,

Περιστεροκαμώματα

Ο Ρόουαν ήταν πάντοτε ανταγωνιστικός. Ήθελε να βγαίνει πρώτος σε όλα, του άρεσε να καυχιέται για τα κατορθώματά του. Θα ήταν αυτός που θα έτρωγε πιο γρήγορα, θα ήταν ο πιο δυνατός, θα ήταν αυτός που θα πετούσε πιο ψηλά από τους άλλους! Ή θα ήταν πρώτος ή τίποτα.

Του άρεσε να ζει ριψοκίνδυνα. Μόνο το κλασσικό περιστέρι της πόλης δεν θα τον έλεγες! Πήγαινε πολύ κοντά στους ανθρώπους, τελευταία στιγμή άνοιγε τα φτερά του όταν στεκόταν στην μέση του δρόμου, το έπαιζε δήθεν αφηρημένος κοντά σε γάτες κλπ!

Κάποια στιγμή είχε σημάνει συναγερμός, ένας αετός είχε κάνει την εμφάνισή του στην περιοχή. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί. Μαζεύτηκαν όλοι να συζητήσουν τι έπρεπε να κάνουν. Οι παλιοί εξήγησαν στους νεότερους τι ήταν οι αετοί. Κινδύνευαν και μάλιστα κινδύνευαν πολύ. Τα περιστέρια ήταν αγαπημένος μεζές των αετών.

Λίγες μέρες μετά, ο Ρόουαν λιαζόταν σ’ ένα μεγάλο πάρκο της περιοχής μαζί με τους κολλητούς του, τον Κέβιν και τον Τζόρνταν. Εκεί που κάθονταν ήρεμα, ξάφνου είδαν σαν βολίδα τον αετό να περνά από μπροστά τους. Ανέβηκε ψηλά στον ουρανό, έκανε δύο μεγάλους κύκλους και ξεκίνησε μία βουτιά, που ο Ρόουαν ούτε στα πιο τρελά όνειρά του δεν είχε δει. Ο αετός όρμηξε με απίστευτη ακρίβεια προς τον ανυποψίαστο σκίουρο. Είχε γίνει σαν μια σφαίρα. Ο Ρόουαν ήταν σίγουρος πως με αυτή την ταχύτητα ο αετός δεν θα προλάβαινε να σταματήσει έγκαιρα. Κι όμως, λίγα μέτρα πάνω από τον σκίουρο, έγειρε το σώμα του προς τα πίσω, ανοίγοντας διάπλατα τα φτερά του και μπήγοντας τα γαμψά του νύχια στο άτυχο ζωντανό, το γράπωσε και συνέχισε την πτήση του.

«Μάγκες; Το είδατε αυτό;», είπε ο Ρόουαν με γουρλωμένα τα μάτια.

«Ναι», αποκρίθηκε ο Κέβιν. «Ευτυχώς που ήμασταν στο δέντρο».

«Τι ταχύτητα! Τι ακρίβεια! Είδατε που πρόλαβε και σταμάτησε; Ήμουν σίγουρος ότι θα γινόταν ένα με το χώμα έτσι που πήγαινε! Πωωω! Μου σηκώθηκαν τα φτερά λέμε! Θέλω κι  εγώ να το κάνω αυτό! Πώς το έκανε;»

«Εεε… Είναι αετός;!», σχολίασε ο Τζόρνταν.

«Ναι, ναι! Θέλω κι εγώ! Θα γίνω αετός, πάει και τελείωσε!»

Ο Κέβιν κι ο Τζόρνταν κοιτάχτηκαν. Είχαν μάθει την τρέλα του φίλου τους πια, καθώς και δεν τους έκανε καμία εντύπωση αυτό που ακολούθησε τις επόμενες ημέρες.

Ο Ρόουαν προσπαθούσε να δυναμώσει. Πετούσε γρήγορα ναι, αλλά για περιστέρι. Για αετός θα ήταν πολύ αργός. Ξεκίνησε να πετά όσο πιο γρήγορα μπορούσε, μα η απόσταση που κάλυπτε ήταν αρκετά μικρή. Έπειτα άρχισε να πετά ψηλά, πάντοτε πετούσε πιο ψηλά από τα περιστέρια, αλλά για να γίνει αετός θα έπρεπε να ξεπεράσει τα σύννεφα!

Κουραζόταν πολύ, αλλά δεν το έβαζε κάτω. Όταν δυνάμωσε επαρκώς, βάλθηκε να μάθει πώς κάνουν την βουτιά. Ανέβαινε όσο πιο ψηλά μπορούσε, γινόταν μια οβίδα και κατευθυνόταν προς το έδαφος. Όσο πλησίαζε το έδαφος, φοβόταν όλο και περισσότερο. Ξεκινούσε να σταματάει αρκετή ώρα πριν και να προσγειώνεται στο έδαφος σαν περιστέρι. Τα έβαζε με τον εαυτό του που τον κυρίευε ο φόβος.

«Είδες τον αετό να φοβάται; Όχι. Εμπιστεύσου τα φτερά σου!», μονολογούσε.

Αποφάσισε να μάθει να βουτά από μικρότερο ύψος στην αρχή. Μετά θα ανέβαινε πιο ψηλά.

Χτύπησε, πολλές φορές. Ευτυχώς όχι σοβαρά. Οι φίλοι του είχαν αρχίσει ν’ ανησυχούν. Είχαν ξαναδεί τον κολλητό τους να πωρώνεται με κάτι, αλλά ποτέ τόσο σοβαρά.

«Πρέπει να σταματήσεις Ρόουαν. Κάνεις κακό στον εαυτό σου, δεν το βλέπεις; Έχεις τσακιστεί τόσες φορές, πότε θα μάθεις; Όταν σπάσεις καμιά φτερούγα; Πάει τότε, τέλειωσες. Ξόφλησες», του είπε ο Τζόρνταν.

«Ναι ρε συ. Απέδειξες ότι μπορείς να το κάνεις. Κανένα άλλο περιστέρι δεν έχει καταφέρει αυτά που έχεις κάνει εσύ. Είσαι ήδη θρύλος ρε συ. Φτάνει όμως, θα σκοτωθείς», συμπλήρωσε ο Κέβιν.

«Όχι, μάγκες. Δεν είμαι περιστέρι. Γεννήθηκα έτσι, αλλά κατά βάθος είμαι αετός. Το κατάλαβα τη στιγμή που τον είδα», τους απάντησε σοβαρός ο Ρόουαν.

Οι δυο φίλοι κούνησαν απογοητευμένοι τα κεφάλια τους σφίγγοντας τα ράμφη τους με αποδοκιμασία.

«Θα γίνω αετός. Τι ζωή είναι αυτή; Του περιστεριού; Όλα ήσυχα, μετρημένα, χωρίς καμία ένταση, χωρίς καμία συγκίνηση… Ποτέ δεν ήμουν περιστέρι, γεννήθηκα σε λάθος σώμα. Ποτέ δεν μου ταίριαξε, πάντοτε παρίας ήμουν», σκέφτηκε  ο Ρόουαν.

Συνέχισε να προσπαθεί να κάνει την βουτιά. Κάθε μα κάθε του προσπάθεια όμως, έπεφτε στο κενό. Ή θα σταματούσε την κάθοδο πολύ νωρίς ή θα έσπαγε τα μούτρα του από το καθυστερημένο φρενάρισμα. Έσφιγγε τα μάτια και προσπαθούσε να θυμηθεί επακριβώς τις κινήσεις του αετού εκείνη την ημέρα.

«Δύο γύρους. Εντοπίζω τον στόχο. Κλείνω τις φτερούγες μου πολύ καλά, να γίνουν ένα με το υπόλοιπο σώμα μου. Τα πόδια μου μαζεμένα. Κατεύθυνση πάνω στον στόχο. Αυξάνω ταχύτητα. Κι άλλο. Φτάνω την μέγιστη. Στρέφω τα πόδια μου προς τα κάτω, σημαδεύω τον στόχο με τα πόδια. Ανοίγω τα φτερά μου για να κόψω ταχύτητα. Τα μάτια στον στόχο. Τα μάτια στον στόχο! ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΤΟΝ ΣΤΟΧ-! Άουτς… Αυτό πόνεσε… Θα τα καταφέρω. Ξανά!»

Ένας μήνας είχε περάσει. Κάθε πρωί ξεκινούσε δυναμικά και κάθε βράδυ απογοητευόταν. Κάποια στιγμή τα κατάφερε. Δεν είχε νιώσει τόσο χαρούμενος ποτέ ξανά! Είχε γίνει πια αετός! Θα άφηνε τους δικούς του και θα γινόταν ένα με τους αετούς! Θα ταξίδευαν σαν τον άνεμο, θα κυνηγούσαν και θα τους θαύμαζαν όλοι πια! Βγήκε έξω από την πόλη. Πήγε πολύ μακριά, σε απόκρημνα βράχια που είχε ακούσει ότι κατοικούν οι νέοι του συγγενείς. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Επιτέλους θα ζούσε την ζωή που του άξιζε, με τους ομοίους του!

Μετά από ώρες αναζήτησης σ’ εκείνο το μέρος, βρήκε τη φωλιά ενός αετού. Τεράστια ήταν! Κούρνιασε στην άκρη της και περίμενε, κοιτώντας ερευνητικά γύρω του. Καθώς άκουγε τους άγριους παφλασμούς των κυμάτων αρκετά μέτρα κάτω του, πιάστηκε να φαντασιώνεται πώς θα ήταν η ζωή του από εδώ και πέρα.

Δεν είχε περάσει πολλή ώρα από την άφιξή του κι ένας αετός κατέφτασε.

«Ποιος είσαι εσύ; Τι κάνεις εδώ; Τρελός είσαι;», ρώτησε απορημένος.

«Είμαι ο Ρόουαν, χάρηκα!», απάντησε θαρρετά εκείνος.

«Και τι κάνεις εδώ Ρόουαν; Τι γυρεύει ένα περιστέρι σε τούτον δω τον τόπο;», ρώτησε ξανά ο αετός.

«Δεν είμαι περιστέρι. Είμαι αετός!», του είπε ο Ρόουαν φουσκώνοντας περήφανα το στήθος του. «Μπορώ να στο αποδείξω κιόλας!»

«Ότι είσαι αετός; Μα δεν είσαι!»

«Μπορώ να ανέβω τόσο ψηλά όσο εσύ και να κάνω βουτιά ώστε να γραπώσω το θήραμά μου! Σίγουρα μου λείπουν γνώσεις, αλλά θα με μάθεις πώς να γίνω αληθινός αετός, ε;»

«Μα…»

«Θα δεις, είμαι καλός μαθητής!», τον διέκοψε ο Ρόουαν. «Πάντα ήμουν διαφορετικός. Το ήξερα, το ένιωθα. Μέχρι που είδα έναν από κοντά και τότε κατάλαβα! Κατάλαβα γιατί ένιωθα τόσο ξένος ανάμεσα στα περιστέρια. Γιατί είμαι αετός. Είμαι τόσο αετός όσο εσύ!»

Ο αετός τον κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα σκεπτικός.

«Περίμενε εδώ», τον πρόσταξε.

Έφυγε από την φωλιά και γύρισε λίγη ώρα αργότερα.

«Λοιπόν, Ρόουαν… Είσαι αετός, ε;», τον ρώτησε.

«Ναι, είμαι αετός! Θες να με δεις να κυνηγάω;»

«Όχι, όχι, δεν χρειάζεται», του είπε ενώ ένα σαρδόνιο χαμόγελο έκανε την εμφάνισή του. «Ποντικάκι; Να κεράσω;»

Ο Ρόουαν κοκκάλωσε.

Νίκη Τσακίρη

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading