Το κείμενο αποτελεί συνέχεια της Lethargica

 

Η Μέλοντι άνοιξε τα μάτια και κοίταξε γύρω της. Βρισκόταν σε ένα μισοσκότεινο δωμάτιο, που έμοιαζε με κελί φυλακής. Η μυρωδιά της υγρασίας εισχώρησε με βία στα ρουθούνια της. Ένιωσε τα σωθικά της να ανακατεύονται. Ξέσπασε σε έναν δυνατό βήχα, προσπαθώντας μάταια να εισπνεύσει καθαρό αέρα. Όταν τελικά συνήλθε, στήριξε την πλάτη στον τοίχο και αγκάλιασε τα μπράτσα της. Κρύωνε. Προσπάθησε να τυλιχθεί με τα ρούχα της, αλλά διαπίστωσε ότι το φόρεμά της, ήταν κουρελιασμένο και υγρό. Έφερε τα χέρια μπροστά στα μάτια της και προσπάθησε με κόπο να συγκρατήσει ένα ουρλιαχτό. Ήταν κατακόκκινα. Έμοιαζαν λεκιασμένα με αίμα. Τα έτριψε με μανία στο πάτωμα και σύρθηκε γρήγορα μακριά από εκείνο το σημείο. Βρήκε καταφύγιο σε μια σκοτεινή γωνιά του κελιού, σκουντώντας έναν ακαθόριστο όγκο. Τον έπιασε από μια άκρη και τον έσυρε με επιφύλαξη προς το μέρος της. Ήταν μια πορσελάνινη κούκλα. Το πρόσωπό της ήταν ραγισμένο και το ένα μάτι έλειπε. Οι άλλοτε φροντισμένες, γυαλιστερές μπούκλες της, έπεφταν άτσαλα στους ώμους της αχτένιστες και θαμπές. Το φόρεμά της ήταν σκισμένο και το ένα πόδι της λυγισμένο αφύσικα. Ένιωσε την ακαταμάχητη ανάγκη να τη σφίξει στην αγκαλιά της. Και τότε, ένας διαπεραστικός πόνος της έσκισε τα σωθικά﮲ ένας πόνος, που δεν έμοιαζε με κανέναν άλλον﮲ ένας πόνος που θύμιζε λεπίδες που μπήγονταν σε κάθε σπιθαμή του κορμιού της. Πλημμύρισε με θλίψη, απέραντη θλίψη που έκανε τα δάκρυα να ξεχυθούν από τα μάτια της σαν κύματα από φουρτουνιασμένες θάλασσες. Το σκοτάδι όρμησε με μανία μέσα από τις ρωγμές των πέτρινων τοίχων και την τύλιξε.

***

Η Μέλοντι ξύπνησε σε ένα άνετο κρεβάτι. Ανασηκώθηκε αργά και κοίταξε γύρω της. Το φως του ήλιου έμπαινε άπλετο πίσω από την αραχνοΰφαντη κουρτίνα. Τα σεντόνια, έμοιαζαν να είναι από καθαρό μετάξι. Σηκώθηκε και προχώρησε προς τον τεράστιο καθρέφτη απέναντί της. Ένιωθε ανάλαφρη. Αισθανόταν να αιωρείται, λες και τα πόδια της δεν άγγιζαν το πάτωμα. Η αντανάκλαση μιας κοπέλας με μαύρα εβένινα μαλλιά με μπούκλες, καστανά αμυγδαλωτά μάτια, αψεγάδιαστο δέρμα και λευκό σατέν νυχτικό, της ανταπέδωσε το βλέμμα. Ένα αχνό χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό της, για να αντικατασταθεί σχεδόν αμέσως από μια έκφραση φρίκης. Το δέρμα της άρχισε να ραγίζει. Η εικόνα μπροστά της τρεμούλιασε. Οι μπούκλες λύθηκαν και μετατράπηκαν σε λιγδιασμένα σκοινιά. Τα χείλη της έσκασαν. Το δέρμα της γέμισε πληγές και τα νύχια στα χέρια της έσπασαν. Κάλυψε με φρίκη τα μάγουλά της που είχαν γεμίσει γρατζουνιές και ούρλιαξε υστερικά. Μόνο που δεν έβγαινε φωνή από το στόμα της, αλλά μαλλιά, όμοια με τα μαλλιά της πορσελάνινης κούκλας που κρατούσε σε εκείνο το φριχτό κελί. Και μετά… σκοτάδι.

***

Η Μέλοντι ξύπνησε απότομα από ένα ουρλιαχτό που ηχούσε μέσα στο κεφάλι της.

«Υποσχέθηκες πως θα φύγουν όλες!» φώναζε μια γυναικεία φωνή. «Ορκίστηκες πως μπορείς να τις εξαφανίσεις! Κάντην να φύγει!»

Βρισκόταν ακόμα μέσα σε εκείνο το άθλιο κελί. Ο χώρος απέξω φωτίστηκε. Ακουγόταν ένα σιγανό βουητό. Σηκώθηκε και πλησίασε στα κάγκελα. Στρίμωξε το πρόσωπό της ανάμεσά τους. Δεξιά της, εκτεινόταν ο μακρύς διάδρομος. Μια μικρή κουκίδα φαινόταν από μακριά﮲ μια μικρή κουκίδα που έσερνε κάτι μαζί της, σταματούσε ανά διαστήματα και πλησίαζε σιγά σιγά προς το μέρος της. Ο ήχος δυνάμωνε. Τελικά διαπίστωσε πως δεν επρόκειτο για κουκίδα, αλλά για άνθρωπο: έναν άνθρωπο, που φορούσε μια ολόλευκη γυαλιστερή φόρμα κι ένα κόκκινο γυαλιστερό καπέλο. Εκείνο που έσερνε, έμοιαζε με μια μεγάλη, μαύρη ηλεκτρική σκούπα. Η Μέλοντι στένεψε το βλέμμα. Ο άντρας έκανε στάσεις σε διάφορα σημεία, οι πόρτες άνοιγαν διάπλατα κι εκείνος έστρεφε τη σκούπα προς τα μέσα. Εκείνη ρουφούσε κάτι που έμοιαζε με γκρίζο σύννεφο. Και τότε κατάλαβε. Όλος ο διάδρομος ήταν γεμάτος κελιά. Και ο άντρας, ρουφούσε αυτό που υπήρχε μέσα τους. Κοίταξε από την άλλη πλευρά. Τοίχος. Το κελί της ήταν το τελευταίο. Ο καθαριστής ολοένα και πλησίαζε. Σε λίγο θα ερχόταν το τέλος της. Έπεσε στο πάτωμα και μπουσούλησε μακριά, ψηλαφώντας το για να βρει κάποια εσοχή από την οποία θα μπορούσε να κρατηθεί. Ο επερχόμενος θάνατός της ολοένα και πλησίαζε. Ο ήχος δυνάμωνε. Η πόρτα άνοιξε απότομα με έναν ανατριχιαστικό μεταλλικό ήχο. Η Μέλοντι άρπαξε με το ένα χέρι την κούκλα, και με το άλλο έμπηξε τα νύχια της σε μια εγκοπή στο έδαφος. Ένιωσε τον αέρα να προσπαθεί να τη ρουφήξει. Έριξε μια τελευταία ματιά στην κούκλα και την άφησε για να μπορέσει να κρατηθεί και με το άλλο χέρι. Και τότε, τη στιγμή που τα νύχια της σκίστηκαν κι άρχισε να σέρνεται με βία προς τα πίσω, αφήνοντας ματωμένες γραμμές στο πάτωμα, ο αέρας που τη ρουφούσε ξαφνικά κόπασε, ο ήχος σώπασε μεμιάς και το φως του διαδρόμου έσβησε.

***

Ο Λίαμ βρισκόταν σε ένα μικρό τετράγωνο γραφείο, χωρίς παράθυρα και βημάτιζε πέρα δώθε νευρικός. Τη στιγμή που άκουσε την πόρτα ν’ ανοίγει πίσω του στράφηκε απότομα σφίγγοντας τις γροθιές του.

«Λοιπόν;!»

Ο νεαρός, ψηλόλιγνος άντρας με τα κόκκινα, σγουρά μαλλιά και τις φακίδες στάθηκε νευρικός μπροστά του, μετατοπίζοντας το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο.

«Ξέρετε… υπήρξε ένα πρόβλημα…»

«Τι πρόβλημα;» θέλησε να μάθει ο άντρας.

Τα μάτια του στένεψαν στις κόγχες τους, μοιάζοντας με σχισμές, έτοιμες να ξεράσουν φλόγες εναντίον του.

«Το σύστημα κράσαρε…»

Ο Λίαμ δεν μίλησε. Έμπηξε τα νύχια στις παλάμες του. Ο νεαρός οπισθοχώρησε αντανακλαστικά. Εκείνος σήκωσε το χέρι και χτύπησε με δύναμη το γραφείο. Το έπιπλο τραντάχτηκε. Στη συνέχεια το έσυρε με βία πάνω του ρίχνοντας όλα τα αντικείμενα στο πάτωμα. Ο νεαρός ξεροκατάπιε, ενώ ιδρώτας έτρεχε από το μέτωπό του.

***

Η Μέλοντι ανασηκώθηκε με αργές κινήσεις και στήριξε την πλάτη της στον τοίχο. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες.

«Γεια σου, Μέλοντι», άκουσε μια ήρεμη φωνή.

Βλεφάρισε και κοίταξε γύρω της. Ο διάδρομος ήταν ακόμη βυθισμένος στο σκοτάδι.

«Ποιος είναι;» ρώτησε τρομαγμένη.

Άκουσε το σύρσιμο μιας καρέκλας. Το κελί φωτίστηκε ελαφρά από μια απροσδιόριστη πηγή. Ένας άντρας καθόταν απέναντί της. Φορούσε μακριά πράσινη καπαρντίνα, τα μαλλιά του ήταν γαλάζια, πιασμένα σε αλογοουρά, είχε λευκό δέρμα και τα μάτια του είχαν ένα μωβ, ιριδίζον χρώμα. Η Μέλοντι ξεροκατάπιε και προσπάθησε να συρθεί προς τα πίσω, για να διαπιστώσει πως η πλάτη της ακουμπούσε ήδη στον τοίχο. Ο άντρας έγειρε το κεφάλι του στο πλάι.

«Είμαι κάποιος που μπορεί να σε βοηθήσει. Πρώτα όμως, πρέπει να μου πεις τι θυμάσαι».

Εκείνη έμεινε σιωπηλή.

«Πώς σε λένε;» συνέχισε ο άντρας.

«Μέλοντι Μπράουν».

«Τι ηλικία έχεις»

Η κοπέλα σκέφτηκε για λίγο.

«Είκοσι δύο» απάντησε τελικά.

«Και τι άλλο θυμάσαι;» επέμεινε ο άντρας.

Η Μέλοντι έκλεισε σφιχτά τα μάτια.

«Κάτι λείπει…» άρχισε όταν τα άνοιξε τελικά.

Έφερε τα χέρια μπροστά στο πρόσωπό της. Ήταν ακόμη λεκιασμένα με αίμα. Αυτή τη φορά δεν τρόμαξε.

«Κάτι κρατούσα…» ψέλλισε. «Μια κούκλα!» πρόσθεσε και τον κοίταξε στα μάτια. «Μου την ρούφηξε η σκούπα!»

«Η κούκλα ήταν τόσο σημαντική για σένα;»

«Ναι!» είπε χωρίς δεύτερη σκέψη.

«Γιατί;»

«Επειδή…» κόμπιασε. «Δε θυμάμαι…» χαμήλωσε το βλέμμα της.

Ο άντρας έσκυψε προς το μέρος της.

«Θέλεις να θυμηθείς;»

Η Μέλοντι τον κοίταξε έντονα στα μάτια.

«Θέλω».

«Τότε άκουσε με προσεκτικά, γιατί δεν έχουμε πολύ χρόνο. Αν ανάψουν τα φώτα, ο καθαριστής θα έρθει ξανά. Κι αυτή τη φορά δε θα σε αφήσει να ξεφύγεις».

Η Μέλοντι ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά.

«Σε ακούω».

***

«Τι φασαρία είναι αυτή;»

Ο Τίμον Γκούντγουϊλ όρμησε μέσα στο γραφείο. Το βλέμμα του μετακινήθηκε από τον Λίαμ στον νεαρό που τον κοιτούσε τρομοκρατημένος και στα αντικείμενα του γραφείου που ήταν σκόρπια στο πάτωμα.

«Μάιλς, άσε μας μόνους».

Ο νεαρός έσπευσε να εξαφανιστεί αναστενάζοντας με ανακούφιση.

«Είπατε ότι θα τις κάνετε να φύγουν!» ξέσπασε ο Λίαμ.

«Κύριε Τρέισον, όπως καταλαβαίνετε, υπάρχουν πάντα αστάθμητοι παράγοντες».

«Δε με ενδιαφέρουν οι αστάθμητοι παράγοντες. Πήρες μια περιουσία!»

Κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος του. Ο Τίμον σήκωσε αμυντικά τα χέρια.

«Θα προβούμε σε πιο δραστικά μέτρα».

«Κι εάν πάλι δεν υπάρξει αποτέλεσμα;»

«Τότε, όσο κι αν θέλαμε να το απoφύγουμε θα τις εξαλείψουμε μια και καλή».

«Με ποιο τρόπο;»

«Με τον φόνο».

***

Η Μέλοντι ξεδίπλωσε τον χάρτη που της έδωσε ο άντρας και τον κοίταξε συνοφρυωμένη. Παρατήρησε τον διάδρομο στον οποίο είχε βρεθεί ακολουθώντας τις οδηγίες του. Οι τοίχοι ήταν μεταλλικοί, με χρώμα χρυσό. Πάνω τους ήταν χαραγμένα πολλά μικρά νούμερα και δίπλα τους ακόμα πιο μικρές μικρογραφίες, τις εικόνες των οποίων δεν μπορούσε να διακρίνει. Τις ψηλάφισε. Το περίγραμμά τους ήταν κοφτερό. Μια σταγόνα αίμα βγήκε από το δάχτυλό της. Το πλησίασε στα χείλη της και το ρούφηξε. Ένιωσε μια περίεργη ζεστασιά να πλημμυρίζει το κορμί της. Κοντοστάθηκε, αλλά ένιωσε ξαφνικά κάποιον να τη σπρώχνει. Συνέχισε να προχωρά. Έστριψε δεξιά και βρέθηκε σε έναν άλλον διάδρομο. Αυτή τη φορά οι τοίχοι ήταν μαύροι και διάσπαρτοι με μπλε φωτάκια, ενώ σε διάφορα σημεία, ήταν ζωγραφισμένοι ανθρώπινοι εγκέφαλοι με μπλε neon light. Τους προσπέρασε. Φτάνοντας στο τέρμα, άνοιξε και πάλι τον χάρτη. Έστριψε δεξιά. Ο δρόμος ήταν κατηφορικός. Οι τοίχοι αυτή τη φορά ήταν καλυμμένοι με παχιά ταπετσαρία﮲ μια ταπετσαρία από ένα περίεργο υλικό﮲ ένα υλικό που έμοιαζε με… Το άγγιξε επιφυλακτικά και τράβηξε απότομα το χέρι της. Ανατρίχιασε. Το υλικό έμοιαζε με ανθρώπινο δέρμα.

«Ό,τι κι αν δεις θα συνεχίσεις να προχωράς», της είχε πει ο άντρας.

Τα βήματά της ηχούσαν βαριά, καθώς περπατούσε στο μεταλλικό πάτωμα, το οποίο κατηφόριζε ακόμα πιο πολύ. Το σκοτάδι την τύλιγε όλο και περισσότερο με το πέπλο του. Η Μέλοντι τότε συνειδητοποίησε ότι κρύωνε πολύ. Ο αέρας γύρω της ήταν ψυχρός. Έφτασε στο τέρμα του διαδρόμου. Βρέθηκε σε έναν μισοφωτισμένο χώρο﮲ έναν χώρο με κελιά. Πλησίασε στο πρώτο. Μια απροσδιόριστη μορφή ήταν αποτραβηγμένη στις σκιές. Η Μέλοντι κόλλησε το πρόσωπό της στα κάγκελα. Τότε η σιλουέτα σηκώθηκε και άρχισε να την πλησιάζει σέρνοντας τα πόδια. Όταν το πρόσωπο φωτίστηκε η κοπέλα οπισθοχώρησε ασυναίσθητα. Αντίκρισε τον εαυτό της, να την κοιτάζει το ίδιο απορημένος όπως κι εκείνη. Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και στένεψε το βλέμμα. Φορούσε τα ίδια, σκισμένα, ματωμένα ρούχα.

«Ποια είσαι;» απόρησε η Μέλοντι. «Ποια είμαι;» μονολόγησε τελικά. «Ποια ήμουν;» πρόσθεσε με φωνή που έσβηνε.

Έβγαλε από την τσέπη της μια αρμαθιά με μικροσκοπικά κλειδιά. Έχωσε το κλειδί με το νούμερο ένα στη χρυσή κλειδαριά έξω από το κελί. Άνοιξε με ένα ανεπαίσθητο κλικ. Ο εαυτός της έσπρωξε την πόρτα, κι εκείνη έτριξε ανατριχιαστικά. Βγήκε έξω σέρνοντας τα βήματά της κι απομακρύνθηκε. Η Μέλοντι προχώρησε στο επόμενο κελί. Είδε και πάλι τον εαυτό της, να στέκεται δίπλα στην κούνια ενός μωρού.

«Μωρό;» απόρησε. «Είχα παιδί;»

Ξεκλείδωσε με το κλειδί νούμερο 2. Ο εαυτός της τράβηξε μαζί του την κούνια κ άρχισε να απομακρύνεται.

Προχώρησε στο επόμενο κελί που έμοιαζε με παιδικό δωμάτιο. Είδε πάλι τον εαυτό της δίπλα στην κούνια. Εκείνο όμως που αντίκρισε στη συνέχεια την έκανε να ουρλιάξει. Την έκανε να αρπάξει τα κάγκελα και να απλώσει τα χέρια, προσπαθώντας να αποτρέψει αυτό που συνέβαινε. Τελικά σωριάστηκε στο πάτωμα και κόλλησε την πλάτη της στα κάγκελα. Το κρύο μέταλλο διαπέρασε το λεπτό της ρούχο κι έκανε το δέρμα της να πονέσει. Αυτός ο πόνος όμως, δεν ήταν τίποτε σε σχέση με τις λεπίδες που ένιωθε να της σκίζουν την ψυχή.

«Ό,τι και να δεις μην σταματήσεις» ήχησε στα αυτιά της η φωνή του άντρα.

Πήρε μερικές βαθιές ανάσες, σηκώθηκε απότομα κι έχωσε το κλειδί στην κλειδαριά, χωρίς να κοιτάξει μέσα. Όταν η πόρτα άνοιξε, εκείνη γύρισε την πλάτη κι έκλεισε σφιχτά τα μάτια. Όταν πλέον ήταν σίγουρη πως δεν βρισκόταν κανείς μέσα, προχώρησε στο επόμενο κελί. Ξεκλείδωσε χωρίς να κοιτάξει. Έκανε το ίδιο και στο άλλο και στο μεθεπόμενο, μέχρι που έφτασε στο τελευταίο. Έχωσε με τρεμάμενα χέρια το κλειδί στην εσοχή. Το μόνο που βρήκε μέσα, ήταν η πορσελάνινη κούκλα. Πλησίασε, την πήρε στην αγκαλιά της και την έσφιξε. Κάθισε στο σκληρό, πέτρινο πάτωμα κι έκλεισε τα μάτια.

«Πρέπει να επιστρέψεις».

Ο άντρας με τα μωβ μαλλιά καθόταν και πάλι σε μια καρέκλα μπροστά της. Εκείνη σήκωσε με κόπο το βλέμμα της.

«Τι νόημα έχει;» τον ρώτησε με τα δάκρυα να αυλακώνουν τα μάγουλά της.

Εκείνος αγνόησε την ερώτησή της. «Πρέπει να επιστρέψεις», επανέλαβε.

Έτεινε το χέρι προς το μέρος της.

Εκείνη το έπιασε και σηκώθηκε με κόπο, κρατώντας ακόμη την κούκλα. Την επόμενη στιγμή όμως, ένιωσε τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν. Λίγο πριν σωριαστεί, ο άντρας τη σήκωσε στην αγκαλιά του. Η Μέλοντι κούρνιασε μισολιπόθυμη. Η υπόλοιπη διαδρομή, μέχρι να φτάσει και πάλι στο προηγούμενο κελί της, της φάνηκε σαν όνειρο, ή μάλλον… σαν εφιάλτης. Όταν την απόθεσε στο σκληρό πάτωμα, έχασε τις αισθήσεις της.

***

Ο Τίμον, βρισκόταν στο γραφείο του, στο τελευταίο πάτωμα του υψηλότερου ουρανοξύστη της Νέας Υόρκης. Έξω από το κτίριο, δέσποζε μια μεγάλη ταμπέλα με το όνομα «LETHARGICA». Ακούστηκε ένα δειλό χτύπημα στην πόρτα.

«Παρακαλώ», είπε δυνατά.

Ο Μάιλς στάθηκε στο κατώφλι και προχώρησε αργά μέσα.

«Τι συνέβη Μάιλς;» συνοφρυώθηκε ο Τίμον.

«Ξέρετε… υπήρξε κι άλλο πρόβλημα…»

Ο Τίμον αναστέναξε.

«Δηλαδή;»

«Επέστρεψαν πάλι στις θέσεις τους».

Ο Τίμον σηκώθηκε απότομα.

«Πώς στα κομμάτια έγινε αυτό;»

«Ο κύριος Ντέμπορντ το ψάχνει».

«Και τώρα;»

«Θα περάσουμε σε κάτι πιο δραστικό».

***

Η Μέλοντι ξύπνησε απότομα. Ο άντρας καθόταν απέναντί της.

«Δεν έχουμε πολύ χρόνο».

Εκείνη σηκώθηκε με κόπο. Η πόρτα του κελιού της ήταν ανοιχτή. Προχώρησε προς το διπλανό. Ξεκλείδωσε με ένα κλειδί και πλησίασε τον εαυτό της που καθόταν στο σκοτάδι. Άγγιξε τα μαλλιά του και τράβηξε μια τρίχα. Το επανέλαβε σε όλα τα κελιά, σε όλους τους εαυτούς της. Όταν επέστρεψε στο δικό της, ένιωθε εξαντλημένη.

«Και τώρα κάνε αυτό που σου είπα» διέταξε ο άντρας.

Η Μέλοντι πήρε την κούκλα, κι έχωσε τις τρίχες μέσα στο μικροσκοπικό φόρεμά της. Εκείνος άπλωσε το χέρι του.

«Πάμε».

Βρέθηκαν σε έναν διάδρομο λουσμένο στο φως. Η κοπέλα ένιωσε μια απέραντη ηρεμία και γαλήνη να την πλημμυρίζει. Πόρτες από διαφανές τζάμι υπήρχαν και στις δύο πλευρές. Πλησίασε στην πρώτη. Αντίκρισε ένα παιδικό δωμάτιο. Όλα είχαν την απόχρωση του ροζ: οι τοίχοι, τα σεντόνια, τα έπιπλα. Ένα μικρό κορίτσι καθόταν στο κρεβάτι και ζωγράφιζε. Μόλις την πρόσεξε, σηκώθηκε και πλησίασε προς το μέρος της. Είχε τα ίδια καστανά αμυγδαλωτά μάτια με τα δικά της και το ίδιο χρώμα μαλλιών. Κόλλησε τις παλάμες του στο τζάμι. Η Μέλοντι γονάτισε και ακούμπησε και τις δικές της στο ίδιο σημείο. Το κορίτσι της χαμογέλασε και της άνοιξε. Η κοπέλα κοίταξε τον άντρα που στεκόταν πίσω της. Εκείνος ένευσε. Μπήκε στο δωμάτιο. Το κορίτσι επέστρεψε στο κρεβάτι και συνέχισε να ζωγραφίζει. Η Μέλοντι κοίταξε το σχέδιό της. Ήταν μια κόκκινη καρδιά. Πλησίασε σε μια σχολική τσάντα που ήταν αφημένη πάνω στο γραφείο. Έχωσε μέσα την κούκλα και έκλεισε το φερμουάρ. Έριξε μια τελευταία ματιά στο κοριτσάκι πάνω στο κρεβάτι και βγήκε έξω.

Τη στιγμή που επέστρεφαν πίσω, ένιωσε μια απότομη αδιαθεσία. Ζαλιζόταν και το κεφάλι της πονούσε. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Έτρεμε από το κρύο. Ο άντρας τη σήκωσε και πάλι στην αγκαλιά του. Έφτασαν στον σκοτεινό διάδρομο με τα κελιά. Η κοπέλα έριξε γύρω της φευγαλέες ματιές. Οι εαυτοί της σφάδαζαν από τους πόνους. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια μέχρι που τον ένιωσε να την αποθέτει απαλά στο έδαφος. Τα άνοιξε με κόπο.

«Τι μου συμβαίνει;»

«Πεθαίνεις» της είπε ψυχρά, ενώ καθόταν και πάλι στην καρέκλα.

Εκείνη τον κοίταξε έντρομη.

«Όχι όμως πριν αποδώσεις δικαιοσύνη».

Το δωμάτιο γύρω της γύριζε. Και τότε ξαφνικά, ο πόνος έγινε αφόρητος. Η Μέλοντι άρχισε να ουρλιάζει. Και μαζί της, ούρλιαξαν και οι πολλαπλοί εαυτοί της που ήταν κλεισμένοι στα κελιά. Και όπως απότομα ξεκίνησαν , τόσο απότομα σώπασαν. Πλέον υπήρχε μόνο σιωπή﮲ σιωπή, που γινόταν εκκωφαντική. Ο άντρας με την ηλεκτρική σκούπα, εμφανίστηκε και πάλι. Περνούσε από κάθε κελί και ρουφούσε το εσωτερικό του. Όταν έφτασε και στο δικό της, το μόνο που πρόλαβε να φανεί πριν βυθιστεί για πάντα στη λήθη, ήταν μια γκρίζα θολούρα.

***

Η Μέλοντι κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη του μπάνιου. Η αντανάκλαση μιας κοπέλας με μαύρα εβένινα μαλλιά με μπούκλες, καστανά αμυγδαλωτά μάτια, αψεγάδιαστο δέρμα και κόκκινο, μεταξωτό φόρεμα, της ανταπέδωσε το βλέμμα. Μπορεί να είχε κλείσει τα τριάντα, αλλά έμοιαζε τουλάχιστον πέντε χρόνια νεότερη. Ένα αχνό χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό της.

Προχώρησε στο σαλόνι, όπου είχαν μαζευτεί οι παλιές της συμμαθήτριες.

«Μέλοντι έλα! Βλέπουμε παλιές φωτογραφίες!»

Εκείνη πήρε το άλμπουμ και το ξεφύλλισε. Το βλέμμα της καρφώθηκε σε μια εικόνα που έδειχνε τον εαυτό της μικρή, να ποζάρει κρατώντας στο χέρι τη σχολική της τσάντα. Ένιωσε ηλεκτρικό ρεύμα να διαπερνά το κορμί της, καθώς μια μακάβρια ανάμνηση ξυπνούσε από το λήθαργό της και έπαιρνε σάρκα και οστά μέσα στους σκοτεινούς διαδρόμους του μυαλού της.

Ήταν είκοσι δύο χρονών και καθόταν δίπλα σε μια παιδική κούνια. Το φως του δωματίου ήταν σβηστό. Στην αγκαλιά της έσφιγγε μια πορσελάνινη κούκλα, της οποίας οι άλλοτε φροντισμένες, γυαλιστερές μπούκλες, έπεφταν άτσαλα στους ώμους της, αχτένιστες και θαμπές. Το φόρεμά της ήταν σκισμένο. Λίκνιζε το σώμα μπρος πίσω και σιγοτραγουδούσε ένα νανούρισμα.

«Μέλοντι;»

Το φως άναψε. Στην πόρτα στεκόταν ο Λίαμ.

Εκείνη δεν του έδωσε σημασία. Συνέχισε να σιγοτραγουδά. Τα μαλλιά της έμοιαζαν με ξεχτένιστα σκοινιά. Τα μάτια της ήταν μουτζουρωμένα με μαύρη σκιά και το φόρεμά της λεκιασμένο με αίμα.

«Μέλοντι;» επανέλαβε τρομοκρατημένος ο άντρας της και την πλησίασε.

Έσκυψε πάνω από την κούνια. Άρχισε να ουρλιάζει. Σήκωσε απότομα τη γυναίκα του και την τράνταξε από τους ώμους. Η κούκλα έπεσε στο πάτωμα. Το πρόσωπό της ράγισε και το ένα μάτι κατρακύλησε. Το ένα πόδι της λύγισε αφύσικα.

«Τι έκανες; Τι έκανες;»

Εκείνη τραβήχτηκε μακριά του. Έσκυψε και μάζεψε την κούκλα. Την έσφιξε στην αγκαλιά της και τον κοίταξε θυμωμένη.

«Πρόσεχε!» του φώναξε χαϊδεύοντάς την με μανία. «Χτύπησες το παιδί!»

«Ποιο παιδί, Μέλοντι!»  Την τράνταξε και πάλι. «Το παιδί είναι νεκρό! Εσύ τη σκότωσες».

Η κοπέλα οπισθοχώρησε θυμωμένη.

«Είσαι τρελός Λίαμ!» νευρίασε. «Το παιδί είναι μια χαρά!»

Σήκωσε την κούκλα προς το μέρος του.

Ο Λίαμ την άρπαξε και την οδήγησε με βία μπροστά στην κούνια. Εκείνη αντίκρισε το κατακρεουργημένο κορμάκι της κόρης τους. Έφερε τα χέρια στα μάγουλά της κι άρχισε να τα γρατζουνά.

«Όχι…» έκανε ξέπνοα. «Όχι» επανέλαβε και τον κοίταξε έντρομη στα μάτια. «Εγώ δεν… Όχι!» ούρλιαξε.

Ο Λίαμ κάθισε στο κρεβάτι και στήριξε το κεφάλι στα χέρια του.

«Θα φύγουμε», είπε τελικά με τρεμάμενη φωνή. «Θα γυρίσουμε στη Νέα Υόρκη. Θα τους πούμε ότι το παιδί το σκότωσε κάποιος κλέφτης που μπήκε κι ότι εσύ νοσηλεύεσαι στην κλινική για να ξεπεράσεις τον χαμό του. Θα γίνεις καλά. Και μετά…» κόμπιασε «μετά θα βρω τρόπο να τα διαγράψω όλα».

«Εγώ το έκανα…» μονολογούσε εκείνη.

Άρπαξε το μαχαίρι που ήταν στην κούνια και το έστρεψε προς το μέρος της. Ο Λίαμ πετάχτηκε όρθιος και της έσφιξε τον καρπό. Εκείνη ούρλιαξε από τον πόνο και άνοιξε τα δάχτυλά της. Το μαχαίρι έπεσε στο πάτωμα.

«Άκουσέ με!» έκλεισε τα μάγουλά της στις χούφτες του. «Δεν το έκανες εσύ!»

Εκείνη αποτραβήχτηκε.

«Εγώ το έκανα…»

«Μέλοντι;» Η φίλη της, της κρατούσε το χέρι και την κοιτούσε φοβισμένη. Εκείνη σήκωσε το βλέμμα. Οι υπόλοιπες είχαν στραμμένη την προσοχή τους πάνω της.

«Εγώ το έκανα», είπε με σταθερή φωνή. «Εγώ σκότωσα την Έμιλι».

Η εξώπορτα έκλεισε με κρότο. Ο Λίαμ μπήκε στο σαλόνι χαμογελαστός κρατώντας ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί, κι έναν χαρτοφύλακα. Όλες τον κοίταξαν αποσβολωμένες. Το χαμόγελό του πάγωσε.

«Εγώ σκότωσα την Έμιλι» επανέλαβε η Μέλοντι.

Ο χαρτοφύλακας και το μπουκάλι του έπεσαν από το χέρια. Τα έγγραφα χύθηκαν στο πάτωμα και λέκιασαν από το κόκκινο ποτό που χύθηκε πάνω τους. Το λευκό χαρτί, έμοιαζε βουτηγμένο στο αίμα.

***

Ο Τίμον βρισκόταν στο γραφείο του. Ο Ράιαν Ντέμπορντ καθόταν απέναντί του.

«Για να ανακεφαλαιώσουμε» αναστέναξε ο Τίμον. «Ο Λίαμ Τρέισον μας ζήτησε να κρύψουμε όσο πιο βαθιά μπορούμε τις άσχημες αναμνήσεις της γυναίκας του, αλλά να μην τις διαγράψουμε τελείως. Το πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης «Happy Memories» που δημιουργήσαμε, χώρισε τις καλές από τις κακές, κι έκλεισε τις τελευταίες μέσα σε κελιά στο βάθος του μυαλού της. Σύμφωνα με όσες δοκιμές κάναμε, όλα λειτουργούσαν σωστά. Οι αναμνήσεις έμεναν εκεί θαμμένες και δεν ξυπνούσαν ποτέ. Δεν χρειάστηκε ποτέ να προχωρήσουμε σε οριστική διαγραφή. Τι σκατά συνέβη τώρα;»

«Φαίνεται πως μια ανάμνηση, επέμενε να βγαίνει, ας το πούμε, από το κελί της και να ξυπνάει τις άσχημες μνήμες της».

«Και μετά ενεργοποιήσαμε τον καθαριστή σωστά;»

«Σωστά. Αυτόν που θα τις ‘ρουφούσε’ και θα τις φυλάκιζε ακόμη πιο βαθιά».

«Και τότε το σύστημα κράσαρε…»

«Ακριβώς. Και ξαφνικά, ενώ όλες οι αναμνήσεις, είχαν απομακρυνθεί σε χαμηλότερο επίπεδο, εκτός από μία, όταν επιδιορθώθηκε το πρόβλημα, βρίσκονταν και πάλι όλες στις αρχικές τους θέσεις».

Ο Τίμον πίεσε τα δάχτυλά του μεταξύ τους. Το κρακ, έκανε τον Ράιαν να ανατριχιάσει.

«Πώς συνέβη αυτό;»

«Υπάρχει μια θεωρία, και νομίζω πως είναι η μόνη που ευσταθεί».

Ο Τίμον έγειρε προς το μέρος του.

«Σε ακούω».

«Φαίνεται πως η συγκεκριμένη τεχνολογία ΑΙ εξελίχθηκε ακόμη περισσότερο, απέκτησε ηθική, και θέλησε να ‘ξεσκεπάσει’ την υπόθεση».

Ο Τίμον έτριψε τα μάτια του.

«Υπερχείλισε το σύστημα με περιττά δεδομένα ώστε να το κάνει να κρασάρει και να μπορέσει να δράσει με απόλυτη μυστικότητα» συνέχισε ο Ράιαν. «Έγραψε από την αρχή έναν κώδικα με εντολές και τον ενσωμάτωσε στο συγκεκριμένο αρχείο της ανάμνησης. Αυτός ο κώδικας, την καθοδήγησε ώστε να βρει τις υπόλοιπες αναμνήσεις και της έδωσε εντολή να ξεκλειδώσει τα κελιά στα οποία είχαν κλειστεί ώστε να επιστρέψουν και πάλι στο προηγούμενο επίπεδο. Μετά, πήρε από κάθε ανάμνηση, κάποιο ελάχιστο στοιχείο. Για να σας το πω με πιο απλά λόγια, αν ήταν άνθρωπος, αρκούσε έστω και μια τρίχα από τα μαλλιά του. Τα μάζεψε όλα μαζί και τα έκρυψε μέσα σε μια καλή ανάμνηση. Όταν λοιπόν εμείς απομακρύναμε σε εξωτερικό σκληρό δίσκο τις όμορφες αναμνήσεις, μαζί τους έφυγε κι ένα κομμάτι από τις άσχημες».

«Το οποίο τις έκανε να ξυπνήσουν, όταν η Μέλοντι θυμήθηκε τη συγκεκριμένη καλή ανάμνηση που είχε μολυνθεί σωστά;» υπέθεσε ο Τίμον.

«Ακριβώς. Ενώ λοιπόν απομακρύναμε τις όμορφες αναμνήσεις, και μολύναμε με τον ιό τις άσχημες, ώστε να είμαστε σίγουροι ότι θα ‘πεθάνει’ και το παραμικρό θραύσμα τους πριν κάνουμε ολικό φορμάτ στο μυαλό της…»

«…ένα κομμάτι τους είχε ήδη δραπετεύσει στον σκληρό δίσκο, όπου τραβήξαμε τις καλές» συμπλήρωσε τη φράση του ο Τίμον.

Ο Ράιαν ένευσε.

«Σκατά!» αναφώνησε ο Τίμον. «Εκτεθήκαμε ανεπανόρθωτα».

«Ο Τρέισον δεν πρόκειται να μιλήσει. Ήδη θεωρείται συνένοχος για τον θάνατο της κόρης του. Θα επιβαρύνει τη θέση του».

«Κι αν το κάνει;» επέμεινε ο Τίμον.

«Τότε θα το χρησιμοποιήσουμε προς όφελός μας».

Ο άντρας στένεψε το βλέμμα και τον κοίταξε ερωτηματικά.

«Θα ισχυριστούμε πως όλο αυτό έγινε σκόπιμα» του εξήγησε. «Πως εμείς δεν είχαμε πρόσβαση στο περιεχόμενο των αναμνήσεών της, αλλά ρυθμίσαμε την τεχνολογία ΑΙ με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να αναγνωρίσει ποιες είναι ποινικά παράνομες και να αναγκάζει τους ενόχους να ομολογήσουν. Είμαι σίγουρος όμως πως δε θα χρειαστεί».

«Το ελπίζω. Τι κάνατε με την τεχνολογία;»

«Την έχουμε σε ‘καραντίνα’ μέχρι να βρούμε το σφάλμα και να το διορθώσουμε».

«Να με κρατάς ενήμερο».

«Φυσικά».

***

Αργότερα το ίδιο βράδυ, ο Ράιαν και ο Μάιλς, βρίσκονταν σε ένα μικρό, τετράγωνο δωμάτιο, με μόνη συντροφιά έναν σβηστό υπολογιστή. Ήταν κλεισμένος σε μια γυάλινη προθήκη με καρφιτσωμένη την επιγραφή «Happy Memories». Ξαφνικά ακούστηκε ένας ακαταλαβίστικος ηλεκτρονικός θόρυβος.

«Τι ήταν αυτό;» απόρησε ο Ράιαν.

«Μου ακούστηκε σαν εξελιγμένη φωνή του R2-D2» απάντησε αμήχανα ο Μάιλς.

«Ποιου;»

«Του πρώτου ρομπότ με ονοματεπώνυμο» χαμογέλασε ο πρώτος. «Παρουσιάστηκε στην ταινία Ο Πόλεμος των Άστρων».

Ο θόρυβος ακούστηκε πάλι κι ένα κόκκινο φωτάκι αναβόσβησε μερικές φορές. Οι δύο άντρες κράτησαν την αναπνοή τους. Έμοιαζε λες και το μηχάνημα τους έκλεισε το μάτι και παραμίλησε στη γλώσσα του.

Συνέχεια εδώ

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: