,

Ξανά μαζί

Ήταν είκοσι μέρες τώρα, που ο ηλικιωμένος κύριος έβγαινε κάθε απόγευμα στον κήπο. Όλοι οι γείτονες παρατήρησαν την νέα του συνήθεια. Είτε έκανε κρύο, είτε έβγαζε ήλιο, μιας και ο καιρός στο νησί ήταν απρόβλεπτος, ο κυρ Στέλιος τηρούσε ευλαβικά το νέο του πρόγραμμα.

Καθόταν αναπαυτικά στην πολυθρόνα και περίμενε. Το σπίτι κοιτούσε στην θάλασσα και κατά μήκος της παραλίας, ο μεγάλος πλακόστρωτος ήταν ιδανικός για περπάτημα. Τους χαιρετούσε όλους κι ας μην τους ξεχώριζε καλά από μακριά. Τον ήξεραν με το μικρό του όνομα, μιας και ήταν πολύ αγαπητός στην γειτονιά.

Τα ζευγαράκια περπατούσαν χέρι – χέρι, οι οικογένειες κυνηγoύσαν τα παιδιά, κάποιοι έτρεχαν και άλλοι έβγαζαν βόλτα τα σκυλιά τους. Όλοι σταματούσαν είτε γιατί τους μάγευε η θέα της θάλασσας, είτε το γλυκό χαμόγελο του κυρ Στέλιου.

Είχε πατήσει τα ενενήντα και είχε ζήσει για δέκα ζωές. Όχι, ούτε επιτυχημένος στην δουλειά του ήταν, ούτε ακίνητα, ούτε περιουσία είχε. Έκανε όμως τους ανθρώπους να θυμούνται τί θα πει να είσαι άνθρωπος. Τί επίτευγμα και αυτό! Με την γλυκιά του την κουβέντα, με το χαμόγελο που ποτέ δεν έλειπε από τα χείλη του, με την πίστη, την ελπίδα, με ένα πιάτο φαγητό, με ό,τι είχε, βοηθούσε τους άλλους. Χωρίς εξαιρέσεις. Πρόσφερε απλόχερα, δεν προσπερνούσε κανέναν, δεν έκλεινε τα μάτια όταν κάποιος πονούσε. Έδινε από αυτό που δεν είχε. Δεν λογάριαζε κούραση, αρρώστια, προσωπικές υποθέσεις. Τα άφηνε στην άκρη για να κάνει το χρέος του. Να είναι άνθρωπος.

Η ζωή δεν του φέρθηκε σκληρά, δεν χρειάστηκε να του συμβεί κάτι δραματικό για να είναι αυτός που είναι. Έτσι το έλεγε η καρδούλα του. Αυτό είχε μέσα του. Αυτή η φωτιά τον έκαιγε. Και ας του έλεγαν «κυρ Στέλιο, πρόσεχε ποιον βοηθάς» ή «κυρ Στέλιο μην κάνεις τον ήρωα». Τους απαντούσε ότι δεν είναι ήρωας, ένας απλός άνθρωπος ήταν και έτσι ήθελε να παραμείνει.

Έβλεπε γύρω του τους ανθρώπους με τα θλιμμένα, ανήσυχα μάτια και σαν να έβλεπε ότι στο μυαλό τους γινόταν μάχη. Θα νικήσει το καλό ή το κακό; Έβλεπε τα προσποιητά τους χαμόγελα που καμιά μάσκα δεν μπορούσε να τα κρύψει. Ήξερε να βλέπει πίσω από την εμφάνιση του άλλου. Να κοιτάει στην ψυχή. Αυτό ήταν για εκείνον το σημαντικότερο.

Για αυτό έκανε τα αδύνατα δυνατά για να βοηθάει. Μια φορά, ήταν λίγες μέρες που είχε βγει από το νοσοκομείο εγχειρισμένος, ακόμα με τα ράμματα στην κοιλιά, αλλά κουβέντα δεν είπε όταν είδε εκείνο το παιδί να πέφτει από το ποδήλατο και να χτυπάει το κεφάλι του στον δρόμο. Μόνο το βούτηξε και το πήγε στο νοσοκομείο και έμεινε εκεί ώσπου να φτάσουν οι γονείς του. Μόνο τότε έφυγε και γύρισε σπίτι του και έπεσε στο κρεβάτι από τους πόνους. Δεν ήταν το σώμα του, αλλά η καρδιά του που είχε ραγίσει βλέποντας το παιδί να κλαίει και είχε αποκοιμηθεί εκείνο το βράδυ στο ολόβρεχτο μαξιλάρι του, μουρμουρώντας την προσευχή του.

Άλλη φορά, πανήγυρη ήταν στην πόλη, γιόρταζε ο Άγιος, ο προστάτης τους και είχαν έθιμο να κάνουν μεγάλο τραπέζι στα σπίτια μετά την εκκλησία. Κάτι λύφτηκε για το φαγητό τους η κυρά Μαρία και τον έστειλε στην γειτονιά να το βρει. Χτύπησε μερικές πόρτες και έφτασε στην δίπλα γειτονιά αφού κανείς δεν είχε το συγκεκριμένο μυρωδικό. Είδε έναν κήπο με πολλές γλάστρες και σταμάτησε στο σπίτι, χτύπησε διστακτικά την πόρτα και εκεί ανακάλυψε την νέα του αποστολή. Η γυναίκα που άνοιξε ήταν νέα και πίσω της ακολουθούσαν τρία μικρά παιδάκια τραβώντας τη φούστα της. Αδύνατη του φάνηκε, μα πάνω από όλα στεναχωρημένη. Της έπιασε την κουβέντα ενώ εκείνη του έκοβε το μυρωδικό από την γλάστρα της και κατάλαβε ότι ήταν μόνη της και δεν είχε ούτε παρέα, ούτε αρκετά για να κάνει γιορτινό τραπέζι. Την ευχαρίστησε και έφυγε. Σε όλη τη διαδρομή σκεφτόταν πώς θα το φέρει της κυράς Μαρίας. Χατίρι δεν του χάλασε ποτέ, άρα θα την έπειθε. Μάζεψαν λοιπόν όλα τα παιδιά και τα εγγόνια τους να πάνε να φάνε έξω σε μια ταβέρνα. Ο κυρ Στέλιος μάζεψε το μαγειρεμένο φαγητό και όλα τα καλούδια, τα έβαλε περιποιημένα σε χάρτινες τσάντες, έβαλε ακόμα και το κρασί και το γλυκό που θα έτρωγαν και τα πήγε στην πόρτα της γυναίκας. Στο τραπέζι της ταβέρνας που έφαγε εκείνη τη μέρα με τα παιδιά του και τα εγγονάκια του, είχε αυτή τη γνώριμη λάμψη το χαμόγελό του. Για αυτό κανείς δεν ρώτησε γιατί δεν έφαγαν σπίτι εκείνη τη μέρα.

Πλέον είχε χάσει τις δυνάμεις του. Τα πόδια του δεν τον βαστούσαν, το σώμα του παραδινόταν στον χρόνο. Τα μαλλιά του γκρίζαραν, έμειναν λίγα και τα πράσινα μάτια του χαράχτηκαν βαθιά από τις ρυτίδες. Προσευχόταν καρδιακά. Περίμενε υπομονετικά.  Ήλπιζε ακόμα.

Άκουσε τις σειρήνες ενός ασθενοφόρου. Έβαλε όλες του τις δυνάμεις να σηκωθεί από την πολυθρόνα. Στηρίχτηκε στο μπαστούνι του και έσυρε τα βήματά του. Προσπάθησε να πάει προς τον δρόμο. Του φάνηκε ατελείωτος ο κήπος. Μουρμουρούσε και βούρκωσε. Ήλπιζε ότι ήρθαν για αυτόν. Πώς και πώς περίμενε. Κάθε μέρα, είκοσι μέρες τώρα. Στο ίδιο σημείο. Έπρεπε να τους προλάβει. Να μη φύγουν. Να μάθει.

«Μπαμπά!» φώναξε η νύφη του που τον είδε από το παράθυρο έτοιμο να βγει στον δρόμο. «Τί κάνεις;» έτρεξε ξωπίσω του και τον πρόλαβε μερικά βήματα πριν την πόρτα. Πόση δύναμη πρέπει να έβαλε για να τα καταφέρει να φτάσει ως εκεί!

«Άφησέ με, θέλω να πάω. Θέλω να μάθω!»

«Τί να μάθεις καλέ μου μπαμπά, σε παρακαλώ, γιατί πας να βγεις έξω πάλι; Δεν συμφωνήσαμε ότι δεν θα βγαίνεις έξω μόνος σου; Το τσάι μας ετοίμαζα, στο είπα ότι θα σε άφηνα για λίγο μόνο σου και είπες ναι. Γιατί τώρα μου το κάνεις αυτό και με έπιασε η καρδιά μου;»

Την κοίταξε απότομα και έμεινε αμίλητος. Αυτή ήταν! Παρατήρησε τα μεγάλα της μάτια, την αγωνία που είχαν ολοφάνερη. Τον νοιαζόταν. Είδε τα μαύρα της μαλλιά που ανακατεύτηκαν από το τρέξιμο και τα στρογγυλά της μάγουλα που αναψοκοκκίνισαν. Δεν ήθελε να της το κάνει αυτό. Ήταν καλή σαν άγγελος, δεν ήθελε να την στεναχωρεί.

«Μαρία μου, εσένα έψαχνα, συγχώρεσέ με! Δεν ήθελα να σε ταράξω. Ήθελα να ξέρω ότι είσαι καλά. Μόνο αυτό. Σε έψαχνα. Σε περίμενα».

«Δανάη, πήγαινε, θα μείνω εγώ μαζί του» τους διέκοψε ο γιος του.

«Μπαμπά, ο Γιώργος είμαι, έλα να πάμε μέσα. Πιάσε με από το μπράτσο»

Το ασθενοφόρο άναψε πάλι τις σειρήνες και έφυγε για το νοσοκομείο. Ταρακουνήθηκε ολόκληρος ο κυρ Στέλιος και πήγε να κάνει μεταβολή. Εκεί κατάλαβε ο γιος του.

«Δεν θα γυρίσει» του είπε απαλά. «Θα ξαναβρεθούμε όμως. Στο υπόσχομαι, μπαμπά. Σε ένα καλύτερο μέρος μας περιμένει. Θα είμαστε ξανά με την μαμά. Αλλά όχι ακόμα».

«Όχι, ακόμα;» μουρμούρισε ο κυρ Στέλιος. Δεν άντεχε μακριά της άλλο. Είκοσι μέρες ήταν αυτές χωρίς το άλλο του μισό.

Εκείνη τη νύχτα την ξαναβρήκε. Κοιμήθηκε βαθιά, απαλά και ανώδυνα πέταξε κοντά της. Επιτέλους ήταν ξανά μαζί.

Αφιερωμένο σε εκείνους που μας βλέπουν από ψηλά και είναι ξανά μαζί.

C.C.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading