,

Ελένη

Έβαλε προσεχτικά το ταψί στον φούρνο και κάθισε στην καρέκλα δίπλα στο παράθυρο. Ήπιε μια γουλιά απ’ τον καφέ της, που είχε από ώρα κρυώσει κι άναψε τσιγάρο. Φύσηξε δυνατά τον καπνό προς τον απορροφητήρα και γύρισε το βλέμμα της έξω, στον δρόμο. Μειδίασε κοιτώντας το λιγοστό χιόνι που είχε μείνει πάνω στα κλαδιά και που ο δυνατός αέρας που φυσούσε από ώρα, πάλευε να διώξει.

Είχε πολύ κρύο σήμερα. Ευτυχώς είχε αγοράσει εκείνα τα ισοθερμικά στα παιδιά και δεν θα πάγωναν μέχρι να επιστρέψουν απ’ το σχολείο. Άραγε θα είχε τελειώσει απ’ τη δουλειά ο Πέτρος μέχρι να σχολάσουν, ώστε να τα φέρει σπίτι με το αυτοκίνητο; Αν όχι, θα πήγαινε εκείνη να τα πάρει με τα πόδια όπως κάθε μέρα. Ο Πέτρος συνήθως γυρνούσε αργά το απόγευμα, σήμερα όμως της είχε πει πως ίσως τα κατάφερνε να επιστρέψει νωρίς για να φάνε όλοι μαζί.

Ήταν τα γενέθλιά της σήμερα. Έκλεινε τα 40! Πότε είχαν περάσει τόσα χρόνια; Σαν χτες της φαινόταν που ήταν 15 χρονών κι έκανε κρυφά απ’ τους γονείς της το πρώτο της τατουάζ και μόλις το είδε η μάνα της κόντεψε να της έρθει κόλπος! Σαν χτες που στα 19 της έφυγε διακοπές στο εξωτερικό χωρίς να ενημερώσει κανέναν και όταν πήρε τους γονείς της να τους πει πως βρίσκεται εκτός Ελλάδος, κόντεψαν να μείνουν στον τόπο. Σαν χτες που στα 18 της, την ώρα που η κολλητή της η Στέλλα ετοιμαζόταν κλαίγοντας απ’ το φόβο της να δεθεί με τα σκοινιά για να κάνει bungee jumping επειδή είχε χάσει ένα στοίχημα, μπήκε μπροστά και πήρε τη θέση της και πήδηξε γελώντας κι ας έτρεμε το φυλλοκάρδι της. Σαν χτες που στα 20 της, είχε ρίξει μπουνιά στο μάτι εκείνου του τύπου που σ’ εκείνο το κακόφημο μπαρ είχε στριμώξει την Στέλλα σε μια γωνία, αγνοώντας όλα τα “όχι” που του φώναζε.

40 χρονών η Ελένη που δεν φοβόταν κι αν φοβόταν, το έκρυβε. Η Ελένη που δεν κώλωνε κι αν κώλωνε, δεν το έλεγε. Η Ελένη που δεν δίσταζε κι αν δίσταζε, τολμούσε. Η Ελένη που κάποτε πίστευε πως θα άλλαζε τον κόσμο, που έλεγε ότι ποτέ δεν θα υποταχτεί, ότι ποτέ δεν θα ενταχθεί, ότι ποτέ δεν θα συμβιβαστεί. Ότι κανένα “πρέπει” δεν θα έμπαινε εμπόδιο στα “θέλω” της. Ότι θα ζούσε τη ζωή που ονειρευόταν…

Κι όμως η Ελένη που τάχα δεν φοβόταν, τάχα δεν κώλωνε, τάχα δεν δίσταζε, ξεπούλησε τα “θέλω” της για τα “πρέπει” κι έφτασε 40 χρονών να είναι μάνα 2 παιδιών, παντρεμένη με οδοντίατρο και να περιμένει το κοτόπουλο με τις πατάτες να βγει απ’ το φούρνο… Πώς θα ήταν τα πράγματα άραγε αν είχε βροντοφωνάξει εκείνο το “όχι” που ακόμη και τώρα, τόσα χρόνια μετά, έρχονται στιγμές που της καίει θαρρείς τα σωθικά; Πώς θα ήταν τα πράγματα αν είχε σηκώσει ανάστημα μπροστά σ’ όλα τα “πρέπει” των δικών της, εμμένοντας στην επιλογή της; Πώς θα ήταν τα πράγματα αν τα βράδια κοιμόταν ακόμη πλάι της εκείνος;

Χειμώνας ήταν όπως και τώρα όταν τον γνώρισε. Περίμενε κουλουριασμένη με το παλτό της την Στέλλα, την κολλητή της, που όπως πάντα είχε αργήσει. Είχαν κανονίσει να βγουν για ποτό οι δυο τους και ξαφνιάστηκε όταν την είδε να την πλησιάζει κρατώντας απ’ το χέρι έναν άντρα. Ήταν ο πατέρας της. Η Ελένη δεν τον είχε ποτέ γνωρίσει, μιας κι οι γονείς της Στέλλας ήταν από χρόνια χωρισμένοι κι η Στέλλα έμενε με τη μάνα της. “Μ’ έφερε ο μπαμπάς μου με το αυτοκίνητο για να μην περπατάω μέσα στο κρύο. Μπαμπά, η κολλητή μου η Ελένη. Ελένη, ο μπαμπάς μου…” έκανε τις συστάσεις η Στέλλα κι αυτή ήταν η πρώτη φορά που βυθίστηκε στα μάτια του. Η πρώτη φορά απ’ τις πολλές που ακολούθησαν. Γιατί ο Γιώργος, ο μπαμπάς της Στέλλας, έγινε σύντομα για την Ελένη ο ένας…

Ούτε 23 δεν ήταν όταν τον γνώρισε κι εκείνος κόντευε τα 48 κι όμως τα 25 χρόνια που τους χώριζαν, δεν στάθηκαν εμπόδιο για να τον ερωτευτεί και να την ερωτευτεί τρελά. Κι αυτή η σχέση δεν είχε τίποτα διαφορετικό απ’ τις σχέσεις δύο συνομήλικων, ισότιμων ανθρώπων. Γιατί η Ελένη δεν ήταν το μικρό, ανέμελο κοριτσάκι, που βρήκε σιγουριά δίπλα σ’ έναν σοβαρό, μεγαλύτερο άντρα. Ήταν μια γυναίκα που ήξερε τι ήθελε, ήταν ανεξάρτητη κι αυτόνομη. Κι εκείνος ήταν ένας άντρας που ήξερε πού πατούσε, ήταν συνειδητοποιημένος και ώριμος. Κι ήταν ερωτευμένοι. Κι οι δυο. Πολύ. Κι έζησαν μαζί 6 ολόκληρα χρόνια, παρά τις δυσκολίες, παρά τα εμπόδια, παρά τις φωνές γύρω τους που δεν σταμάτησαν στιγμή να ουρλιάζουν πως αυτή η σχέση έπρεπε να λάβει τέλος.

Όταν το έμαθαν οι γονείς της, έγινε σκοτωμός. Τι δουλειά είχε εκείνη μ’ έναν “γέρο”; Όταν το έμαθε η κολλητή της, της έκοψε και την καλημέρα και έστηνε ομηρικούς καβγάδες με τον πατέρα της. Τι δουλειά είχε εκείνος με μια μικρούλα; Κι όμως έμεινε στο πλάι της και κάθε φορά που λύγιζε, την έκλεινε στα χέρια του και της ψιθύριζε “σ’ αγαπάω”. Κι όμως έμεινε κοντά του και κάθε φορά που χαμήλωνε το βλέμμα, τον αγκάλιαζε και τον φιλούσε τρυφερά στο λαιμό. Πόσα χρόνια είχαν περάσει κι ακόμη ερχόταν στα ρουθούνια της η μυρωδιά του λαιμού του! Εκεί που λάτρευε να χώνεται και να χουζουρεύει με τις ώρες! Κι εκείνη η αίσθηση της αναπνοής του στα χείλη της κάθε φορά που κοιμόταν μαζί της! Σαν να ανέπνεαν μαζί, να ανέπνεε για εκείνον. Κι η ζεστή αγκαλιά του, που μέσα εκεί θαρρείς δεν μπορούσε κανείς να την αγγίξει. Τα γέλια τους, τα φιλιά τους, τα βράδια τους, οι εκδρομές τους, οι βόλτες τους, η αγάπη τους… Πόσο την είχε αγαπήσει! Έτοιμος να τα τινάξει όλα στον αέρα για να είναι μαζί της. “Παντρέψου με και πάμε να φύγουμε!” της είχε πει. Κι ήταν η πρώτη φορά που ένιωσε να δειλιάζει, η πρώτη φορά που η λογική της κατάφερε να νικήσει το συναίσθημα, η πρώτη φορά που άρχισε να αμφιβάλλει για το αν είναι στο σωστό δρόμο…

Πόσο τον είχε αγαπήσει αλήθεια; Τον είχε λατρέψει στην πραγματικότητα, όσο την είχε λατρέψει εκείνος; Εκείνος δεν δείλιασε στον πόλεμο που του έκαναν όλοι γύρω του. Στάθηκε όρθιος και μέχρι το τέλος υποστήριξε την επιλογή του. Εκείνη; Όσα κι αν έλεγε πως νιώθει, έκανε πίσω. Ήρθαν στο μυαλό της και στραγγάλισαν θαρρείς κάθε συναίσθημα, όλα τα λόγια που τόσα χρόνια άκουγε απ’ τους γύρω της: “Εσύ είσαι στην αρχή της ζωής σου! Πρέπει να ζήσεις, να γνωρίσεις κι άλλα πράγματα. Εσύ θέλεις να κάνεις οικογένεια και παιδιά. Εκείνος; Εκείνος έχει μεγάλα παιδιά πια, δεν πρόκειται να το ξαναπιάσει απ’ την αρχή για σένα! Κι αν κάνετε τελικά παιδιά, τι θα τον έχουν; Μπαμπά ή παππού; Σε λίγα χρόνια που θα είσαι ακόμη νέα γυναίκα κι αυτός θα βαριέται να πάει μέχρι το περίπτερο, τότε να σε δω!”…

Και δεν τον παντρεύτηκε τελικά. Και μετά το “όχι” της, άρχισε σιγά σιγά να απομακρύνεται από κοντά του. Κι όσο κι αν εκείνος προσπαθούσε να την κρατήσει, τόσο εκείνη γλιστρούσε μέσα απ’ τα χέρια του. Γιατί “έπρεπε” να ζήσει. Γιατί ο Γιώργος “έπρεπε” να μείνει πίσω. Γιατί δεν “έπρεπε” να είναι μαζί.

Μετά τον χωρισμό τους, δεν ξαναμίλησαν ποτέ. Πριν ένα χρόνο είχε μάθει η Ελένη πως ζούσε πια μόνιμα στη Σπάρτη. Μόνος. Εκείνη 1-2 χρόνια αφότου χώρισαν, γνώρισε τον Πέτρο και λίγο καιρό αργότερα παντρεύτηκαν. Σύντομα ήρθαν και τα παιδιά κι εκείνη άφησε τη δουλειά της για να τα μεγαλώσει.

Τον αγαπούσε τον Πέτρο, αλλά ποτέ της δεν τον ερωτεύτηκε. Το ίδιο κι εκείνος μάλλον, παρόλα αυτά είχαν μια ήρεμη, αρμονική σχέση, χωρίς εντάσεις. Ήταν ένας καταπληκτικός πατέρας και υποδειγματικός οικογενειάρχης. Ήταν μια καλή επιλογή για εκείνη. Ήταν αλήθεια; Πώς θα ήταν άραγε η ζωή της, αν άκουγε λίγο περισσότερο την καρδιά της και λίγο λιγότερο το μυαλό της; Πώς θα ήταν άραγε η ζωή της, αν τότε είχε επιλέξει τα “θέλω” κι έστελνε όλα τα “πρέπει” του κόσμου στο διάολο;

Άναψε ένα ακόμη τσιγάρο και φύσηξε με δύναμη τον καπνό στο ταβάνι. Τον αγαπούσε τον Πέτρο, μα η αγκαλιά του δεν ήταν ποτέ η σιγουριά της, ο λαιμός του δεν ήταν ποτέ η φωλιά της κι όταν ξάπλωνε δίπλα του, δεν την νανούριζε η αναπνοή του στα χείλη της… Ο Γιώργος “έπρεπε” να μείνει πίσω, γιατί εκείνη “έπρεπε” να ζήσει. Ζούσε όμως πραγματικά; Αυτή τη ζωή ονειρευόταν να ζήσει; Ένα ρίγος την διαπέρασε ξαφνικά. Έσφιξε πάνω της τη ζακέτα της και σηκώθηκε να κοιτάξει το φαγητό στο φούρνο…

Κική Γιοβανοπούλου

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: