,

Έρωτας με σάρκα και οστά – Δεύτερο Μέρος

Το πρώτο μέρος

 

Πέντε χρόνια αργότερα…

Τικ τοκ, τικ τοκ χτυπούσε αρκετά δυνατά πια το βιολογικό ρολόι της Ελεάννας που είχε κλείσει τα 34. Ο δε Μιχάλης ήταν στο κατώφλι της τέταρτης δεκαετίας της ζωής του.

«Στην ηλικία σου είχα παιδιά στην εφηβεία», του επισήμαινε κάθε τόσο ο πατέρας του.

Οι δε συμπεθέρες είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους για τον ιερό σκοπό της αποκατάστασης της εγγονής τους.

Η μητέρα της Ελεάννας κρατούσε την πιο διακριτική στάση. Ως γυναίκα ναυτικού τόσα χρόνια, σε εποχή μάλιστα χωρίς social media και ανεπτυγμένη τεχνολογία, με μόνο μέσο επικοινωνίας το τηλέφωνο και την κλασική αλληλογραφία, ήξερε από πρώτο χέρι τις ανυπέρβλητες δυσκολίες που ελλόχευαν σε μία σχέση από απόσταση. Η Ελεάννα τής εμπιστευόταν την αγωνία και τις ανησυχίες της όπως και το αδιέξοδο στο οποίο βρισκόταν πια.

«Δεν μπορώ να σου υποδείξω καρδούλα μου τι να κάνεις. Θα υποστηρίξω όποια απόφαση και να πάρεις. Θέλω όμως να βάλεις πάνω από όλα και απ’ όλους τις δικές σου ανάγκες, τα δικά σου ‘θέλω’ και να ακολουθήσεις τις προσταγές της καρδιάς σου. Εμείς θα τα καταφέρουμε, μην νοιάζεσαι», της είπε με τρυφερότητα και στοργή.

«Πώς μπορεί μαμά να καλυφθεί το κενό της απόστασης;», ρώτησε με γνήσια απορία η Ελεάννα τη μητέρα της που ήταν μία γυναίκα που είχε ζήσει από πρώτο χέρι τις δυσκολίας μιας σχέσης από απόσταση.

«Δε μπορείς αγάπη μου να καλύψεις το κενό. Απλώς να το μπαλώσεις, όπως όπως, με υποκατάστατα. Η μοναξιά δεν παλεύεται . Είσαι γυναίκα πια. Μπορούμε να μιλάμε ανοιχτά. Υπήρχαν στιγμές που και εγώ λύγισα, παραδόθηκα, ενέδωσα σε πειρασμούς. Η γιαγιά σου μ’ έπιασε κάποια φορά. Δεν μίλησε ποτέ στο γιο της. Δε διέλυσε το γάμο, την οικογένειά μας. Δε με χωνεύει, το ξέρω και όλο υπονοούμενα είναι μια ζωή. Τη σέβομαι και δεν της αντιμίλησα ποτέ γιατί κι εγώ έφταιξα. Αλλά η απόσταση βλέπεις, η μοναξιά. Το μπαμπά σου τον λάτρευα και αυτός με υπεραγαπούσε. Όταν πια άφησε τη θάλασσα κάναμε μια μεγάλη κουβέντα, λυτρωτική και για τους δύο. Θα ξεκινούσαμε από την αρχή. Αλλά δεν προλάβαμε…», της εξομολογήθηκε η μητέρα της ξεσπώντας σε λυγμούς.

«Δε χρειάζεται μαμά να απολογηθείς. Έζησες και ζεις με αξιοπρέπεια. Δεν πρόκειται ποτέ να σε κρίνω ούτε να σε κατηγορήσω. Λυπάμαι που δεν σας δόθηκε μια δεύτερη ευκαιρία», την παρηγόρησε η κόρη της.

Ήξερε από πρώτο χέρι η Ελεάννα ότι η απόσταση δεν ευνοεί τη μονογαμία (ούτε και η ρουτίνα της καθημερινότητας την ευνοεί βέβαια, αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία). Τον Μιχάλη τον έκανε ‘τσακωτό’ με άλλη γυναίκα σε μία video κλήση όταν πρόβαλε στο βάθος μια γυναικεία φιγούρα με εσώρουχα. Δεν ήταν κάποιο call girl αλλά η υπεύθυνη ενός καταστήματός του. Ελληνίδα, την είχε γνωρίσει η Ελεάννα στο γάμο της αδελφής του. Δεν θύμωσε όσο ήταν αναμενόμενο. Είχε και η Ελεάννα λερωμένη τη φωλιά της. Ενέδωσε σε κάποια συναδελφική τους έξοδο στον κούκλο στη δουλειά, που την γυρόφερνε καιρό. Η σχέση της Ελεάννας και του Μιχάλη ήταν απροσδιόριστης φύσεως καθώς δεν ήταν ούτε ‘επίσημη’, που να επιβάλλει την πίστη, αλλά ούτε  και ‘ελεύθερη’, που να επιτρέπει την εναλλαγή συντρόφων. Βέβαια, αυτές οι ατασθαλίες δεν χαρακτηρίζονταν ‘κανονικές σχέσεις’ αλλά εφήμερες, με μοναδικό στόχο τη σαρκική ικανοποίηση. Ήταν νέοι, το αίμα τους έβραζε, το κορμί διψούσε για έρωτα και πάθος. Είχαν ανάγκη από μία δανεική αγκαλιά. Και τέτοια one night stands είχαν αμφότεροι στο ενεργητικό τους τα δέκα αυτά χρόνια. Το πιο πρόσφατο της Ελεάννας ήταν με τον γιατρό, τον Ανδρέα. Τον συγκεκριμένο, δυνητικά, θα μπορούσε να τον ερωτευτεί κιόλας. Ήταν όμως σύντεχνος, εγκλωβισμένος κι αυτός σε μία μακροχρόνια εξ αποστάσεως σχέση. Και να ήθελε να τον βρει δεν μπορούσε. Ούτε επώνυμο ήξερε, ούτε διεύθυνση, ούτε, φυσικά, στοιχεία social media. Ουδείς εκ των δύο επιδίωξε να μάθει. Ήταν ένας τυχαίος άνθρωπος με τον οποίο πέρασε μια βραδιά.

Βέβαια η υπεύθυνη του καταστήματος του Μιχάλη και ο  συνάδελφος στη δουλειά της Ελεάννας, δεν ήταν δύο τυχαίοι άνθρωποι. Κοντά τους δινόταν και στους δύο η ευκαιρία να προχωρήσουν στη ζωή και να βγουν από το τέλμα που είχαν κολλήσει τόσα χρόνια. Αφού κανείς από τους δύο δεν έπαιρνε την μεγάλη απόφαση να φύγει από τη χώρα που έμενε και να ξενιτευτεί, ας έπαιρναν τουλάχιστον από κοινού την μεγάλη απόφαση να φύγουν από τη σχέση αυτή, δια παντός, με τόλμη και αποφασιστικότητα. Να ρίξουν πέτρα πίσω τους και ας μην είναι μαύρη. Να προχωρήσουν τη ζωή τους με τους δύο αξιόλογους αυτούς ανθρώπους με τους οποίους μοιράζονταν τόσα κοινά ενδιαφέροντα και να μη χάσουν άλλο πολύτιμο χρόνο.

Την αρχή την έκανε η Ελεάννα, ως η ‘θιγμένη’ της σχέσης. Αφορμή ζητούσε κατά βάθος ώστε να βάλει τελεία. Ο Μιχάλης είχε παντρέψει και τακτοποιήσει από θέμα προικός και τις δύο του αδελφές. Στα καταστήματά του είχε τοποθετήσει ‘αξιόλογους’ υπεύθυνους για την καθημερινή επίβλεψη. Δεν αντιμετώπιζε τα πρακτικής φύσεως προβλήματα που είχε πριν μία πενταετία. Αντί λοιπόν να επανέλθουν στο επίμαχο ζήτημα, εκείνος τσιλημπούρδιζε με υψηλόβαθμη υπάλληλό του που ήταν από μόνη της μία άστοχη και επικίνδυνη κίνηση. Αυτό του χρέωνε, την αδιαφορία και όχι την προδοσία. Γι’ αυτό με πόνο στην ψυχή έδωσε ένα τέλος στο Μιχάλη χωρίς όμως αυτό να συνοδεύεται και με νέα αρχή με τον συνάδελφο. Ήθελε να μείνει μόνη, χωρίς δεσμεύσεις, να εμπεδώσει τον οριστικό αυτό χωρισμό.

Ο Μιχάλης τής ορκιζόταν πως δεν σήμαινε τίποτα η άλλη κοπέλα, πως ήταν μία στιγμή αδυναμίας, πως αγαπούσε μόνο αυτή, πως δεν ήθελε να τη χάσει. Της θύμισε πως κι αυτή δεν ήταν καμιά πιστή Πηνελόπη όλα αυτά τα χρόνια και ότι διέθετε κι αυτός τα μέσα να μαθαίνει πληροφορίες. Αυτό, αν και ήταν αλήθεια, την εξόργισε ακόμα περισσότερο διότι ο τρόπος του ήταν προσβλητικός.  Βέβαια, άρχισε να τα παίρνει στο κρανίο και ο Μιχάλης πια, διότι ένα πράγμα που μισούσε ακόμα περισσότερο από την προδοσία ήταν η υποκρισία. Δεν μπορούσε η Ελεάννα να κατηγορεί μόνο αυτόν και η ίδια να το παίζει οσία. Για δύο εβδομάδες έκοψαν τελείως. Δεν άντεξαν όμως. Μετά άρχισαν τα πρώτα δειλά μηνύματα του τύπου «Τι κάνεις;», «Κοιμάσαι;», «Μήπως ενοχλώ;», ακολούθησαν οι βιντεοκλήσεις, οι συνομιλίες στα social και άλλος ένας φαύλος κύκλος της –μαζί δεν κάνουμε χώρια δεν μπορούμε- εξ αποστάσεως σχέσης τους. Εδώ πλησιάζανε την μέση ηλικία, ήταν ήδη μαζί δέκα ολόκληρα χρόνια, έστω με τον τρόπο που ήταν, και έκαναν σαν 16χρονα σχολιαρόπαιδα που τα χαλάνε και τα ξαναφτιάχνουν μέσα στα μέλια.  Έτσι λοιπόν συνέχισαν αυτή την ιδιόρρυθμη  ‘κανονικότητά’ τους.

Ο τελευταίος αυτός χωρισμός, που ήταν και ο σοβαρότερος, τους ταρακούνησε και τους δύο. Ήταν έτοιμοι να τα τινάξουν όλα στον αέρα και να πετάξουν στα σκουπίδια μία δεκάχρονη σχέση, στα αλήθεια όμως αυτή τη φορά. Δεν το έκαναν όμως, δεν μπορούσαν. Η αγάπη τους ήταν πολύ δυνατή. Το πνεύμα και το σώμα τους όμως ήταν αδύναμα. Οι μεγάλες αποφάσεις μετέωρες και τα επόμενα βήματα στάσιμα. Όλα τα εμπόδια ήταν πρακτικά. Δε μπορούσαν να ζήσουν μαζί εξαιτίας αυτών των εμποδίων, δεν μπορούσαν όμως και να ζήσουν χώρια εξαιτίας του μεγάλου τους έρωτα. Η εξ αποστάσεως αυτή αγάπη μπορεί να ήταν κατά καιρούς ψυχοφθόρα, δεν ήταν όμως τοξική. Ήταν μεν δύσκολη όχι όμως ακατόρθωτη. Ήταν χτισμένη σε έδαφος τραχύ όχι όμως σαθρό. Ο κήπος της αγάπης αυτής μπορεί να μην ήταν πάντα ανθισμένος δεν είχε όμως και ποτέ μαραθεί. Η αγάπη τους κατά καιρούς νόσησε αλλά ποτέ, ούτε για μία στιγμή, δεν πέθανε. Άξιζε να παλέψουν με νύχια και με δόντια, να διασχίσουν όρη και ωκεανούς για την αγάπη αυτή. Οι γονείς της έχασαν για πάντα τη δεύτερη ευκαιρία τους. Για την Ελεάννα και το Μιχάλη όμως τίποτα δεν είχε κριθεί τελεσίδικα.

Η μητέρα της την είχε συμβουλέψει να ακολουθήσει την καρδιά της. Η καρδιά της ήταν μοιρασμένη στα δύο. Τώρα ήταν ακριβώς στη μέση. Ποια κατεύθυνση θα ακολουθούσε; Από τη μία ο Μιχάλης. Από την άλλη η μητέρα της, οι γιαγιάδες, ο τόπος της, τα επαγγελματικά της όνειρα και οι φιλοδοξίες της, όσα είχε παλέψει μία ζωή να πετύχει. Τα έβαλε κάτω, τα ζύγισε, πήρε την τελική και αμετάκλητη απόφασή της. Δεν είχε πισωγύρισμα. Αύριο κιόλας θα…

 

 

Το κουδούνι διέκοψε τις σκέψεις της. Πήγε στο θυροτηλέφωνο. Ένας άγνωστος άντρας ήθελε να αφήσει κάτι κλειδιά στο Μιχάλη. Το δικό της Μιχάλη.

Άλλο πάλι και τούτο. Από πού και ως που θα αφήσει κλειδιά για τον Μιχάλη και τι κλειδιά είναι αυτά; Και τι σχέση έχει αυτός ο άνθρωπος με το Μιχάλη;, μονολογούσε.

Τελικά άνοιξε στον άγνωστο άντρα.

«Χαίρετε, Επαμεινώνδας Καλλέργης. Έφερα τα κλειδιά για τον Μιχάλη. Δεν μπόρεσα να τον βρω στο κινητό που μου έδωσε. Προφανώς θα πετάει ακόμα. Ξέρετε απεβίωσε η πεθερά μου και φεύγω εκτάκτως για το χωριό της γυναίκας μου. Θα λείψουμε δύο εβδομάδες. Γι] αυτό το λόγο είναι άκυρο το αυριανό ραντεβού με το Μιχάλη. Στο συμφωνητικό που συντάξαμε για το κατάστημα μου έδωσε αυτή τη διεύθυνση. Μου είπε ότι είναι της αρραβωνιαστικιάς του. Προφανώς είστε εσείς;»

«Ναι, μάλλον δηλαδή. Συγνώμη τα έχω λίγο χαμένα. Περάστε παρακαλώ στο σαλόνι, μην στέκεστε. Κύριoς Επαμεινώνδας είπαμε;»

«Μάλιστα»

«Κύριε Επαμεινώνδα. Είμαι η Ελεάννα, η επί χρόνια κοπέλα του Μιχάλη. Μπορείτε σας παρακαλώ να πάρετε την ιστορία από την αρχή; Να σας προσφέρω ένα καφέ, κάτι;»

«Όχι κοπέλα μου. Ευχαριστώ είμαι βιαστικός . Τα κλειδιά ήρθα ν’ αφήσω. Ο Μιχάλης λοιπόν, μέσω διαδικτύου, είδε το κατάστημα που νοικιάζω εδώ στην κεντρική λεωφόρο. Ενδιαφέρθηκε να το νοικιάσει ζαχαροπλαστείο. Το συμφωνήσαμε και κατέθεσε στην τράπεζα την εγγύηση και δύο ενοίκια. Μου είπε ότι σήμερα φτάνει Ελλάδα και δώσαμε ραντεβού για αύριο να του παραδώσω τα κλειδιά του καταστήματος και να γνωριστούμε από κοντά. Το ίδιο είναι να τα λέμε ζωντανά και το ίδιο μέσα από κείνα τα μαραφέτια, τα κινητά; Αλλά για λόγους ανωτέρας βίας αναβάλλεται η συνάντηση. Αφήνω τα κλειδιά σε σένα. Λοιπόν κοπέλα μου χάρηκα. Να με συμπαθάς αλλά πρέπει να πηγαίνω. Τους χαιρετισμούς μου στο Μιχάλη. Καλώς να τον δεχτείς και καλές δουλειές!»

Η Ελεάννα είχε μείνει στήλη άλατος με αυτές τις εξελίξεις.

Ο Μιχάλης, έρχεται ο Μιχάλης; Σήμερα; Και θα ανοίξει ζαχαροπλαστείο, εδώ στην Ελλάδα, εδώ στη γειτονιά; Απίστευτο. Σαν να ονειρεύομαι! Αλλά κρατάω τα κλειδιά στο χέρι. Δεν είναι λοιπόν όνειρο, είναι αλήθεια. Επιτέλους θα είμαστε μαζί, θα τον αγγίζω, θα τον κρατάω στην αγκαλιά μου. Θα ξυπνάμε και θα κοιμόμαστε μαζί! Δεν θα έχω ανάγκη καμία δανεική αγκαλιά! Έρχεται ο Μιχάλης στην Ελλάδα, δεν χρειάζεται τώρα να παραιτηθώ και να φύγω για την Αυστραλία, μονολογούσε εκστασιασμένη η Ελεάννα.

Η Ελεάννα πετούσε στα σύννεφα, ευτυχώς γι’ αυτή, μόνο μεταφορικά. Είχε τόσα να κάνει για να υποδεχτεί την μοναδική και παντοτινή της αγάπη. Αυτή που η απόσταση όχι μόνο δεν την σκότωσε αλλά την έκανε πιο δυνατή. Πριν προλάβει να οργανώσει τις σκέψεις της και να τις βάλει σε μία τάξη χτύπησε το κουδούνι. Ήταν ο Μιχάλης.  Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν παθιασμένα και αχόρταγα. O έρωτάς τους δεν θα ήταν πια ένας έρωτας από απόσταση αλλά… ένας έρωτας με σάρκα και οστά!

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: