, ,

Damon HellWay Saga: Oliver Twisted

«Μπορώ να έχω και δεύτερη μερίδα παρακαλώ;» ρώτησε το μικρό αγόρι.

Ο χώρος γύρω του ήταν σκοτεινός, ομιχλώδης, το πρόσωπό του θολό, τα χαρακτηριστικά του δεν ξεχώριζαν. Και η φωνή του… η φωνή του έφτανε μακρινή, λες και ακουγόταν μέσα σε ένα τούνελ. Το μόνο που φαινόταν ξεκάθαρα, ήταν τα μάτια του﮲ δυο καταγάλανα μάτια, που έμοιαζαν γυάλινα.

Η Νάνσι ξύπνησε καταϊδρωμένη στο κρεβάτι, με την καρδιά της να σφυροκοπά μέσα στο στήθος της. Ανακάθισε απότομα και μετά, σωριάστηκε με δύναμη πίσω στο μαξιλάρι. Ο αέρας λυσσομανούσε έξω από το παράθυρό της και οι αστραπές, φώτιζαν απόκοσμα το σκοτάδι γύρω της. Είχε δει τόσες πολλές φορές το ίδιο όνειρο που είχε χάσει το μέτρημα. Δεν ήξερε γιατί την τρόμαζε τόσο πολύ. Ήταν απλά ένα αγόρι που ζητούσε μια δεύτερη μερίδα φαγητό. Κι όμως τα μάτια του… τα μάτια του ήταν τόσο περίεργα, τόσο γυάλινα… τόσο άψυχα…; Δεν ήξερε γιατί ήρθε αυτή η λέξη στο μυαλό της. Άψυχα. Πώς μπορούσαν δυο μάτια που κοιτούν να είναι άψυχα; Τράβηξε το σεντόνι και σκούπισε το ιδρωμένο της πρόσωπο.

Μια δυνατή βροντή την έκανε να τιναχτεί απότομα. Κατέβασε σιγά σιγά το σεντόνι, τόσο ώστε να μείνουν ακάλυπτα μόνο τα μάτια της.

«Είναι μόνο η βροχή…» προσπάθησε να καθησυχάσει τον εαυτό της.

Άλλη μια εκτυφλωτική αστραπή και η Νάνσι, κατάφερε να κρύψει με κόπο ένα επιφώνημα τρόμου. Απέναντί της, στον τοίχο, εμφανίστηκε στιγμιαία ένα αγόρι﮲ ένα περίεργο αγόρι με μαύρα μαλλιά που θα ορκιζόταν ότι είχε – δεν ήξερε πώς- και γαλανά μάτια. Έβγαλε δειλά το χέρι της κάτω από το σεντόνι και άναψε το φως. Το δωμάτιο ήταν άδειο. Ξεφύσησε ανακουφισμένη.

«Σύνελθε Νάνσι…» μονολόγησε.

Πήρε μια βαθιά ανάσα, πέταξε απότομα τα σκεπάσματα από πάνω της και σηκώθηκε. Άναψε το φως και κοίταξε το πρόσωπό της στον καθρέφτη. Η όψη της, ταλαιπωρημένη από τους συνεχείς εφιάλτες δεν θύμιζε το φρέσκο, εικοσιπεντάχρονο κορίτσι που είχε μετακομίσει πριν λίγο καιρό. Έριξε τη ρόμπα στους ώμους της και βγήκε στον διάδρομο. Το παχύ χαλί έπνιξε τα βήματά της. Κατέβηκε στην κουζίνα χωρίς να ανάψει το φως και γέμισε ένα ποτήρι με κρύο νερό. Το ήπιε μονορούφι και το άφησε στον πάγκο. Έκανε μεταβολή για να επιστρέψει στο δωμάτιό της, αλλά πάγωσε στη θέση της. Κράτησε απότομα την ανάσα της χωρίς να το καταλάβει. Μπροστά της στεκόταν το ίδιο αγόρι, μόνο που τώρα τα μαλλιά του ήταν λευκά. Την κοιτούσε ανέκφραστο. Εκείνη άρχισε να οπισθοχωρεί, για να διαπιστώσει σχεδόν αμέσως πως ο πάγκος ήταν ακριβώς πίσω της. Δεν είχε πού να πάει. Το αγόρι έγειρε το κεφάλι του στο πλάι.

«Μπορώ να έχω μια δεύτερη μερίδα παρακαλώ;» τη ρώτησε.

Η Νάνσι λιποθύμησε.

Την επόμενη στιγμή, προχωρούσε σε ένα σκοτεινό, στενό διάδρομο με πόρτες ορμητικά κλειστές. Τα βήματά της αντηχούσαν δυνατά μέσα στην απόλυτη ησυχία. Η αντανάκλασή της στο πάτωμα, περπατούσε μαζί της. Φορούσε ένα γκρι, μακρύ φόρεμα με κουμπιά στο μπροστινό μέρος, μια λευκή, φαρδιά κορδέλα στο κεφάλι και είχε τα μαλλιά της μαζεμένα σε κότσο στη βάση του αυχένα. Οι ψυχροί τοίχοι, δεξιά κι αριστερά της έμοιαζαν τόσο κοντά ο ένας με τον άλλον που της προκαλούσαν ασφυξία. Στάθηκε έξω από μια πόρτα, και κοίταξε μέσα από ένα παράθυρο με σιδερένια κάγκελα. Ένα μικρό αγόρι με μαύρα μαλλιά ήταν ξαπλωμένο σε ένα κρεβάτι με λευκά σεντόνια. Οι τοίχοι γύρω του, είχαν το ίδιο γκρίζο χρώμα με αυτούς που βρίσκονταν στον διάδρομο. Δίπλα στο κρεβάτι, υπήρχε μια ξεφτισμένη πολυθρόνα, και πάνω της ήταν καθισμένος ένας τεράστιος μπεζ αρκούδος, στραμμένος προς το αγόρι. Έκανε και πάλι να φύγει, όταν «έπιασε» μια κίνηση με την άκρη του ματιού της. Κοίταξε και πάλι από το παράθυρο. Ο αρκούδος, είχε γυρίσει προς το μέρος της. Η Νάνσι άρχισε να ουρλιάζει.

Ξύπνησε καταϊδρωμένη για να διαπιστώσει πως δεν είχε σηκωθεί ποτέ από το κρεβάτι της. Η καρδιά της σφυροκοπούσε όπως στο όνειρο που είχε δει. Έξω είχε ξημερώσει και ήταν μια πολύ ζεστή μέρα.

Άρπαξε το κινητό από το κομοδίνο της και κάλεσε έναν αριθμό.

«Δρ Ντέιβιντ DarkLead, πρέπει να σας δω άμεσα».

***

Ο άντρας με την ολόχρυση οδοντοστοιχία, το μαύρο γιλέκο και παπιγιόν και το λευκό πουκάμισο, καθόταν απέναντί της και την κοιτούσε έντονα στα μάτια. Στο χέρι του κρατούσε ένα στυλό και το ακουμπούσε στα χείλη του.

«Είναι η πολλοστή φορά που βλέπω αυτό το όνειρο», παραπονέθηκε εκείνη. «Το αγόρι, το ίδρυμα, ο αρκούδος, κάθε φορά το ίδιο. Κάθε φορά νομίζω πως ξύπνησα και κάθε φορά διαπιστώνω πως το όνειρο συνεχίζεται και δεν σταματά, παρά μόνο όταν ο αρκούδος στραφεί προς το μέρος μου. Και η ιστορία του Όλιβερ Τουϊστ; Τι σχέση έχει με όλα αυτά; Γιατί ονειρεύομαι συνεχώς αυτή τη σκηνή;»

Ο Ντέιβιντ συνέχισε να την κοιτάζει ερευνητικά. Άφησε το στυλό στο γραφείο του. Στη συνέχεια πίεσε με το ένα χέρι τα δάχτυλα του άλλου. Το «κρακ» που ακούστηκε την έκανε να ανατριχιάσει.

«Όπως σου έχω ξαναπεί Νάνσι, το μόνο που χρειάζεσαι είναι διακοπές. Όλο αυτό είναι συσσωρευμένο άγχος και τίποτε περισσότερο. Επιβάλλεται να φύγεις από εδώ το συντομότερο δυνατόν και να αλλάξεις παραστάσεις. Από τη στιγμή που έχεις παραιτηθεί από τη δουλειά σου δεν υπάρχει λόγος να το καθυστερείς».

«Μα…»

Ο Ντέιβιντ σήκωσε το χέρι. Εκείνη σώπασε.

«Δεν δέχομαι αντιρρήσεις. Πρέπει να φύγεις από εδώ το συντομότερο», πρόσθεσε τονίζοντας κάθε συλλαβή. Λέγοντας αυτά, άνοιξε το συρτάρι του γραφείου του. Έβγαλε έναν φάκελο και της τον έδωσε. «Άνοιξε τον».

Εκείνη υπάκουσε. Στο χέρι της κράτησε μερικές φωτογραφίες. Άρχισε να τις παρατηρεί.

«Ένας φίλος μόλις εγκαινίασε το ξενοδοχείο του. Βρίσκεται σε ένα πολύ ήσυχο μέρος στην εξοχή, λίγο έξω από το Μέλβιλ. Μου προσέφερε δωρεάν διαμονή για μια εβδομάδα, δυστυχώς όμως λόγω υποχρεώσεων δεν μπορώ να πάω. Θα του μιλήσω ώστε να πάρεις εσύ τη θέση μου».

«Κύριε DarkLead δεν μπορώ να δεχθώ αυτό το…»

«Δεν ακούω κουβέντα Νάνσι», την έκοψε απότομα εκείνος. «Θα πας».

***

Ο ξενώνας FireDream, ήταν ένα ψηλό, πέτρινο, κυκλικό κτίριο που έμοιαζε με κάστρο. Η Νάνσι στάθηκε απέξω και κοίταξε τα μυτερά κάγκελα της μεγάλης, σιδερένιας πόρτας. Την έσπρωξε κι εκείνη άνοιξε αθόρυβα. Άρχισε να σέρνει τη βαλίτσα της και να διασχίζει ένα στενό μονοπάτι που πλαισιωνόταν από ψηλά δέντρα. Προσπάθησε να διακρίνει μέσα από τις φυλλωσιές τους, αλλά ήταν τόσο πυκνές και κρατούσαν καλά φυλαγμένο τον κόσμο που κρυβόταν από πίσω. Έφτασε μπροστά στην είσοδο. Η μεγάλη, ξύλινη πόρτα, ήταν ανοιχτή. Τη διάβηκε και κοίταξε γύρω της. Βρισκόταν σε έναν κυκλικό χώρο με τοίχους από κόκκινα τούβλα. Πολλά, μικρά αναμμένα κεριά, ήταν στερεωμένα σε διάφορες εσοχές τους. Απέναντί της, υπήρχε μια μεγάλη σκάλα, δίπλα της δύο μεταλλικές πόρτες, ενώ στο αριστερό χέρι της ένας πάγκος. Πίσω από τον πάγκο, καθόταν μια νεαρή κοπέλα με κοντά, καρέ, μαύρα μαλλιά. Μια φαρδιά, κόκκινη κορδέλα τα απομάκρυνε από το μέτωπό της. Κοιτούσε με προσμονή προς το μέρος της. Η Νάνσι την πλησίασε.

«Καλησπέρα. Είμαι η Νάνσι Φλέμινγκ. Θα σας έχει μιλήσει ο κύριος DarkLead».

«Καλώς ορίσατε κυρία Φλέμινγκ», έκανε ευγενικά η κοπέλα. «Το δωμάτιό σας βρίσκεται στον τελευταίο όροφο». Έβγαλε ένα μεγάλο, χρυσό κλειδί και το ακούμπησε στον πάγκο μπροστά της. «Αφήστε τη βαλίτσα σας εδώ και θα την ανεβάσουμε εμείς. Το ασανσέρ βρίσκεται από εκεί», πρόσθεσε δείχνοντας προς τα δεξιά.

Η Νάνσι προχώρησε προς τις δύο μεταλλικές πόρτες. Έκανε να πατήσει το κουμπί, αλλά εκείνη τη στιγμή άκουσε τον χαρακτηριστικό βόμβο του ανελκυστήρα που σταματά στο ισόγειο. Οι δυο πόρτες άνοιξαν απευθείας. Μπροστά της, εμφανίστηκε ένας μικρός, κυκλικός χώρος, περιτριγυρισμένος από καθρέφτες, στον οποίο χωρούσε με το ζόρι ένα άτομο. Μόλις πάτησε μέσα το ένα πόδι, οι πόρτες έκλεισαν μεμιάς και παραλίγο να της αιχμαλωτίσουν το άλλο. Την τελευταία στιγμή πρόλαβε και το τράβηξε. Μετά από δυο δευτερόλεπτα, έφτασε στον προορισμό της. Η Νάνσι βγήκε έξω και ο χαρακτηριστικός ήχος του ασανσέρ που απομακρύνεται, ακούστηκε ξανά. Βρέθηκε σε έναν αρκετά σκοτεινό διάδρομο, χωρίς παράθυρα, που φωτιζόταν από τα κεριά στις εσοχές των τούβλινων τοίχων που υπήρχαν και στο ισόγειο. Δεν υπήρχε καμία άλλη πόρτα εκτός από αυτήν που βρισκόταν στο τέρμα. Πλησίασε. Δεν έγραφε νούμερο απέξω. Κοίταξε γύρω της, αλλά ο χώρος ήταν έρημος. Δεν βρισκόταν κανείς να της επιβεβαιώσει ότι αυτό ήταν το δωμάτιό της. Στράφηκε και πάλι μπροστά κι έχωσε το κλειδί στην κλειδαριά. Εκείνο εφάρμοσε αμέσως. Το στριφογύρισε τρεις φορές και η πόρτα άνοιξε με ένα απαλό «κλικ». Το δωμάτιο, ήταν λίγο πιο φωτεινό από το υπόλοιπο ξενοδοχείο. Οι τοίχοι του ήταν επίσης κατασκευασμένοι από τούβλα, κεριά υπήρχαν στις εσοχές τους, ενώ απέναντί της βρισκόταν ένα κυκλικό παράθυρο με κλειστές κουρτίνες. Το φως του ήλιου, γλιστρούσε απαλά μέσα και απλωνόταν στο μαρμάρινο πάτωμα, σχηματίζοντας μια φωτεινή δέσμη. Δεξιά της, βρισκόταν ένα τεράστιο κρεβάτι με ουρανό και σεντόνια από καθαρό μετάξι. Μια αραχνοΰφαντη κουνουπιέρα κρεμόταν γύρω του. Δίπλα του, ήταν αφημένη η βαλίτσα της. Ενώ αναρωτιόταν πότε πρόλαβαν να την ανεβάσουν, από τη στιγμή που η ίδια δεν χρειάστηκε παρά μερικά δευτερόλεπτα για να φτάσει, παρατήρησε τον μεγάλο καθρέφτη με την ολόχρυση κορνίζα που ήταν κρεμασμένος στον απέναντι τοίχο. Μια κουνιστή πολυθρόνα αντίκα κι ένα γραφείο από ξύλο της καλύτερης ποιότητας βρίσκονταν δίπλα στο παράθυρο. Στην άλλη άκρη του δωματίου, υπήρχε ένα ανάκλιντρο με κόκκινο, βελούδινο κάλυμμα κι ένα μικρό τραπεζάκι με γυάλινο τζάμι στην επιφάνειά του. Πάνω του, ήταν ακουμπισμένο ένα άδειο ποτήρι κρασιού και δίπλα του, ένα διαφανές μπουκάλι, γεμάτο με ένα κόκκινο ποτό. Προχώρησε προς το παράθυρο και τράβηξε την κουρτίνα. Ο ήλιος όρμησε μέσα και η Νάνσι μισόκλεισε τα μάτια για να συνηθίσει. Έψαξε να βρει κάποιο πόμολο για να το ανοίξει, αλλά δεν υπήρχε τίποτα. Χαμήλωσε το βλέμμα και κοίταξε προς τα κάτω. Αντίκρυσε ένα πυκνό στρώμα από φυλλωσιές δέντρων που δεν την άφηναν να δει ανάμεσά τους. Ένιωσε μια ξαφνική δίψα. Προχώρησε προς το τραπεζάκι πήρε το μπουκάλι και το περιεργάστηκε. Δεν υπήρχε ετικέτα. Το άνοιξε, το πλησίασε στο πρόσωπό της και το μύρισε. Ήταν άοσμο. Έριξε λίγο στο ποτήρι, το έφερε στα χείλη της και ρούφηξε μια μικρή γουλιά. Ήταν γλυκό κι εύγευστο. Σκεπτόμενη πως ήταν το ποτό καλωσορίσματός της, γέμισε το ποτήρι και το ήπιε μονορούφι. Άρχισε να ζαλίζεται. Το ποτήρι γλίστρησε από τα χέρια της. Μερικές κόκκινες σταγόνες, χύθηκαν στο πάτωμα. Σωριάστηκε λιπόθυμη.

***

Η Νάνσι βρισκόταν μέσα στο γκρίζο δωμάτιο. Καθόταν στην άκρη του κρεβατιού και σκούπιζε με ένα βρεγμένο πανί το ιδρωμένο μέτωπο του αγοριού. Εκείνο είχε κλειστά τα μάτια του.

«Νάνσι…» έκανε ξεψυχισμένα. «Θα μου διαβάσεις πάλι το παραμύθι; Εκείνο με το αγόρι που έχει το ίδιο όνομα με μένα;»

Η κοπέλα χαμογέλασε θλιμμένα. Σηκώθηκε από δίπλα του κι έσκυψε κάτω από το κρεβάτι. Τράβηξε ένα μικρό, χάρτινο κουτί και το άνοιξε. Μέσα, υπήρχε ένα βιβλίο με τίτλο: «Όλιβερ Τουίστ». Το άνοιξε και ξεκίνησε να διαβάζει. Σύντομα η αναπνοή του αγοριού έγινε πιο βαριά, και το στήθος του άρχισε να ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά. Εκείνη έκλεισε το βιβλίο, το έβαλε στο κουτί και το έχωσε και πάλι κάτω από το κρεβάτι. Έσκυψε και φίλησε στο μέτωπο το αγόρι. Σηκώθηκε, πήρε τον αρκούδο που ήταν ακουμπισμένος δίπλα της στο πάτωμα και τον άφησε πάνω στην καρέκλα. Βγήκε στον διάδρομο κι έκλεισε την πόρτα πίσω της, χωρίς να προσέξει ότι ο αρκούδος είχε στρέψει το κεφάλι του προς το μέρος της.

Ξύπνησε με την καρδιά να βροντοχτυπά στο στήθος της. Ανακάθισε απότομα ενώ ο ιδρώτας έτρεχε από το μέτωπό της, για να δοκιμάσει μια ακόμα έκπληξη που εκτόξευσε τους παλμούς της. Βρισκόταν στο κρεβάτι και όχι στο πάτωμα. Δίπλα της, σε μια καρέκλα, καθόταν ένας άντρας που την κοιτούσε ανέκφραστος. Είχε κατάλευκα μαλλιά και δέρμα, καταγάλανα μάτια και φορούσε μαύρα ρούχα και καμπαρντίνα.

«Γεια σου Νάνσι», της είπε ήρεμα.

Εκείνη σύρθηκε προς τα πίσω και τράβηξε το σεντόνι καλύπτοντας το σώμα της, παρόλο που φορούσε ρούχα.

«Σε έφερα εδώ, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος για να σε κάνω να με ακούσεις και να δεχτείς όσα θα σου πω», πρόσθεσε.

Η Νάνσι τον κοιτούσε τρομοκρατημένη. Έσφιξε το σεντόνι πάνω της.

«Ποιος είσαι;» ψέλλισε.

«Το όνομά μου είναι Damon HellWay», είπε ήρεμα εκείνος.

«Damon Hell…» άρχισε η Νάνσι, αλλά σταμάτησε απότομα κι έφερε το χέρι στα χείλη της.

«Ακριβώς».

«Τι… τι θέλεις από μένα;»

«Θέλω να με βοηθήσεις. Και μετά, θα βοηθήσω κι εγώ εσένα».

«Πώς… πώς θα με βοηθήσεις;»

«Θα απαλλαγείς από τα όνειρα που βλέπεις. Και θα έχεις ό,τι θελήσεις στη ζωή σου».

«Ξέρεις για τα όνειρα;»

Ο Damon έσκυψε προς το μέρος της. Θα ορκιζόταν, ότι τα μάτια του πετούσαν σπίθες.

«Γνωρίζω τα πάντα Νάνσι».

«Τι… τι πρέπει να κάνω;»

«Πρέπει να σώσεις το αγόρι που βλέπεις στον ύπνο σου. Τα όνειρα που βλέπεις, αναφέρονται σε κάτι που συνέβη πολύ παλιά, σε μια άλλη ζωή﮲ σε μια ζωή, που δεν καταφέρατε να επιβιώσετε. Θέλω να μάθεις τι συνέβη, να μου πεις, και μετά, θα σώσεις το αγόρι και τον εαυτό σου».

Η Νάνσι ένιωσε να ζαλίζεται.

«Δεν καταλαβαίνω πώς…»

«Εσύ είσαι η γυναίκα που φροντίζει το αγόρι Νάνσι. Όλα όσα ονειρεύεσαι τα έχεις ζήσει στην πραγματικότητα. Συνέβησαν παλιά, το 1848. Περίμενα πολύ μέχρι να ξαναγεννηθείς, αλλά μερικά χρόνια, δεν είναι τίποτα μπροστά στην αιωνιότητα. Θέλω λοιπόν να πας πίσω και να αλλάξεις την τροπή των πραγμάτων».

«Πώς μπορώ να το κάνω αυτό;»

«Μέσα από τα όνειρά σου».

«Δεν καταλαβαίνω».

O Damon έτεινε το χέρι του προς το μέρος της. Κρατούσε ένα ποτήρι με ένα κόκκινο υγρό, που είχε εμφανιστεί από το πουθενά.

«Πιες αυτό».

Η Νάνσι δεν κουνήθηκε από τη θέση της. Ο Damon σηκώθηκε.

«Πολύ καλά», έκανε ήρεμα. «Δεν μπορώ να σε αναγκάσω. Ελεύθερη βούληση…» αναστέναξε. «Όταν κοιμηθείς, το επόμενο πρωί θα ξυπνήσεις στο σπίτι σου και δεν θα θυμάσαι τίποτα από όσα έγιναν».

Προχώρησε προς την πόρτα.

«Περίμενε», του είπε η Νάνσι.

Εκείνος έμεινε ακίνητος, με την πλάτη γυρισμένη.

«Αν σε βοηθήσω, τα όνειρα θα σταματήσουν; Και μετά θα με αφήσεις ήσυχη;»

Ο Damon γύρισε προς το μέρος της.

«Έχεις τον λόγο μου».

Η Νάνσι ένευσε. Κατέβασε το σεντόνι και σύρθηκε προς την άκρη του κρεβατιού. Ο Damon κάθισε και πάλι στην καρέκλα και της έδωσε το ποτήρι.

***

Η Νάνσι προχωρούσε στον διάδρομο με τους γκρίζους τοίχους. Η αντανάκλασή της περπατούσε μαζί της. Έφτασε έξω από το δωμάτιο του αγοριού και κοίταξε από το παράθυρο με τα κάγκελα. Ο μικρός κοιμόταν. Ένας άντρας με λευκή στολή καθόταν δίπλα στο κρεβάτι του. Κρατούσε έναν φακό, ανασήκωνε τα βλέφαρά του και τα εξέταζε. Εκείνη τη στιγμή, το κεφάλι του αρκούδου εμφανίστηκε στο άνοιγμα.

Η Νάνσι ξύπνησε ουρλιάζοντας.

Ο Damon που καθόταν δίπλα στο κρεβάτι της σηκώθηκε απότομα. Το τζάμι του παραθύρου έτριξε με δύναμη. Το ποτήρι και το μπουκάλι που ήταν ακουμπισμένα στο τραπεζάκι έσπασαν, μαζί με τη γυάλινη επιφάνειά του. Τα θραύσματα εκτοξεύτηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Το υγρό πιτσίλισε τα πάντα κι έκανε τα λευκά σεντόνια να μοιάζουν λεκιασμένα με αίμα. Το δωμάτιο σείστηκε. Ένα δυνατό βουητό απλώθηκε σε όλο τον χώρο και η Νάνσι κάλυψε τα αυτιά και το κεφάλι με τα χέρια της.

«Συγγνώμη…» κατάφερε να ψελλίσει η κοπέλα.

Ο Damon έσκυψε και πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό της. Συνέχιζε να παραμένει ανέκφραστος. Εκείνη ζάρωσε στη θέση της. Ένιωσε το δέρμα της να καίγεται. Ο Damon τραβήχτηκε απότομα.

«Ας δοκιμάσουμε άλλη μια φορά», έκανε ήρεμα. «Θυμήσου τι σου έχω πει για τον αρκούδο».

Της έδωσε το ποτήρι με το κόκκινο υγρό. Η Νάνσι το ήπιε μονορούφι.

***

Στεκόταν έξω από το δωμάτιο και κοιτούσε τον άντρα με τη λευκή στολή να εξετάζει τα μάτια του αγοριού. Από στιγμή σε στιγμή θα εμφανιζόταν το πρόσωπο του αρκούδου. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια. Η φωνή του Damon ήχησε δυνατή μέσα στο μυαλό της.

«Δεν πρέπει να φοβάσαι τον αρκούδο. Δεν υπάρχει κανένας αρκούδος. Είναι απλά η άμυνα του εαυτού σου που δεν θέλει να αντικρύσει όσα συνέβησαν».

«Δεν υπάρχει», σκέφτηκε με δύναμη εκείνη. «Ο αρκούδος δεν υπάρχει».

Τα άνοιξε απότομα έτοιμη να τον αντικρύσει. Το μόνο όμως που είδε, ήταν τον άντρα να περιεργάζεται μια πολύ λεπτή αλυσίδα γύρω από τον λαιμό του αγοριού. Μισόκλεισε τα μάτια της για να διακρίνει καλύτερα. Πρόλαβε να δει έναν μικροσκοπικό σταυρό να αστράφτει λίγο πριν ο άντρας τον χώσει μέσα από την μπλούζα του παιδιού. Στη συνέχεια, τον παρακολούθησε να δένει σφιχτά με ένα κομμάτι ύφασμα το γυμνό μπράτσο του αγοριού, να τρυπάει με μια σύριγγα τη φλέβα του και να αδειάζει το αίμα σε ένα μικρό μπουκαλάκι. Έπειτα σηκώθηκε, έβγαλε μια άλλη σύριγγα από την τσέπη του και την άδειασε σε ένα ποτήρι με νερό που βρισκόταν πάνω στο γραφείο. Η Νάνσι απομακρύνθηκε. Άκουσε την πόρτα να ανοίγει πίσω της και μετά να κλειδώνει.

«Δεσποινίς Μπράιτον!»

Της πήρε μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι απευθυνόταν σε αυτήν. Στράφηκε προς το μέρος του.

«Μην ξεχάσετε σε δυο ώρες που θα ξυπνήσει να του δώσετε το φάρμακό του».

Εκείνη ένευσε. Την επόμενη στιγμή, ξύπνησε στο κρεβάτι της.

***

«Τον σκοτώνει. Αργά, αλλά τον σκοτώνει», της είπε ο Damon μόλις του διηγήθηκε όσα συνέβησαν. «Προσπαθεί να εξοντώσει αυτό που νομίζει ότι έχει μέσα του, αλλά στην πραγματικότητα δολοφονεί τον ίδιο. Εκείνο που πρέπει να κάνεις είναι να φροντίσεις να μην ξαναπάρει το φάρμακο. Και να βγάλεις τον σταυρό από το λαιμό του».

«Ποιος είναι; Τι συμβαίνει εκεί; Γιατί τον έχουν φυλακισμένο;» θέλησε να μάθει η Νάνσι.

«Όσο λιγότερα ξέρεις τόσο το καλύτερο», της είπε και σηκώθηκε να φύγει.

«Γιατί;» επέμεινε. Ο Damon έμεινε ακίνητος. «Αφού όταν τελειώσει όλο αυτό δεν θα θυμάμαι τίποτα», συνέχισε η Νάνσι. «Γιατί δεν μου λες;»

O Damon γύρισε προς το μέρος της και την κατακεραύνωσε με το βλέμμα του. Εκείνη μαζεύτηκε. Τη στιγμή που μετάνιωνε που είχε μιλήσει, ο Damon είπε:

«Να είσαι στην είσοδο σε δέκα λεπτά».

Έκανε μεταβολή και βγήκε από το δωμάτιο. Λίγο αργότερα η Νάνσι κατέβηκε στη ρεσεψιόν.

«Κυρία Φλέμινγκ». Η κοπέλα με την κόκκινη κορδέλα βγήκε πίσω από τον πάγκο και την πλησίασε. «Ακολουθήστε με παρακαλώ».

Βγήκαν έξω. Αντί όμως να διασχίσουν το πέτρινο μονοπάτι, κατευθύνθηκαν προς την πυκνή συστάδα των δέντρων. Η Νάνσι δίστασε. Η κοπέλα, λες και το διαισθάνθηκε, γύρισε προς το μέρος της.

«Μη φοβάστε κυρία Φλέμινγκ. Ο κύριος HellWay σας περιμένει».

Η Νάνσι την ακολούθησε. Το άγγιγμα των φύλλων στο δέρμα της, έμοιασε με ένα απαλό χάδι. Όταν τελικά τα άφησε πίσω της, βρέθηκε σε μια περίεργη παιδική χαρά﮲ μια παιδική χαρά, περιφραγμένη με αγκάθια. Κοίταξε γύρω της. Η κοπέλα είχε εξαφανιστεί. Μικρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, όλα με λευκά μαλλιά και δέρμα και καταγάλανα μάτια έτρεχαν τριγύρω, χωρίς ωστόσο ίχνος συναισθήματος στο πρόσωπό τους… σιωπηλά. Λίγα μέτρα μακριά της υπήρχαν δύο παγκάκια. Στο ένα, καθόταν ο Damon. Στο άλλο, βρισκόταν ένας άντρας που δεν είχε ξαναδεί. Είχε στα πόδια του μια περγαμηνή κι έγραφε ασταμάτητα με μια πένα. Κάποια στιγμή, σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε. Σχεδόν αμέσως, το πρόσωπό του συσπάστηκε από έναν μορφασμό πόνου. Έριξε ένα παρακλητικό βλέμμα στον Damon κι έσκυψε και πάλι στην περγαμηνή του. Η κοπέλα κάθισε δίπλα του.

«Ο Όλιβερ, θα μπορούσε να είναι ένα από αυτά τα παιδιά», της είπε ήρεμα. «Παιδιά, που από μικρά, επέλεξαν να με ακολουθήσουν. Παιδιά που δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά, γιατί αυτή ήταν η φύση τους και γιατί δεν ήθελαν να της αντισταθούν».

Εκείνη τη στιγμή, η αλυσίδα μιας κούνιας έσπασε και ένα κορίτσι με λευκές πλεξούδες που καθόταν πάνω της, έπεσε στο έδαφος. Σηκώθηκε ήρεμα και κοίταξε την κούνια. Όλη η κατασκευή τυλίχθηκε στις φλόγες. Οι στάχτες σκόρπισαν στο χώμα και μια άλλη πανομοιότυπη κούνια εμφανίστηκε σε εκείνο το σημείο.

«Ο Όλιβερ, όπως σου είπα, θα μπορούσε να είναι ένα από αυτά τα παιδιά», συνέχισε ο Damon. «Ίσως και όχι. Κανείς δεν του έδωσε το δικαίωμα της επιλογής ανάμεσα στο καλό και το κακό, το δίκαιο και το άδικο. Βλέπεις… είχε την ατυχία να είναι απόγονος μιας γυναίκας που κατηγορήθηκε ως μάγισσα. Και οι άνθρωποι φοβούνται το διαφορετικό. Το μέρος στο όνειρό σου, Νάνσι, δεν είναι ίδρυμα, αλλά το υπόγειο μιας εκκλησίας όπου ο γέρος παπάς με έναν παρανοϊκό γιατρό, πειραματίζονται προσπαθώντας να μελετήσουν και να αλλάξουν τη φύση παιδιών όπως ο Όλιβερ. Παιδιών, που εξαιτίας της καταγωγής τους στοχοποιήθηκαν από γιατρούς και ιερείς σας κι αυτούς, ως όργανα του Διαβόλου και προσπαθούν να τα εξαγνίσουν. Τον δηλητηριάζουν νομίζοντας πως έτσι  σκοτώνουν το κακό που φωλιάζει μέσα του. Εγώ, δεν μπορώ να μπω εκεί και να τον σώσω… εκτός κι αν κάποιος… “μου ανοίξει την πόρτα”. Ξέρω πως τον αγάπησες, πως δεν άντεχες όσα του έκαναν και ήθελες να τον βοηθήσεις. Μα σε κατάλαβαν και σε εμπόδισαν».

 

«Τι θέλεις από μένα;» τον διέκοψε προσπαθώντας να καταλάβει τις προθέσεις του.

«Να γυρίσεις εκεί και να τον σώσεις».

«Με ποιον τρόπο;»

«Να μην του δώσεις το δηλητήριο και να του βγάλεις τον σταυρό. Τα υπόλοιπα άστα σε μένα».

Η Νάνσι τον κοίταξε αμίλητη.

«Πήγαινε τώρα στο δωμάτιό σου», την πρόσταξε «και περίμενέ με».

Όταν η Νάνσι χάθηκε μέσα στις φυλλωσιές, ο Τζέρεμι σηκώθηκε και τον πλησίασε.

«Γιατί προσπαθείς τόσο πολύ να σώσεις αυτό το αγόρι; Αφού ξέρεις ότι μετά, δεν μπορείς να το κάνεις δικό σου».

«Γιατί έκανα μια συμφωνία», του απάντησε ο Damon χωρίς να τον κοιτάξει. «Και πρέπει να την τηρήσω».

***

Η Νάνσι καθόταν δίπλα στο αγόρι μέσα στο γκρίζο δωμάτιο. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε ρυθμικά. Άπλωσε το χέρι και απομάκρυνε τα ιδρωμένα μαλλιά από το μέτωπό του. Έβγαλε ένα μαντήλι από την τσέπη του φορέματός της και του σκούπισε το πρόσωπο. Το αγόρι άνοιξε αμυδρά τα μάτια.

«Ήρθες», της χαμογέλασε. «Θα μου διαβάσεις το παραμύθι;» πρόφερε με κόπο.

Εκείνη τη στιγμή, άκουσε βήματα να πλησιάζουν. Σηκώθηκε και πήγε στο γραφείο. Πήρε το ποτήρι με το νερό που ήταν ακουμπισμένο πάνω και κάθισε και πάλι δίπλα του. Τη στιγμή που το πρόσωπο του γιατρού είχε εμφανιστεί στο παράθυρο η Νάνσι έφερε το ποτήρι στο στόμα του Όλιβερ και το έγειρε. Μόλις άκουσε τα βήματα του άντρα να απομακρύνονται, πήρε γρήγορα το πανί και σκούπισε το υγρό που είχε χύσει σκόπιμα στο λαιμό του. Το αγόρι την κοιτούσε ζαλισμένο. Εκείνη ανασήκωσε ελαφρά την πλάτη του, κι έβγαλε τον σταυρό που φορούσε στον λαιμό του. Έσκυψε και τράβηξε το κουτί που βρισκόταν κάτω από το κρεβάτι του. Τον έριξε μέσα, άνοιξε το βιβλίο πάνω στα πόδια της και άρχισε να διαβάζει.

***

Ο Μπέντζαμιν Ουάιλντ, ο κληρικός του χωριού, κόντευε τα ενενήντα. Τα μακριά, λευκά μαλλιά του, έστεκαν άτσαλα πάνω στο κεφάλι του, ενώ το ρυτιδιασμένο πρόσωπό του, έδινε την εικόνα ενός καλοκάγαθου άντρα. Είχε μόλις ολοκληρώσει τη λειτουργία και κλείδωνε την πόρτα της εκκλησίας. Κάνοντας μεταβολή για να φύγει, άκουσε ένα απαλό «κλικ». Σταμάτησε απότομα. Γύρισε αργά προς τα πίσω. Ξαφνικά, γούρλωσε τα μάτια, και το πρόσωπό του, μετατράπηκε σε μια μάσκα τρόμου. Τράβηξε με δύναμη την αλυσίδα με τον μεγάλο, χρυσό σταυρό που κρεμόταν από τον λαιμό του και τον ύψωσε μπροστά του. Άρχισε να οπισθοχωρεί. Καθώς όμως πήγαινε προς τα πίσω, τα πόδια του μπλέχτηκαν στο παχύ χαλί, σκόνταψε, και χτύπησε το κεφάλι του πάνω σε μια καρέκλα. Έμεινε ακίνητος στο πάτωμα με τα μάτια του ορθάνοιχτα και την έκφραση του τρόμου αποτυπωμένη στο πρόσωπό του.

***

Η Νάνσι βοήθησε τον μικρό Όλιβερ να ντυθεί. Τη στιγμή που έβγαιναν έξω από το δωμάτιο, άκουσαν μια αυστηρή φωνή.

«Δεσποινίς Μπράιτον!» Ο γιατρός, ο Μπαρτ Μέμφις προχωρούσε με ταχύ βήμα προς το μέρος τους. «Πού νομίζετε ότι πηγαίνετε;» έκανε απότομα. «Δεν σας είπα να του δώσετε το φάρμακό του; Τι σημαίνουν όλα αυτά;»

Η Νάνσι έσπρωξε απαλά το αγόρι πίσω της. Ο Μπαρτ στένεψε το βλέμμα.

«Σημαίνει ότι έχασες Μπαρτ!» ακούστηκε μια φωνή.

Εκείνος γύρισε απότομα. Πίσω του στεκόταν ο Damon.

«Ποιος είσαι εσύ;» τον ρώτησε.

«Είμαι αυτός που φοβάσαι. Είμαι αυτός που προσπαθείτε να ξεριζώσετε μέσα από αυτά τα παιδιά, αγνοώντας ότι ο πραγματικός εχθρός όσων υπερασπίζεστε, είστε στην πραγματικότητα εσείς…» κατέληξε ήρεμα.

Η φωνή του ήχησε δυνατά, χτύπησε πάνω στους τοίχους κι επέστρεψε πολλαπλάσια στα αυτιά του. Ο Μπαρτ πίεσε δυνατά με τα χέρια το κεφάλι του, για να την κάνει να σταματήσει να ακούγεται μέσα στο μυαλό του.

«Damon HellWay», πρόσθεσε ήρεμα ο Damon.

Ο Μπαρτ οπισθοχώρησε τρομαγμένος.

«Εσύ…» έκανε. «Πού είναι ο πάτερ Ουάιλντ;!»

«Φοβάμαι πως σκόνταψε και δεν είναι πλέον σε θέση να σηκωθεί…»

«Κι εσύ!» κοίταξε με μίσος στη Νάνσι. «Εσύ είσαι μαζί του! Ήμουν σίγουρος ότι δεν έπρεπε να σε εμπιστευτούμε!»

«Να την εμπιστευτείτε σε τι Μπαρτ;!» τον διέκοψε ο Damon. «Στο να σας βοηθήσει να καταστρέψετε τα παιδιά πάνω στην πιο τρυφερή τους ηλικία; Να σας βοηθήσει να σκοτώσετε κάθε τι καλό που έχουν μέσα τους με τα άρρωστα πειράματά σας;!»

«Θέλαμε να τα σώσουμε από σένα!»

«Ήσασταν τόσο παρανοϊκοί, που δεν καταλαβαίνατε ότι με αυτό τον τρόπο τα σκοτώνατε; Ότι κατακρεουργούσατε την ψυχή τους; Ότι πολλά από αυτά τα παιδιά πέθαιναν διψώντας για εκδίκηση κι έτσι έχαναν κάθε ελπίδα για τυχόν σωτηρία;»

«Δε…» ο Μπαρτ τραύλισε. «θέλαμε να πεθάνουν… Μόνο…»

«Τι; Να πεθάνει το κακό από μέσα τους;» ρώτησε σαρκαστικά. «Με αυτόν τον τρόπο; Δε διαφέρετε σε τίποτα από όσους στοχοποιούν και περιθωριοποιούν ομάδες ανθρώπων, επειδή απλά είναι διαφορετικοί από εκείνους. Το καλό και το κακό υπάρχει μέσα σε όλους. Οτιδήποτε και οποιονδήποτε δε συμβαδίζει με τις νόρμες σας τον στήνετε στον τοίχο και αγνοείτε ότι έτσι τον εξαναγκάζετε οι ίδιοι να αγκαλιάσει τον κακό του εαυτό προκειμένου να σας πολεμήσει. Είστε ολόιδιοι με εκείνους που έριχναν γυναίκες στην πυρά, επειδή ήταν διαφορετικές από αυτούς κατηγορώντας τες ως μάγισσες. Κρίνετε κάποιον μόνο από την καταγωγή και τις πράξεις των προγόνων του εμποδίζοντάς τον να κάνει τις επιλογές του. Μπορούσατε να σταθείτε δίπλα σε αυτά τα παιδιά, να τα καθοδηγήσετε κι αν παρέκκλιναν, τότε να τα βοηθούσατε να έρθουν στο σωστό δρόμο. Εσείς όμως επιλέξατε να ξεριζώσετε την ψυχή τους θεωρώντας πως έτσι τη σώζετε». O Damon χτύπησε παλαμάκια. Αντήχησαν σε όλο το δωμάτιο, όπως ακριβώς και η φωνή του. Ο Μπαρτ πίεσε και πάλι το κεφάλι του. «Συγχαρητήρια», είπε ήρεμα. «Αποτύχατε παταγωδώς! Ξέρεις γιατί βρίσκομαι απόψε εδώ Μπαρτ; Όχι για να πάρω την ψυχή του Όλιβερ, όπως νομίζεις, αλλά για να τη σώσω».

Ο Μπαρτ άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει. O Damon ύψωσε το χέρι.

«Θυμάσαι τον Πήτερ Ουάιτ, πατέρα του Όλιβερ Ουάιτ, που σε εκλιπαρούσε να μην του πάρετε τον γιο; Ο Πήτερ αυτοκτόνησε, πουλώντας άθελά του την ψυχή του σε μένα. Σε αντάλλαγμα λοιπόν αυτής της ψυχής, βρίσκομαι εγώ απόψε εδώ για να σώσω την ψυχή του γιου του».

«Καμία ψυχή!» φώναξε ο Μπαρτ ενώ σάλια εκτοξεύονταν από το στόμα του. «Καμία ψυχή δεν μπορείς να σώσεις! Καμία!»

O Damon ανασήκωσε το φρύδι.

«Αντίο», είπε ήρεμα κι έκανε μεταβολή.

«Γιατί δεν με σκοτώνεις;!» κάγχασε ο Μπαρτ. «Τι προσπαθείς να αποδείξεις; Ότι είσαι φιλεύσπλαχνος; Ότι άλλαξες; Ότι κάνουμε λάθος που σε πολεμάμε;»

Ο Damon δεν απάντησε.

«Εσύ φταις για όλα!» φώναξε ο Μπαρτ στη Νάνσι που όλη αυτή την ώρα παρακολουθούσε αποσβολωμένη. «Στην ιστορία του Όλιβερ Τουίστ, η Νάνσι πήρε αυτό που της άξιζε. Τη σκότωσαν!» Όρμησε κατά πάνω της υψώνοντας ένα μαχαίρι που έβγαλε από την τσέπη της ρόμπας του.

Ο Damon γύρισε απότομα προς το μέρος του. Ο άντρας έμεινε ξαφνικά ακίνητος. Το χέρι του, που κρατούσε το μαχαίρι, στράφηκε προς εκείνον. Το παρακολούθησε έντρομος να κατευθύνεται προς τον λαιμό του. Γούρλωσε τα μάτια ενώ ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από το μέτωπό του. Σήκωσε το άλλο χέρι προσπαθώντας να συγκρατήσει αυτό με το μαχαίρι, αλλά μάταια.

«Μόνο που εγώ ξαναγράφω την ιστορία και δίνω διαφορετικό τέλος αυτή τη φορά», είπε ήρεμα ο Damon.

Μόλις η λεπίδα άγγιξε το λαιμό του, το αίμα άρχισε να ρέει άφθονο κι εκείνος να ουρλιάζει. Η Νάνσι έστρεψε τον Όλιβερ προς το μέρος της και τον έσφιξε στην αγκαλιά της, κρύβοντάς του το αποτρόπαιο θέαμα. Έκλεισε και τα δικά της μάτια. Τα ουρλιαχτά του ηχούσαν ακόμα στο μυαλό της όταν τελικά τα άνοιξε. Βρίσκονταν στον δρόμο. Η εκκλησία πίσω τους, είχε τυλιχτεί στις φλόγες και φώτιζε απόκοσμα το σκοτάδι που έμοιαζε έτοιμο να τους καταπιεί. Ο Όλιβερ ήταν ακόμα χωμένος στην αγκαλιά της.

«Έχουμε να κάνουμε μια τελευταία στάση», είπε ο Damon.

Την επόμενη στιγμή, στέκονταν έξω από ένα σπίτι σε μια αραιοκατοικημένη γειτονιά.

«Το θυμάσαι αυτό το σπίτι Όλιβερ;» τον ρώτησε ο Damon.

Το αγόρι τράβηξε το πρόσωπό του από την αγκαλιά της και κοίταξε. Έμεινε σιωπηλό για λίγο.

«Είναι…» ψέλλισε. «Είναι το σπίτι μου…» έκανε ξεψυχισμένα.

Απομακρύνθηκε από την κοπέλα και προχώρησε προς τα εκεί. Χτύπησε αδύναμα την πόρτα. Δεν πέρασε πολλή ώρα κι ένας άντρας εμφανίστηκε στο άνοιγμα. Μόλις είδε το αγόρι, γονάτισε και τον έσφιξε στην αγκαλιά του.

«Γιε μου!» φώναξε με λαχτάρα.

***

Η Νάνσι και ο Damon βρίσκονταν σε ένα σκοτεινό διάδρομο.

«Δεν καταλαβαίνω», έκανε η κοπέλα. «Ο πατέρας του είχε αυτοκτονήσει. Αφού σου έδωσε την ψυχή του για να σώσεις την ψυχή του γιου του».

«Η ιστορία ξαναγράφτηκε», απάντησε ήρεμα εκείνος. «Σώζοντας τον Όλιβερ, ο πατέρας του δεν πρόλαβε να αυτοκτονήσει. Έτσι δεν έκανε ποτέ συμφωνία μαζί μου».

«Αν αργούσαμε, ίσως προλάβαινε να αυτοκτονήσει. Και τότε δεν θα έχανες τη ψυχή του», παρατήρησε η κοπέλα.

«Η συμφωνία ήταν να φύγω από εδώ με μία ψυχή και να αφήσω ελεύθερη την ψυχή του γιου του. Εγώ έφυγα από εδώ, όχι με μία, αλλά με δύο ψυχές: τις ψυχές αυτών που βασάνιζαν αθώα παιδιά, ή τουλάχιστον παιδιά, στα οποία δεν έδωσαν την ευκαιρία να αποδείξουν αν ήταν αθώα ή όχι. Πήρα λοιπόν αυτό που ήθελα», πρόσθεσε και της γύρισε την πλάτη. «Έκανες όσα σου ζήτησα. Όταν πλέον ξυπνήσεις, θα βρίσκεσαι στο δωμάτιο του σπιτιού σου και δεν θα θυμάσαι τίποτε από όλα αυτά. Μπορείς να φύγεις πλέον Νάνσι. Είσαι ελεύθερη», συνέχισε ήρεμα και άρχισε να απομακρύνεται.

Εκείνη στάθηκε ακίνητη στη μέση του έρημου διαδρόμου και τον παρακολούθησε να φεύγει, ενώ η μαύρη καπαρντίνα του ανέμιζε.

«Κι αν δεν θέλω να φύγω;» του φώναξε.

Εκείνος σταμάτησε και στράφηκε προς το μέρος της. Την επόμενη στιγμή, είχε βρεθεί δίπλα της και την κοιτούσε έντονα στα μάτια. Εκείνη του ανταπέδωσε το βλέμμα χωρίς να βλεφαρίσει.

«Είσαι σίγουρη γι΄ αυτό;»

«Ναι», του απάντησε αμέσως.

Ο Damon έσκυψε και τη φίλησε στα χείλη. Η Νάνσι ένιωσε το δέρμα της να παγώνει τόσο πολύ, που μούδιασε όλο της το κορμί. Οι αισθήσεις της παρέλυσαν. Τα μαλλιά, της έγιναν κατάλευκα, το πρόσωπό της χλόμιασε και τα μάτια της, απέκτησαν χρώμα γαλάζιο. Έμοιαζαν γυάλινα. Άψυχα. Οι αισθήσεις της επανήλθαν. Ένιωθε σαν να βρίσκεται σε όνειρο, έχοντας όμως πλήρη έλεγχο των κινήσεων και των σκέψεών της.

Ο Damon έτεινε το χέρι του προς το μέρος της. Εκείνη το έπιασε και άρχισαν να απομακρύνονται, μέχρι που οι μορφές τους ξεθώριασαν κι έγιναν ένα με το σκοτάδι.

***

O Damon καθόταν στο παγκάκι και παρακολουθούσε τα παιδιά που έπαιζαν στην παιδική χαρά. Η Νάνσι ήταν δίπλα σε ένα κορίτσι κι έπλεκε τα λευκά μαλλιά του σε πλεξούδες. Ο Τζέρεμι σηκώθηκε, τον πλησίασε και κάθισε δίπλα του. Του έδειξε την περγαμηνή που κρατούσε.

«Χρειάζομαι κάποιες απαντήσεις, για να ολοκληρώσω τον επίλογο της ιστορίας».

«Σε ακούω», είπε ο Damon χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει.

«Δεν μπορούσες να πλησιάσεις το αγόρι επειδή φορούσε τον σταυρό στον λαιμό του. Γιατί όμως δεν σε εμπόδισε ο σταυρός του παπά;»

Ο Damon δεν απάντησε αμέσως. Το μικρό κορίτσι τώρα είχε σηκωθεί και πλησίαζε σε μια τσουλήθρα. Η Νάνσι το παρακολουθούσε.

«Δεν είναι όλοι οι παπάδες καλοί, όπως σίγουρα θα γνωρίζεις», είπε τελικά. «Το ότι φοράει κάποιος ράσα, έχει έναν τίτλο και ισχυρίζεται πως ακολουθεί τις επιταγές Του δεν σημαίνει ότι το κάνει κιόλας. Υποκρινόταν πως τηρούσε τον λόγο Του, κι όμως
αγνόησε μία πολύ σημαντική επιταγή του ‘άφετε τά παιδία έρχεσθαι πρός με,και μή κωλύετε αυτά των γαρ τοιούτων εστίν ή βασιλεία τού Θεού. Αμήν λέγω ύμίν,ός έάν μή δέξηται τήν βασιλείαν τού Θεού ώς παιδίον,ού μή είσέλθη εις αυτήν’», πρόσθεσε. «Κρατούσε τον σταυρό και δεν μπορούσα να τον αγγίξω. Αντί όμως εκείνος να πιστέψει στη δύναμή Του, να σταθεί μπροστά μου και να με αντιμετωπίσει, άρχισε να οπισθοχωρεί. Η πίστη του δεν ήταν αρκετά δυνατή για να τον σώσει. Κι έτσι σκόνταψε κι έπεσε στην παγίδα που ο ίδιος είχε στήσει».

«Και ο Πήτερ; Γιατί δεν τον άφησες να αυτοκτονήσει ώστε να πάρεις και τη δική του ψυχή;»

«Γιατί η συμφωνία ήταν να σώσω την ψυχή του γιου του. Κι αν ο πατέρας του αυτοκτονούσε, ο Όλιβερ θα διψούσε για εκδίκηση και η ψυχή του θα ήταν καταδικασμένη».

«Ναι αλλά εσύ θα μπορούσες να…»

Ο Damon σήκωσε απότομα το χέρι του. Ο Τζέρεμι σώπασε.

«Ακόμα κι εγώ, όπως σου έχω ξαναπεί, πρέπει να υπακούω σε κάποιους κανόνες», έκανε κοφτά.

Ο Τζέρεμι λούφαξε. Έσκυψε το κεφάλι και άρχισε να γράφει. Ο Damon σηκώθηκε και χάθηκε μέσα στις φυλλωσιές.

 

 

Nansy Duvidosa Tsiatma η Ερωδίτη Παπαποστόλου σου είχε υποσχεθεί πως σε μια ιστορία του #DamonHellWay, η πρωταγωνίστρια θα έχει το όνομά σου. Here is your story! Αφιερωμένη!

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: