Οι στρατιώτες στέκονταν με τα όπλα ανά χείρας. Ήταν αρματωμένοι λες και θα γινόταν πόλεμος. Σαν να ετοιμάζονταν οι διάβολοι να ανέβουν στη Γη και αυτοί έπρεπε να προστατέψουν τον τόπο τους. Ήταν ετοιμοπόλεμοι. Ήταν έμπειροι και ικανοί.
Η αποθήκη παλιότερα ήταν χώρος αποθήκευσης αντλιών και φορτηγών. Ο ιδιοκτήτης είχε χάσει την επιχείρησή του και η τράπεζα άρπαξε το ακίνητο και το έβγαλε σε πλειστηριασμό. Μετά ήρθε το κράτος και αγόρασε το οικοδόμημα για ψίχουλα. Το μετέτρεψε μυστικά σε εργαστήριο. Φρόντισε, όμως, απέξω να μοιάζει με εγκαταλελειμμένη αποθήκη.
Μέσα επικρατούσε ησυχία. Η ατμόσφαιρα μύριζε χημικά και ιδρώτα. Και σφαίρες, φυσικά. Ο χώρος είχε διαμορφωθεί για το Πείραμα. Ήταν ένα από τα πολλά που έκαναν οι επιστήμονες εκεί μέσα. Το υπουργείο είχε ζητήσει κάτι συνταρακτικό. Κάτι που θα έκανε τους ένοπλους στρατιώτες ισχυρούς. Η χώρα ετοιμαζόταν για πόλεμο –μυστικά, προς το παρόν. Υπήρχε ανάγκη για εκσυγχρονισμό του έμψυχου δυναμικού.
Έτσι, οι επιστήμονες τα έβαλαν κάτω. Έκαναν το ένα, έκαναν το άλλο, έκαναν ένα τρίτο –τίποτα. Όλα τα πειράματα ήταν αποτυχημένα και τα υποκείμενα τόσο πεθαμένα που και να μετατρέπονταν σε ζόμπι δεν θα ήταν καθόλου απειλητικά. Χάθηκαν πολλά λεφτά και οι κοστουμάτοι του υπουργείου, αλλά και οι ανώτεροι στρατιωτικοί, ήταν πολύ τσαντισμένοι. Απειλούσαν με φυλακίσεις και βασανιστήρια. Δεν αστειεύονταν.
Οπότε οι τύποι με τις άσπρες ρόμπες έπρεπε πάση θυσία να ανακαλύψουν ένα τρόπο για να αποκτήσει η χώρα ό,τι χρειαζόταν –και εκείνοι να μην πάθουν ό,τι πίστευαν πως θα πάθουν, αν αποτύγχαναν κι άλλες φορές.
Στην αρχή, έψαχναν κάτι συγκλονιστικό. Κάποια ιδιότητα, κάποιο όπλο, κάτι που να κάνει μπαμ! Αλλά δεν έβρισκαν τίποτα. Και ό,τι έβρισκαν, όπως είπαμε, δεν τους έβγαινε.
Άρα, τι έμενε;
Το απλό, φυσικά. Το απλό, αυτό που τόσοι και τόσοι άνθρωποι του καλλιτεχνικού χώρου το είχαν αναδείξει. Τι ήταν αυτό; Μα φυσικά, ένας υπερστρατιώτης. Ένας άντρας του στρατού που θα είχε υπεράνθρωπες δυνάμεις.
Το πρότειναν, λοιπόν, στους «ειδικούς» του υπουργείου και των Ενόπλων Δυνάμεων και εκείνοι, ύστερα από αρκετές συσκέψεις, έδωσαν το οκέι. Όμως, τέθηκε ένας όρος: όχι υποκείμενα των Ενόπλων Δυνάμεων. Τα πειραματόζωα θα ήταν πολίτες. Πολίτες χωρίς μέλλον, χωρίς οικογένεια, χωρίς κάποιον να τους αναζητήσει. Οι επιστήμονες συμφώνησαν.
Έτσι, άρχισαν οι πειραματισμοί με χημικά και άλλες ιδιαιτέρως επικίνδυνες ουσίες. Από αυτές με τα διάφορα χρώματα και τις ακαταλαβίστικες και διόλου ευοίωνες ονομασίες.
Τους πήρε τρεις μήνες, μέσα στους οποίους πέθαναν τρία υποκείμενα. Δύο ουσιοεξαρτώμενοι και ένας άστεγος. Το πρώτο κράτησε δύο ώρες. Ο οργανισμός του έδειχνε να δέχεται τις ουσίες και να αντιδρά χωρίς προβλήματα. Όμως, τη στιγμή που οι επιστήμονες ήταν έτοιμοι να αφήσουν ελεύθερο το υποκείμενο για να ξεκινήσουν τα έμπρακτα τεστ, μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους ανατινάχτηκε και γέμισε όλο το εργαστήριο αίματα, κόκαλα και εσωτερικά όργανα.
Το δεύτερο υποκείμενο τα πήγε λίγο καλύτερα. Άντεξε πέντε ώρες. Μπόρεσε να σηκωθεί από το κρεβάτι, να κάνει κάποια βήματα και να ρίξει μερικές γροθιές σε σκληρά αντικείμενα, τα οποία κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα δοκίμαζε να χτυπήσει. Αλλά, άτυχοι κι εδώ οι επιστήμονες, είδαν το υποκείμενο να γίνεται χίλια κομμάτια, πάνω που είχαν ενθουσιαστεί μαζί του.
Το τρίτο υποκείμενο σχεδόν τα κατάφερε. Μπόρεσε να αντέξει δώδεκα ώρες. Διέλυσε ό,τι βρήκε μπροστά του, το χτύπησαν με κάθε λογής όπλο, από πιστόλι μέχρι μπαζούκας. Ήταν σαν να μην το άγγιξε τίποτα από αυτά. Έφεραν τους καλύτερους γνώστες πολεμικών τεχνών. Τους κέρδισε και τους διαμέλισε. Οι επιστήμονες έκλαιγαν από χαρά βλέποντας τις επιτυχίες του.
Όμως, ούτε αυτό άντεξε τελικά. Εκεί που στεκόταν σαν άγαλμα, έκανε μπαμ!, αλλά όχι αυτό το μπαμ! που ήθελαν οι επιστήμονες.
Ήταν απογοητευμένοι. Θα πήγαιναν φυλακή. Θα τους έκαναν να μαρτυρήσουν για όλες τις αμαρτίες τους. Θα…
Άλλη μια ευκαιρία, πρότεινε ένας τους. Ήταν ο πιο ήρεμος απ’ όλους. Ένα εσωστρεφές τυπάκι, από αυτούς τους γυαλάκηδες που είναι σχεδόν αμίλητοι μπροστά σε άλλους και που κρύβουν ένα χάος στην ψυχή τους. Αυτός είχε κατά νου κάποιες ιδέες, κάποιες τροποποιήσεις. Στάθηκε για μία και μοναδική φορά απέναντι στους άλλους -μέχρι τότε δεν το τολμούσε ούτε για αστείο. Είμαστε σε καλό δρόμο, έλεγε, απλά πρέπει να αλλάξουμε μερικές παραμέτρους. Ας πούμε, πρέπει να κάνουμε το υποκείμενο ασυναίσθητο. Να μην έχει ηθικούς φραγμούς. Να του αφαιρέσουμε την ανθρώπινη φύση του. Να μπερδέψουμε τον οργανισμό του, ώστε να θεωρήσει ότι είναι κάτι άλλο, κάτι ανώτερο, κι έτσι ίσως δεχθεί τις ουσίες. Αν μπερδέψουμε τον εγκέφαλο, τότε μπορεί να γίνει ο υπερστρατιώτης μας.
Οι άλλοι επιστήμονες το σκέφτηκαν και αποφάσισαν πως ίσως πετύχαινε.
«Άλλωστε δεν έχουμε να χάσουμε κάτι, σωστά;» ρώτησε το τυπάκι. «Άντε να πεθάνει κι άλλο ένα υποκείμενο, σιγά το πράμα».
Οπότε έβαλαν μπροστά το καινούργιο σχέδιό τους. Πήραν τα χημικά τους και έφτιαξαν δύο επιπλέον μείγματα: το ένα για να αποπροσανατολίσει τον εγκέφαλο και το άλλο για να δεχθεί ο «νέος» εγκέφαλος τα χημικά. Θα άδειαζαν αυτά τα δύο πρώτα και μετά θα έριχναν το αρχικό μείγμα.
Στο τέλος του δεύτερου μήνα ήταν έτοιμοι. Το μόνο που χρειάζονταν ήταν ένα υποκείμενο.
Το τυπάκι πρότεινε κάτι: «αυτή τη φορά χρειαζόμαστε ένα διαφορετικό πειραματόζωο. Κάποιον που έχει κάτι για να νοιαστεί».
«Γιατί;» ρώτησαν οι άλλοι.
«Θα δείτε», απάντησε το τυπάκι.
Δέχτηκαν.
Μετά από μια μέρα, είχαν τον άνθρωπό τους. Τους δύο ανθρώπους τους, βασικά. Έναν ενήλικα άστεγο και το ανήλικο παιδί του, ένα κοριτσάκι που, αν είχε τα κατάλληλα ρούχα και το κατάλληλο σπιτικό, σε λίγα χρόνια θα είχε πολλούς μνηστήρες.
Αλλά δεν θα προλάβαινε να ζήσει για να ασχοληθεί με τα αγοράκια. Γιατί, ακόμα και να αποτύγχανε το πείραμα, ακόμα και να πέθαινε ο πατέρας του, το κοριτσάκι θα το κρατούσαν για επόμενα πειράματα. «Ποτέ δεν πρέπει να πετάς ένα πειραματόζωο», είπε το τυπάκι με τα γυαλιά. «Ποτέ».
Έβαλαν τον άντρα, λοιπόν, στο εργαστήριο και τον γέμισαν χημικά. Το σώμα του αντέδρασε με εντυπωσιακό τρόπο. Ο εγκέφαλος πράγματι άλλαξε τρόπο λειτουργίας, ενώ οι χημικές ενώσεις που αποκαλούμε συναισθήματα απομονώθηκαν. Όταν έριξαν το μείγμα για να γίνει ο υπερστρατιώτης, το σώμα καλωσόρισε το δύσοσμο υγρό.
Στο τέλος, αυτό που έμεινε ήταν ένας άντρας τέλειας σωματικής διάπλασης και πολεμικών ικανοτήτων που ξεπερνούσαν το φυσιολογικό. Όπως συνέβη και με τα προηγούμενα υποκείμενα.
Με τούτον εδώ τον υπερστρατιώτη, όμως, έπρεπε να το πάνε το πράγμα παραπέρα, είπε το τυπάκι. Πρότεινε να ελέγξουν τις αντιδράσεις του μπροστά σε διάφορα ερεθίσματα, για να σιγουρευτούν πως η ανθρώπινη φύση του ήταν τελειωμένη. Έτσι, απομόνωσαν το υποκείμενο σε μια κάμαρα με δέκα πανέμορφες γυναίκες -όλες γυμνές ιερόδουλες. Ο υπερστρατιώτης τις κοιτούσε σαν να ήταν εχθροί του. Οι γυναίκες φοβήθηκαν το βλέμμα του και χτυπούσαν την πόρτα για να τις βγάλουν από το δωμάτιο. Ήρθαν στρατιώτες και πράγματι τις έβγαλαν, αλλά τις νάρκωσαν και τις μετέφεραν σε άλλο χώρο, για να τις έχουν πρόχειρες για επόμενα πειράματα. Ύστερα, κράτησαν τον υπερστρατιώτη για μέρες επί μερών χωρίς τροφή –νερό του έδιναν, αλλά με το σταγονόμετρο, για να μην αποβάλλει ο οργανισμός του τα χημικά. Ο άντρας δεν ενοχλήθηκε, ούτε γραμμάριο δεν έχασε, ενώ το στομάχι του ίσα που ακούστηκε μια δυο φορές. Έπειτα, τον άφησαν μοναχό του. Και πάλι, ήταν σαν να μη συνέβη το παραμικρό.
Ως εδώ τα πήγαιναν εξαιρετικά. Είχε αντέξει πολύ περισσότερο από τα προηγούμενα υποκείμενα. Έμεναν πολλά τεστ ακόμα, όμως, για να είναι σίγουροι.
Τη σημερινή μέρα, λοιπόν, ήταν ώρα να δοκιμάσουν μία επιπλέον δοκιμασία. Ο υπερστρατιώτης βρισκόταν στο κέντρο του εργαστηρίου, περικυκλωμένος από τους άλλους στρατιώτες. Οι επιστήμονες βρίσκονταν σε μια εξέδρα, μακριά από τους μαυροντυμένους ενόπλους. Ο υπερστρατιώτης ήταν ακίνητος. Περίμενε.
Ήταν ώρα για το Πείραμα.
Το τυπάκι διέταξε να φέρουν μέσα το ανήλικο κορίτσι. Ένας γεροδεμένος στρατιώτης το έφερε, καθώς εκείνο διαμαρτυρόταν και χτυπιόταν και έκλαιγε. Το τυπάκι διέταξε να αφήσουν το κορίτσι.
Όταν το άφησε ο μαυροντυμένος, το κορίτσι εντόπισε σχεδόν αμέσως τον άντρα στο κέντρο του δωματίου. Άρχισε να τρέχει προς το μέρος του, με τα χέρια απλωμένα. Είχε βρει τον πατέρα της.
Το τυπάκι διέταξε τον υπερστρατιώτη να σκοτώσει το κορίτσι. «Αλλά χωρίς όπλα», είπε. «Χρησιμοποίησε τα χέρια σου. Δεν υπάρχει λόγος να σπαταλάμε σφαίρες άδικα. Αυτοσχεδίασε, μεγάλε» –αυτό το σχόλιο έκανε τους υπόλοιπους να γελάσουν.
Ο υπερστρατιώτης βούτηξε το κορίτσι με το ένα χέρι, προτού εκείνο προφτάσει να τον αγκαλιάσει. Το σήκωσε στον αέρα και έφερε το πρόσωπό της μικρής απέναντι από το δικό του. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Είχαν και οι δύο αμυγδαλωτά μάτια.
Το κορίτσι μόνο δυο λέξεις πρόλαβε να πει. Βασικά, ήταν η ίδια λέξη, απλά την είπε δυο φορές.
«Μπαμπά… Μπαμπά!»
Ο υπερστρατιώτης έφερε πίσω το άλλο χέρι του και το έσφιξε σε γροθιά και το εκτόξευσε με όλη του τη δύναμη.
Οι επιστήμονες κοιτούσαν με γουρλωμένα μάτια. Όλοι εκτός από το τυπάκι. Ήταν ο μόνος ανάμεσά τους που ήταν σίγουρος για το τι θα συνέβαινε.
Οι άλλοι στρατιώτες έμειναν με το στόμα ανοιχτό.
Γιατί είδαν το οπλοπολυβόλο του υπερστρατιώτη να βγαίνει από τη θήκη στην πλάτη του, να στρέφεται επάνω τους και να τους σκοτώνει τρεις-τρεις και πέντε-πέντε.
Ύστερα, σειρά είχαν οι επιστήμονες.
Το τυπάκι ποτέ του δεν κατάλαβε τι πήγε στραβά.
Γιατί, βλέπετε, αγαπητοί αναγνώστες, το τυπάκι είχε ένα -επιτρέψτε μου τον όρο- ένα «πρόβλημα». Δεν ήξερε από συναισθήματα. Ήταν μοναχικός τύπος και δεν είχε ιδέα από ανθρώπινη ψυχολογία. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς επιδρούν τα λόγια του παιδιού στον γονιό που το αγαπάει. Περίμενε -ναι, πραγματικά το περίμενε- πως ο υπερστρατιώτης, το υποκείμενο, το πειραματόζωο, θα έχανε κάθε ίνα ανθρωπιάς με τόσα χημικά που τον πότισαν. Όμως, δεν έχασε τα πάντα. Έχασε πολλά, ναι, αλλά όχι όλα. Κάπου βαθιά στον ταραγμένο εγκέφαλο του υπερστρατιώτη υπήρχε μια συγκεκριμένη καταγραφή, μια καταχώριση σε έναν φάκελο, που θα του ταίριαζε η ονομασία ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΟΥ, ΟΛΑΚΕΡΗ Η ΖΩΗ ΜΟΥ. Ήταν μια ταινία μικρού μήκους, θα μπορούσαμε να πούμε. Περιλάμβανε ένα μικρό πρόσωπο με όμορφα αμυγδαλωτά μάτια, χαμογελαστό και με παιχνιδιάρικη διάθεση, που τρέχει προς το μέρος του καμεραμάν, φωνάζοντας πολλές φορές μια δισύλλαβη λέξη. Μία μόνο.
Μπαμπά.
Μπαμπά.
Μπαμπά.
Πώς διάολο τώρα περίμενε ο άλλος ότι ο υπερστρατιώτης θα είχε λησμονήσει αυτό το ντοκουμέντο, το οποίο είχε πολλά επιμέρους βίντεο, τραβηγμένα σε διάφορα μέρη και σε όλες τις εποχές, είναι απορίας άξιο.
Πάντως, όντως το είχε πιστέψει.
Και πράγματι δεν είχε μιλήσει σε κανέναν για την άγνοιά του περί συναισθημάτων. Γιατί τότε ίσως κάποιος από τους υπολοίπους να είχε σκεφτεί την πιθανότητα να τους γυρίσει μπούμερανγκ το Πείραμα.
Αλλά τα πράγματα δεν έγιναν όπως θα ήθελαν. Πέθαναν όλοι τους. Γρήγορα, κι αυτό ίσως να ήταν υπέρ τους. Γιατί γλίτωσαν τη φυλακή και τα βασανιστήρια. Γλίτωσαν τα χειρότερα.
Τι κρίμα, όμως, που δεν θα μπορούσαν να εκτιμήσουν την τύχη τους, ε;
Ε, λοιπόν, δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα σ’ αυτή τη ζωή. Κι αυτό είναι καλό, κατά μία έννοια. Η πλεονεξία δεν θεωρείται κι η μεγαλύτερη αρετή.
Σίγουρα όχι από τον συγγραφέα.
Τώρα, αγαπητοί αναγνώστες, χρειάζεται να πω τι απέγινε ο υπερστρατιώτης και η μικρή κόρη του; Χρειάζεται; Πιστεύω πως όχι. Πιστεύω πως είναι καλύτερα να πλάσετε με το αναμφίβολα δημιουργικό μυαλό σας τη συνέχεια αυτής της ιστορίας. Αν θέλετε. Αν δεν θέλετε, μπορείτε να διαβάσετε κάποια άλλη ιστορία.
Εγώ είπα αυτό που ήθελα.
Το Πείραμα πέτυχε. Ναι, πέτυχε. Κατ’ εμέ, πέτυχε.
Απλά οι επιστήμονες δεν έζησαν για να το χαρούν. Δεν πήγε όπως ακριβώς θα ήθελαν, αλλά…
Ε, τουλάχιστον γλίτωσαν τα χειρότερα, σωστά;
——————————————————————————————————
Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/