκληση. Όχι, χρειάζονται «ειδική» πρόσκληση, όπως κάθε επίσημος καλεσμένος.

Ο Ραφαήλ αμφιβάλλει αν έχει έρθει η ώρα να γίνει πραγματικότητα μια προφητεία. Δεν υπάρχουν τα απαραίτητα σημάδια: καταστροφές σε όλο τον κόσμο, αποδιοργάνωση κάθε συστήματος που έχουν φτιάξει οι άνθρωποι για να συνυπάρχουν, κρούσματα παράλογης επιθετικότητας, κανιβαλισμός, σαδισμός, ύπαρξη ζωντανών οργανισμών εκεί που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν (πχ ψάρια στην Νεκρά Θάλασσα) κ.ά. Απ’ όσο ξέρει, δεν έχουν γίνει τέτοια πράγματα σε παγκόσμιο επίπεδο. Δεν αρκούν μερικά τοπικά συμβάντα. Πρέπει οι συνέπειες να είναι τόσο έντονες, που κανείς δεν θα μπορεί να τις παραβλέψει, είτε το θέλει, είτε όχι, ή να τις ερμηνεύσει κατά το δοκούν, αλλά να είναι εντελώς ξεκάθαρο ότι επίκειται κάτι πολύ, πολύ μεγαλύτερο/χειρότερο, που δεν θα αφορά μονάχα μία, αλλά όλες τις χώρες. Και δεν έχει καταλάβει κάτι τέτοιο.

Οπότε μένει η δεύτερη περίπτωση. Η κατάρα. Η πιο τρομερή ευχή καταστροφής, η πιο άμεση επίκληση και ταυτόχρονα η πιο απλή κακία που μπορεί να γίνει από τον οποιονδήποτε άνθρωπο, όπου και αν πιστεύει –ή ακόμα και αν δεν πιστεύει. Αρκεί να δεχτεί το άτομο την μαγική δύναμη της κουβέντας που θα ξεστομίσει και το αποτέλεσμα μπορεί να είναι αυτό που επιδιώκει. Υπάρχει η φήμη ότι οι γυναίκες έχουν ένα προβάδισμα από τους άντρες ως προς τη χρησιμοποίηση μιας κατάρας, όπως και οι ηλικιωμένοι έναντι των νεώτερων. Το σκεπτικό εδώ είναι πως οι γηραιοί και οι γυναίκες είναι πιο αδύναμα πλάσματα από τους νέους (άντρες), αλλά ο Ραφαήλ δεν συμφωνεί -γιατί πόσες χειρωνακτικές δουλειές γίνονταν και γίνονται από γυναίκες ή από ηλικιωμένους που τους έχουν παρατήσει (στο χωριό, πχ); Δεν έχει να κάνει απαραίτητα με το φύλο ή την μυϊκή δύναμη το αν θα καταραστεί κάποιος ή κάποια ένα άλλο πρόσωπο. Πιότερο έχει σημασία το πώς έχει μεγαλώσει αυτό το άτομο, αν του έχουν μάθει να συζητά, να επιλύει με πολιτισμένο τρόπο τις διαφωνίες του και να μη χρησιμοποιεί τα κατακάθια της θρησκείας του για εκδικητικό σκοπό. Νέοι και δυνατοί άντρες, που έχουν μεγαλώσει σε ένα πολύ κλειστό, αυστηρό και θρησκόληπτο περιβάλλον, όπου δεν είχαν τις ευκαιρίες τους ως παιδιά να χαρούν την ανεμελιά και την αθωότητα που δικαιούνται, μπορούν να ευχηθούν να πάθει κακό κάποιος συγγενής τους που εποφθαλμιά το κτήμα τους ή την γυναίκα τους κλπ. Ή ένας εργαζόμενος δύναται να καταραστεί, έστω και άθελά του, τον προϊστάμενο του, επειδή του φορτώνει παραπάνω δουλειά. Ή ένας οπαδός που καταριέται τον καλύτερο παίκτη της αντίπαλης ομάδας να πάθει κάτι και να μην μπορεί να αγωνιστεί. Ή ο μαθητής που δεν έχει διαβάσει και εύχεται του δασκάλου του να μην έρθει στο σχολείο. Ή ο πωλητής που δεν μπορεί να αντέξει άλλο τον επίμονο πελάτη και μέσα του παρακαλάει να βρει κακό ο άλλος. Ή ο ερωτευμένος που δεν τον θέλει μια κοπέλα και αυτός της φωνάζει τι να πάθει. Υπάρχουν πάμπολλες περιπτώσεις που άνθρωποι καθημερινά καταφεύγουν σε τέτοιες παλαιές τακτικές. Όχι πως ό,τι λένε συμβαίνει και στην πραγματικότητα, αλλά γενικά καλό είναι να αποφεύγονται. Όπως και η ανάγνωση επικλήσεων δαιμόνων και τα αντίστοιχα παιχνίδια. Δεν πρέπει να παίζει κανείς με ό,τι δεν μπορεί να κατανοήσει και να ελέγξει.

Κατάρα, σκέφτεται ο Ραφαήλ, ενώ κοιτάζει το ρολόι του. Έχει πάει παρά δέκα. Είναι ώρα να σηκωθεί και να προλάβει το λεωφορείο του.

Κι αυτό κάνει. Τρώει την τελευταία μπουκιά από την τυρόπιτα, πίνει τον υπόλοιπο καφέ του, παίρνει το παλτό και τον χαρτοφύλακά του και προχωράει προς το σημείο όπου παρκάρουν τα υπεραστικά για Αρκαδία. Στη διαδρομή, βρίσκει έναν κάδο που δεν έχει γεμίσει με σκουπίδια και πετάει το ποτήρι και το χαρτί και βγάζει το εισιτήριό του.

Ό,τι κι αν συμβαίνει με την Νίκη θα το μάθει περίπου σε δύο με τρεις ώρες, το πολύ.

 

 

10

 

Η θέση του είναι δίπλα σε παράθυρο κι εκεί αναπαύεται. Κοιτώντας έξω, την Αττική και μετά την Πελοπόννησο. Τα τοπία εναλλάσσονται άλλοτε με γρήγορο και άλλοτε με πιο αργό ρυθμό. Από χωράφια περνούν σε μικρούς οικισμούς και από εκεί σε πόλεις. Από μαντριά με οικόσιτα ζώα σε μέρη όπου φαίνονται μόνο ένα δυο πτηνά να ταξιδεύουν πάνω από πολυκατοικίες. Από παραθαλάσσια χωριά σε αστικές πολιτείες.

Δίπλα του, κάθεται μια ηλικιωμένη που μιλάει στο κινητό. Το λεωφορείο δεν είναι γεμάτο, ωστόσο τέτοια ώρα οι περισσότεροι είναι ξύπνιοι και τα λένε μεταξύ τους ή με άλλους. Από τα ηχεία, ακούγονται χαμηλόφωνα τραγούδια, κυρίως παλιά τσιφτετέλια, ρεμπέτικα και ζεϊμπέκικα. Κρίνοντας από την ποιότητα του ήχου (που δε χάνεται καθόλου), την έλλειψη διαφημίσεων και δημοσιογράφων που διακόπτουν την ροή για να μιλήσουν για διάφορα θέματα, μπορεί κανείς να καταλάβει ότι ο οδηγός έχει βάλει κάποιο CD ή USB stick, όπου έχει φτιάξει τη δική του playlist.

Ο Ραφαήλ έχει ακουμπήσει το κεφάλι του στο τζάμι και νιώθει ευχάριστα, όπως κάθε φορά που ταξιδεύει. Δε συλλογίζεται την υπόθεση που έχει αναλάβει –αν και από τις επτά και μετά έχει κοιτάξει το κινητό του τρεις φορές, μήπως τυχόν χτύπησε και δεν το άκουσε. Θέλει να απολαύσει τη διαδρομή. Στιγμές σαν αυτή, τις ξεχωρίζει γιατί είναι καθημερινές. Για λίγο, γίνεται ένας ακόμα άνθρωπος που κυκλοφορεί στον κόσμο. Όχι ότι δεν είναι, είναι, αλλά μόνο κατά τη διάρκεια αυτών μπορεί να αισθανθεί πραγματικά ότι είναι. Σαν να είναι απλά ένας τύπος, με σπίτι και μια δουλειά, ο οποίος τα θέματα του υπερφυσικού τα αντιμετωπίζει ως χόμπι για να περνάει η ώρα.

Τα ταξίδια τον βοηθάνε ψυχολογικά. Το κάθε μέσο έχει διαφορετικά οφέλη για εκείνον. Τα αεροπλάνα τού αποδεικνύουν ότι οι άνθρωποι μπορούν να φτάσουν όσο ψηλά θέλουν. Τα πλοία τού χαρίζουν τη συντροφιά της θάλασσας. Τα τρένα τον μεταφέρουν στην Άγρια Δύση του 19ου αιώνα. Και τα λεωφορεία τον κάνουν να μελαγχολεί, αλλά με την καλή έννοια: του φέρνουν ευχάριστες μνήμες από το παρελθόν, υπενθυμίζοντάς του ταυτόχρονα ότι και το σήμερα έχει τα θετικά του, αρκεί να θέλεις να τα δεις.

Τα έχει ανάγκη τα ταξίδια.

Κι Εκείνοι δεν τον ενοχλούν. Καταλαβαίνουν ότι σε τέτοιες στιγμές πρέπει να κρατάνε τις αποστάσεις τους. Αν τον έχουν συνέχεια υπό πίεση, θα τον χάσουν. Μπορεί να αντέχει να τους κουβαλάει, όμως ο Ραφαήλ παραμένει ένας άνθρωπος σαν όλους τους άλλους. Χρειάζεται την ελευθερία του, να μπορεί να κάνει κάποια πράγματα που του αρέσουν, δίχως παρεμβολές –εκτός αν επείγουν, φυσικά. Το σώμα του και η ψυχή του έχουν ένα ορισμένο σημείο αντοχής. Από κει και πέρα, το ρίσκο να καταρρεύσει διπλασιάζεται. Κι όπως έμαθαν πριν λίγες ώρες, δεν τους συμφέρει να πάθει κάτι τέτοιο, εφόσον μπορούν να το αποφύγουν. Είναι αποστάτες και καταζητούμενοι. Με τίποτα δεν θέλουν να γυρίσουν στην Κόλαση. Οπότε κάθονται πίσω και δεν ανακατεύονται με τις σκέψεις και ό,τι νιώθει τώρα. Κι αν κάποιος δικός τους πάει να τον πειράξει, θα τον βάλουν οι υπόλοιποι στην θέση του.

 

 

11

 

Στις έντεκα και δέκα, το λεωφορείο φτάνει στην Τρίπολη. Ο Ραφαήλ βγαίνει από το ΚΤΕΛ Αρκαδίας. Έχει λιακάδα και κρύο που παγώνει τα πνευμόνια. Ευτυχώς, δε φυσάει κιόλας. Οι περισσότεροι άνθρωποι σπεύδουν να βρουν καταφύγιο στο εσωτερικό του κτιρίου, εκτός από κάποιους οδηγούς λεωφορείων, όσους καπνίζουν και όσους περιμένουν να επιβιβαστούν άμεσα.

Ο Ραφαήλ βγάζει το κινητό του και καλεί τον Βασίλη Χρηστόπουλο.

Στο πέμπτο χτύπημα, εκείνος το σηκώνει. «Παρακαλώ; Κύριε Ραφαήλ, εσείς;»

«Ναι, κύριε Χρηστόπουλε. Καλημέρα!»

«Καλημέρα σας! Τι κάνετε;»

«Μόλις αφίχθην στην Τρίπολη».

«Καλώς ήρθατε, κύριε! Μήπως αλλάξατε γνώμη και θέλετε να έρθω να σας παραλάβω; Δεν μου είναι κόπος».

Ο Ραφαήλ το σκέφτεται. Ρωτάει «Η κυρία Νίκη πώς είναι;»

Ο Χρηστόπουλος δεν απαντάει αμέσως, αλλά ξεφυσάει σαν να σταμάτησε μόλις το τρέξιμο. «Εντάξει, στα ίδια. Δεν έχει αλλάξει κάτι».

«Κατάλαβα. Η κυρία Ασπασία τα καταφέρνει μόνη της για λίγο;»

«Ναι. Ναι, έτσι νομίζω. Χθες κάναμε ό,τι μας είπατε. Δεν υπήρξε κάποιο πρόβλημα. Εννοώ, εκτός από αυτά που ήδη έχουμε».

«Κατάλαβα. Μόνο οι δυο σας είστε εκεί για να φροντίζετε την κυρία Νίκη;»

«Όχι, είναι και ο γιατρός μας εδώ».

«Α, ήρθε; Τέλεια! Πείτε και σε αυτόν και στην πεθερά σας ότι δεν θα αργήσετε πολύ».

«Θα το πω, ναι».

«Εντάξει, κύριε Χρηστόπουλε». Ο Ραφαήλ βλέπει την πιάτσα των ταξί σε έναν κάθετο δρόμο στην είσοδο/έξοδο του ΚΤΕΛ. Έχει μείνει μόνο ένα. «Σε πόση ώρα μπορείτε να είστε εδώ;» ρωτάει.

«Σε ένα τέταρτο, κύριε. Ξεκινάω αμέσως».

«Εντάξει. Τα λέμε σε λίγο».

Ο Ραφαήλ διακόπτει την κλήση και βάζει το κινητό στην τσέπη του. Βρίσκει ένα παγκάκι που δεν είναι γεμάτο και πηγαίνει και κάθεται. Οι δύο άντρες και η μία γυναίκα που είναι δίπλα του καπνίζουν, όμως δεν τον ενοχλούν τόσο πολύ, ώστε να φύγει. Δεν θέλει να πάει μέσα, γιατί δεν χρειάζεται. Το κρύο είναι τσουχτερό, αλλά και αναζωογονητικό.

Χαμογελάει. Νιώθει λίγο σαν την πρώτη φορά που, ως φαντάρος, αναγκάστηκε να πάρει λεωφορείο, για να πάει σε άλλον νομό. Όλο εκείνο το άγχος που είχε, που κοιτούσε τους πάντες γύρω του σαν να είναι εξωγήινοι κι εκείνος ετοιμαζόταν να μεταναστεύσει σε άλλον πλανήτη… Λες και ήταν δραπέτης από φυλακή ένιωθε. Τότε ακόμα δεν είχε καταληφθεί από τους δαίμονες, γιατί το στρατιωτικό του το έκανε πριν πάει στη σχολή, γεγονός που ήταν καλό, γιατί έτσι απέφυγε να πάρουν Εκείνοι τα ηνία σε ακατάλληλη στιγμή και να βρει τον μπελά του. Βέβαια, όπως θυμάται τον εαυτό του εκείνες τις ώρες που ήταν στο στρατόπεδο και βίωνε την ένταση, είναι σίγουρος ότι, αν είχε Εκείνους μαζί του, τότε θα του περνούσε από το μυαλό πως σε μερικούς αξιωματικούς και υπαξιωματικούς και σε κάτι άλλους φαντάρους, μάλλον θα άξιζε μια μικρή live επίδειξη του πώς είναι ένας δαιμονισμένος και τι είναι ικανός να κάνει. Τη χρειάζονταν μια τέτοια τρομάρα, με τις βλακείες που έλεγαν και έκαναν σε άλλα παιδιά. Αλλά, εκ των υστέρων, αφού το σκέφτηκε με ψυχραιμία, ο Ραφαήλ αποφάσισε πως είναι προτιμότερο όπως ήρθαν τα πράγματα.

Από τα μεγάφωνα ακούγεται ανακοίνωση ότι το επόμενο λεωφορείο για Καλαμάτα ξεκινάει σε πέντε λεπτά. Ένα μικρό πλήθος πλησιάζει το όχημα, ενώ ο οδηγός έχει καθίσει ήδη στην θέση του και βάζει μπρος. Η γυναίκα και οι τύποι δίπλα από τον Ραφαήλ σηκώνονται και φεύγουν προς τον κάθετο δρόμο και σε λιγότερο από μισό λεπτό έχουν εξαφανιστεί. Άνθρωποι συνεχίζουν να μπαίνουν στο κτίριο και να βγαίνουν από αυτό.

Ο Ραφαήλ σκέφτεται τον εφιάλτη που είδε. Η επίθεση που υπέστη στην αποθήκη. Είναι μια ανησυχία που τον τυραννάει από τότε που ξεκίνησε να μαζεύει τα καταραμένα αντικείμενα. Ήδη από το πρώτο, από το επιτραπέζιο παιχνίδι που είχαν παίξει με τους φίλους του εκείνο το βράδυ, όταν ο Ραφαήλ κατελήφθη από τους δαίμονες. Το συγκεκριμένο το είχε αρχικά στο δωμάτιό του, μέσα σε ένα μεγάλο κουτί κάτω από το κρεβάτι, καθώς τότε ο χώρος που έγινε αργότερα η αποθήκη ήταν ένα επιπλέον υπνοδωμάτιο -σύνολο τρία υπνοδωμάτια εκείνη την εποχή. Κάθε φορά που έπρεπε να φύγει από το διαμέρισμα είχε την έγνοια μην ξεφύγει τίποτα από εκεί, ενώ ο ύπνος του τον περισσότερο καιρό ήταν ταραχώδης και ελάχιστος –ζήτημα αν κοιμόταν δύο ώρες κάθε βράδυ. Σταδιακά, και αφότου τα αντικείμενα αυξάνονταν και το δωμάτιό του δεν παρείχε άλλες κρυψώνες, αποφάσισε ότι έπρεπε να διαμορφώσει κάποιον άλλο χώρο, εντός του διαμερίσματος πάντα. Οπότε, και αναλογιζόμενος ότι δε χρειαζόταν τόσα υπνοδωμάτια -αφού δεν ερχόταν κανείς για να τον επισκεφτεί-, άδειασε το ένα από αυτά, του έβαλε βιβλιοθήκες δωματίου και ένα γραφείο και άρχισε να το γεμίζει. Αργότερα, νιώθοντας πως η μία κλειδαριά δεν ήταν αρκετή, έφερε κλειδαρά και προσάρμοσε τις επιπλέον έξι κλειδαριές. Ο νεαρός είχε απορήσει, αλλά ο Ραφαήλ του είπε ότι, λόγω δουλειάς, κρατούσε αρχεία για τους πελάτες του, τα οποία είναι εμπιστευτικά και απόρρητα. Πάλι, ο άλλος δε φάνηκε να πείθεται, αλλά δεν το συνέχισε.

Το ζήτημα είναι πως η αποθήκη έχει συγκεντρώσει -και εξακολουθεί να συγκεντρώνει- τόση αρνητική ενέργεια, που αν ανοιχτεί ποτέ από κάποιον αδαή, τότε αλίμονο και σε αυτόν και σε όποιον άλλο βρεθεί εκεί κοντά. Ο Ραφαήλ δεν θεωρεί εαυτόν ασυνείδητο άνθρωπο. Ξέρει τι φορτίο έχει στην κατοχή του και προσπαθεί να το κρατήσει κρυφό, για να είναι ασφαλείς όχι μόνο όλοι οι άλλοι, μα και ο ίδιος, εφόσον αμφιβάλλει αν μπορεί να ελέγξει όλα τα αντικείμενα μαζί. Το καθένα μόνο του, ναι. Δυο τρία, ναι. Όλα, όμως; Δύσκολο. Μάλλον ακατόρθωτο. Μπορεί να πήρε το εκάστοτε δαιμόνιο που ήλεγχε κάποτε καθένα από αυτά, αλλά πάντα κάτι μένει. Αν μη τι άλλο, υπάρχει ακόμα η γνώση του τι έκαναν, πώς χρησιμοποιήθηκαν. Μερικές φορές, είναι αρκετό αυτό, για να ενεργοποιηθεί ξανά η κακία που εναποτέθηκε σε τέτοια πράγματα.

Φυσικά και ο Ραφαήλ θα είχε πολλή αγωνία για εκείνον το χώρο. Αν βγουν ποτέ έξω από τη φυλακή που τα έχει, τότε δεν θα ξέρει ποιο να πρωτομαζέψει, ποιο να σταματήσει αρχικά, για να πάει στο επόμενο. Κι αν συμβεί αυτό δεν είναι και εκεί κοντά ο ίδιος, γιατί θα λείπει σε κάποια υπόθεση…

Η Λίλιθ πρέπει να το κατάλαβε αυτό και να του έστειλε τον συγκεκριμένο εφιάλτη επί τούτου. Για να τον αποδυναμώσει ούτως ώστε να μην μπορεί να της εναντιωθεί μετά. Σίγουρα η βασίλισσα των δαιμόνων ήξερε ότι ο Ραφαήλ δεν θα μπορεί να βασιστεί στους δαίμονες μέσα του, γιατί θα φοβούνταν την ανώτερή τους. Οπότε γνώριζε ότι θα είναι μοναχός του απέναντί της. Αγνοούσε, όμως, ότι αυτός είχε τον σταυρό κρυμμένο στο κομοδίνο του και, επίσης, μάλλον σκεφτόταν ότι ένα ιερό κειμήλιο δεν θα είχε επίδραση πάνω της, αφού θα το κρατούσε ένας δαιμονισμένος –δηλαδή, κάποιος που έχει χάσει την πίστη του. Άρα, θα ήταν εύκολος στόχος για εκείνη. Κι όμως, αποδείχτηκε λάθος η εκτίμησή της. Νικήθηκε.

Η Λίλιθ ήθελε (και θέλει) ο Ραφαήλ να τα παρατήσει. Γιατί τον θέλει να μείνει μακριά από την Νίκη. Για την ψυχή της, θυμάται. Για την ψυχή της μάνας, αλλά και του παιδιού που μεγαλώνει μέσα της. Το παραδέχτηκε και εκείνη, όσο τον κρατούσε μουδιασμένο. Η μοναδική τροφή των δαιμόνων είναι οι ψυχές των θνητών. Αυτές τους κρατάνε ζωντανούς και θα κάνουν τα πάντα για να αποκτήσουν όσο περισσότερες βρουν. Το ότι ο Αβαδδών και η Λίλιθ είναι στην κορυφή της Κόλασης δεν σημαίνει ότι είναι υπεράνω. Το αντίθετο, μάλιστα, αυτοί είναι που θέλουν να ξεκληρίσουν τους πιο πολλούς ανθρώπους. Αν θύματα είναι μια μάνα και το (αγέννητο) παιδί της είναι σαν ένα όνειρο που γίνεται πραγματικότητα. Η μητέρα θα κάνει ό,τι μπορεί για να μη χάσει το παιδί της. Θα γίνει όσο δυνατή πρέπει. Όμως, για τους δαίμονες, αυτή η δύναμη είναι αδυναμία, γιατί μπορούν να την ελέγξουν χρησιμοποιώντας την αγάπη της. Θα μπορούν να παίξουν με αυτήν, σαν να είναι μαριονέτα τους. Θα την ξεγελάσουν, αφήνοντάς τη να νομίζει ότι θα πάρουν μόνο αυτή και θα αφήσουν το παιδί.

Η Νίκη και το μωρό της είναι ευάλωτοι. Η Λίλιθ το ξέρει και θα το εκμεταλλευτεί. Ήδη κάποιος υπήκοος της ταλαιπωρεί μάνα και γιο. Ετοιμάζει το έδαφος για την αφέντρα του. Κι αυτή θα έρθει.

Αλλά θα πρέπει πρώτα να περάσει από τον Ραφαήλ. Και το ξέρει. Όπως ξέρει ότι ο Ραφαήλ θα κάνει ό,τι μπορεί για να μην επιτρέψει να έρθει η Λίλιθ. Το ζήτημα είναι να προλάβει την άφιξη της. Να σταματήσει το δαίμονα-υπήκοο, πριν αυτός καταφέρει να διαλύσει όλες τις άμυνες της Νίκης.

Ένα παλιό μαύρο αγροτικό κάνει την εμφάνισή του από τον κάθε το δρόμο και πλησιάζει και παρκάρει σε μια άδεια θέση λεωφορείου. Μέσα είναι μόνο ένας άντρας. Ο οποίος κατεβαίνει και έρχεται προς το μέρος του Ραφαήλ. Είναι ψηλός και παχύς, με μαύρα ανάκατα μαλλιά, μούσια και μικρή μύτη. Φοράει παντελόνι πράσινης παραλλαγής, μπότες και καφετί μπουφάν. Ηλικιακά, μάλλον δεν πρέπει να έχει περάσει τα τριάντα πέντε.

«Εσείς πρέπει να είστε ο κύριος Ραφαήλ, ναι;» λέει.

«Ναι, εγώ είμαι» απαντάει ο Ραφαήλ και σηκώνεται και ανταλλάσσει χειραψία με τον άντρα. «Ο κύριος Χρηστόπουλος, να υποθέσω;»

«Εγώ είμαι. Αλλά λέγετέ με Βασίλη. Θέλετε να μιλάμε στον ενικό;»

«Εντάξει. Πώς είσαι, Βασίλη;»

«Καλά. Όσο μπορώ. Είχες καλό ταξίδι;»

«Ναι, δεν έχω παράπονο».

«Καλώς ήρθες, και πάλι».

«Καλώς σας βρήκα. Πάμε;»

«Ναι, σίγουρα».

Κατευθύνονται προς το αγροτικό. Ο Ραφαήλ ανοίγει την πόρτα. Χρειάζεται να σηκώσει το πόδι του αρκετά πάνω από το έδαφος, για να μπει στην καμπίνα. Τα καταφέρνει τελικά και κάθεται. Ο ζεστός χώρος μυρίζει σανό ή κάτι άλλο παρεμφερές. Τα καθίσματα είναι λερωμένα, το δέρμα φθαρμένο. Διάφορα σκουπίδια εδώ κι εκεί, από χάρτινα ποτήρια έως νεκρά έντομα. Στην καρότσα, απ’ όσο πρόλαβε να δει, υπάρχουν σχοινιά, αλυσοπρίονο και εργαλεία σκαψίματος.

«Συγνώμη για την ακαταστασία» λέει ο Βασίλης, καθώς ξεπαρκάρει. «Δεν είχα ευκαιρία να καθαρίσω».

«Δεν πειράζει».

«Για να πω την αλήθεια, Ραφαήλ, δεν ασχολούμαι ιδιαίτερα με τούτο το πράμα. Το έχω για δουλειές στα χωράφια και με τα ζώα». Γελάει. «Δεν θα έλεγα ότι τα γελάδια και τα σκυλιά νοιάζονται για μη λερώσουν».

«Το φαντάζομαι».

«Αν δεις το άλλο, το Renault μου, θα πάθεις την πλάκα σου. Το έχω στην πένα. Βασιλική άμαξα, και λίγα σου λέω».

Ο Ραφαήλ χαμογελάει.

«Εσύ οδηγάς;»

«Έχω δίπλωμα, αλλά έχω χρόνια να οδηγήσω». Το να αποκαλύπτεις πράγματα  για σένα σε έναν πελάτη -η αυτοαποκάλυψη, όπως την αποκαλούν- είναι από τις τακτικές που διχάζουν την επιστημονική κοινότητα. Κάποιοι λένε ότι δεν είναι σωστό, γιατί μπορεί να εκτροχιαστεί η συνεργασία, να γίνει πιο προσωπική απ’ όσο πρέπει. Όμως, ο Ραφαήλ τάσσεται με την άλλη πλευρά, που δεν έχει πρόβλημα να αποκαλύψει μερικά στοιχεία για τον ίδιο, καθότι έτσι ο πελάτης βλέπει ότι ο ειδικός είναι ένας άνθρωπος σαν εκείνον.

«Αλήθεια; Πώς έτσι; Εγώ δεν μπορώ να φανταστώ άντρα να μην οδηγάει».

«Είναι περίπλοκο. Είναι, όμως, για καλό που δεν οδηγάω».

Ο Βασίλης ανασηκώνει τους ώμους του. «Καλώς. Πρώτη φορά έρχεσαι στην Αρκαδία;»

«Ναι. Για δουλειά, ναι. Έχω ξαναπεράσει, αλλά δεν έμεινα». Ήταν μια υπόθεση σε ένα χωριό κοντά στη Σπάρτη, όπου ένας άντρας, πωλητής παπουτσιών, νόμιζε ότι είναι απόγονος ενός βρικόλακα και κοιμόταν σε τάφο, ενώ τα βράδια έβγαινε και κυνηγούσε όποιον τύχαινε να περάσει έξω από το νεκροταφείο. Οι ντόπιοι τον έπιασαν και προσπάθησαν να τον συνεφέρουν μοναχοί τους, με διάφορα αφεψήματα τοπικής προέλευσης και προσευχές, χωρίς να καταφέρουν κάτι. Ο ιερέας έκανε κι αυτός ό,τι μπορούσε, πάλι δίχως αποτέλεσμα. Μετά, τέθηκε το ζήτημα να τον πάνε στο νοσοκομείο ή να καλέσουν την αστυνομία, όμως μια γυναίκα είπε ότι είχε ακούσει από έναν δικό της για κάποιον «από την Αθήνα που ξέρει από δαύτα και κρατάει μυστικά, αν χρειαστεί». Επικοινώνησε με τον γνωστό της και αυτός της προώθησε το προφίλ του Ραφαήλ. Δύο μέρες αργότερα, αυτός ήρθε στο χωριό, εξέτασε την περίπτωση του άντρα, αλλά έκρινε πως ο άνθρωπος δεν είχε καταληφθεί από κάποιο ακάθαρτο πνεύμα και πως χρειαζόταν ψυχιατρική θεραπεία, οπότε συνέστησε μια συνάδελφό του που είχε το γραφείο της στη Σπάρτη.

«Πώς σου φαίνεται;» ρωτάει ο Βασίλης.

Ο Ραφαήλ ανασηκώνει τους ώμους. «Μικρή πόλη, με πολύ κρύο» απαντάει.

Ο Βασίλης χαμογελάει. «Εκεί πάνω στην Αθήνα δεν ξέρετε από κρύα, ε;»

«Κι εκεί κάνει, αλλά όχι όσο εδώ» απαντάει ο Ραφαήλ, σκεπτόμενος πως αυτή η άτυπη κόντρα Αθηναίοι εναντίον Επαρχιωτών δεν θα σταματήσει ποτέ -όπου Αθηναίοι όσοι ζουν ή και γεννήθηκαν στην Αττική και Επαρχιώτες όσοι ζουν ή και μεγάλωσαν σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή εκτός Αττικής.

«Έλα, βρε, σιγά τα λάχανα. Έχω πάει στην Αθήνα. Ψιλολόγια έχετε. Εδώ να δεις κρύο. Σωστό φαρμάκι. Εμείς αντέχουμε, γιατί μεγαλώσαμε εδώ. Αλλιώς θα ξεπαγιάζαμε κάθε ώρα».

«Ε, μέχρι ενός σημείου αντέχεται το κρύο».

«Μμμ, όντως».

Ο Ραφαήλ ρωτάει «Πώς είναι η Νίκη;»

«Στα ίδια. Καμιά αλλαγή». Ο Βασίλης πειράζει το ραδιόφωνο και το ρυθμίζει σε έναν σταθμό που παίζει δημοτικά.

«Έγινε πάλι επιθετική;»

«Όχι ιδιαίτερα. Δεν μας πέταξε κάτι. Απλά, κάποιες στιγμές δεν μας θέλει κοντά της». Ο Βασίλης ξύνει το κεφάλι του. «Μας βρίζει και μας κοροϊδεύει. Μιλάει λες και είναι καμιά μεθυσμένη πουτάνα. Ποτέ πριν δεν τα έκανε αυτά η Νίκη μου».

Ο Ραφαήλ τον κοιτάζει. Ο άντρας φαίνεται έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Τα μαλλιά του φαίνονται λαδωμένα και πρέπει να έχει πιτυρίδα. Τα γένια του μοιάζουν να έχουν το ίδιο πρόβλημα. Τα ρούχα του δείχνουν όχι απλά παλιά, αλλά σαν να τα βρήκε σε σκουπιδοτενεκέ. Είναι απεριποίητος. Ταλαιπωρημένος. «Τι λέει η ίδια για αυτά;»

«Τίποτα. Δεν τα θυμάται».

«Αλήθεια;»

«Ναι. Δεν ξέρω πώς γίνεται να τα ξεχνάει, αλλά έτσι είναι».

«Μάλιστα. Να σε ρωτήσω, είχε τη δυνατότητα να σας πετύχει όταν σας πετούσε πράγματα;»

Ο Βασίλης το σκέφτεται. «Ναι, γιατί όχι; Άλλωστε, τα πετάει με κάποιον μαγικό τρόπο. Αν μπορεί να το κάνει αυτό, θα έχει και καλό σημάδι, υποθέτω».

«Αλλά δεν σας πετυχαίνει».

«Όχι. Τώρα που το λες… Δεν το είχα σκεφτεί. Όντως, δεν μας πετυχαίνει. Και θα μπορούσε να μας κάνει μεγάλο κακό. Ειδικά, στην πεθερά μου, που είναι και μεγάλη γυναίκα». Ο Βασίλης ξεφυσάει. «Τι σκατοκατάσταση, γαμώτο!»

Ο Ραφαήλ αγγίζει το μπράτσο του άλλου. «Θα τη βρούμε την άκρη, Βασίλη. Στο υπόσχομαι. Η Νίκη θα απελευθερωθεί από ό,τι της συμβαίνει. Σκέψου ότι, αφού δεν σας χτυπάει, παρότι έχει αυτή τη δυνατότητα, τότε είναι ακόμα παρούσα. Δεν έχει χαθεί. Είναι πολύ σημαντικό αυτό».

Ο Βασίλης, όμως, φαίνεται να μην τον ακούει. «Ποιος διάολος την έχει πιάσει, δεν ξέρω» μονολογεί. «Τι κακό είναι αυτό που μας βρήκε, δεν μπορώ να το καταλάβω». Ο Βασίλης σταματάει το αμάξι πίσω από το μπροστινό του, γιατί το φανάρι έχει γίνει κόκκινο. Κοιτάζει τον Ραφαήλ. «Λες να είναι μάτι; Πιστεύεις σε αυτά;»

«Στη γρουσουζιά;»

«Ναι».

«Ναι, αλλά μόνο υπό την έννοια ότι υπάρχει κακή πρόθεση. Γιατί όλα για κάποιο λόγο γίνονται. Έχουν μια αιτία. Κάποιος κάνει κάτι και αυτό έχει ένα αποτέλεσμα. Για παράδειγμα, φαντάσου έναν ποδοσφαιρικό αγώνα παιδιών που παίζουν στο δρόμο. Ένα από αυτά θέλει να βάλει γκολ και επειδή το φάουλ έγινε μακριά από το τέρμα κάνει ένα σουτ με όση δύναμη έχει και η μπάλα σπάει κατά λάθος το τζάμι ενός σπιτιού πίσω από το τέρμα. Είναι τυχαίο γεγονός, το οποίο δεν μπορώ να το θεωρήσω γρουσουζιά, όχι απαραίτητα, δηλαδή».

«Οκέι, αλλά εδώ δεν μιλάμε για κάτι τέτοιο. Εδώ μιλάμε για κάτι διαβολικό…»

«Σωστά, αλλά το σκεπτικό είναι το ίδιο. Πιστεύω ότι μπορεί κάποιος να βλάψει έναν άλλο άνθρωπο με τη σκέψη του. Αλλά δεν αρκεί μονάχα αυτό. Πρέπει να θέλει με όλο του το είναι να πάθει κάτι το “θύμα”. Αν, δε, χρησιμοποιήσει και κάποιο κείμενο που διάβασε, τότε το πρόβλημα γιγαντώνεται. Αλλά τονίζω ότι ο “θύτης” πρέπει να το θέλει, όχι απλά να το σκεφτεί σαν κάτι που ίσως συμβεί. Δηλαδή, το να δω εγώ έναν μηχανόβιο που κάνει σούζες και να σκεφτώ ότι μπορεί να πέσει, δεν σημαίνει ότι θα συμβεί κιόλας. Αλλά και να γίνει, πάλι η σκέψη μου δεν μπορεί να θεωρηθεί αρκετή ως αιτία του ατυχήματος. Πρέπει να θέλω το κακό του, για να το προκαλέσω, κατάλαβες;»

«Ναι, το ’πιασα». Το φανάρι γίνεται πράσινο και ξεκινάνε. «Με την Νίκη μου τι νομίζεις ότι συμβαίνει;»

«Θα το διαπιστώσουμε σύντομα. Δεν θέλω να βγάλω ακόμα κάποιο συμπέρασμα, που αργότερα ίσως διαψευστεί». Στην πραγματικότητα, ο Ραφαήλ δεν θέλει να αναστατώσει τον Βασίλη, λέγοντάς του ότι η σύζυγος και ο αγέννητος γιος του έχουν μπει στο στόχαστρο της Λίλιθ. Κάτι τέτοιο θα τον καταρρακώσει. «Πάντως, θα τη βοηθήσουμε, μην ανησυχείς. Γι’ αυτό ήρθα».

«Το εύχομαι όσο δε φαντάζεσαι».

Ο Ραφαήλ νεύει και λέει «Μίλα μου για την Νίκη».

«Τι να σου πω; Είναι η καλύτερη γυναίκα που θα μπορούσα να έχω. Όμορφη, ξύπνια. Δουλευταρού. Χωρίς να θέλει πολλά φτιασιδώματα και τέτοιες πρωτευουσιάνικες μαλακίες. Αγαπιόμαστε. Τα είχαμε για κάνα δυο χρόνια πριν παντρευτούμε. Εκείνη, βέβαια, δεν έχει τον πατέρα της, γιατί πέθανε νωρίς. Άσε, ζόρικη περίπτωση. Την πόνεσε πολύ. Αλλά είχε εμένα κοντά της και τα κατάφερε. Ζούμε εδώ από ανέκαθεν».

«Ο πατέρας της πέθανε ενώ ήταν ανήλικη;»

«Όχι, μωρέ. Σωστή γυναίκα ήταν. Ο πατέρας της πέθανε πριν τρία χρόνια. Σκέψου, εγώ είμαι τριάντα τεσσάρων και η Νίκη τριάντα. Αλλά εντάξει, τον αγαπούσε».

«Την ξέρεις από το σχολείο;»

«Ναι. Όλα τα παιδιά εδώ σε ένα σχολείο πάμε. Δηλαδή, όσα δεν έχουμε σκοπό να σπουδάσουμε σε πανεπιστήμια κλπ. Φυσικά και την ξέρω από το σχολείο. Το πιο όμορφο κορίτσι ήταν και έτσι παρέμεινε».

«Είχε ποτέ της τίποτα εφιάλτες ή περίεργες ανησυχίες;»

«Σαν τι;»

«Ξέρεις, να φοβάται πράγματα που εσύ και οι υπόλοιποι δεν ξέρετε, δε βλέπετε…»

«Όχι, ούτε καν. Σου είπα, είναι ξύπνια. Δεν είναι τρελή».

«Δεν είπα ότι είναι τρελή, Βασίλη. Όλους κάτι μας φοβίζει. Το οποίο κάτι δεν είναι πάντα κατανοητό από τους γύρω μας».

«Τέλος πάντων, η Νίκη δεν είχε τέτοια».

«Εντάξει. Μήπως είχε ποτέ της μπελάδες; Μπλεξίματα με άλλους κατοίκους, παλιές βεντέτες;…»

«Όχι».

«Μάλιστα. Η σχέση σας;»

Ο Βασίλης του ρίχνει μια ματιά. «Ο γάμος μας, εννοείς».

«Ναι, ο γάμος σας. Πώς προχωράει;»

«Μέχρι να γίνει αυτή η μαλακία με… ό,τι είναι αυτό που της συμβαίνει, μια χαρά τα πηγαίναμε. Φιλιά, αγκαλιές και τα συναφή. Μη με βλέπεις έτσι και με θεωρείς μπαστουνόβλαχο, ξέρω από αγαπησιάρικα κι εγώ».

«Είμαι σίγουρος ότι ξέρεις, Βασίλη. Όλοι ξέρουμε. Είναι στη φύση μας. Και δεν σε θεωρώ μπαστουνόβλαχο ή οτιδήποτε τέτοιο, εντάξει;»

«Εντάξει. Ήθελα να το ξεκαθαρίσουμε».

«Το ξεκαθαρίσαμε;»

«Ναι, ντε».

«Ωραία. Μίλησέ μου για εσένα».

«Είμαι άντρας με τα όλα μου» λέει ο Βασίλης και γελάει. «Δουλεύω σαν το σκυλί από μικρό παιδί. Με την Νίκη πάμε, βέβαια, και σε γλέντια που κάνουμε στο χωριό. Και όχι μόνο, και σε άλλα μέρη πάμε. Κι αυτά μες στην ζωή είναι, ναι;»

«Φυσικά. Οι δικοί σου; Νομίζω, μου είπες ότι ο πατέρας σου πέθανε;»

«Πέθαναν και οι δύο πριν καν κλείσω τα είκοσι πέντε».

«Λυπάμαι».

«Να ’σαι καλά. Ευτυχώς, είχα την Νίκη μου και την πάλεψα». Κουνάει το δεξί χέρι του, δείχνοντας τον Ραφαήλ. «Στο λέω, εγώ κι αυτή είμαστε φτιαγμένοι για να ζούμε μαζί. Αν χωρίσουμε, τη γαμήσαμε. Όχι ότι θα χωρίσουμε ποτέ, βέβαια. Αυτό έλειπε».

«Κατάλαβα».

«Θες να μάθεις και για την πεθερά μου;»

«Ναι, θα το ήθελα».

«Όταν είναι στα καλά της, παλεύεται. Μερικές φορές, όμως, αλαφιάζει. Ξέρεις πώς είναι οι γυναίκες. Μην τους πας κόντρα σε κάτι, αμέσως τσιτώνονται». Ο Βασίλης χτυπάει ελαφρά τον Ραφαήλ στο μπράτσο. «Κι όχι με την καλή έννοια, με πιάνεις;»

«Ναι».

«Λες και έχει περίοδο κάνει όταν την πιάνουν οι μούρλιες της. Αλλά δεν έχει. Πάνε αυτά. Εδώ και τριάντα χρόνια, μπορεί και παραπάνω. Ίσως, όμως, της έχουν μείνει κατάλοιπα, δεν ξέρω».

«Μάλιστα. Άλλα παιδιά έχει η κυρία Ασπασία;»

«Όχι. Δεν μπορούσε να κάνει. Κάποιο πρόβλημα στην μήτρα, έτσι λέει».

«Γενικώς, πώς τα πάτε; Είχατε προβλήματα, έχετε ακόμα;»

«Στην αρχή, δεν με συμπαθούσε. Εννοώ, πριν παντρευτούμε με την Νίκη. Της έβαζε λόγια για μένα. Ότι δεν της αξίζω και κάτι τέτοια. Επειδή, και καλά, οι δικοί μου ήταν πιο φτωχοί και πώς θα τη φροντίσω… Καταλαβαίνεις. Αλλά τελικά, μετά τον γάμο, άρχισε να αλλάζει συμπεριφορά, ώσπου πλέον μπορούμε να συνεννοηθούμε».

«Κατάλαβα».

Στην υπόλοιπη διαδρομή, δεν συζητάνε κάτι άλλο. Ο Βασίλης δε φαίνεται να έχει όρεξη για άλλη κουβέντα, ενώ δείχνει και πως βιάζεται να φτάσουν –κάνει απότομα προσπεράσματα, κορνάρει αν κάποιο μπροστινό όχημα πάει πολύ πιο αργά από το επιτρεπτό όριο ταχύτητας.

Ο Ραφαήλ σέβεται την αγωνία του Βασίλη. Κι ο ίδιος, στην θέση του, κάπως έτσι θα αντιδρούσε. Ωστόσο, οι δαίμονες μέσα του κινούνται σαν γάτες που ακολουθούν ένα ποντίκι: αθόρυβα, αλλά όχι για πολύ.

Τι συμβαίνει; τους ρωτάει με τη σκέψη του, αλλά δεν του απαντάνε.

 

 

12

 

Ο Ραφαήλ διαπιστώνει τελικά ότι το Λεβίδι δεν είναι τόσο μικρό σε έκταση όσο πίστευε. Όπως του εξηγεί και ο Βασίλης, έχει την κύρια οδό, την Αλεξάνδρου Παπαναστασίου, που το διασχίζει όλο, η οποία από τις δύο βασικές εισόδους-εξόδους και έπειτα είναι η Εθνική Οδός Τρίπολης Ολυμπίας, και την μεγάλη πλατεία, την Πλατεία Λεβιδίου, γύρω από την οποία είναι συγκεντρωμένα τα φαγάδικα και οι καφετέριες, αλλά πέραν από αυτά και προς πάσα κατεύθυνση, σαν παραταγμένοι ή και διάσπαρτοι μαθητές, υπάρχουν σπίτια, άλλα παλιά, άλλα πιο σύγχρονα, άλλα πολυτελή και άλλα ετοιμόρροπα, ξενοδοχεία… Κάποτε μπορεί να είχε και αστυνομικό τμήμα. Άνθρωποι περπατάνε στο πεζοδρόμιο ή μιλάνε σε παρέες ή οδηγάνε.

«Έλεγα πως θα είναι κάνα χωριουδάκι» λέει ο Ραφαήλ, ενώ στρίβουν σε ένα παράδρομο. «Ξέρεις, πάνω κάτω με πενήντα κατοίκους, αγροκτήματα σε απόσταση ενός χιλιομέτρου το ένα από το άλλο, ζώα να γυροβολάνε δώθε κείθε… Αλλά έκανα λάθος».

Ο Βασίλης χαμογελάει. «Μμμ, το Λεβίδι μας είναι διαφορετικό».

Το σπίτι στο οποίο σταματάνε και ο Βασίλης παρκάρει το αγροτικό του μοιάζει πολύ με αυτό που είδε και στο όραμα που του έστειλε η Λίλιθ. Μονοκατοικία, που έχει ισόγειο και πρώτο όροφο, με τοίχους που έχουν βαφτεί λευκοί, σκεπή, παντζούρια και πόρτες στο χρώμα της ανοιχτόχρωμης σκουριάς, παράθυρα παντού, και περιφραγμένο κήπο γεμάτο γκριζαρισμένα κλαδιά και μαύρο χώμα, στον οποίο στέκει και ένα γέρικο δέντρο χωρίς καρπό.

Υπάρχουν, όμως, σημαντικές διαφορές. Ο Ραφαήλ βλέπει πως στην πραγματικότητα το σπίτι δεν είναι απομονωμένο, αφού σε απόσταση πενήντα μέτρων περίπου υπάρχουν άλλα οικήματα παρόμοιας τεχνοτροπίας, ενώ μια εκκλησία ορθώνεται σε λίγο μεγαλύτερη απόσταση. Επίσης, μέσα στον κήπο αναπαύονται τέσσερις γάτες και δύο σκυλιά είναι δεμένα, ενώ στην πίσω πλευρά, εκεί όπου το βουνό Μαίναλο απλώνει τη βλάστησή του, έχει χτιστεί μια στάνη, από την οποίο ακούγονται λίγα βελάσματα. Τέλος, τρία οχήματα είναι σταθμευμένα έξω από τον κήπο, ένα γκρι Renault, ένα τζιπ, το οποίο πιστεύει ότι ανήκει στον γιατρό, και ένα άλλο αγροτικό σαν αυτό του Βασίλη.

«Ωραίο σπίτι» λέει ο Ραφαήλ. Πουθενά κόκκινη ομίχλη, σκέφτεται και ανοίγει την πόρτα.

«Ναι, καλό είναι. Την κάνει τη δουλειά του».

«Ποιος άλλος είναι εδώ εκτός από την οικογένειά σας και τον γιατρό;»

«Έχει έρθει και ο παπάς μας. Θέλει να είναι κοντά στην Νίκη, αν και εγώ νομίζω πως θέλει να δει εσένα».

Ο Ραφαήλ τον κοιτάζει. «Εμένα; Του είπες για εμένα;»

«Όχι εγώ. Η πεθερά μου του το είπε. Όταν έμαθε ότι θα έρθεις, από εκεί που μας έλεγε πως χρειάζεται προσευχή και νηστεία, για να φύγει το δαιμόνιο, ξεσηκώθηκε και ήρθε πρωί-πρωί».

«Απευθυνθήκατε και σε ιερέα, λοιπόν».

«Ναι. Είναι κάτι που κάνουμε εδώ σε τέτοιες περιπτώσεις. Στην Αθήνα, φαντάζομαι, θα πηγαίνετε κατευθείαν σε ψυχίατρο, ε;» Ο Βασίλης δεν περιμένει απάντηση, αλλά κατεβαίνει.

Όχι πάντα, απαντάει μέσα του ο Ραφαήλ και βγαίνει κι αυτός. Με το που πατάει το πόδι του στο εσωτερικό του κήπου, αμέσως νιώθει ότι κάτι περίεργο συμβαίνει. Νιώθει σαν να στροβιλίζεται πάνω σε ένα καράβι που το παρασέρνει τυφώνας. Οι δαίμονες κινητοποιούνται άτακτα μέσα στο κεφάλι του. Κάνει δύο βήματα προς το σπίτι. Οι τρίχες στο σώμα του ηλεκτρίζονται, λες και το διαπερνάει ρεύμα.

Τα ζώα συνεχίζουν να μη δίνουν σημασία στους αφιχθέντες, αλλά να μοιάζουν σαν να έχουν πέσει σε λήθαργο.

Τα σκυλιά δε γαβγίζουν; Οι γάτες δεν σηκώνουν καν το κεφάλι τους; αναρωτιέται ο Ραφαήλ.

Ρίχνει μια ματιά προς τον Βασίλη. Τον βλέπει να προχωράει με βαριά βήματα, προσεχτικά, λες και είναι φαντάρος που έχει τελειώσει η βάρδιά του και τον έχουν υποχρεώσει να συμμετάσχει σε μια άσκηση, περπατώντας σε ένα υποτιθέμενο ναρκοπέδιο, αλλά εκείνος δεν έχει όρεξη και φροντίζει να το δείξει.

Ο Βασίλης σταματάει και γυρίζει πίσω του. «Θα έρθεις, Ραφαήλ;»

«Ναι». Ο Ραφαήλ βάζει δύναμη στα πόδια του και προχωράει, παρά τη δίνη που τον ταρακουνάει. Πλησιάζει τις γάτες. Χαϊδεύει μια δυο. Το ίδιο κάνει και με τα σκυλιά. Έχουν απαλό τρίχωμα, ελαφρώς λερωμένο. Αναπνέουν, αλλά κοιμούνται σαν να έχουν πάρει μεγάλη δόση υπνωτικών χαπιών. Τι σας συμβαίνει; αναρωτιέται.

«Μην ασχολείσαι μαζί τους. Δεν θέλουν αγκαλίτσες και χαδάκια» λέει ο Βασίλης. «Είναι σε αυτή την κατάσταση εδώ και μέρες».

«Αλήθεια; Πόσες μέρες;»

«Δεν πρόσεξα. Σίγουρα, δυο τρεις».

Ο Ραφαήλ ρωτάει «Η Νίκη πόσες μέρες εμφανίζει την επιθετικότητα που μου είπες;»

«Καμιά βδομάδα, περίπου. Ναι, γιατί θυμάμαι ότι την περασμένη Παρασκευή είχα πάει Τρίπολη για κάτι εργαλεία που ήθελα. Σήμερα έχουμε Σάββατο, οπότε…»

Ο Ραφαήλ σηκώνεται. Έρχεται και στέκεται δίπλα στον Βασίλη. «Φοβάμαι πως ήδη νιώθω ότι κάτι συμβαίνει εδώ» του ψιθυρίζει. «Και δεν αναφέρομαι μόνο στα ζωντανά που είναι σε λήθαργο».

«Χαίρομαι. Γιατί χθες παραλίγο να με βγάλεις τρελό».

«Δεν υπονόησα τίποτα τέτοιο, Βασίλη. Απλώς, είπα πως υπάρχει περίπτωση η Νίκη να χρήζει ψυχιατρικής παρακολούθησης».

Ο Βασίλης δεν απαντάει.

Τότε νιώθουν ένα ελαφρύ αεράκι να τους δροσίζει και οι δύο στρέφονται προς το δέντρο. Βλέπουν τα κλαδιά του να κινούνται. Αλλά μόνο αυτού του δέντρου. Με μια γρήγορη ματιά προς τα φυτά έξω από τον κήπο, διαπιστώνουν πως αυτά μένουν ακίνητα, λες και έχουν μουδιάσει.

«Τέλος πάντων» λέει ο Βασίλης. «Πάμε;»

«Ναι. Αλλά να σε ρωτήσω κάτι». Ο Ραφαήλ δείχνει προς τα αριστερά τους. «Τι δέντρο είναι αυτό;»

«Ιτιά. Είναι παμπάλαια, σχεδόν αρχαία. Φαντάσου ότι ο παππούς της Νίκης έλεγε πως υπάρχει εδώ από τότε που έχτισε το σπίτι ο δικός του προπάππους. Και λένε ότι είναι ακόμα πιο παλιά. Μιλάμε για αιώνες, έτσι;»

«Νόμιζα ότι αυτά μεγαλώνουν κοντά σε νερό. Σε ποτάμια, χείμαρρους κλπ».

«Ναι, ε; Τι να σου πω… Εμείς, πάντως, την ποτίζουμε. Βασικά, η πεθερά μου, που το έχει συνηθίσει και το αγαπάει».

Ο Ραφαήλ νεύει καταφατικά. Κοιτάζει τα άλλα σπίτια του Λεβιδίου που είναι κοντά σε αυτό του Βασίλη. Δε βλέπει πολλούς ανθρώπους να κυκλοφορούν, ενώ κι αυτοί που είναι έξω, δεν στρέφονται προς τη μεριά των δύο αντρών. «Οι άλλοι κάτοικοι ξέρουν για την κατάσταση της Νίκης;» ρωτάει. Όσο μεγάλο και να είναι το μέρος, παραμένει μια κοινότητα, όπου τα μέλη της αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και τα μυστικά, αργά ή γρήγορα, γίνονται γνωστά σε όλους.

«Μου είπαν να την πάω σε ψυχίατρο και να κάνω εξορκισμό στο σπίτι» απαντάει ο Βασίλης.

«Για το δέντρο;»

Ο Βασίλης ανασηκώνει τους ώμους του. «Δεν συμφωνούν μεταξύ τους ως προς αυτό. Κάποιοι είπαν να το κόψω. Άλλοι να το κάψω. Άλλοι να το αφήσω στην ησυχία του και να φέρνω κάθε τόσο τον παπά να του διαβάζει καμιά ευχή».

«Είναι ακόμα εδώ».

«Μμμ. Δεν με νοιάζει το δέντρο, Ραφαήλ. Η Νίκη μου με νοιάζει. Και το μωρό μας. Στο διάολο το δέντρο».

Ο Ραφαήλ δεν απαντάει σε αυτό. «Πάμε να δούμε την Νίκη» λέει και χαμογελάει.

Ο Βασίλης δεν σχολιάζει, παρά ανοίγει την πόρτα και η δίνη τούς απορροφά.

Περνάνε ένα διάδρομο, στους τοίχους του οποίου υπάρχουν παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες και ένα τουφέκι, και φτάνουν στην κουζίνα, όπου η μυρωδιά του καφέ είναι ανακατεμένη με αυτή του βραστού φαγητού. Ένα μεγάλο τετράγωνο τραπέζι με καρό τραπεζομάντηλο κι ένα ανθοδοχείο, ένα κρεβάτι-καναπές, παράθυρο, σταθερό τηλέφωνο σε ένα κομοδίνο. Ο νεροχύτης πλυμένος, μια κατσαρόλα στην κουζίνα να καίει.

Δύο άντρες κάθονται και καπνίζουν, ενώ έχουν εμπρός τους από ένα ποτήρι με καφέ. Ο ένας, ο πολύ λεπτός και ασπρομάλλης, είναι ο ιερέας. Ο άλλος, που φοράει τζιν παντελόνι και πουκάμισο και έχει αγοράσει καφέ σε πλαστικό από κάποιο μαγαζί, είναι ο γιατρός. Γυρίζουν και βλέπουν τους αφιχθέντες, με προβληματισμένο ύφος.

«Γεια σου, Βασίλη» λένε ο καθένας με τη σειρά του, για να στρέψουν την προσοχή τους στον επισκέπτη.

«Κύριοι, από δω ο Ραφαήλ. Έχει έρθει για να βοηθήσει με το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε. Ραφαήλ, από εδώ ο πατήρ Στέφανος και εδώ ο γιατρός Βασιλακόπουλος».

«Γεια σας. Χάρηκα για την γνωριμία» λέει ο Ραφαήλ και ανταλλάσσει χειραψία με τους άλλους.

«Ώστε εσύ είσαι ο γνωστός Ραφαήλ» λέει ο Βασιλακόπουλος.

«Έχουμε ακούσει για εσένα» σχολιάζει ο πατήρ Στέφανος. «Υπηρετείς τον Θεό καλύτερα από τους περισσότερους από εμάς, τους απλούς πιστούς Του. Εύγε». Υπάρχει δηκτικότητα στα λόγια του, για κάποιον λόγο.

«Απλά βοηθάω όσους μπορώ».

«Ποια μέθοδο ακολουθείς;»

Τη δική μας, λένε οι δαίμονες, αλλά δεν τους ακούει κανείς. «Τη δική μου» απαντάει ο Ραφαήλ και χαμογελάει. «Δεν της έχω κολλήσει ετικέτα ακόμα».

«Έχεις αποτύχει ποτέ;»

«Δεν έχει τύχει, όχι. Ευτυχώς».

«Σε περίμενα… αλλιώς» λέει ο πατήρ Στέφανος. «Δεν ξέρω… Με έναν μεγάλο σταυρό να κρέμεται από το λαιμό σου, ένα βιβλίο με τις ευχές του Αγίου Κυπριανού στο χέρι σου, αντί για μια τσάντα… Πιο μεγάλο σε ηλικία απ’ όσο είσαι…» Κουνάει το κεφάλι του. «Δεν μοιάζεις με εξορκιστή. Μάλλον με καθηγητή μοιάζεις».

«Δεν είμαι εξορκιστής. Είμαι σύμβουλος».

«Ακόμα χειρότερα. Η Νίκη δε χρειάζεται συμβουλές, αλλά κάποιον που να μπορεί να της πάρει το Κακό και να το πετάξει κλοτσηδόν πίσω στην Κόλαση».

Ο Ραφαήλ δεν απαντάει σε αυτό. Αλλά ρωτάει «Να σας ρωτήσω κάτι και τους δύο, πώς νιώθετε εδώ;»

«Τι εννοείς;» ρωτάει ο παπάς.

«Εδώ, στο σπίτι; Νιώθετε κάτι “περίεργο”;»

Ο παπάς και ο γιατρός κοιτάζουν ο ένας τον άλλο με μια φευγαλέα πλάγια ματιά. Μετά, ο γιατρός στρέφεται προς τον Βασίλη, για λίγο. Ο Ραφαήλ ακολουθεί το βλέμμα του. Ο Βασίλης δεν κοιτάζει αυτούς, αλλά προς μια εσωτερική σκάλα που υπάρχει στο σπίτι.

Ο παπάς νεύει καταφατικά προς τον Ραφαήλ, αλλά δεν λέει κάτι.

Δε χρειάζεται, όμως.

Ο Ραφαήλ ρωτάει «Γιατρέ, η Νίκη έχει κάνει όλες τις απαραίτητες εξετάσεις;»

«Τα πάντα, ναι. Και δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Το σκέφτηκα και εγώ, ότι μπορεί να ευθύνεται κάτι άλλο, η πίεση, ίσως κατάθλιψη. Μίλησα και με τον γυναικολόγο της. Δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας, κατά την γνώμη του». Ο γιατρός ξεροκαταπίνει. «Βέβαια, δεν του είπα για ό,τι κάνει τις τελευταίες μέρες…»

«Κύριοι» λέει ο Βασίλης, σαν να θυμήθηκε μια δουλειά που έχει, «χωρίς παρεξήγηση, αλλά η γυναίκα μου χρειάζεται βοήθεια. Ας αφήσουμε τα πολλά-πολλά, ναι;»

«Σωστά. Πού είναι η Νίκη;»

«Πάμε, θα σου δείξω».

Οι τέσσερις άντρες πηγαίνουν στον πρώτο όροφο από την εσωτερική σκάλα που δεν έχει βαφτεί. Οι τοίχοι είναι ξεθωριασμένοι. Το πάτωμα καλυμμένο με ένα πλαστικό χαλί που αναπαριστά φρούτα. Το φως από τα παράθυρα διαπερνά το σκοτάδι. Η μυρωδιά αλλάζει, γίνεται αδιάφορη. Αλλά ο ηλεκτρισμός που κεντρίζει τον Ραφαήλ δε χάνεται, παρά αυξάνει την έντασή του.

Κι οι δαίμονες είναι έτοιμοι να βγουν στην επιφάνεια.

Περνάνε έξω από μια μισάνοιχτη πόρτα, πίσω από την οποία διακρίνεται ένα κρεβάτι, και φτάνουν έξω από την πόρτα του δωματίου, τη στιγμή που μια ηλικιωμένη βγαίνει και την κλείνει πίσω της. Είναι μικροκαμωμένη, με το σώμα της να σχηματίζει ένα Γ. Κρατάει με τα δυο της χέρια μια μαύρη μαγκούρα. Το πρόσωπό της είναι γεμάτο «χαρακιές». Το στόμα της μαζεμένο, επειδή δε φοράει τη μασέλα της. Τα μάτια της θολά. Το κεφάλι της το έχει καλύψει με ένα μαύρο μαντήλι. Τα χέρια της τρέμουν ελαφρώς και είναι γεμάτα φλέβες που θαρρείς ότι θα πεταχτούν από το δέρμα.

«Πώς είναι;» την ρωτάει ο Βασίλης.

«Ήρεμη» απαντάει η ηλικιωμένη. Κοιτάζει τους άλλους. Το βλέμμα της σταθεροποιείται στον Ραφαήλ. «Εσύ είσ’ ο ειδικός;»

«Μάλιστα. Είμαι ο Ραφαήλ. Εσείς πρέπει να είστε η κυρία Ασπασία». Ο Ραφαήλ χαμογελάει και βγαίνει μπροστά και της δίνει το χέρι του.

Αυτή του λέει «Συγνώμη, παιδί μ’, αλλά δεν μπορώ να σ’ χαιρετήσω. Θα πέσω».

«Με συγχωρείτε. Χάρηκα για τη γνωριμία, κυρία Ασπασία».

«Θα βοηθήσεις την Νίκη μου;»

«Γι’ αυτό είμαι εδώ».

Η Ασπασία τον εξετάζει από πάνω ως κάτω. «Μπορείς; Έχει τον Οξαποδώ μέσα της».

«Δεν νομίζω ότι έχει τον Σατανά, κυρία Ασπασία» πετάγεται ο παπάς. «Σας το είπα και την άλλη φορά. Ένα απλό δαιμόνιο έχει».

«Πάψε, παπά. Δεν ξέρς πού πάν τα τέσσερα. Τι που ήρθα σε σένα, τι που δεν ήρθα, προκοπή δεν είδα».

Ο πατήρ Στέφανος κουνάει τα χέρια του, σαν να θέλει να πει ότι δεν έχει ουσία αυτή η διαφωνία.

«Πριν μπω» λέει ο Ραφαήλ «θέλω να σας ρωτήσω κάτι». Κοιτάζει τους άλλους.

«Πες το» λέει ο Βασίλης.

«Έχετε συμμετάσχει ποτέ σε σεάνς;»

«Ε; Τι είναι αυτό;» ρωτάει η Ασπασία.

«Πνευματιστική συνεδρία. Συνάντηση για να επικοινωνήσεις με τους νεκρούς».

«Ο Χριστός και η Παναγία» λέει ο πατήρ Στέφανος και σταυροκοπιέται.

«Όχι. Είμαστε χριστιανοί ορθόδοξοι, όχι σατανιστές» λέει ο Βασίλης.

«Δεν κάνουν σεάνς μόνο οι σατανιστές, Βασίλη. Αυτοί που παρουσιάζονται ως μέντιουμ κάνουν. Κυρίως».

«Όχι. Όχι, ποτέ» λέει η Ασπασία και απομακρύνεται από την πόρτα. «Μακριά από εμάς οι τσαρλατάνοι».

«Δεν νομίζω ότι έχουμε τέτοια πράγματα εδώ, στο Λεβίδι» λέει ο γιατρός.

«Καλώς. Όφειλα να ρωτήσω» λέει ο Ραφαήλ. «Λοιπόν. Θα μπω τώρα μέσα στο δωμάτιο. Θα μείνετε όλοι έξω. Αν χρειαστώ βοήθεια, θα σας φωνάξω. Εντάξει;»

«Ναι» απάντησαν οι άντρες.

Η Ασπασία δεν μίλησε.

«Κυρία Ασπασία, καταλάβατε;» Ο Ραφαήλ σκύβει λίγο και ακουμπάει απαλά την γυναίκα στον ώμο.

«Ναι. Προχώρει, κυρ ειδικέ».

«Ωραία. Ακόμα κι αν ακούσετε φωνές, μην μπείτε. Το τονίζω. Μην μπείτε. Μόνο αν ακούσετε εμένα να σας καλώ. Είναι σημαντικό να το θυμάστε».

«Κι αν αρχίσει να αιωρείται; Ή να ξερνάει;» ρωτάει ο παπάς. «Ξέρεις, όπως έκανε η Ρέγκαν στην ταινία».

Ο Ραφαήλ δε δίνει σημασία στον εμπαιγμό. «Μόνο αν σας φωνάξω εγώ θα μπείτε».

«Κι αν πάθεις κάτι και δεν προλάβεις να φωνάξεις;» ρωτάει ο γιατρός.

«Δεν θα πάθω». Περιμένει να μιλήσει κάποιος άλλος. «Άλλη ερώτηση;»

«Σώσε την κόρη μου» λέει η Ασπασία, δείχνοντας με τη μαγκούρα της τον Ραφαήλ. Το επόμενο δευτερόλεπτο, αρπάζει το αριστερό χέρι του Ραφαήλ. Εκείνος καταλαβαίνει πως η γυναίκα κυριολεκτικά στέκεται σε αυτόν. «Σώσε την, κυρ ειδικέ».

«Αυτό θα κάνω, κυρία Ασπασία. Τα λέμε σε λίγο».

«Καλή τύχη, κυρ ειδικέ». Η Ασπασία τον αφήνει και, με τη βοήθεια του Βασίλη, κάνει πίσω.

Ο Ραφαήλ ρίχνει μια τελευταία ματιά στους άλλους. Τον κοιτάζουν όλοι με περιέργεια, αλλά και με ελπίδα.

Ανοίγει την πόρτα, μπαίνει στο δωμάτιο και αποκλείει τον έξω κόσμο.

 

 

13

 

Σε αντίθεση με πολλές περιπτώσεις στο παρελθόν, το συγκεκριμένο δωμάτιο δεν αποπνέει από κάθε πόρο του ότι κάτι κακό υπάρχει εδώ. Δεν είναι πολύ βρόμικο, τα έπιπλα και τα άλλα αντικείμενα δεν έχουν υποστεί καταστροφές… Φως μπαίνει από το παράθυρο. Δεν ακούγονται ουρλιαχτά ή διαβολικά χαμόγελα. Η τηλεόραση είναι σβηστή, αλλά άθικτη. Το χαλί, οι τοίχοι, τα κλινοσκεπάσματα, όλα παλαιά, όμως δίχως κάποια «περίεργη» φθορά. Ένα ποτήρι νερό στο κομοδίνο πλάι στην ξαπλωμένη γυναίκα, μια κούκλα Barbie, ένα πορτατίφ είναι έτοιμα προς χρήση. Η τουαλέτα, το έπιπλο για τα καλλυντικά, είναι στημένο αριστερά πίσω από την πόρτα λες και μόλις το έχουν τοποθετήσει εκεί. Και το μοναδικό άτομο που ζει σε τούτο το χώρο είναι ξαπλωμένο στο κρεβάτι, ήσυχο.

Αν υπάρχει, όμως, κάτι που ανησυχεί τον Ραφαήλ είναι η παντελής έλλειψη θρησκευτικών αντικειμένων. Κι όχι μόνο εδώ μέσα, αλλά και στους υπόλοιπους χώρους που είδε. Πουθενά σταυροί, κομποσκοίνια, εικόνες αγίων ή αντίστοιχα βιβλία, αν και υπάρχουν καρφιά στους τοίχους και άδεια τραπέζια. Πράγμα περίεργο, αν σκεφτεί κανείς ότι η οικογένεια ασπάζεται τον Χριστιανισμό. Δεν συνηθίζονται αυτά από τους πιστούς.

Μπορεί να τα έχουν κρύψει, γιατί ενοχλούν τον δαίμονα που έχει καταλάβει την Νίκη, και δεν θέλουν να τον προκαλούν, μην τυχόν και βλάψει εκείνη και το μωρό, σκέπτεται. Είναι μια πιθανή εξήγηση, αλλά καθόλου πειστική.

Ωστόσο, ο Ραφαήλ νιώθει κάτι αλλόκοτο. Εκείνο το ρεύμα που ξεκίνησε στον κήπο τον έχει ακολουθήσει, και εδώ μέσα είναι πάρα πολύ ισχυρό. Το κεφάλι του τον ενοχλεί, λες και έχει μεθύσει.

Η Νίκη ανασηκώνεται, για να δει καλύτερα τον Ραφαήλ. Όντως, ο Βασίλης δεν είχε άδικο. Είναι όμορφη. Έχει ξανθά μαλλιά και μάτια στο πράσινο χρώμα του πολύτιμου λίθου βερντελίτη. Το πρόσωπό της γυαλίζει από τον ιδρώτα. Η φουσκωμένη της κοιλιά κάτω από τα λουλουδάτα σκεπάσματα σε κάνει να σκέφτεσαι ότι ένα υπέροχο πλάσμα μεγαλώνει εκεί.

«Γεια σας» λέει. Η φωνή της μετά βίας ακούγεται. «Εσείς είστε ο κύριος Ραφαήλ, ο σύμβουλος που περιμένουμε;»

Ο Ραφαήλ την πλησιάζει. «Ναι, εγώ είμαι. Καλημέρα, Νίκη». Απλώνει το χέρι του και ανταλλάσσουν χειραψία. «Χάρηκα για την γνωριμία».

«Κι εγώ, κύριε».

«Θέλεις να μιλάμε στον ενικό;»

«Ναι, σίγουρα. Λυπάμαι που με βλέπετε έτσι, αλλά δεν μπορώ να σηκωθώ».

«Δε χρειάζεται να σηκωθείς αυτή τη στιγμή. Καταλαβαίνω». Ο Ραφαήλ βγάζει το παλτό του και, μαζί και τον χαρτοφύλακα, το αφήνει σε μια καρέκλα μπροστά από την τουαλέτα, όπου είναι τα λίγα καλλυντικά της Νίκης. «Με συγχωρείς, αλλά ζεσταίνομαι».

Η Νίκη χαμογελάει. «Ναι, τους είπα να χαμηλώσουν λίγο την θέρμανση. Δεν κάνει τόσο πολύ κρύο. Αλλά φοβούνται μην αρρωστήσω».

«Λογικό ακούγεται. Σε πειράζει να καθίσω δίπλα σου;»

«Όχι, παρακαλώ».

Ο Ραφαήλ βρίσκει ένα πλαστικό σκαμπό στην άλλη πλευρά του δωματίου, εκεί που είναι η μεγάλη ντουλάπα, το παίρνει και το φέρνει στα δεξιά της Νίκης. «Πώς είναι η εγκυμοσύνη σου;» Κάθεται και παρατηρεί λίγο την κοπέλα. Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται σαν μια κουρασμένη μεν, αλλά όμορφη έγκυο, δε. Καμιά υποψία κατάληψης από δαίμονα.

«Καλά. Δεν έχει υπάρξει κάποιο πρόβλημα, δόξα τω Θεώ». Κάνει τον σταυρό της. Είναι η πρώτη της οικογένειας που το κάνει.

«Αγόρι περιμένετε, σωστά;»

«Μμμ, ναι. Όχι ότι θα είχα θέμα αν είχα κορίτσι. Μπορεί η μάνα μου να είχε, αλλά εγώ όχι. Ούτε ο Βασίλης, πιστεύω».

«Κατάλαβα. Μου είπε ότι σκέφτεστε να το ονομάσετε Αναστάση».

«Ναι, θέλει να δώσουμε το όνομα του πεθερού μου».

«Εσύ πώς νιώθεις για αυτό;»

«Δεν έχω πρόβλημα. Όπως και να το πούμε, το ίδιο μου κάνει».

Ο Ραφαήλ νεύει. Αλλάζει θέμα: «Ξέρεις, νόμιζα ότι το Λεβίδι είναι χωριό. Έκανα λάθος. Είναι πιο μεγάλο, σωστή κωμόπολη. Και ωραία κωμόπολη».

«Α, μας υποτιμήσατε τα μέρη μας, κύριε σύμβουλε» λέει περιπαιχτικά η Νίκη. «Αυτά δεν τα σηκώνουμε εδώ».

Ο Ραφαήλ χαμογελάει και σηκώνει τα χέρια. «Ένοχος. Και το δωμάτιο εδώ ωραίο είναι. Και το σπίτι σας, απ’ όσο είδα, δηλαδή».

«Να είσαι καλά. Είναι το πατρικό μου». Δείχνει δίπλα της στο κομοδίνο. «Τη βλέπεις αυτή την κούκλα; Είναι η μοναδική που είχα σαν παιδί».

«Αλήθεια; Ωραία είναι. Τη διατηρείς σε καλή κατάσταση».

«Μμμ». Η Νίκη παραμερίζει ένα κουτί με χάπια και το ποτήρι με το νερό και χαϊδεύει τα ψεύτικα ξανθά μαλλιά της Barbie, που κάθεται μπροστά από ένα σβηστό πορτατίφ. Ο Ραφαήλ προσέχει δύο πράγματα: πρώτον, η Νίκη έχει βάψει τα νύχια και το πρόσωπο της κούκλας σαν να ήταν αληθινή γυναίκα (ενώ η ίδια δεν έχει ούτε ίχνος μακιγιάζ πάνω της, το οποίο δεν είναι απαραίτητα περίεργο, φυσικά), και δεύτερο πως ο Βασίλης είχε δίκιο όταν είπε ότι η Νίκη είναι δουλευταρού. Το χέρι της μυϊκά φαίνεται πολύ δυνατό. «Εσύ είσαι από την Τρίπολη;» ρωτάει τον Ραφαήλ.

«Όχι, από την Αθήνα έρχομαι».

«Ωραία είναι η Αθήνα. Μεγάλη. Τα έχει όλα». Η Νίκη σιάζει τα σκεπάσματα.

«Μήπως χρειάζεσαι κάτι, Νίκη; Νερό, τουαλέτα;»

«Όχι. Ευχαριστώ».

«Οποιαδήποτε στιγμή χρειαστείς ή νιώσεις κάτι, να το πεις. Δεν υπάρχει πρόβλημα να σταματήσουμε για λίγο».

«Εντάξει».

«Ωραία. Να θυμάσαι, επίσης, πως ισχύει το απόρρητο. Ό,τι πούμε μένει ανάμεσά μας».

Η Νίκη κοιτάζει με απορημένο βλέμμα τον Ραφαήλ. «Δεν έχω μυστικά από τον Βασίλη και την μάνα μου».

Όλοι έχουμε μυστικά, θέλει να της πει, αλλά δεν το κάνει. Δεν θα ωφελούσε σε αυτό το σημείο. Ίσως αργότερα, αν το κρίνει απαραίτητο. «Εντάξει. Απλά, θέλω να το έχεις υπ’ όψιν σου. Αν νιώσεις ότι θες να εκμυστηρευτείς κάτι που επιθυμείς να μείνει μεταξύ μας…»

«Κατάλαβα. Αλλά επιμένω. Δεν έχω μυστικά».

«Ισχύει και για οποιονδήποτε άλλο, εκτός του Βασίλη και της κυρίας Ασπασίας».

Η Νίκη ένευσε.

«Ωραία. Πώς νιώθεις αυτή τη στιγμή, Νίκη;»

Εκείνη ανασηκώνει τους ώμους. «Καλά, νομίζω. Δεν…» Καθαρίζει τον λαιμό της. «Δε φέρομαι άσχημα».

«Άσχημα; Δηλαδή;»

«Ε, να, δε βρίζω, δεν πετάω πράγματα σε άλλους. Σε εσένα, δηλαδή».

«Τα κάνεις συχνά αυτά;»

«Όχι. Κάποιες φορές. Απ’ ό,τι μου λένε».

«Απ’ ό,τι σου λένε; Ποιοι σου το λένε;»

«Ο Βασίλης και η μάνα μου. Με αυτούς ζω, αυτοί με βλέπουν».

«Αυτά δεν τα έχεις κάνει μπροστά σε άλλους;»

«Απ’ όσο ξέρω, όχι. Άλλωστε, τον τελευταίο καιρό είμαι συνέχεια εδώ, ξαπλωμένη. Διαταγή γιατρού. Δε βλέπω και κανέναν άλλο. Χθες μόνο είδα τον γιατρό».

«Έχεις φίλους ή και φίλες;»

«Έχουμε, και εγώ και ο Βασίλης. Αλλά δεν μας επισκέπτονται πια. Όχι από τότε που άρχισα να κάνω σαν τρελή».

«Δεν είσαι τρελή, Νίκη. Αντιμετωπίζεις μια παράξενη κατάσταση, κάνεις πράγματα που πρωτύτερα δεν έκανες, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχεις χάσει τα λογικά σου».

«Μη μου χρυσώνεις το χάπι, Ραφαήλ» του λέει με αγανάκτηση. «Τι άλλο θα μπορούσα να είμαι με αυτά που κάνω, εκτός από τρελή;»

Δαιμονισμένη, σκέφτεται εκείνος, αλλά δεν της το λέει. «Θα το ανακαλύψουμε σήμερα».

«Καλά, εντάξει».

«Είπες ότι βρίζεις και πετάς πράγματα. Κι ότι αυτό στο έχουν πει ο Βασίλης και η μητέρα σου».

«Ναι».

«Δηλαδή, εσύ δεν ξέρεις αν τα κάνεις;»

Κουνάει αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι. Δεν θυμάμαι καθόλου να τα κάνω όλα αυτά».

Ό,τι του είπε και ο Βασίλης, δηλαδή. Ο Ραφαήλ το καταλαβαίνει. Στις περισσότερες περιπτώσεις δαιμονισμού, έτσι γίνεται. Ο ξενιστής δεν ξέρει το παραμικρό για τα καμώματα του δαίμονα. Εδώ και ο ίδιος δεν έχει ακριβή εικόνα για το τι κάνουν οι δικοί του όταν αυτός μένει στο παρασκήνιο.

Όμως, και σε περιπτώσεις ψυχολογικών παθήσεων υπάρχουν τέτοια συμπτώματα. Οι πάσχοντες που έχουν πέσει σε κατάθλιψη, για παράδειγμα. Αλλά και άλλες παθογένειες μπορούν να επηρεάσουν την μνήμη, όπως η έλλειψη ύπνου, η χρήση ορισμένων φαρμάκων, διαταραχές του θυροειδούς αδένα… Ο Ραφαήλ αναρωτιέται μήπως πρέπει να αρχίσει να κάνει ερωτήσεις σχετικά με άλλα συμπτώματα, που δεν συνάδουν με δαιμονισμό.

«Όμως, πολλά δεν θυμάμαι» λέει η Νίκη.

Ο Ραφαήλ την κοιτάζει. Η κοπέλα έχει πάρει ένα ονειροπόλο βλέμμα, στραμμένο μακριά, προς την κλειστή πόρτα.

«Τι εννοείς;»

«Κάποιες φορές, ξυπνάω και κάθομαι σε μια καρέκλα ή είμαι στο μπάνιο, χωρίς να θυμάμαι να έχω σηκωθεί από το κρεβάτι. Άλλες φορές, νιώθω… εμ…» Ξύνει το κεφάλι της με αμηχανία. «Δεν ξέρω πώς να το πω…»

«Όπως θέλεις, Νίκη. Άλλες φορές τι νιώθεις;»

«Νιώθω σαν… σαν να έκανα σεξ. Ενώ απαγορεύεται. Ο γυναικολόγος μου μου είπε να το αποφεύγω όσο περνάει ο καιρός, και το τηρούμε αυτό με τον Βασίλη».

«Δηλαδή, νιώθεις διέγερση;»

«Όχι μόνο αυτό. Είναι σαν να έκανα κανονικά, τα πάντα. Είμαι εξαντλημένη και η καρδιά μου φτερουγίζει. Από καύλα». Γελάει. «Μιλάμε, έτσι δεν έκανα ούτε πριν την εγκυμοσύνη».

Ο Ραφαήλ νεύει. Ξέρει ότι υπάρχουν δαίμονες που εκμεταλλεύονται τα σεξουαλικά ένστικτα των ανθρώπων, για να τους έχουν του χεριού τους. Όπως οι γνωστοί Ίνκουμπους και Σούκουμπους, που οι μεν έχουν αρσενική μορφή και επιτίθενται σε γυναίκες και οι δε γυναικεία και ρίχνονται σε άντρες. «Πότε ακριβώς σου συμβαίνει αυτό;»

«Δεν ξέρω. Στο άσχετο, θα έλεγα. Εκεί που κάθομαι και βλέπω τηλεόραση, ξαφνικά χάνομαι και, όταν ξυπνάω, είμαι στην ίδια θέση, αλλά…» Τρίβει τα μάτια της. «Ωχ, γιατί πρέπει να το παραδεχτώ αυτό;»

«Νίκη, καταλαβαίνω ότι νιώθεις άβολα να μιλάς σε έναν ξένο για τόσο προσωπικά ζητήματα. Αλλά είμαι εδώ για να σε βοηθήσω. Και πρέπει να ξέρω όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες, για να το κάνω αυτό. Επίσης, σε συνεδρίες μου έχω ακούσει και δει ό,τι μπορείς να φανταστείς. Δεν παρεξηγώ».

Η Νίκη ξεφυσάει. «Καλά. Όταν ξυπνάω, το παντελόνι της πιτζάμας μου είναι λερωμένο. Και όχι από κάτουρα ή από σκατά». Κοιτάζει τον Ραφαήλ σαν να του λέει Έλα τώρα, καταλαβαίνεις.

«Εντάξει. Εντάξει. Και είσαι σίγουρη ότι δεν έκανες τίποτα με τον Βασίλη εκείνες τις φορές; Ή μόνη σου;»

«Όχι. Αν ήταν, θα στο έλεγα. Επίσης, έχω να κάνω κάτι μόνη μου εδώ και χρόνια. Πριν ακόμα παντρευτούμε με τον Βασίλη, γιατί, ειδικά μετά τον γάμο, δεν έχει χρειαστεί να το κάνω μόνη μου». Σηκώνει το χέρι της. «Και, για να σε προλάβω, όχι, δεν έχω γκόμενο».

«Καλώς. Μια άλλη ερώτηση, είχες ποτέ σου άσχημα όνειρα ή ανησυχίες που έμοιαζαν αδικαιολόγητες;»

«Από μικρή βλέπω όνειρα. Κάποια ναι, είναι άσχημα, αλλά τίποτα το φοβερό. Όσο για ανησυχίες… Για το μωρό, φοβάμαι. Κάποιες φορές, σκέφτομαι δύο και τρεις φορές αν πρέπει να πάω κάπου, ακόμα κι αν μιλάμε για απόσταση κουζίνα-δωμάτιο. Όχι κάτι άλλο, όμως».

«Νίκη, ξέρεις τι είναι η υπνική παράλυση;»

«Ναι, έχω ακούσει στην τηλεόραση για αυτό. Που ξυπνάς, αλλά δεν μπορείς να κουνηθείς».

«Και νομίζεις ότι υπάρχει κάποια μορφή που σε ελέγχει, ναι. Σου έχει συμβεί ποτέ;»

Η Νίκη το σκέφτεται λίγο. «Ναι» απαντάει. «Ω να πάρει η οργή, ναι. Μια φορά, πριν καμιά βδομάδα. Ξύπνησα μες στην νύχτα, για να πάω στην τουαλέτα, αλλά ένιωθα σαν παράλυτη και μου φαινόταν ότι κάτι υπήρχε από πάνω μου, κάποια σκιά, αλλά δεν μπορούσα να τη δω καθαρά. Ήθελα να φωνάξω και τον Βασίλη, όμως ούτε αυτό μπορούσα να το κάνω. Είχα χεστεί πάνω μου από το φόβο. Χριστέ μου, πώς το ξέχασα;»

Λίλιθ, σκέφτεται ο Ραφαήλ. «Αυτή η σκιά… Σου μίλησε;»

«Όχι. Όχι, δεν νομίζω. Αλλά με κοψοχόλιασε για τα καλά. Γιατί άγγιξε την κοιλιά μου. Τη χάιδεψε -ένιωθα την παγωμάρα. Για να… Για να πω την αλήθεια, ούτε ο Βασίλης δεν μου έχει χαϊδέψει την κοιλιά τόσο τρυφερά». Η Νίκη βγάζει ένα αγκομαχητό σαν να ανατριχιάζει.

«Πόση ώρα κράτησε;» την ρωτάει.

«Δεν ξέρω. Κάνα πεντάλεπτο, ίσως. Αλλά εγώ έμεινα εκεί και για άλλα δέκα λεπτά. Πώς δεν κατουρήθηκα, ένας θεός το ξέρει».

«Μίλησες για αυτό στον Βασίλη και την κυρία Ασπασία;»

«Όχι. Μπορεί να με έστελναν σε κάνα ψυχίατρο». Γελάει. «Αλλά τελικά δεν τον γλίτωσα, ε; Ήρθες εσύ».

«Δεν είμαι ψυχίατρος εγώ. Σύμβουλος είμαι».

«Τέλος πάντων. Κατάλαβες τι εννοώ».

«Ναι. Με τον Βασίλη πώς τα πάτε;»

Η Νίκη ρουφάει την μύτη της. Ανασηκώνει τους ώμους της. «Όπως κάθε παντρεμένο ζευγάρι. Έχουμε τα καλά μας, έχουμε και τα κακά μας».

«Πότε ήρθε να μείνει μαζί σας η μητέρα σου;»

«Ανάποδα το λες. Εμείς ήρθαμε να μείνουμε μαζί της. Ή εδώ θα ζούσαμε ή θα χτίζαμε καινούριο σπίτι ή θα πηγαίναμε στην Τρίπολη, σε κάνα διαμέρισμα. Επιλέξαμε να μη φύγουμε από το Λεβίδι. Άλλωστε, εδώ μεγαλώσαμε, εδώ έχουμε δουλειά… Ποιος ο λόγος να φύγουμε, ε;»

«Θέλατε να μείνετε, δηλαδή; Και εσύ και ο Βασίλης;»

Ένα ελαφρό μειδίαμα. «Ναι. Ναι. Το θέλαμε».

«Κατάλαβα. Η διαβίωση με την μητέρα σου πώς είναι; Εννοώ, ένα παντρεμένο ζευγάρι θέλει να έχει την ελευθερία του και η παρουσία ενός τρίτου ατόμου ίσως δε βοηθά. Ισχύει κάτι τέτοιο και με εσάς;»

Η Νίκη δεν απαντάει αμέσως, παρά παίρνει την κούκλα της και τη φέρνει στο ύψος της στρογγυλής κοιλιάς της. «Η μαμά είναι παλαιών αρχών. Όπως ήταν και ο πατέρας μου. Σκέψου ότι την κούκλα μου την αγόρασε ο πατέρας μου, γιατί η μάνα μου δεν την ήθελε. Έκανε διάφορα τέτοια τότε. Τώρα, πετάγεται όπου νομίζει ότι κάνουμε λάθος και μας “διορθώνει”. Αλλά, γενικά, τα πάμε καλά. Και τον Βασίλη τον έχει δεχτεί, και αυτός εκείνη…»

Ο Ραφαήλ δεν μιλάει. Αλλά νιώθει πως πλησιάζει σε μια πιθανή εξήγηση.

«Εντάξει» συνεχίζει η Νίκη «τσακωνόμαστε ώρες-ώρες κι εκείνη φεύγει συνήθως, πάει στο δωμάτιο της, στο ισόγειο. Ή βγαίνει έξω στον κήπο. Πάει στο δέντρο. Κάτι φορές, την έχω πετύχει να παραμιλάει μοναχή της. Όχι στις γάτες και τα σκυλιά μας, όχι. Μόνη της. Κάθεται στη σκιά του δέντρου και λέει… ένας θεός ξέρει τι λέει. Το έκανε και παλιά αυτό, όταν μάλωνε με τον πατέρα μου. Από ένα σημείο και μετά, βέβαια, εκείνος ήταν που υποχωρούσε, γιατί δεν μπορούσε να τη βλέπει να κάθεται μόνη της και να μιλάει στον εαυτό της».

«Εκείνο το δέντρο» λέει ο Ραφαήλ. «Η ιτιά. Τι μπορείς να μου πεις για αυτό; Προσωπικά, δεν καταλαβαίνω πώς γίνεται να υπάρχει εδώ. Αυτά τα βρίσκει κανείς κοντά σε ποτάμια και άλλα μέρη όπου το νερό ρέει άφθονο».

«Δεν ξέρω κάτι για αυτό. Ήταν εκεί από πάντα. Αυτό ξέρω. Α, και πως δεν θέλω να το πλησιάζω. Νιώθω περίεργα κοντά του».

«Δηλαδή;»

Η Νίκη το σκέφτεται. Τα μάτια της κινούνται δεξιά και αριστερά. «Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω» λέει. «Απλά δεν θέλω να είμαι κοντά του».

«Ο Βασίλης σου έχει πει κάτι για αυτό; Έχει νιώσει ποτέ του κάτι παρόμοιο;»

«Στην αρχή, ναι. Δεν του άρεσε. Του έφερνε εμετό, έτσι έλεγε. Τον τρόμαζε. Όπως τρομάζει εμένα». Η Νίκη αναστενάζει και αφήνει την κούκλα ξανά στην θέση της. «Αλλά το συνήθισε, υποθέτω. Εγώ, πάλι, δεν θα το συνηθίσω ποτέ. Πολύ θα ήθελα να το κόψουμε και να το ξεφορτωθούμε».

«Η μητέρα σου πώς νιώθει για την ιτιά;»

«Η μάνα μου;» Η Νίκη χαμογελάει, αλλά όχι από χαρά. «Η μάνα μου την λατρεύει. Φαντάζομαι, επειδή έπαιζε μικρή εκεί, ξέρεις. Της θυμίζει τα παλιά, “που ήταν καλύτερα τα πράγματα, πιο αγνά”, όπως λέει. Ποτίζει αυτό το δέντρο σαν να είναι το κατοικίδιό της».

«Μάλιστα. Έξω στον κήπο, είδα πως οι γάτες και τα σκυλιά σας κοιμούνται σαν να έχουν πέσει σε κώμα».

«Είναι ακόμα έτσι, ε; Προχθές τα είδα κι εγώ».

«Έχει ξανασυμβεί;»

«Απ’ όσο θυμάμαι, όχι. Αλλά δεν παίρνω κι όρκο. Η μνήμη μου δεν είναι και στην καλύτερή της φάση». Η Νίκη ξύνει το κεφάλι της, ανακατεύοντας τα μαλλιά της. «Ξέρεις κάτι, δεν θέλω να μιλάμε άλλο για το κωλο-δέντρο. Με αγχώνει».

«Εντάξει, Νίκη. Μήπως θέλεις να κάνουμε ένα διάλειμμα; Να ξεκουραστείς;…»

«Όχι, εντάξει είμαι». Απλώνει το χέρι της και παίρνει το ποτήρι με το νερό και πίνει λίγο.

«Σίγουρα;»

«Ναι, Ραφαήλ».

«Αν θελήσεις να σταματήσουμε, θα μου το πεις;»

«Ναι, ντε». Του χαμογελάει. «Για να πω την αλήθεια, μου αρέσει να μιλάμε. Έχω καιρό να τα πω με έναν ξένο άνθρωπο».

«Το καταλαβαίνω. Είναι λογικό». Ο Ραφαήλ ρωτάει «Είδα ότι δεν έχεις πολλά καλλυντικά. Πώς έτσι; Εννοώ, νέα γυναίκα είσαι…»

Η Νίκη μορφάζει. «Δεν κάνει. Δεν… δεν τα χρειάζομαι. Δεν αρέσουν στον Βασίλη. Είναι περιττά, λέει».

«Μάλιστα. Εσύ πώς νιώθεις για αυτό;»

Η Νίκη ανασηκώνει ξανά τους ώμους της. «Αφού δεν πρέπει, δεν το κάνω» απαντάει.

«Μμμ». Ο Ραφαήλ κοιτάζει με τρόπο τον ρολόι του. Κοντεύει μία και δέκα. «Νίκη, θα με συγχωρήσεις, αλλά θα σταματήσουμε τελικά για λίγο. Θέλω να φάμε κάτι και να ξεκουραστούμε». Και να πω δυο λόγια με τον γιατρό, γιατί πρέπει να γίνουν εξετάσεις, προτού εξετάσουμε την εκδοχή του δαιμονισμού, σκέφτεται, αλλά δεν το λέει. «Και μετά, συνεχίζουμε από εκεί…»

«Ο άντρας μου και η μάνα μου είναι καλοί, κατά βάθος» λέει η Νίκη. Κοιτάζει τον Ραφαήλ, με σφιγμένο χαμόγελο. «Είναι καλοί, αλήθεια. Απλά, έχουν τις παραξενιές τους, όπως όλοι μας. Όλοι δεν έχουμε παραξενιές;»

«Ναι. Ναι, Νίκη». Ο Ραφαήλ περιμένει. «Όλοι έχουμε».

«Και εγώ πρέπει να τις δεχτώ. Γιατί είναι δικοί μου άνθρωποι. Έτσι δεν είναι;»

Ο Ραφαήλ δεν μιλάει, αλλά τρίβει τα μηνίγγια του. Τον πονάει το κεφάλι του. Τα αυτιά του βουίζουν. Η θερμοκρασία μοιάζει να έχει πέσει στο δωμάτιο. Τώρα κάνει κρύο. Ο ηλεκτρισμός που ένιωθε πιο πριν τώρα έχει δυναμώσει κι άλλο.

Οι δαίμονες μέσα του περιμένουν κι αυτοί.

Η Νίκη λέει «Τα έχω δεχτεί. Αλήθεια λέω. Και είναι ωραία. Σωστά. Αυτά που πρέπει να έχω. Για μένα και για το μωρό». Τώρα χαμογελάει πλατιά, σαν να προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της να λυθεί στα γέλια από ένα χαζό αστείο που είπε ο συνομιλητής της και δεν θέλει να τον προσβάλει.

«Νίκη;»

Δεν του αποκρίνεται. Παρά συνεχίζει να τον κοιτάζει με το ίδιο βλέμμα.

«Είσαι ακόμα εδώ, Νίκη;»

Εκείνη αναπνέει. Η φουσκωμένη κοιλιά της ανεβοκατεβαίνει σταθερά. «Ναι. Είπα ό,τι έπρεπε να πω. Δεν είσαι ευχαριστημένος;»

Ο Ραφαήλ σηκώνεται όρθιος. Αφήνει τα χέρια του να αιωρούνται πλάι στο σώμα του. Ετοιμάζεται. «Για τι πράγμα μιλάς, Νίκη;»

Τότε η Νίκη απλώνει τα χέρια της προς τον Ραφαήλ. Το βλέμμα της αλλάζει. Γίνεται αγχωμένο, φοβισμένο. «Σε παρακαλώ. Είπα ό,τι έπρεπε. Αλήθεια. Σε παρακαλώ, είμαι έγκυος. Μη με βλάψεις. Έχω μωρό. Είναι αθώο. Δε φταίει σε κάτι. Σε παρακαλώ» λέει, σχεδόν χωρίς σταματημό.

Ο Ραφαήλ ακουμπάει απαλά τα χέρια της που κρατάνε το αριστερό δικό του. «Νίκη, δεν θα σε βλάψω. Έχω έρθει για να σε βοηθήσω».

«Σε παρακαλώ, αγάπη μου».

«Τι;»

Εκείνη τη στιγμή, αντιλαμβάνεται μια κίνηση από τα δεξιά του.

Γυρίζει.

Αλλά είναι αργά. Η γροθιά τον πετυχαίνει στο πίσω μέρος του κεφαλιού.

 

 

14

 

Ο πόνος εκατονταπλασιάζεται και ο Ραφαήλ πέφτει μπροστά, προς το κρεβάτι, ενώ η Νίκη ουρλιάζει κάτι που αυτός δεν μπορεί να καταλάβει. Όμως, πριν σωριαστεί πάνω στην γυναίκα, κάτι τον αρπάζει από το πουκάμισο και το επόμενο δευτερόλεπτο βρίσκεται στον αέρα και μετά στο χαλί. Χτυπάει το κεφάλι του, αλλά ελαφριά. Ωστόσο, μορφάζει και βγάζει ένα αγκομαχητό. Μαζί με την απόκοσμη δύναμη που ρέει σε αυτό το σπίτι και το πρώτο χτύπημα, αυτό το πέσιμο σουβλίζει το μυαλό του.

Ο Ραφαήλ παίρνει μερικές ανάσες και προσπαθεί να γυρίσει προς το κρεβάτι. Αλλά είναι πολύ επίπονη η κίνηση. Του φέρνει λιποθυμία. Είναι σαν να έχει πρόβλημα στο σβέρκο και να παρακούει τις εντολές του γιατρού του, κάνοντας μια περιττή, μα και λανθασμένη κίνηση.

Τι έγινε; ακούει μια φωνή μέσα του.

Τότε βλέπει.

Μια ψηλή αντρική φιγούρα στέκεται πλάι στο κρεβάτι. Στραμμένη προς εκείνον. Αλλά δεν είναι μόνη της. Καθώς ο Ραφαήλ εστιάζει το βλέμμα του, βλέπει στην κορυφή του κεφαλιού διάφορα ζωύφια να περπατάνε. Είναι καμιά δεκαριά. Έχουν χέρια και πόδια και σώμα και κεφάλι χωρίς μαλλιά, σχεδόν ανθρώπινα όλα τους. Ακόμα και αντρικά γεννητικά όργανα έχουν. Μόνο που αυτά τα τέρατα είναι μαύρα και το σώμα τους έχει στραβή κλίση, σαν να καμπουριάζουν.

Καλικάντζαροι; αναρωτιέται ο Ραφαήλ. Έχει δει εικόνες τους και τούτα εδώ μοιάζουν πολύ με κάποιους από αυτούς.

Τα τέρατα βγάζουν κάτι ήχους σαν νιαούρισμα και μοιάζουν σαν να κυκλοφορούν στη δική τους κωμόπολη. Στο κεφάλι του Βασίλη. Ο οποίος έχει ένα αποχαυνωμένο βλέμμα, σαν να έχει πάθει εγκεφαλικό. Όμως, φαίνεται απειλητικός. Λες και είναι άγαλμα σε ταινία τρόμου που ετοιμάζεται να επανέλθει στην ζωή, για να σφάξει ανυποψίαστους διαβάτες.

Ο Ραφαήλ παραμένει πεσμένος. Αναθεματίζει. Είναι ευάλωτος. Ο πονοκέφαλος θεριεύει. Χρειάζεται επειγόντως ένα παυσίπονο.

«Εσύ…» ακούει μια φωνή. Παραξενεύεται. Σκέφτεται ότι έχει χτυπήσει πολύ χειρότερα απ’ όσο νόμιζε. Γιατί η φωνή είναι… είναι παιδική. Αγορίστικη, αλλά από ένα ανήλικο αγόρι. Που, όμως, δεν θα έπρεπε να υπάρχει εδώ, στον έξω κόσμο. Γιατί ακόμα δεν έχει γεννηθεί το αγόρι του Βασίλη και της Νίκης.

Μια στιγμή αργότερα, δύο δυνατοί κρότοι στέλνουν το δωμάτιο στο μισοσκόταδο. Τα παντζούρια και η πόρτα έχουν κλείσει, αλλά περνάει λίγο φως ακόμα.

Ο Ραφαήλ σφίγγει τα δόντια του και ανοιγοκλείνει τα μάτια του, για να καθαρίσουν από τη θολούρα. Περιμένει μερικά δευτερόλεπτα, για να συνηθίσει τη μαυρίλα που έχει καταπιεί το χώρο.

Έπειτα, κοιτάζει τον Βασίλη.

Δεν τον αναγνωρίζει. Σκέφτεται πώς στο καλό έκανε ένα τέτοιο λάθος νωρίτερα.

Γιατί στην θέση του Βασίλη βλέπει ένα μικρό κόκκινο αγόρι. Δεν είναι πάνω από ένα και τριάντα, αδύνατο σαν να τρώει ελάχιστα εδώ και μήνες. Τα μάτια του είναι κι αυτά κόκκινα, ενώ δεν έχει μαλλιά. Γυμνό από ρούχα, μα γεμάτο από τους καλικάντζαρους που είδε από πριν ο Ραφαήλ. Τώρα, όμως, συνειδητοποιεί ότι δεν κυκλοφορούν μόνο στο κεφάλι του, αλλά σε όλο του το κορμί.

«Ποιος είσαι εσύ;» ρωτάει ο Ραφαήλ. Μετά, λέει «Νίκη; Είσαι καλά;»

«Δεν θα με εξορίσεις, Ραφαήλ» λέει το κόκκινο αγόρι. «Δεν θα με πάρεις μακριά από την γυναίκα μου. Περιμένει το παιδί μας. Το παιδί που έχω τάξει στην βασίλισσα μου».

Ο Ραφαήλ ανασηκώνεται και διακρίνει πρώτα τη φουσκωμένη κοιλιά της Νίκης και μετά βλέπει το πρόσωπό της. Έχει ριγμένο το κεφάλι της και κλειστά τα μάτια της. Μοιάζει να κοιμάται καθιστή. Αλλά αναπνέει.

Στρέφεται ξανά προς το δαιμόνιο. «Ποιος είσαι;» ρωτάει για δεύτερη φορά.

«Ένας πιστός υπηρέτης της βασίλισσας Λίλιθ. Αυτός που θα σε εξοντώσει και θα ξαποστείλει τους αποστάτες υπηρέτες του Αβαδδών και της Λίλιθ πίσω στην Κόλαση, για να βασανιστούν».

«Όνομα δεν έχεις;»

Το ον δεν αποκρίνεται.

«Κι όμως,  έχεις. Και το ξέρω. Και ξέρω πώς ήρθες εδώ» συνεχίζει ο Ραφαήλ. «Η Λίλιθ σε έστειλε εδώ μέσω του δέντρου. Του Δέντρου του Φεγγαριού, που λέγεται ότι ο Διάβολος προσπαθεί μάταια να το κόψει. Είναι αυτή η ιτιά, που δεν έχει καμιά δουλειά να φυτρώσει εδώ, σε τούτο το αγρόκτημα, μα τελικά, όχι μόνο φύτρωσε, αλλά επιζεί αιώνες». Τώρα σηκώνεται και στέκεται απέναντι στο διαβολικό αγόρι. «Και εσύ είσαι δαίμονας από άλλο μύθο της περιοχής. Το Κόκκινο Παιδί, έτσι σε αποκαλούν. Είσαι εσύ που τυραννάς ζώα που βόσκουν και ανθρώπους που τυχαίνει να σε δουν».

Το Κόκκινο Παιδί δεν μιλάει. Όμως, τρία από τα ανθρωπόμορφα ζωύφια που έχει στο σώμα του πηδούν προς το κρεβάτι και πηγαίνουν στην Νίκη. Σκαρφαλώνουν στο κεφάλι της και ανακατεύουν τα μαλλιά της. Εκείνη δεν κάνει καμιά προσπάθεια να τα αποδιώξει. Αντίθετα, πετάει τα σκεπάσματα από πάνω της και κατεβαίνει από το κρεβάτι. Το μακρύ νυχτικό της απλώνεται ως τους αστράγαλους της, ενώ τα γυμνά πέλματα με τα άβαφα νύχια κάνουν δύο βήματα πάνω στο χαλί. Η Νίκη πλέον είναι ανάμεσα στον Ραφαήλ και το Κόκκινο Παιδί. Εκείνο ανεβαίνει στην πλάτη της γυναίκας και τυλίγει τα χέρια του γύρω από τον λαιμό της και τα πόδια του ακριβώς κάτω από την κοιλιά της.

Περίπου όπως την έπαθε και ο Λάμπρος Παφίλιας, από το Περθώρι, σκέφτεται ο Ραφαήλ, ενθυμούμενος το απόσπασμα από το βιβλίο του Νικολάου Πολίτη Παραδόσεις. Είναι το ανάγνωσμα που φαίνεται να ανταποκρίνεται περισσότερο από κάθε άλλο στην παρούσα περίπτωση. Μέχρι τώρα, δύο μύθοι της Αρκαδίας έχουν βγει αληθινοί. Ο ένας είναι αυτός του Κόκκινου Παιδιού. Ο άλλος είναι η παρουσία των καλικάντζαρων που γυροβολάνε στο σώμα του όντος. Όσο για το Δέντρο του Φεγγαριού, αυτός ο μύθος δεν έχει διευκρινιστεί από ποιο μέρος της Πελοποννήσου προέρχεται. Αλλά, απ’ ό,τι δείχνουν τα πράγματα, το Λεβίδι είναι η πατρίδα του. Ή εδώ βρήκε πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθεί.

Δεν είναι η Νίκη που έχει δαιμονιστεί, καταλήγει ο Ραφαήλ. Αλλά ο Βασίλης. Πώς, όμως; Και γιατί το Κόκκινο Παιδί και οι καλικάντζαροι του να τον αφήσουν να με καλέσει;

Ένας από τους καλικάντζαρους διασχίζει το νυχτικό της Νίκης και βρίσκει το άνοιγμα στο κάτω μέρος και χάνεται. Ο Ραφαήλ βλέπει την ανοδική πορεία που κάνει, αφού το ύφασμα φουσκώνει όπου είναι το τέρας, λες και το κεφάλι του είναι πτερύγιο καρχαρία που ετοιμάζεται να βγει στην επιφάνεια. Την επόμενη στιγμή, το κορμί της γυναίκας συγκλονίζεται, ενώ τα πόδια της κλείνουν μέχρι να ακουμπήσουν το ένα το άλλο. Στο ύψος του αιδοίου, φαίνεται το κεφάλι του καλικάντζαρου.

Τη βιάζει, σκέφτεται ο Ραφαήλ. Γι’ αυτό η Νίκη ξυπνάει έχοντας νιώσει οργασμό.

«Τώρα θα σε σκοτώσω» λέει το ον. Δύο καλικάντζαροι χωρίζονται από τους άλλους και αρπάζουν ο καθένας από ένα χέρι της Νίκης. Άλλοι δύο πηγαίνουν για τα πόδια της. Ένας τρίτος φεύγει εντελώς, και από το Κόκκινο Παιδί και από την Νίκη, κατευθυνόμενος προς το κομοδίνο, όπου πιάνει την Barbie και το πορτατίφ.

Ο Ραφαήλ ετοιμάζεται κι αυτός, έχοντας, όμως, κατά νου την κατάσταση της γυναίκας. Είναι έγκυος. Κάτω από την κατάληψη που της έχει γίνει, παραμένει μια κοπέλα που κυοφορεί μια ψυχή. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να τη χτυπήσει με οποιονδήποτε τρόπο. Όχι ότι θέλει να το κάνει, αλλά κάποιες φορές το απαιτούν οι συνθήκες. Αν μη τι άλλο, κάπως πρέπει να αμυνθεί.

Τότε, με την άκρη του ματιού του, βλέπει ένα αντικείμενο να εκσφενδονίζεται προς το μέρος του. Αλλά είναι μικρό, οπότε δεν το αποφεύγει. Αντίθετα, το πιάνει στον αέρα και το κοιτάζει. Είναι η κούκλα. Μια όμορφη, βαμμένη, ψεύτικη γυναίκα. Τελείως ακίνδυνη στην παρούσα φάση –δεν υπάρχει ίχνος δαιμονικής ενέργειας μέσα της.

Ο Ραφαήλ κάνει πίσω και την αφήνει στο έπιπλο με τα καλλυντικά της Νίκης. «Αυτό είναι το καλύτερο που μπορείς να κάνεις;» ρωτάει τον καλικάντζαρο, κλείνοντας του το μάτι.

Το τέρας κουνάει την άδεια γροθιά του προς τον Ραφαήλ και μετά του πετάει και το πορτατίφ.

Αν και σαφώς μεγαλύτερο και βαρύτερο από την κούκλα, παρ’ όλ’ αυτά δεν είναι αρκετό για να τον συνταράξει. Κυρίως, επειδή ο καλικάντζαρος δεν το έβγαλε από την πρίζα, κάτι που μειώνει την ταχύτητά του. Οπότε ο Ραφαήλ απλά το πιάνει από το καλώδιο, χωρίς να μετακινηθεί, και το αφήνει και αυτό στην άκρη.

Το τέρας νιαουρίζει θυμωμένα και ψάχνει κάτι άλλο, για να χρησιμοποιήσει. Βρίσκει το ποτήρι με το νερό, το πιάνει και το πετάει. Στην μικρή αέρινη διαδρομή, όλο το νερό χύνεται στο χαλί.

Ο Ραφαήλ κάνει στην άκρη και το ποτήρι γίνεται θρύψαλα πάνω στον τοίχο.

«Πάλι δεν τα κατάφερες» σχολιάζει. «Μήπως να δοκιμάσει κάνας άλλος;»

«Νομίζεις πως είσαι έξυπνος» λέει το Κόκκινο Παιδί. «Αλλά είσαι μαλάκας. Ένας ανίδεος μαλάκας, χωρίς αρχίδια».

Ο Ραφαήλ ανασηκώνει τους ώμους του.

«Θα πληρώσεις για την προσβολή σου προς την βασίλισσα μου και προς εμένα και τους υπηκόους μου».

Εκείνη τη στιγμή, άλλοι δύο καλικάντζαροι φεύγουν από το πορφυρό δαιμόνιο, ανοίγουν τρία κουμπιά στο νυχτικό της Νίκης και χώνονται από κάτω. Πάνε στα στήθη της, σαν μικρά μωρά που αναζητούν το μητρικό γάλα. Ή σαν εραστές που θέλουν να απολαύσουν το κορμί της συντρόφου τους.

Τα τέρατα που ελέγχουν τα πόδια της Νίκης σπρώχνουν τα κάτω άκρα, ενώ εκείνα που έχουν αναλάβει τα χέρια της σφίγγουν τις γροθιές της. Η Νίκη έρχεται κατά πάνω του, με το απλανές της βλέμμα και τη φουσκωμένη της κοιλιά να τρέμει.

Ο Ραφαήλ ακούει τους δαίμονες στο κεφάλι του. Θέλουν να πάρουν τα ηνία. Δεν το θέλει. Δεν μπορεί να τους εμπιστευτεί ότι θα νοιαστούν για την κατάσταση της γυναίκας.

Τα χέρια της Νίκης εκτοξεύονται προς το μέρος του. Το ένα προς τον λαιμό του και το άλλο προς την κοιλιά.

Αποκρούει το πρώτο, αλλά το δεύτερο τον πετυχαίνει. Βογκάει και κάνει πίσω. Αμέσως, έρχονται κι άλλα χτυπήματα από τα χέρια. Απανωτά. Σαν η Νίκη να είναι επαγγελματίας πυγμάχος. Κάποια τα αποφεύγει, αλλά όχι όλα. Τα πλευρά του τον πονούν. Το μάγουλό του σκίζεται. Τα μπράτσα του πληγιάζουν. Κι αυτός δεν μπορεί να κάνει πολλά, γιατί έχει κολλήσει στον τοίχο. Στα αριστερά του, είναι το έπιπλο με τα καλλυντικά. Δεξιά, έχει άνοιγμα, όμως τα δαιμόνια το ξέρουν και δεν τον αφήνουν να φύγει από εκεί, αφού αυτά που ελέγχουν τα χέρια της κοπέλας τον αρπάζουν τις δύο φορές που προσπαθεί και τον πετάνε ξανά στον τοίχο και αρχίζουν και πάλι να τον γρονθοκοπούν.

Ο Ραφαήλ αμύνεται. Μόνο αυτό. Υφίσταται κάθε επίθεση, χωρίς να απαντάει. Δεν πρέπει να τραυματίσει την Νίκη και το μωρό της. Δεν πρέπει. Αυτό σκέφτεται, ενώ ταυτόχρονα κοιτάζει μην τον πετύχει καμιά γερή μπουνιά και τον αφήσει στον τόπο, αφού τα χέρια της γυναίκας έχουν πολλή δύναμη και την ίδια στιγμή ελέγχονται από υπερφυσικές οντότητες.

Μια άλλη σκέψη περνάει από το μυαλό του και φωνάζει «ΓΙΑΤΡΕ; ΠΑΤΕΡ ΣΤΕΦΑΝΕ; ΕΛΑΤΕ! ΤΩΡΑ!»

Δεν παίρνει απάντηση.

«ΕΛΑΤΕ! ΓΙΑΤΡΕ! ΠΑΤΕΡ ΣΤΕΦΝΕ! ΕΛΑΤΕ! ΣΑΣ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΙ!»

Το Κόκκινο Παιδί γελάει, ενώ συνεχίζει τα γρονθοκοπήματα. «Δεν σ’ ακούνε. Βρίσκονται αλλού, κοιμισμένοι σε έναν σχεδόν αιώνιο ύπνο. Είσαι μόνος σου».

Ένα λεπτό μετά, ο καλικάντζαρος που είχε πάει στο κομοδίνο εμφανίζεται στο έπιπλο στα αριστερά του Ραφαήλ. Αυτή τη φορά, όμως, δεν πετάει κάτι, αλλά ορμάει ο ίδιος στο σώμα του. Πιάνεται από το χέρι του και αρχίζει να το δαγκώνει, σχίζοντας το πουκάμισο και το δέρμα από κάτω.

«Γαμώτο!» λέει ο Ραφαήλ.

Τότε μια γροθιά στο στομάχι του κόβει την αναπνοή και τον αναγκάζει να λυγίσει τα γόνατά του. Πέφτει, αλλά προλαβαίνει και αρπάζει τον καλικάντζαρο που γαντζώθηκε πάνω του. Το τέρας κουνάει τα χέρια και τα πόδια του άτακτα, όμως σταματάει το επόμενο δευτερόλεπτο, αφού ο Ραφαήλ τον βάζει ανάμεσα στον ίδιο και στην Νίκη, μια μπουνιά της οποίας πετυχαίνει το ον και το σκοτώνει.

Οι άλλοι καλικάντζαροι ουρλιάζουν, βλέποντας έναν δικό τους να γίνεται σκόνη μέσα στη χούφτα του Ραφαήλ και να εξαφανίζεται. Αμέσως, τα χτυπήματα γίνονται δύο φορές χειρότερα.

Ο Ραφαήλ παραμένει σε στάση άμυνας. Από το μυαλό του περνάνε διάφορες εκδοχές αντεπίθεσης: να κλοτσήσει τα πόδια της Νίκης, να την πληγώσει στα πλευρά ή στην κοιλιά της ή να σηκωθεί απότομα και να δοκιμάσει την τύχη του σε πιο καίριο σημείο του σώματός της… Είναι ευάλωτη. Σίγουρα θα πέσει. Σχεδόν αισθάνεται την επιτυχία του, να τη βλέπει να οπισθοχωρεί, με αίματα στο κορμί της, αποδυναμωμένη, έτοιμη για το τελικό χτύπημα.

Αλλά ξέρει ότι δεν θα κάνει τίποτα από αυτά.

Οι φωνές των δαιμόνων τον καλούν να συνετιστεί και να τους αφήσει να πάρουν τον έλεγχο της κατάστασης.

Πριν τους απαντήσει, η πόρτα δίπλα του ανοίγει και κλείνει.

Η Ασπασία έχει μπει στο δωμάτιο. Χωρίς τη μαγκούρα της. Καμπουριασμένη, σαν τους καλικάντζαρους. Στρέφεται προς τον Ραφαήλ και την Νίκη. Και πλησιάζει.

Το Κόκκινο Παιδί λέει «Το τέλος σου πλησιάζει».

Προτού το συνειδητοποιήσει, ο Ραφαήλ νιώθει πρώτα δύο σκληρές παλάμες να τον πιάνουν από το κεφάλι και να τον γυρνάνε και έπειτα δύο μπράτσα να τυλίγονται κάτω από τις μασχάλες του και να τον τραβάνε προς τα πάνω. Δεν το έχει κάνει η Νίκη, αλλά η Ασπασία. Μια ηλικιωμένη που πρωτύτερα με το ζόρι στεκόταν στα πόδια της, τώρα τον βαστάει σαν να είναι γιγαντόσωμος αστυνομικός.

Ο Ραφαήλ δοκιμάζει να κουνήσει τα χέρια του, αλλά δεν το μπορεί. Έχουν εγκλωβιστεί.

Οι καλικάντζαροι σφίγγουν τις γροθιές της Νίκης.

Και του επιτίθενται.

Αυτός, όμως, έχει απάντηση τούτη τη φορά. Προλαβαίνει και σηκώνει το δεξί του πόδι και μετά, αφού το κατεβάσει, σηκώνει το αριστερό. Διαδοχικά, πετυχαίνει τα χέρια της Νίκης, στο σημείο όπου είναι οι καλικάντζαροι. Δεν το περιμένουν και, καθώς τα χέρια τινάζονται προς τα πλάγια, φεύγουν από την Νίκη και εκτοξεύονται σε άλλα μέρη του δωματίου. Μέσα στο μισοσκόταδο μοιάζουν με κακά ψηφιακά εφέ από ταινία με μικρό προϋπολογισμό, τα οποία διακρίνονται λίγο, μέχρι η κάμερα να τα ξεχάσει και να εξαφανιστούν. Ακούγονται οι γδούποι από τη σύγκρουσή τους με τα αντικείμενα και έπειτα το ενοχλημένο νιαούρισμά τους.

Η Νίκη δε βογκάει από τις δυνατές κλοτσιές. Ούτε καν μορφάζει. Απλά, αφήνει τα χέρια της να κρέμονται στα πλάγια του κορμιού της, με μία κοκκινίλα το καθένα, που αργότερα θα μπλαβιάσει.

Όμως, το Κόκκινο Παιδί και οι άλλοι καλικάντζαροι μουγκρίζουν.

«Θα μετανιώσεις για όλα! Τ’ ακούς; Για όλα!» απειλεί το Κόκκινο Παιδί.

Ο Ραφαήλ δεν απαντάει σε αυτό. Αντίθετα, λέει «Νίκη, Βασίλη. Κυρία Ασπασία. Το ξέρω ότι με ακούτε. Θα σας βοηθήσω. Το υπόσχομαι».

«Άδικα μιλάς. Δεν σε ακούνε. Είναι δικοί μου».

«Όχι. Δεν είναι. Ποτέ δεν ήταν». Ο Ραφαήλ πατάει γερά και σπρώχνει το σώμα του προς τα πίσω. Η Ασπασία, αν και δαιμονισμένη, δεν μπορεί να συγκρατήσει όλο του το βάρος που πέφτει πάνω της. Οπισθοχωρεί, ώσπου τα αδύνατα πόδια της μπλέκονται μεταξύ τους και χάνει την ισορροπία της. Το επόμενο δευτερόλεπτο, βρίσκονται αμφότεροι στο χαλί. Ο Ραφαήλ νιώθει το σφιχταγκάλιασμα να χαλαρώνει και το εκμεταλλεύεται: απεγκλωβίζεται και σέρνεται κοντά στο παράθυρο.

Με την άκρη του ματιού του βλέπει έναν από τους καλικάντζαρους να του ορμάει με τα μικρά σαν κλαράκια χέρια του απλωμένα. Ο Ραφαήλ χαμογελάει. Σκύβει και πιάνει το τέρας με το ένα χέρι. Το στρέφει προς τους άλλους. Εκείνο προσπαθεί να ξεφύγει, αλλά του έχει μαγκώσει χέρια και πόδια.

Το Κόκκινο Παιδί βάζει την Νίκη να πει στην Ασπασία «ΣΗΚΩ ΠΑΝΩ, ΑΧΡΗΣΤΗ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΓΡΙΑ!» Η ηλικιωμένη όντως το κάνει. «ΤΙ ΚΑΘΕΣΑΙ; ΟΡΜΑ ΤΟΥ!»

Η Ασπασία περπατάει όσο πιο γρήγορα μπορεί εναντίον του Ραφαήλ.

Αλλά, προτού τον πιάσει, το αριστερό του χέρι την αδράχνει από το δεξί της χέρι, την σπρώχνει προς τα αριστερά και, όταν εκείνη, παρασυρμένη από μια δύναμη πιο ισχυρή από τη δική της, στρέφεται εκατόν ογδόντα μοίρες και αντικρίζει ξανά την Νίκη, εκείνος τυλίγει το αριστερό του χέρι στον λαιμό της. Η Ασπασία προσπαθεί να του το απομακρύνει, αλλά της είναι αδύνατο.

Το Κόκκινο Παιδί συρίζει σαν φίδι. Οι καλικάντζαροι που γυροβολάνε πάνω του κρύβονται πίσω, στην πλάτη του.

Γιατί απέναντί τους δε βλέπουν πια τον Ραφαήλ, αλλά ένα θηρίο καμωμένο από αμέτρητα δαιμονικά κορμιά. Έχει ανθρώπινη υπόσταση, μια στολή για να κρύβεται ανάμεσα στους θνητούς, μα από κάτω, στον πυρήνα, αποτελείται από τους αποστάτες της Κόλασης. Όντα που μια νύχτα βρήκαν πρόσφορο έδαφος σε έναν ανίδεο νεαρό, που εν αγνοία του άνοιξε μια κερκόπορτα και εισήλθαν στον κόσμο του, μέσω της βίαιης κατάληψης της ψυχής του. Είναι όλοι εκεί, όσοι έφυγαν τότε και όσοι ήρθαν αργότερα, σε κάθε εξορκισμό που έκανε ο Ραφαήλ. Είναι εκεί. Κυρίαρχοι του ανθρώπου. Έτοιμοι να περάσουν στην αντεπίθεση.

«Νόμιζες ότι θα σκοτώσεις τον ξενιστή» ακούγεται το συνονθύλευμα από φωνές που βγαίνει από το στόμα του Ραφαήλ. «Νόμιζες ότι είσαι αρκετά ισχυρός και πως έχεις αρκετό στρατό από παιχνίδια για να μας συλλάβεις».

Το Κόκκινο Παιδί συρίζει ξανά. «ΓΑΜΙΕΣΤΕ! ΓΑΜΙΕΣΤΕ ΜΕΤΑΞΥ ΣΑΣ!»

«Δεν είσαι αρκετός για να αφεντεύεις τούτα τα ζώα». Το χέρι του Ραφαήλ υψώνεται δείχνοντας προς την Νίκη τον καλικάντζαρο, που πλέον δεν παλεύει να ξεφύγει, αλλά μάλλον κλαίει. «Αντιμετώπισε την μοίρα σου». Και τότε η γροθιά ξεσφίγγεται και σφίγγεται ξανά, με πολύ περισσότερη δύναμη. Ο καλικάντζαρος ίσα που προλαβαίνει να βγάλει ένα σιγανό νιαούρισμα, προτού γίνει σκόνη και χαθεί για πάντα.

Το Κόκκινο Παιδί ουρλιάζει. Το ίδιο και οι άλλοι καλικάντζαροι.

Οι δαίμονες αναγκάζουν το ελεύθερο χέρι του Ραφαήλ να δώσει ένα χτύπημα στο πλάι του κεφαλιού της Ασπασίας. Είναι απότομο, αλλά τόσο όσο χρειάζεται. Η ηλικιωμένη χάνει τις αισθήσεις της και οι δαίμονες σκύβουν για να την αφήσουν στο χαλί. Έπειτα, σηκώνονται και αρχίζουν να περπατάνε προς το Κόκκινο Παιδί.

Εκείνο, λίγο πριν φτάσουν κοντά τους, ξεκολλάει από την Νίκη, ενώ οι καλικάντζαροι που είχαν κουρνιάσει στα στήθη της, καθώς και αυτός που ερέθιζε το αιδοίο της, βγαίνουν γρήγορα, για να ακολουθήσουν τον κύριό τους. Το ίδιο κάνει και ο καλικάντζαρος που είχε πέσει μακριά από το χτύπημα στο δεξί χέρι της Νίκης. Όμως, οι άλλοι, που ελέγχουν τα πόδια της μένουν λίγο ακόμα, για τα τελευταία βήματα.

Οι δαίμονες βλέπουν το σώμα της Νίκης να έρχεται πάνω τους. Σηκώνουν τα χέρια για να την σπρώξουν μακριά, όμως δεν το κάνουν, γιατί παρεμβάλλεται ο Ραφαήλ, που ακόμα έχει κατά νου ότι η Νίκη είναι έγκυος και δεν πρέπει να τη βλάψει. Πιάνει, λοιπόν, το σώμα της και το αφήνει απαλά στο κρεβάτι. Ο Ραφαήλ, για μια στιγμή, νιώθει πως έκανε κάτι εγκληματικό. Είναι μια παράλογη αίσθηση, που δεν μπορεί να εξηγήσει. Λες και άφησε την Νίκη, όχι για να είναι ασφαλής, αλλά για να ξεκινήσει με αυτό τον τρόπο τα προκαταρκτικά της επερχόμενης σεξουαλικής τους επαφής, τη στιγμή που δεν έχει κανένα τέτοιο σκοπό.

Τότε οι καλικάντζαροι φεύγουν από τα πόδια της και του επιτίθενται. Σκαρφαλώνουν στα πόδια του και ανεβαίνουν, δαγκώνοντας και γρατσουνώντας το παντελόνι και το δέρμα από κάτω.

Οι δαίμονες παίρνουν τα ηνία και πάλι. Σκύβουν και πιάνουν τα τέρατα και τα διαλύουν με τις γροθιές τους. Μετά, στρέφονται προς το Κόκκινο Παιδί.

Εκείνο ουρλιάζει και τρέχει προς το παράθυρο, στην άλλη πλευρά του δωματίου.

Αλλά, πριν το καταστρέψει, ένα δυνατό σπρώξιμο το εκτοξεύει πάνω στον τοίχο, πίσω από το κρεβάτι. Αμέσως, η μορφή του θολώνει και αλλάζει συνεχώς. Μια είναι αυτό και μια ο Βασίλης. Τελικά, σταθεροποιείται και το Κόκκινο Παιδί είναι αυτό που κυριαρχεί.

Οι δαίμονες φέρνουν το σώμα του Ραφαήλ κοντά του. Στέκονται πάνω από το Κόκκινο Παιδί. «Έτοιμος να χάσεις κάθε εξουσία που έχεις;» ρωτάνε. Δεν περιμένουν απάντηση. Απλά, πιάνουν από το χέρι το Κόκκινο Παιδί και το σέρνουν έξω από το δωμάτιο. Βλέπουν τα ακίνητα πεσμένα σώματα του παπά και του γιατρού και τα προσπερνάνε.

Ο κόσμος εκτός του σπιτιού έχει αποκτήσει ένα μουντό χρώμα. Η λιακάδα έχει χαθεί. Σύννεφα έχουν καλύψει το Λεβίδι. Η παγωνιά, ωστόσο, και ο αέρας παραμένουν.

Οι δαίμονες πηγαίνουν το Κόκκινο Παιδί ως το δέντρο. Η ιτιά μοιάζει έτοιμη να ζωντανέψει, σαν μυθικό στοιχείο από το σύμπαν που έπλασε με τη φαντασία του ο Τόλκιν. Τα κλαδιά ομοιάζουν με χέρια, που θα πιάσουν τον Ραφαήλ. Ο κορμός είναι σαν ερπετό που έχει μισοβγεί από το έδαφος και πρόκειται να συνεχίσει, μέχρι να αποκαλυφθεί ολόκληρο.

«Λίλιθ;» φωνάζουν. «Ξέρουμε ότι μας ακούς. Φρόντισε, λοιπόν, να μην ξεχάσεις όσα θα σου πούμε». Φέρνουν το Κόκκινο Παιδί μπροστά, κρατώντας το από το κεφάλι. «Όσους δούλους σου και να στείλεις, θα τους αφανίσουμε. Είτε θα ταχθούν με εμάς, είτε θα γυρίσουν σε εσένα, ηττημένοι. Εδώ, στην Γη, έχουμε τη δύναμη να αντιστεκόμαστε και σε εσένα και στον Αβαδδών. Εξουσιάζουμε τούτο το σώμα και μέσω αυτού θα σας πολεμάμε».

Τα φύλλα του δέντρου κουνιούνται άτακτα τώρα.

«Στείλ’ τε όσους θέλετε. Ξέρετε πού θα μας βρείτε. Όπως ξέρουμε και εμείς πού θα βρούμε τα φρικιά σας. Μέχρι την επόμενη φορά, λοιπόν…»

Οι δαίμονες πετάνε το Κόκκινο Παιδί στο δέντρο, όπου μένει ξαπλωμένο κοντά στο σημείο που βγαίνουν οι ρίζες του. Μετά, γυρνάνε και πηγαίνουν στο αγροτικό του Βασίλη και από την καρότσα παίρνουν τα σχοινιά και το αλυσοπρίονο. Δένουν το Κόκκινο Παιδί και τους καλικάντζαρους του πάνω στο δέντρο και μετά πιάνουν το αλυσοπρίονο και το βάζουν σε λειτουργία.

Με το που αγγίζει η λάμα τον κορμό και αρχίζει να τον πετσοκόβει, η δίνη που επικρατεί στον κήπο, καθώς και η ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, γίνονται ολοένα και πιο μακρινές αναμνήσεις, ενώ η μορφή του Κόκκινου Παιδιού αρχίζει πάλι να χάνεται από τον Βασίλη και να επανέρχεται, σαν το Τ-1000 όταν έπεσε στο καυτό υγρό μέταλλο στον Εξολοθρευτή 2. Οι καλικάντζαροι απαγκιστρώνονται από το Κόκκινο Παιδί και σκαρφαλώνουν στο δέντρο και προσπαθούν να σταματήσουν την λάμα, όμως το μόνο που καταφέρνουν είναι να κόβονται και να γίνονται σκόνη. Την ίδια στιγμή, και καθώς το Δέντρο έχει σχεδόν κοπεί, αρχίζει να καθαρίζει και ο ουρανός.

 

 

15

 

Ο Ραφαήλ, μετά από το επίμονο αίτημα της οικογένειας, αποφασίζει να μείνει ένα βράδυ στο Λεβίδι. Είναι αργά το απόγευμα. Έχουν γευματίσει όλοι μαζί, αφού τους εξέτασε πρώτα όλους ο γιατρός και περιποιήθηκε τα τραύματά τους. Επίσης, ο Ραφαήλ με τον Βασίλη έχουν καθαρίσει το δωμάτιο από τις υλικές ζημιές, που ευτυχώς δεν ήταν πολλές. Στον κήπο, βέβαια, υπάρχει ακόμα το κουφάρι του Δέντρου του Φεγγαριού, το οποίο θα το ξεφορτωθούν αύριο. Αν και ο Βασίλης με την Νίκη δεν το περιμένουν, η Ασπασία δεν αντιδρά όταν μαθαίνει ότι ο Ραφαήλ το έκοψε. Το δέχεται με δάκρυα, αλλά είναι χαρούμενη, νιώθει αγαλλίαση. Ένα μνημείο γεμάτο σκοτάδι, που ταλαιπωρούσε την οικογένειά της για πολλές γενιές, είχε καταστραφεί δια παντός.

Ένα από τα πιο ευχάριστα γεγονότα είναι το ότι οι γάτες και τα σκυλιά έχουν ξυπνήσει και ο κήπος γεμίζει από πεινασμένα νιαουρίσματα και γαβγίσματα χαράς. Ο Ραφαήλ σύντομα διαπιστώνει πόσο ήμερα είναι τα ζώα, όταν συνοδεύει τον Βασίλη, που τα ταΐζει: πιότερο θέλουν χάδια, παρά φαγητό.

Η Νίκη μπορεί επιτέλους να σηκωθεί και να παραβρεθεί μετά από ένα μήνα στο οικογενειακό τραπέζι.

Ό,τι ιερά αντικείμενα έχουν τα βγάζουν από τα συρτάρια που τα είχαν κρύψει -βασικά, που τους είχαν επιβάλλει να κρύψουν– και τα τοποθετούν ξανά στους τοίχους και στα τραπέζια. Ο Ραφαήλ νιώθει τους δαίμονες μέσα του να αναδεύονται με δυσαρέσκεια, αλλά δεν λέει κάτι.

Όλοι έχουν απορίες για το τι και πώς και γιατί συνέβη, αλλά ο Ραφαήλ δεν τους εξηγεί τα πάντα. Τους λέει πώς ακριβώς τους ήλεγχαν το Κόκκινο Παιδί και οι καλικάντζαροι, ότι τα αντικείμενα δεν τα πέταγε η Νίκη με κάποια τηλεκινητική ικανότητα, αλλά πως τα μικρά τέρατα το έκαναν και ότι το Δέντρο λειτουργούσε σαν μια πύλη για να εισβάλλουν δαίμονες. Πολλά άλλα δεν μπορεί να τους τα εξηγήσει. Κυρίως, γιατί και ο ίδιος δεν ξέρει κάθε λεπτομέρεια. Για παράδειγμα, δεν γνωρίζει για ποιο λόγο υπήρχε εκεί το Δέντρο ή γιατί το Κόκκινο Παιδί και οι καλικάντζαροι ήρθαν στην οικογένεια. Δεν κάνει λόγο καθόλου για προφητεία, αλλά αναφέρει την πιθανότητα της κατάρας και τότε η Ασπασία παραδέχεται πως τέτοιες πρακτικές γίνονται συχνά πυκνά στο Λεβίδι μέχρι και σήμερα. Και μάλιστα, τονίζει ότι η οικογένειά της αντιμετωπίζεται με καχυποψία, αν και όχι όσο παλαιότερα.

Όμως, ο Ραφαήλ, σε αντίθεση με τους άλλους συνδαιτυμόνες, καταλαβαίνει πως η κυρία Ασπασία κάτι κρύβει, μιας και η γηραιά γυναίκα αποφεύγει κάθε βλεμματική επαφή και κομπιάζει όταν μιλάει για το πόσο έχει αδικηθεί η οικογένειά της, ενώ παράλληλα φαίνεται πως ψάχνει τα λόγια της, πριν τα ξεστομίσει, σαν να τα σκέφτεται μια στιγμή πριν τα πει. Οπότε ο Ραφαήλ ζητάει την άδειά της να ψάξει το σπίτι.

«Είναι ανάγκη;» ρωτάει ο Βασίλης.

«Απλά θέλω να απαλείψω μια πιθανότητα. Για το τυπικό της υπόθεσης».

Η κυρία Ασπασία λέει ναι και ο Ραφαήλ σηκώνεται.

Στην πραγματικότητα, δεν θα ψάξει όλο το σπίτι, αλλά ένα συγκεκριμένο μέρος του. Μόνο αν πέσει έξω στο σκεπτικό του, θα πάει και αλλού.

Αλλά δε χρειάζεται. Πέντε λεπτά μετά, βρίσκει αυτό που ψάχνει. Έχει πάει στο δωμάτιο της ηλικιωμένης και, αφού έχει ψάξει στο κρεβάτι με τα υφάσματα για ράψιμο και στο κομοδίνο, ανοίγει την ντουλάπα και κάτω από τα κρεμασμένα ρούχα υπάρχει ένα παλιό, ξύλινο κουτί, μέσα στο οποίο βρίσκει αυτό που φταίει για όλα. Ένα σημειωματάριο με καφέ φθαρμένο δερμάτινο εξώφυλλο και οπισθόφυλλο. Το ανοίγει και βλέπει ότι οι πάλαι ποτέ λευκές σελίδες του είναι γεμάτες με το ιστορικό της οικογένειας από το 1940 αιώνα και μέχρι το 1960. Πρόκειται, ουσιαστικά, για καταγεγραμμένες σκέψεις και συναισθήματα και προσωπικές και οικογενειακές στιγμές. Δεν υπάρχει κάθε μέρα αυτών των ετών, αλλά μόνο αυτές που το άτομο ένιωθε την ανάγκη να γράψει. Η μητέρα της Ασπασίας, εν προκειμένω, φαινόταν να αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα με τους δικούς της τότε -ακόμα και αιμομιξία ανάμεσα σε έναν θείο της και την αδερφή της ανέφερε σε μια καταγραφή του 1918- και είναι ξεκάθαρο πως έκρυβε πολύ μίσος μέσα της, αφού εκμυστηρευόταν ότι θα ήθελε να σκοτώσει κάποια συγγενικά και φιλικά της πρόσωπα. Αλλά αυτό που συγκρατεί ο Ραφαήλ από το συγκεκριμένο σημειωματάριο είναι πως στο τέλος κάθε ενότητας/μέρας η γιαγιά της Νίκης έγραφε ένα μικρό ποίημα

 

Φεγγάρι φώτισε το Δέντρο σου

Κι αυτό εμένα.

Στείλε μου, βασίλισσα του Σκότους, τους δούλους σου

Να δώσουμε θυσία σε εσένα.

 

Ο Ραφαήλ επιστρέφει στην κουζίνα και δείχνει το σημειωματάριο στους άλλους. Τους λέει εν τάχει τι υπάρχει ανάμεσα στις σελίδες του, τονίζοντας πως η επίκληση με την οποία κλείνει κάθε καταγραφή γίνεται απευθείας στην Λίλιθ. «Βασικά» αναφέρει «δεν είναι μόνο επίκληση, αλλά και κατάρα. Κατάρα για εσάς. Και δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι η μητέρα της κυρίας Ασπασίας δεν το ήξερε. Πολύ πιθανό να είχε επίγνωση του τι άφηνε στην κόρη της. Μπορεί να το έκανε συνειδητά, αν κρίνουμε από την κακία που έτρεφε μέσα της». Αφήνει λίγο χρόνο, ώστε να το συνειδητοποιήσουν και οι άλλοι, και έπειτα ρωτάει την Ασπασία τι ξέρει γι’ αυτό, κι εκείνη, μετά από ένα λεπτό, απαντάει «Μου τ’ άφησε αμανάτι η μάνα μ’ κι εγώ έπρεπ’ να συνεχίσω την παράδοση. Δεν γινόταν αλλιώτικα, γιατί θα μ’ έπαιρνε ο Οξαποδώ μια ώρα ’ρχύτερα και θα με έκαιγε. Έπρεπε να το διαβάσω. Γι’ αυτό με μάθανε γράμματα. Για να το διαβάζω. Αλλά μόνο όταν θα έκρινα πως υπάρχει ο κατάλληλος για θυσία. Κάποια γυναίκα, δηλαδή».

«Κι εγώ, μάνα;» ρωτάει συγκλονισμένη η Νίκη. «Το μωρό μου; Το μωρό που θα αποκτήσουμε ο Βασίλης και εγώ; Είμαστε;…» Δεν ολοκληρώνει τη φράση της. Τρίβει την κοιλιά της, σαν να την πονάει. Κοιτάζει τον Βασίλη, που κι αυτός έχει μείνει άφωνος.

«Με συγχωρείς, κόρη μου» κλαίει η κυρία Ασπασία. Κρύβει το πρόσωπό της μέσα στα χαρακωμένα από φλέβες χέρια της.

«Είσαστε ό,τι ακριβώς θέλει ένας δαίμονας, Νίκη» λέει ο Ραφαήλ. «Μια μητέρα έχει ισχυρή θέληση και θα κάνει τα πάντα για το παιδί της. Η δυστυχία της, όταν αυτό απειληθεί από μια δύναμη πέραν από τα όρια του φυσικού, θα θρέψει και θα χορτάσει το κακόβουλο ον. Κι εδώ μιλάμε για την Λίλιθ. Για τη βασίλισσα των δαιμόνων. Την σύζυγο του Αβαδδών. Αυτή κι αν θέλει να βασανίσει με αυτό τον τρόπο μια άλλη γυναίκα».

«Χριστός και Παναγία» λέει ο παπάς και σταυροκοπιέται. «Τόσο έξω έπεσα;»

«Δε φταίτε εσείς». Ο Ραφαήλ δείχνει το σημειωματάριο. «Τούτο φταίει». Το παίρνει και το βάζει στο χαρτοφύλακά του, ανάμεσα σε άλλα βιβλία -τα οποία, όμως, είναι για να καταπολεμούν τους δαίμονες και όχι να τους επικαλούνται. «Δεν θα σας απασχολήσει, όμως, ποτέ ξανά. Σας το εγγυώμαι».

«Δηλαδή, Ραφαήλ, τέλειωσε; Οριστικά;» ρωτάει ο Βασίλης.

Ο Ραφαήλ αναστενάζει. «Όσον αφορά το Δέντρο του Φεγγαριού, το Κόκκινο Παιδί και τους καλικάντζαρους, ναι. Αλλά πρέπει να προσέχετε. Όλοι σας. Οι δαίμονες είναι αδιανόητα πολλοί. Οποιοσδήποτε εξ αυτών μπορεί να εισβάλλει στην ζωή σας. Μη διανοηθείτε ποτέ να τους επικαλεστείτε. Και, φυσικά, μην καταραστείτε κανέναν άνθρωπο, για κανένα λόγο, γιατί τον στοχοποιείτε και ό,τι του συμβεί θα είναι σε τεράστιο βαθμό δική σας ευθύνη. Αυτό πείτε το σε όλους όσους ξέρετε κι εκείνοι σε άλλους».

Όλοι συμφωνούν μαζί του.

«Και πείτε τους πως δεν υπάρχει πλέον κανένας λόγος για να σας αποφεύγουν» λέει δείχνοντας τα μέλη της οικογένειας. Μετά, λέει προς τον γιατρό και τον παπά «Σε αυτό βοηθήστε και εσείς. Έχετε επιρροή. Μιλήστε στον κόσμο».

Του υπόσχονται πως θα το κάνουν.

«Αλήθεια, εγώ έγινα αυτό το Κόκκινο Παιδί, που είπες;» ρωτάει ο Βασίλης.

«Κατά μία έννοια, ναι. Ή τουλάχιστον έτσι σε έβλεπα εγώ» απαντάει ο Ραφαήλ.

«Γαμώτο. Ήμουν άσχημος;»

«Δεν ήσουν εσύ, Βασίλη. Ήταν ένας δαίμονας. Και ναι, ήταν άσχημος».

«Που να πάρει… Και το Δέντρο; Λέγεται Δέντρο του Φεγγαριού, σωστά;»

«Ναι».

«Δεν θα έπρεπε να έχει επίδραση μόνο το βράδυ; Τότε που έχει φεγγάρι;»

«Όχι. Όποτε διαβάζεις τους στίχους, τότε ενεργοποιείται η ενέργειά του» απαντάει ο Ραφαήλ. «Η ονομασία οφείλεται στον αρχέγονο φόβο για το σκοτάδι και για τα ουράνια σώματα, που προκαλούσαν το δέος στους ανθρώπους τα αρχαία χρόνια. Το φεγγάρι, σύμφωνα με τον μύθο που μας απασχόλησε, έχει “μαυρίλες”, δηλαδή κακές πτυχές, και αυτές είναι το δέντρο που κρατά την Γη. Ο Πειρασμός υποτίθεται ότι προσπαθεί να το κόψει, αλλά, όπως είδαμε, συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο: το χρειαζόταν το δέντρο, για να του δίνει δύναμη και να του ανοίγει το δρόμο για την Γη».

«Εγώ να ρωτήσω κάτι άλλο;» λέει ο Βασίλης. «Αφού εγώ και η Ασπασία ήμαστε δαιμονισμένοι, γιατί ζητήσαμε εμείς βοήθεια για την Νίκη και όχι εκείνη για εμάς;»

Ο Ραφαήλ το σκέφτεται. «Είναι λίγο περίεργο αυτό. Υποθέτω ότι οι δαίμονες σάς έπεισαν ότι η Νίκη έχει το πρόβλημα και όχι εσείς. Σας έβαλαν λόγια για εκείνη, ίσως σας έδωσαν αναμνήσεις που δεν έχετε, αλλά νομίζατε ότι έχετε –πχ η ρίψη αντικειμένων από την Νίκη εναντίον σας. Σαν να ακούγατε φωνές, που νομίζατε ότι είναι δικές σας, ενώ ήταν των δαιμόνων».

«Εγώ δεν θυμάμαι να άκουγα φωνές» λέει ο Βασίλης. Μετά, το σκέφτεται και προσθέτει «Βασικά, κάτι άκουγα, μια γυναίκα να μου μιλάει…»

«Γυναίκα;»

«Ναι. Είχε πολύ ωραία φωνή, λες και ήταν τραγουδίστρια, ξέρω ’γω».

Ο Ραφαήλ στρέφεται προς την Ασπασία. «Ακούγατε κι εσείς μια παρόμοια φωνή;»

«Ναι. Πάντα την άκουγα. Από τότε π’ άρχισα να χρησιμοποιώ το τετράδιο».

«Οπότε μάλλον ακούγατε την ίδια την Λίλιθ να σας μιλάει» λέει ο Ραφαήλ και κρατάει μια σημείωση στο μυαλό του.

«Και εγώ;» ρωτάει η Νίκη. «Γιατί δεχόμουν ότι εγώ έχω το πρόβλημα;»

Ο Ραφαήλ νεύει. Αναγκάζεται να αποκαλύψει το τι ακριβώς έκαναν οι καλικάντζαροι στην Νίκη, όταν την καταλάμβαναν. «Ο σεξουαλικός ερεθισμός του θύματος είναι συνηθισμένη πρακτική των δαιμόνων. Το ανθρώπινο σώμα ποθεί να είναι ευχαριστημένο. Αναζητά την σαρκική απόλαυση, όπως ένα πεινασμένο ζώο ψάχνει για φαγητό. Οι δαίμονες το ξέρουν αυτό και το εκμεταλλεύονται. Μη ξεχνάς ότι, σύμφωνα με την θρησκεία που έχεις ασπαστεί, το σεξ πρέπει να γίνεται μόνο ανάμεσα σε συζύγους και μόνο για να αποκτήσουν τέκνα. Όμως, με εσένα, δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Αυτό που συνέβαινε είναι πως…»

«Πως με βίαζαν».

«Ναι. Λυπάμαι, Νίκη».

Η Νίκη κουνάει το κεφάλι της με απόγνωση. Κρύβει το πρόσωπό της στα χέρια της. Ο Ραφαήλ την καταλαβαίνει.

«Και το ότι δεν θυμόμουν τίποτα;» τον ρωτάει, χωρίς να τον κοιτάει.

«Ως προς αυτό, φταίει το Δέντρο. Ο χώρος γύρω από μια πύλη ανάμεσα σε κόσμους έχει ισχυρή ενέργεια, από την οποία κανείς δεν ξεφεύγει. Τα συμπτώματα που παρουσιάζει το κάθε άτομο μπορεί να διαφέρουν. Εσύ είχες απώλεια μνήμης. Εγώ ένιωθα σαν να με χτυπάει ηλεκτρισμός. Η κυρία Ασπασία συχνά πυκνά δεν είχε καλή διάθεση με εσένα και τον Βασίλη. Τα ζωάκια έμοιαζαν σαν να είχαν ναρκωθεί. Δυστυχώς, είναι να μη βρεθείς κοντά σε ένα τέτοιο μέρος».

«Τέλεια» σχολιάζει η Νίκη και κανείς δεν μιλάει για λίγο.

«Και πάλι» πετάγεται ο Βασίλης «γιατί να μας αφήσουν να ζητήσουμε βοήθεια;» Βλέπει ότι όλοι τον κοιτάνε με περιέργεια και εξηγεί. «Οι δαίμονες, εννοώ. Αυτό το Κόκκινο Παιδί και οι μαλάκες οι καλικάντζαροι…»

«Βασίλη» πετάγεται η Ασπασία. «Πρόσεχε πώς μιλάς».

«Τέλος πάντων» λέει εκείνος. «Γιατί να μη μας βάλουν λόγια, ώστε να κάτσουμε στα αβγά μας;»

«Οι δαίμονες μέχρι ενός σημείου σάς ήλεγχαν, Βασίλη. Όταν δε διάβαζε η κυρία Ασπασία το ξόρκι, εκείνοι ήταν στη δική τους διάσταση, στην Κόλαση, όσο η βασίλισσά τους, η Λίλιθ, σας ψιθύριζε τα ψέματά της. Κάποια στιγμή, εσύ και η κυρία Ασπασία πάψατε να ανέχεστε τη φωνή της, που σας έλεγε ότι η Νίκη ευθύνεται για όλα, και αποφασίσατε να κάνετε κάτι. Να ζητήσετε βοήθεια. Αν δεν μπορούσε η Λίλιθ να σας εμποδίσει, ε, δεν μπορούσαν και οι κατώτεροί της».

«Α. Μάλιστα» κάνει ο Βασίλης και σιωπά.

Κανείς δεν μιλάει για λίγο.

«Γιατί δεν τα παράτησες;» ρωτάει κάποια στιγμή ο γιατρός. «Εννοώ, όταν είδες πόσο πολύ έχουν καταληφθεί ο Βασίλης και η Νίκη και η Ασπασία;»

«Γιατί δεν είχαν χαθεί εντελώς. Οι δαίμονες κυριαρχούσαν μέσα τους και πάνω τους, αλλά ο Βασίλης, η Νίκη και η κυρία Ασπασία υπήρχαν ακόμα. Απλά έπρεπε να βρω τρόπο να τους επαναφέρω και να ξορκίσω το Κακό που τους βρήκε. Είναι βασικό σε αυτή τη δουλειά: να μην πιστέψεις ποτέ ότι ο άνθρωπος παύει να υπάρχει, επειδή δαιμονίστηκε. Όχι, δεν ισχύει. Κάνω αυτή τη δουλειά χρόνια τώρα και έχω δει πολλές και διάφορες περιπτώσεις δαιμονισμού σε πολλές χώρες του κόσμου. Σε όλες ανεξαιρέτως το άτυχο άτομο πνιγόταν κάτω από το βάρος του τέρατος, αλλά είχε ακόμα σφυγμό. Κι αυτό μου αρκούσε, για να παλέψω για την ψυχή του. Και πάντα θα μου αρκεί».

«Σας ευχαριστούμε» λέει μετά από λίγο ο Βασίλης και το επαναλαμβάνουν η Νίκη με την Ασπασία. «Σας ευχαριστούμε».

 

 

16

 

Από το Λεβίδι, φεύγει την επομένη στις έντεκα το πρωί. Ο Βασίλης, μαζί με την Νίκη, τον πηγαίνουν ως το σταθμό του ΚΤΕΛ γύρω στις δέκα και μισή, όπου παίρνει ένα εισιτήριο. Χρησιμοποιούν το Renault, που όντως είναι πολύ πιο καθαρό από το αγροτικό –δεν υπάρχουν σκουπίδια, ούτε φαίνεται να έχει βάλει ποτέ ζώο μέσα. Μιας και το λεωφορείο, όμως, θα αργήσει λίγο, κάθονται μαζί του και συζητάνε για άσχετα πράγματα, για το μέλλον της χώρας, για την πολιτική κατάσταση… Κάποια στιγμή, η Νίκη ρωτάει τον Ραφαήλ αν έχει οικογένεια. Εκείνος λέει όχι. «Δεν θες να κάνεις;»

«Δεν είναι καλή ιδέα να κάνω οικογένεια».

«Όπως δεν είναι καλή ιδέα να οδηγάς;» ρωτάει ο Βασίλης.

«Ακριβώς. Υπάρχουν λόγοι που, τουλάχιστον για την ώρα, με αποτρέπουν από το να σκεφτώ αυτή την πιθανότητα. Ίσως, κάποτε… Δεν ξέρω».

«Πάντως, θα τα κατάφερνες ως σύζυγος και πατέρας. Το πιστεύω πολύ» τονίζει η Νίκη.

«Σε ευχαριστώ, Νίκη».

Στιγμές αργότερα, ακούγεται η ανακοίνωση από τα μεγάφωνα, ότι το λεωφορείο από Τρίπολη για Αθήνα ξεκινάει σε δέκα λεπτά και σηκώνονται. Χαιρετάνε ο ένας τον άλλο, ενώ στο τέλος ο Βασίλης πληρώνει τον Ραφαήλ ένα ποσό που συμφώνησαν.

Ο Ραφαήλ φτάνει στο διαμέρισμά του ενώ έχει μεσημεριάσει. Πάει κατευθείαν στην αποθήκη, όπου αφήνει το σημειωματάριο στο ίδιο συρτάρι όπου άφησε χθες και το Δαίμονες του Κόσμου που πήρε από την Ειρήνη. Όμως, από το χαρτοφύλακά του βγάζει και ένα κομμάτι ξύλου, που έκοψε από τον κορμό της ιτιάς, και το βάζει μέσα σε ένα συρτάρι και αυτό. Θα μπορούσε να μην το πάρει, αλλά θεώρησε σημαντικό να το έχει, όχι ως τρόπαιο, αλλά για να το μελετήσει κάποια άλλη στιγμή. Αν μη τι άλλο, είναι μέρος μιας πύλης προς την Κόλαση. Ο Ραφαήλ τότε αναρωτιέται αν είχε έρθει ποτέ η Λίλιθ στο Λεβίδι. Το σημειωματάριο χρησιμοποιούνταν για πολλά χρόνια. Πόσα θύματα να είχαν θυσιαστεί για αυτήν; Να την ήταν κάποιο ιδανικό ως σώμα για τη βασίλισσα των δαιμόνων; Κι αν ήταν, εκείνη ήρθε;

Όχι, απαντάει μόνος του. Αν είχε έρθει, το Λεβίδι θα καταστρεφόταν. Οι κάτοικοί του θα αλληλοσκοτώνονταν. Η φύση θα διασαλευόταν σε τρομαχτικό βαθμό. Όχι, η Λίλιθ δεν ήρθε ποτέ στο Λεβίδι.

«Αλλά παραλίγο να έρθει» μονολογεί. «Και ήθελε όχι μόνο ένα ξένο σώμα, αλλά δύο. Ήθελε και το μωρό». Ο Ραφαήλ ξεφυσάει. «Την τελευταία στιγμή τη γλιτώσαμε».

Αλλά γιατί; Γιατί δεν ήρθε; Αφού οι υπήκοοι της ετοίμασαν το έδαφος. Κι εκείνη άγγιξε την Νίκη, ως Μόρα. Γιατί;…

Δεν ξέρει. Και ίσως δεν θα μάθει ποτέ. Προς το παρόν, όμως, σημασία έχει πως μια ακόμα οικογένεια έπαψε να τυραννιέται από τα δαιμόνια που είχαν έρθει στο σπίτι της. Κι αυτό αρκεί. Άλλωστε, κάτι του λέει ότι δεν έχει ξεμπερδέψει εντελώς με την Λίλιθ και τον Αβαδδών.

Τότε νιώθει ξανά την αρνητική ενέργεια των άλλων αντικειμένων να διαχέεται. Αναρωτιέται αν οι ήχοι που ακούει είναι υπαρκτοί ή της φαντασίας του. Κοιτάζει το ρομπότ. Ακίνητο, ως συνήθως. Ρίχνει μια ματιά και στα άλλα πράγματα. Ο θώρακας του ιππότη, κλεισμένος μέσα στη γυάλινη θήκη του. Τα βιβλία, η τράπουλα ταρώ, η πένα… Είναι όλα στην θέση τους. Όλα φαίνονται αθώα, σαν πτερύγια που ένας ανίδεος θα περνούσε για πτερύγια δελφινιών, ενώ στην πραγματικότητα, κάτω από το νερό, σαλεύουν καρχαρίες.

Στρέφεται προς την κλειστή πόρτα. Προχωράει προς αυτή. Πιάνει το πόμολο. Περιμένει, αλλά δεν συμβαίνει κάτι. Τα προστατευτικά σύμβολα λειτουργούν ακόμα.

Βγαίνει και, αντί για την εξώπορτα και το Βουτιά στην γεύση, πάει στην κρεβατοκάμαρα των γονιών του. Κάθεται εκεί για λίγο, χαλαρώνοντας και παρατηρώντας τις φωτογραφίες του ιδίου και των γονιών του. Κι αναρωτιέται αν η Νίκη έχει δίκιο, όταν του είπε ότι θα μπορούσε να γίνει καλός πατέρας και σύζυγος.

 

————————————————————

Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: