,

Έρωτας με σάρκα και οστά

Το παρακάτω κείμενο έχει άμεση σχέση με άλλο κείμενο που τιτλοφορείται «Δανεική αγκαλιά»

 

«Αγάλι αγάλι το φιλί να ‘χει και νοστιμάδα», έλεγε η γιαγιά Ελένη.

«Μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται», απαντούσε  η γιαγιά Άννα.

Στη μέση, να αφουγκράζεται τις ρήσεις της θυμοσοφίας, η εγγονή τους η Ελεάννα, εκ του Ελένη – Άννα ώστε καμία από τις δύο να μην έχει παράπονο για το όνομα. Ο πατέρας της Ελεάννας, ήταν ναυτικός. Από τους ναυτικούς εκείνους που έκαναν μεγάλα υπερωκεάνια ταξίδια, που το πιο σύντομο χρονικά κρατούσε πάνω από ένα χρόνο, για να μην πούμε πόσο κρατούσαν τα μακράς διαρκείας! Ζώντας τις δυσκολίες που υπήρχαν εξαιτίας της μακροχρόνιας απουσίας του μπαμπά της  και βλέποντας τη μητέρα της μόνη – ουσιαστικά – τόσα χρόνια , όρκο είχε πάρει η Ελεάννα να μην μπλέξει ποτέ σε σχέση εξ αποστάσεως. Εδώ ταιριάζει η χιλιοειπωμένη πλέον ατάκα ‘Όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια ο Θεός γελάει…’.

Η  Ελεάννα γνώρισε το Μιχάλη στο νησί του πατέρα της. Καθόταν για καφέ με την μητέρα της όταν τις πλησίασε ένας κύριος μεσόκοπος να τις συλλυπηθεί για τον πρόσφατο θάνατο του πατέρα της. Μαζί του ήταν και ο γιος του. Ψηλός, μελαχρινός με μεγάλα πράσινα μάτια που καρφώθηκαν στα μαύρα αμυγδαλωτά μάτια της Ελεάννας. Με το βλέμμα έγιναν οι συστάσεις των δύο νέων. Τα λόγια ήταν περιττά.

«Καλησπέρα σας κυρίες μου. Χρήστος Νικολάου. Από ‘ δω ο γιος μου ο Μιχάλης. Σας συλλυπούμεθα. Να ζήσετε να τον θυμόσαστε. Με τον Μάρκο μεγαλώσαμε μαζί στο νησί. Ήταν φίλος μου, καλό παιδί . Πολύ καλό παιδί. Κάναμε και οι δύο όνειρα να φύγουμε τότε, δεν υπήρχε τίποτα για ‘μας στο νησί. Αυτός μπάρκαρε και εγώ έφυγα για την Αυστραλία. Την τελευταία φορά που τον είδα και μιλήσαμε ήταν εδώ στο νησί, στην κηδεία της μητέρας μου, πριν πέντε χρόνια. Την έφαγε ο καημός και η μοναξιά την κακομοίρα κι αυτή. Δεν την είχα πάρει μαζί μου τότε στην Αυστραλία. Anyway, θυμάμαι ήταν χειμώνας και ο Μάρκος μου είπε ότι είχε ξεμπαρκάρει για λίγους μήνες. Κρίμα να ‘φύγει’ τόσο γρήγορα, πάνω που πήρε την σύνταξή του, πολύ κρίμα».

Η Ελεάννα ήταν τότε 24 ετών. Είχε ήδη τελειώσει το μεταπτυχιακό της και με πολύ διάβασμα κατάφερε να περάσει σε εξετάσεις ΑΣΕΠ και να διοριστεί σε μόνιμη δουλειά. Ο Μιχάλης ήταν 28. Αυτός δεν προχώρησε σε κλασικές σπουδές, αλλά εξέλιξε τη δουλειά του πατέρα του. Έγινε pastry chef και ο απλός φούρνος που διατηρούσε ο πατέρας του στην Αυστραλία επεκτάθηκε σε ζαχαροπλαστείο με ελληνικά γλυκά επί το πλείστον, σιροπιαστά και παραδοσιακά. Το μικρό μαγαζάκι του πατέρα του κατάφερε να τα κάνει τρία. Το επιχειρηματικό δαιμόνιό του σε συνδυασμό με τον ενθουσιασμό της νιότης τον οδηγούσαν σε ακόμα πιο μεγαλεπήβολα σχέδια. Θα παρακολουθούσε ένα σεμινάριο στη Γαλλία ώστε να εμπλουτίσει ακόμα περισσότερο τα προϊόντα των οικογενειακών καταστημάτων πλέον. Οι δουλειές δόξα τω Θεώ πήγαιναν περίφημα. Η προσωπική του ζωή, όμως, ήταν για κλάματα, καθώς δεν είχε καθόλου ελεύθερο χρόνο. Το ταξίδι αυτό στο νησί κάθε άλλο παρά αναψυχής ήταν. Είχαν έρθει να τακτοποιήσουν κάτι κληρονομικά με τον πατέρα του. Το μυαλό του ήταν στην  Αυστραλία, μέχρι που του το πήρε εκείνο το απόγευμα η Ελεάννα. Ο Μιχάλης με τη σειρά του κάθε άλλο παρά αδιάφορη άφησε την Ελεάννα. Εν ριπή οφθαλμού ξέχασε εκείνον τον κούκλο στη δουλειά που της έκανε και τον δύσκολο και χάρισε ολόψυχα την καρδιά της εκείνο το καλοκαιρινό απόγευμα στο γλυκό αυτό ζαχαροπλάστη. Αναμφισβήτητα ήταν και για τις δύο πλευρές έρωτας με την πρώτη ματιά.

Ο πρώτος καιρός πέρασε σχετικά ανώδυνα καθώς η Γαλλία είχε εύκολη πρόσβαση και είχαν τη δυνατότητα να βλέπονται μερικές μέρες κάθε ένα με ενάμιση μήνα. Τα ζόρια ξεκίνησαν όταν τελείωσε το εξάμηνο σεμινάριο και έπρεπε να επιστρέψει ο Μιχάλης στην Αυστραλία. Ήδη το χρονικό διάστημα που έλειπε, ήταν δύσκολο να δουλεύουν όλα ρολόι στις επιχειρήσεις χωρίς τη δική του άμεση επίβλεψη. Ο καημένος ο πατέρας του είχε ξεπατωθεί. Αυτό δεν άργησε να έχει επιπτώσεις στην υγεία του. Μόλις τελείωσε ο Μιχάλης το σεμινάριο, φλέρταρε με την ιδέα να παρατείνει την παραμονή του στην Ευρώπη, συγκεκριμένα στην Ελλάδα. Του άρεσε ο τρόπος ζωής, η κουλτούρα, ο καιρός. Εδώ ήταν οι ρίζες του, τον τραβούσε η πατρίδα. Το σημαντικότερο απ’ όλα ήταν ότι θα είχε έτσι την ευκαιρία να περάσει χρόνο με την Ελεάννα. Αυτό το κορίτσι τον είχε καταγοητεύσει. Εκτός από όμορφη ήταν έξυπνη, διέθετε χιούμορ, ποιότητα χαρακτήρα. Ήταν τόσο διαφορετική από τις κοπέλες που είχε γνωρίσει. Όνειρό του ήταν πάντα να ‘ανοίξει σπίτι’ με ελληνίδα. Τα παιδιά του να μεγαλώσουν με τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις της πατρίδας. Κι εκεί ,στην Αυστραλία, υπήρχαν αξιόλογες κοπέλες ελληνίδες αλλά την Ελεάννα την είχε ερωτευτεί. Ήθελε να μείνει, να περάσει κι άλλο χρόνο μαζί της. Το τηλεφώνημα της μητέρας του τον ταρακούνησε και τον προσγείωσε παράλληλα στην πραγματικότητα. Η θέση του ήταν στην Αυστραλία. Τα μάζεψε και έφυγε νύχτα. Ούτε την αγαπημένη του δεν πρόλαβε να ειδοποιήσει. Ο πατέρας του είχε πάθει έμφραγμα. Χρειαζόταν ξεκούραση και ένα time-out από το συνεχές άγχος.

Το επόμενο καλοκαίρι ήρθαν οικογενειακώς, για διακοπές αυτή τη φορά. Του Μιχάλη θα ήταν σύντομες καθώς δεν μπορούσε να λείπει από τις επιχειρήσεις του. «Όταν λείπει η γάτα χορεύουν τα ποντίκια», του έλεγε ο πατέρας του, που δεν είχε λείψει παρά μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις από το πόστο του αφεντικού. Η Ελεάννα είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τη μητέρα και τις ,αρκετά μικρότερες από αυτόν, δίδυμες αδελφές του Μιχάλη. Τις ήξερε ήδη από τα περίφημα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από όπου μιλούσαν και βλέπονταν αρκετά συχνά, αλλά αυτή η δια ζώσης αγκαλιά είχε άλλη αίσθηση και άλλη χάρη. Υπήρχε αμοιβαία συμπάθεια μεταξύ των γυναικών, κάτι που ευχαριστούσε το Μιχάλη και έκανε τη καθημερινότητα και τη ζωή του λιγότερο περίπλοκη.

Η μακροχρόνια εν τέλει σχέση των δύο νέων βασιζόταν σε αυτά τα καλοκαιρινά ταξίδια που είχαν πλέον καθιερωθεί. Στο ενδιάμεσο είχε επισκεφθεί τη μακρινή αυτή ήπειρο δύο φορές και η Ελεάννα. Η μία επίσκεψη ήταν αμιγώς αναψυχής και η άλλη έγινε με αφορμή το γάμο ενός εκ των διδύμων. Παρακάλεσε και τη μητέρα της να ακολουθήσει αλλά ήταν ‘δεσμευμένη’ με τις γιαγιάδες της που άρχισαν να καταπέφτουν σωματικά λόγω ηλικίας αλλά και ψυχολογικά. Η δε μητέρα τον μπαμπά της, η γιαγιά Άννα, δέχτηκε διπλό χτύπημα της μοίρας. Εκτός από το γιο της, τον πατέρα της Ελεάννας, έχασε και την κόρη της. Η θεία της ‘έφυγε’ άτεκνη και η μόνη παρηγοριά της γιαγιάς ήταν η Ελεάννα. Συν τοις άλλοις, είχε πέσει στην ανάγκη της νύφης της και της συμπεθέρας. Με την νύφη της, τη μητέρα της Ελεάννας, δεν τα πήγαινε καλά καθώς πετούσε συνεχώς υπονοούμενα για την ηθική της όσο ζούσε ακόμα ο γιος της και ταξίδευε. Με τη δε συμπεθέρα, τη γιαγιά Ελένη, στο μόνο πράγμα που συμφωνούσαν ήταν ότι «τα χρόνια περνάνε και το κορίτσι πρέπει να παντρευτεί. Να δούμε κι εμείς ένα δισεγγόνι πριν κλείσουμε τα μάτια μας».

Πόσο δίκιο είχαν στο πρώτο σκέλος. Τα χρόνια πράγματι περνούσαν σαν νερό. Η εξ αποστάσεως αυτή σχέση μετρούσε μαζί με τα παροδικά time-out και οι τους δύο – τρεις σύντομους χωρισμούς δέκα ολόκληρα χρόνια! Εκτός από το δυνατό συναίσθημα την κρατούσε ζωντανή και η προχωρημένη τεχνολογία. Σε καθημερινή βάση μιλούσαν, αντάλλασσαν μηνύματα, βλεπόντουσαν στην κάμερα. Ένιωθε ο ένας τον άλλον σχεδόν κοντά του. Σχεδόν. Δεν μπορούσε όμως να τον αγγίξει, να ανταλλάξει ένα φιλί, να του κρατήσει το χέρι, να του δώσει μια ζεστή αγκαλιά. Όλα γίνονταν εξ αποστάσεως, εικονικά. Ζούσαν τόσα χρόνια μία εικονική πραγματικότητα στην ουσία. Συζητούσαν από μακριά, κοιτάζονταν από μακριά, αγαπιόντουσαν από μακριά. Ο έρωτας αυτός ήταν πολύ δυνατός. Του άξιζε να μεταμορφωθεί σε έναν έρωτα με σάρκα και οστά…

Από την αρχή της σχέσης τους έθεσαν επί τάπητος τα πρακτικά προβλήματα και τις πιθανές τους λύσεις. Ο Μιχάλης εκδήλωσε τις προθέσεις του για μία σοβαρή σχέση με προοπτική. Η Ελεάννα ήταν απολύτως σύμφωνη. Μίλησαν για γάμο, τη δημιουργία οικογένειας, το ενδεχόμενο να περάσουν την υπόλοιπη ζωή τους μαζί. Κανείς εκ των δύο όμως δεν ήταν διατεθειμένος να εγκαταλείψει τη ζωή του και τον τόπο που έμενε. Στην αρχή άφησαν τα πράγματα να κυλήσουν αβίαστα. Περνώντας όμως τα χρόνια η ανάγκη μιας λύσης γινόταν επιτακτική. Η τελευταία φορά που το συζήτησαν ήταν πριν πέντε χρόνια. Η Ελεάννα ήταν στα 29 πλέον και ο Μιχάλης στα 33. Τότε ήταν που είχε χάσει τη θεία της. Την ίδια χρονική περίοδο, μετά από την απόκτηση του διδακτορικού της, κατάφερε να πάρει προαγωγή στην υπηρεσία της.

«Μιχάλη, με αυτές τις συνθήκες και συγκυρίες δεν μπορώ να σηκωθώ και να φύγω από την Ελλάδα. Πρώτον, η οικογένειά μου με έχει ανάγκη. Δεύτερον στη δουλειά μου δεν μου έχει χαριστεί τίποτα. Δεν ξέρω πώς λειτουργούν τα πράγματα στην Αυστραλία αλλά εδώ εγώ προσωπικά έφτυσα αίμα για να αποκτήσω τα πτυχία αυτά και να πετύχω την προαγωγή μου. Οι περισσότεροι σε μία δημόσια υπηρεσία μένουν στάσιμοι μέχρι να πάρουν σύνταξη. Εγώ όμως έχω στόχους. Η δική μου δουλειά λοιπόν δεν μεταφέρεται. Σε αντίθεση με τη δική σου. Γιατί δεν έρχεσαι να ανοίξεις εδώ ένα μαγαζί με όλα αυτά τα υπέροχα γλυκά που φτιάχνεις; Χρυσές δουλειές θα κάνεις!», τον παρότρυνε η Ελεάννα.

«Ακούς τι λες; Και οι γονείς μου, οι αδελφές μου; Όλοι εξαρτώνται από μένα. Πώς θα σηκωθώ εγώ να φύγω από την Αυστραλία; Ο πατέρας μου δεν πρέπει να στρεσάρεται, οι δίδυμες σπουδάζουν ακόμα. Τα πανεπιστήμια κοστίζουν. Μετά είναι και οι προίκα τους. Πώς θα ανοίξουν σπίτι αύριο μεθαύριο; Βλέπεις στη δική μου οικογένεια για τις γυναίκες δεν έχει προτεραιότητα η καριέρα», της απάντησε δηκτικά, αρκετά ενοχλημένος.

«Και μένα Μιχάλη μάνα με γέννησε. Έχω κι εγώ οικογενειακές υποχρεώσεις ξέρεις. Ο πατέρας μου θαλασσοπνιγόταν τόσα χρόνια μακριά μας και όταν πήρε επιτέλους σύνταξη τον χτύπησε η αρρώστια και έφυγε σε λίγους μήνες. Η μάνα μου έμεινε χήρα, η γιαγιά μου έχασε μέσα σε λίγα χρόνια και τα δύο της παιδιά. Η άλλη μου γιαγιά είναι σχεδόν κατάκοιτη. Εγώ πώς να αφήσω τρεις γυναίκες πίσω μονάχες, μου λες; Μόνο εμένα έχουν για στήριγμα. Στην οικογένειά μου έχουμε μάθει να φροντίζουμε τους γέροντες και να μην τους εγκαταλείπουμε πίσω μόνους και αβοήθητους να πεθάνουν από ανημποριά και μοναξιά. Κατάλαβες Μιχάλη;», πέταξε με τη σειρά της κι αυτή τη μπηχτή της για τη γιαγιά που άφησαν μόνη στο νησί.

Η στιχομυθία αυτή με τις ειρωνείες και τις μπηχτές εκατέρωθεν στάθηκε η αφορμή για ένα ακόμα μικρό χωρισμό του ζευγαριού.

Τα ξαναβρήκαν, αλλά η ‘καυτή αυτή πατάτα’ σχετικά με το ποιος θα μετακόμιζε μόνιμα, ώστε να πάνε τη σχέση τους παρακάτω, μπήκε στον πάγο για τα επόμενα πέντε χρόνια. Σχέση σε αναμονή, ζωή σε αναμονή…

 

Σύντομα ακολουθεί δεύτερο μέρος…

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: