Σημειώνουμε πως το συγκεκριμένο διήγημα είναι αφιερωμένο
στα αγαπημένα μας πρόσωπα που έφυγαν και που μας λείπουν.
Ακόμα. Πάντα.
Έχει μια ιδιαιτερότητα να περιμένει κανείς σε ένα αυτοκίνητο. Για πολλούς και διαφορετικούς λόγους, προσμένοντας κάτι σημαντικό ή ασήμαντο, σε μια ρουτίνα ή και μια μοναδική φορά στη ζωή του. Το αυτοκίνητο δεν είναι σπίτι. Δεν είναι όπως όταν βουλιάζει κανείς στον καναπέ του σπιτιού του, κλείνοντας όλο τον κόσμο απέξω. Είναι ωστόσο καλύτερα από το να βρίσκεται κανείς ανάμεσα σε πλήθος στον δρόμο, επειδή το αμάξι δίνει τη ψευδαίσθηση οχυρού. Ενός οριοθετημένου χώρου, όπου οι άλλοι είναι αποκλεισμένοι φαινομενικά, παρότι τους βλέπει κανείς δίπλα του. Δίνει την εντύπωση, λόγω του μειωμένου θορύβου και της παρουσίας του καμπυλωτού παρμπρίζ, ότι παρακολουθεί μέσα από κάποια οθόνη παλιομοδίτικης τηλεόρασης τα τεκταινόμενα γύρω του.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που περιμένουν στο αμάξι, με αγωνία, εκνευρισμό, στωικότητα, απορία, αδημονία, έχουν κοινό παρονομαστή την έλλειψη ελέγχου στην αναμονή αυτή. Δεν μπορούν να κάνουν κάτι άλλο από το να περιμένουν. Κι είτε διασκεδάζουν ίσως την αναμονή τους με κάποιο βιβλίο ή απασχολούμενοι στο κινητό, είτε κατακλύζονται από σκέψεις και προβληματισμούς. Σκέψεις που κάποιες καταλυτικές στιγμές οδηγούν σε μια διαφορετική συνειδητοποίηση της πραγματικότητας που βιώνουν.
Όπως εκείνη η παρέα ας πούμε, που περιμένει στο μεταχειρισμένο αμάξι με τα παράθυρα ανοιχτά συνομιλώντας γεμάτη φασαρία. Με ένα πολυφωνικό κρεσέντο ξεφωνητών και γέλιων, ένα καλειδοσκόπιο όπου όλοι είναι μαζί, μα κι ο καθένας μόνος του. Σαν να παίζουν ένα μονόπρακτο που ταιριάζει τα κενά, τα ξεσπάσματα και τα βλέμματά τους, γαρνιρισμένα με τα πολύχρωμα ρούχα τους, τα επιμελώς ατημέλητα χτενίσματα και κάποιες φευγαλέες αντανακλάσεις από μικρά κοσμήματα, κολιέ και βραχιόλια, αντρικά και γυναικεία.
Γιορτάζουν κάτι, καθώς είναι οφθαλμοφανής η ανακούφιση από την ολοκλήρωση μιας χρόνιας ρουτίνας. Απόφοιτοι, ίσως. Μια από τις κοπέλες ξεχωρίζει, γελάει αφηρημένα με κάτι που ακούγεται, ενώ το βλέμμα της είναι χαμένο αλλού, μακριά. Ξέρει τι θα κάνει στη ζωή της, αυτό που αγαπάει με πάθος κι όμως αισθάνεται πως όλα όσα ζει είναι ένα όνειρο, ένα όμορφα γραμμένο ψέμα που διαβάζει σε κάποιο βιβλίο κι έχει τώρα αποκοιμηθεί ονειρευόμενη, μπλέκοντας σπαράγματά του, εδώ κι εκεί. Γιατί ήρθε εδώ μαζί τους; Δεν τη συνδέει κάτι με όλους αυτούς, όμως ήρθε στην παρέα τους μη θέλοντας να δώσει την εντύπωση πως είναι ακατάδεχτη. Θα είναι όμως η τελευταία φορά, το ξέρει. Δεν γνωρίζει ποιο θα είναι το μέλλον της, αν θα έχει έστω κάποιο μέλλον, αλλά σίγουρα δεν θα είναι κάποιο από όλα αυτά τα πρόσωπα στο μέλλον αυτό. Δεν αγωνιά, ούτε φοβάται για το αύριο, εκείνη ευχαριστιέται την κάθε στιγμή με όλο της το είναι χωρίς να ξέρει γιατί. Γι’ αυτό ίσως αισθάνεται έτσι τώρα, πως προδίδει τον εαυτό της, καθώς μπλέχτηκε σε μια συνάθροιση που δεν νιώθει πως έχει κάποιο νόημα. Αλλά ύστερα, κοιτώντας έναν νεαρό της παρέας να επιστρέφει φορτωμένος κουτιά με πίτσες και σακούλες με ποτά κι αναψυκτικά, χαμογελάει αχνά. Είναι μια εμπειρία και αυτή, όσο άψυχη κι αν της φαίνεται. Θα την διηγηθεί αργότερα στα μικρά της αδέρφια, που την περιμένουν σπίτι. Θα καμωθεί την σούπερ κοινωνική πεταλούδα που αγανάκτησε πλέον «με όλα αυτά τα παιδαρέλια να σαλιαρίζουν χαχανίζοντας» και πως πλέον θα ασχοληθεί με κάτι που τη συναρπάζει. Τα μικρά θα ρωτήσουν τι θα είναι αυτό κι εκείνη θα τους διηγηθεί μαγεμένες ιστορίες από θησαυρούς και πολύτιμους λίθους, χρωματιστές πέτρες που λαμπυρίζουν σαν τον διάφανο πάτο μιας θάλασσας, ή σαν το μυστικό πράσινο ενός δάσους ή ακόμα και σαν τη φλόγα από ένα άλικο ηφαίστειο που ξεχύνει λάβα.
Τις σκέψεις της διακόπτει το σούσουρο των νεαρών δίπλα της, καθώς παίρνουν τα πράγματα. Σαν φλαμίνγκο όταν σηκώνονται σε σύννεφο και που καταλαγιάζει αμέσως μετά, όταν η μηχανή ξεκινά μουγκρίζοντας. Το αυτοκίνητο ξεχύνεται στην άσφαλτο, αφήνοντας πίσω αρμαθιές από κουβέντες, ανάκατες με καπνό από την εξάτμιση. Η κοπέλα τους κοιτάζει τώρα με κάποιον οίκτο σχεδόν, κρυμμένη πίσω από ένα λοξό χαμόγελο. Όλοι έχουν μια έκφραση σαν να λένε, είμαστε ασφαλείς. Δεν πρόδωσαν αυτά που κρύβουν μέσα τους, δεν φάνηκαν τα χάσματα, οι ανείπωτοι φόβοι, το χάος της μοναξιάς. Είναι αυτοί που αργότερα, αποξενωμένοι τελείως, θα συντηρούν «τον παλιό, καλό καιρό» και τα «ανέμελα χρόνια». Πόσο τυχερή όμως είναι εκείνη, γιατί δεν είναι μία από αυτούς.
Την πεποίθηση αυτή έχει κι εκείνη η ηλικιωμένη γυναίκα, της οποίας το φουντωμένο με λακ μαλλί της δεκαετίας του ’80, έχει γίνει ένα αγορίστικο μίνιμαλ γκρίζο του σήμερα. Με τα πολλά κολιέ και βραχιόλια και την λεπτή μπλούζα με τα εξωτικά, παραμυθένια σχέδια σε χρώματα που ένας άντρας θα αναγνώριζε σαν μπλε, κόκκινο και κίτρινο, αλλά μια γυναίκα θα έλεγε θαλασσί, βαθύ μπλε ελεκτρίκ, απαλό ροζ κουφετί, έντονο κόκκινο του αίματος, κίτρινο του θειαφιού, μπεζ της ώχρας, λευκό του πάγου. Καθισμένη στο πίσω κάθισμα, ρίχνει το βλέμμα κάτω σε ένα ριλάξ κι ένα παχουλό ροζ χεράκι τεντώνεται αδέξια προς το μέρος της. Γελάει και το πρόσωπό της ζαρώνει γύρω από τα μάτια, με λεπτές πτυχές μακαριότητας, ενώ κάνει αστείες γκριμάτσες σε αυτό που μάλλον είναι το εγγόνι της. Είναι αδιάφορη για γύρω της, δεν φαίνεται καν να καταλαβαίνει ότι βρίσκεται σε ένα αμάξι παρκαρισμένο σε μια πολύβουη λεωφόρο. Πόσο μάλλον να τη νοιάζει για τον παλιό, καλό καιρό.
Η ευτυχία της δεν είναι στις αναμνήσεις της νεότητάς της, γιατί είναι στο τώρα. Εύθραυστη και με κάποιες αναλαμπές μέσα από περαστικά σύννεφα ίσως, αλλά εκείνη είναι αποφασισμένη να τη χαρεί με όλο της το είναι. Δεν περιμένει τίποτα, είναι σε κάποιο ουράνιο κάστρο ατενίζοντας με απόλαυση ένα τοπίο που εκείνη έχει δημιουργήσει. Ίσως να είναι κι έτσι. Πολύτιμό μου, μοιάζει να λέει και μέσα σ’ αυτό το βλέμμα που είναι απόλυτα αφοσιωμένο σε εκείνο το μωρό, φαίνεται το παιχνιδιάρικο λαμπύρισμα ενός άστρου. Για εκείνη, η αναμονή στο αμάξι είχε μηδαμινή σημασία, καθώς η ευτυχία δεν είχε ποτέ πιο ταιριαστή έκφραση στην αιωνιότητά της.
Αντίθετα, ο νεαρός άντρας με το απλανές βλέμμα που περιμένει αυτή τη βροχερή μέρα στο παλιό αμάξι του, αισθάνεται την αναμονή να τον συντρίβει.
Γιατί περιμένει εμένα να γυρίσω.
Μου λείπει τόσο πολύ το λεπτό, αγορίστικο πρόσωπό του με τον χλωμό τόνο της επιδερμίδας του, τα κοφτερά, λοξά μάτια στο χρυσαφένιο χρώμα του μελιού. Κι ας είναι δυο μέρες μόνο που τον είδα τελευταία φορά. Με πονάει που τώρα αυτό το πρόσωπο είναι κλειστό και τα χείλη του μια λεπτή, τρεμάμενη γραμμή.
Συγγνώμη, Μικρέ, δεν το ήθελα. Μακάρι να μπορούσα να αλλάξω όλα αυτά που έγιναν, μόνο και μόνο για να σε δω να χαμογελάς.
Η ψυχή μου λιώνει από οδύνη καθώς τον κοιτάζω γερμένο εκεί, με μια παγωμένη έκφραση να κάθεται στο παρκαρισμένο αμάξι. Ακούω την καρδιά του, ακόμα και τις σκέψεις του ή μάλλον την απουσία τους, γιατί στο μυαλό του έχει κλειδώσει μόνο μια εικόνα που παίζει συνέχεια σαν χαλασμένος δίσκος στο πικάπ… Να του χαμογελάω μ’ ένα κλείσιμο του ματιού αποχαιρετώντας τον, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι αυτή θα είναι και η τελευταία φορά που θα ιδωθούμε. Μπροστά του δεν βλέπει τα άλλα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, ούτε τον κόσμο που κινείται γύρω του βιαστικά με τις ομπρέλες τους, ούτε τα φώτα που αντανακλούν στα φωτεινά, υγρά του μάτια, κάνοντάς τον για μια στιγμή να μοιάζει με ξαφνιασμένο γάτο. Περιμένει σαν τον Νώε όταν παράδερνε χαμένος στον ωκεανό του Κατακλυσμού εκείνο το σημάδι, το κλαδί ελιάς, εναποθέτοντας τις τυφλές του ελπίδες σε έναν άγνωστο από μηχανής θεό.
Θέλω τόσο πολύ να τον αγκαλιάσω, να τον παρηγορήσω που τον προδίδω έτσι. Που τον άφησα κι έφυγα μακριά του με τόσο άσχημο τρόπο. Γιατί περιμένει εμένα στο αμάξι. Αλλά ξέρει ταυτόχρονα πως δεν θα γυρίσω, πως δεν μπορώ να γυρίσω. Γιατί αυτή τη στιγμή, πίσω στο κτίριο με τα μεγάλα παράθυρα που δεν θέλει να καν να κοιτάξει, εκεί όπου η βροχή κυλά ακατάσχετη όπως τα δάκρυά του, που αρχίζουν τώρα να ρέουν σαν λάβα στο μισοσκότεινο αμάξι, εκεί πέρα πίσω από τους σιωπηλούς τοίχους, πάνω σε εκείνο το ανώνυμο κρεβάτι νοσοκομείου, εγώ έχω φύγει. Ξέρει πως είναι πολύ αργά πια και θέλει, πόσο πολύ θέλει τώρα να το ξεχάσει.
Ο αδερφός μου, που γνωρίζει κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο να γιατρεύει τα ζώα που του φέρνουν στη δουλειά του, ο μόνιμα γελαστός, ήσυχος και τρυφερός άντρας με την αταίριαστα βαθιά, αλλά και τόσο καθησυχαστική φωνή του, κείτεται τώρα ανήμπορος. Έχει γίνει ένας από αυτούς που περιμένουν στο αμάξι, περιμένοντας κάτι που δεν πρόκειται να ‘ρθει.
Κι εγώ που πάντα τον προστάτευα και τον πρόσεχα σαν να ήταν δικό μου παιδί, νιώθω συντετριμμένη που, για πρώτη και μοναδική φορά στη ζωή μου, δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό.
Θυμάμαι στις λογής ταινίες που έβλεπα, πάντα ένιωθα απέραντη θλίψη όταν πέθαινε κάποιος. Σκεφτόμουν πόσο θλιβερό ήταν να φεύγει κανείς μόνος, να ξεθωριάζει και να σβήνει από τη ζωή σαν ξερό φύλλο του φθινοπώρου, ενώ ο κόσμος συνέχιζε να υπάρχει. Κι όμως. Πόσο παράξενο που το μαθαίνω με αυτόν τον τρόπο, αλλά τελικά αυτοί που φαίνονται τόσο μόνοι και απαρηγόρητοι, είναι εκείνοι που μένουν πίσω. Χωρίς να μπορούν να πιστέψουν αυτό που συνέβη, παραμένουν εκεί κεραυνοβολημένοι, περιμένοντας άθελά τους το ανέφικτο, αρνούμενοι να πιστέψουν το τέλος. Όποτε κι αν συμβεί αυτό, με όποιον τρόπο κι αν γίνει.
Κι αυτό που με εξοντώνει, είναι που καταλαβαίνω πόσο είναι χειρότερο για αυτούς που μένουν πίσω, όταν έχουν μια ιδιαίτερη σύνδεση με αυτόν που χάνεται. Μια… πώς να το πει κανείς… ψυχική ενότητα, αυτό που πολύ γλυκανάλατα θα αποκαλούσα ως αδερφή ψυχή. Γιατί αν το δει κανείς πέρα από θρησκείες και φιλοσοφικές ταμπέλες, οι ψυχές αυτές δεν είναι τίποτα άλλο από μια γέφυρα μεταξύ πνευμάτων. Έρχονται και φεύγουν, συναντώντας στην πορεία της ωρίμανσής τους το ένα το άλλο, δημιουργώντας δεσμούς αδιόρατους και δυνατούς μαζί, λεπτά και τιτάνια νήματα που διαπερνούν τον χρόνο, τον χώρο, τις λέξεις, τις καταστάσεις, τα πάντα. Κόσμοι ολόκληροι αυτά τα πνεύματα και οι δεσμοί που δημιουργούν μεταξύ τους, στροβιλίζονται στο Σύμπαν, λαμπυρίζοντας με μαθηματική κομψότητα κι έλξη μιας άφατης αγάπης, απαλλαγμένης από όλους τους φθαρτούς φόβους και την απληστία των εφήμερων αρπακτικών. Μιας αγάπης, που στην εφήμερη ζωή ονομάζεται έρωτας, έγνοια των γονιών, αδερφική λατρεία, ακόμα και φιλία. Όλα αυτά τα πρόσωπα που η παρουσία τους κάνει την καρδιά να χτυπάει σαν χαρούμενο ταμπούρλο, έτοιμη να κάνει οποιαδήποτε βλακεία θα μπορούσε να τα ευχαριστήσει.
Γι’ αυτό υπάρχει η οδύνη στην απώλεια αυτή. Όσοι μένουν πίσω θρηνούν, όχι επειδή αυτός που φεύγει είναι μόνος, αλλά γιατί στην πραγματικότητα είναι εκείνοι που απομένουν αποκομμένοι, ολότελα χαμένοι. Μαζί με το αγαπημένο τους πρόσωπο, παύει πλέον να υπάρχει κι αυτή η σύνδεση που είχαν μεταξύ τους στη ζωή. Αυτό είναι ένα ακατάλυτο γεγονός, η μόνη απόλυτη κυριαρχία του σκότους πάνω στο φως. Ο κόσμος όπως τον ξέρουν έχει πλέον αλωθεί.
Αυτό είναι που έχει χάσει τώρα εκείνος. Δεν το ξέρει ακόμα, νομίζει πως εγώ έχω απλώς σβήσει μόνη και απελπισμένη και κλαίει για μένα. Εγώ όμως ξέρω πως η απόγνωσή του είναι γιατί όλες εκείνες οι στιγμές που μοιραστήκαμε όλα αυτά τα χρόνια, έφτασαν στο τέλος τους. Από το πρώτο του εκστατικό βλέμμα πάνω στα «τόσο σμαραγδένια» μάτια μου όπως τα αποκαλούσε, μέχρι το τελευταίο του «να προσέχεις». Από το πρώτο μου μαγεμένο χαμόγελο όταν ήρθε στις ζωές μας με τα γελαστά, εξωτικά του μάτια, μέχρι το κατεργάρικο μισόκλεισμα του ματιού μου την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε, όλα αυτά είχαν τελειώσει πια. Τώρα εκείνος έμεινε πίσω σε μια ψευδαίσθηση αναμονής, καταδικασμένος σε μια μοναξιά να νοσταλγεί κάτι που έμοιαζε τόσο αιώνιο μέσα στην ευδαιμονία του κι όμως ήταν τελικά τόσο εφήμερο κι εύθραυστο στην απώλειά του. Έχει μείνει στο αμάξι και κλαίει πνιχτά, σκεπάζοντας τώρα με τον αγκώνα του το πρόσωπό του, απαρηγόρητος σαν παιδί που χάνει τον κόσμο του, παρακαλώντας να πάψει ο πόνος, να είναι όλα ένα κακό όνειρο.
Θέλω να του πω πως όλα αυτά είναι αλήθεια. Ο κόσμος μας, όπως τον ήξερε έχει τελειώσει. Και πως η απώλεια είναι το ίδιο συντριπτική, σε όποιο χρόνο κι αν συμβεί. Αυτός που χάνεται, μπορεί να είναι είτε λίγων ωρών, είτε ενός αιώνα, η θλίψη ωστόσο που κατατρώει όσους τον αγαπούν, με εκείνη την ιδιαίτερη πνευματική σύνδεση, καταλήγει να είναι το ίδιο επώδυνη.
Είτε αυτό συνέβαινε τώρα, είτε συνέβαινε πολλές δεκαετίες μετά, ξέρω πως εκείνος θα ήταν το ίδιο απαρηγόρητος. Γιατί ακόμα κι όταν το αγαπημένο πρόσωπο ταλαιπωρείται για καιρό από ασθένεια ή παγιδευμένο στη χοάνη των γηρατειών με τον νου κλειδωμένο από την άνοια και πεθαίνει κάποια στιγμή, η ανακούφιση είναι προσωρινή. Δεν βασανίζεται πια, λέμε για λίγο αναστενάζοντας με κάποια πρόσκαιρη γαλήνη, ησύχασε. Κι όμως, όταν η υπερένταση καταλαγιάζει, όταν όλες οι αναμνήσεις που στοιχειώνουν τις τελευταίες στιγμές του αγαπημένου προσώπου αρχίζουν να εξατμίζονται σαν πάχνη του πρωινού, όταν ο χρόνος αρχίζει να τακτοποιεί αναδεύοντας τις αναλαμπές της ευτυχισμένης ύπαρξης, η οδύνη είναι το ίδιο αμείλικτη και η νοσταλγία το ίδιο σπαρακτική. Και το κενό στην καρδιά είναι το ίδιο τρομακτικό και ατέρμονο όπως μια άβυσσος.
Μου λείπεις. Μας λείπεις.
Μονάχα που υπάρχει ένα μικρό κερί να φεγγίζει μέσα στο σκοτάδι της αιωνιότητας. Γιατί για τις ψυχές αυτές που αγαπιούνται με αυτόν τον τρόπο, η ύπαρξή τους καταλύεται μονάχα γι’ αυτόν τον κόσμο, μονάχα για αυτούς που μένουν πίσω. Ο δεσμός ανάμεσά τους, η ίδια αυτή η αγάπη και η ολότητα της εγγύτητάς τους, όμως όχι.
Μέχρι τότε όμως…
Ακούω την καρδιά του που ολολύζει μέσα στους παγιδευμένους μαθηματικούς της χτύπους. Ο χρόνος που για μένα είναι αμελητέος πλέον, είναι τόσο πολύς για εκείνον, φοβάμαι πως δεν μπορέσει να αντέξει, πως η ψυχή του δεν θα μπορέσει να συγχωρέσει αυτή την άδικη οδύνη. Και τότε μου έρχεται στον νου τώρα από το πουθενά εκείνο το απόσπασμα από ένα εφηβικό βιβλίο, Ο Χάρι Πότερ και το Τάγμα του Φοίνικα, που είχα διαβάσει ούσα ήδη μεγάλη. Ήταν ένα βιβλίο για το οποίο εκείνος με κορόιδευε, ωστόσο ήταν ο ίδιος που μου το χάρισε στα γενέθλιά μου, μαζί με τα βιβλία της υπόλοιπης σειράς. Πράγμα παράξενο, αλλά από τα εφτά βιβλία, μου είχε μείνει μόνο εκείνη η φράση. Σε τέτοιο σημείο μάλιστα, που έφτασα να τη χαράξω σε ένα από τα διακοσμητικά αντικείμενα που συνήθιζα να φτιάχνω, εκτός από κοσμήματα, για τη δουλειά μου. Θυμάμαι κιόλας πως του είχα χαρίσει την πλακέτα εκείνη, στολισμένη με ημιπολύτιμους λίθους και πως πρέπει να στέκει τώρα καρφωμένη και παρατημένη τώρα κάπου μέσα στο σπίτι του.
Τα πράγματα που χάνουμε, έχουν έναν τρόπο να επιστρέφουν σε εμάς στο τέλος. Ίσως όχι πάντα με έναν τρόπο που θα περιμέναμε.
Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο αληθινό μπορεί να είναι αυτό, όχι μονάχα ένα εύπεπτο, φιλοσοφικό τσιτάτο για ντεκόρ. Επιστρέφουν. Νιώθω αναπάντεχα ένα δροσερό αεράκι να με διαπερνά σαν τις δροσερές φυσαλίδες από αναψυκτικό, μια καυτή μέρα του καλοκαιριού. Ένα πρόσωπο εμφανίζεται μπροστά μου, ένα ταξίδι από μακριά, μια προοπτική που δεν είχα φανταστεί.
Ναι, τώρα, καταλαβαίνω. Ό,τι χάνεται, επιστρέφει.
Με κάποιον αναπάντεχο τρόπο, αλλά επιστρέφει.
Ο χρόνος είναι αυτό που θα μπορέσει να παρηγορήσει τον αδερφό μου. Η πορεία που θα ακολουθήσει, θα τον οδηγήσει σε μονοπάτια που δεν θαρρούσε ποτέ ότι υπάρχουν. Με λίγη από τη δική μου βοήθεια και με έναν τρόπο που κανείς μας δεν θα φανταζόταν ποτέ ότι θα μπορούσε να γίνει. Η θλίψη που νιώθω τώρα καθώς τον κοιτάζω ανήμπορη να κλαίει για μένα, θα γίνει εκείνη την ημέρα λύτρωση και για τους δυο μας. Όχι για να ξεχάσουμε, αλλά για να βεβαιωθούμε πως θα ξανασυναντηθούμε, θα ζήσουμε κι άλλες όμορφες αναμνήσεις, όσες δεν προλάβαμε μέχρι τώρα.
Κάποια μέρα. Κάπου αλλού. Με κάποιον άλλον τρόπο. Η αγάπη και η έγνοια που αισθανόμαστε ο ένας για τον άλλο θα φανερωθεί, θα αναγεννηθεί, θα μετουσιωθεί σαν το αστρικό φως πάνω σε χίλιους κόσμους. Πριν από εκεί όπου τα πνεύματα απελευθερώνονται από τα εφήμερα οχήματά τους, πριν από την αιωνιότητα όπου οι λέξεις δεν αρκούν για να περιγράψουν και που η αντίληψη των ανθρώπων δεν μπορεί να προσεγγίσει.
Εκείνος περιμένει στο αμάξι. Είναι ακόμα στο μετέωρο σημείο μεταξύ απόγνωσης και επίγνωσης. Περιμένει εγκαταλειμμένος, κάτι που δεν θα έρθει. Καθώς κατεβάζει το χέρι του, με το πρόσωπο αυλακωμένο από δάκρυα, κάνω το μόνο που μπορώ, αντί για αγκαλιά παρηγοριάς, του ψιθυρίζω με επίμονη τρυφερότητα, ξέροντας πως τα λόγια των νεκρών μπορούν να γλιστρήσουν στις σκέψεις των ζωντανών, όπως τα όνειρα συνδέουν κόσμους μυθικούς και αληθινούς. Το έμαθα αναπάντεχα κι αυτό, ενώ αναδυόμουν από το ακίνητο σώμα μου σε εκείνο το κρύο κρεβάτι. Πάντα μπορούν να ακουστούν τα λόγια που επιθυμεί κάποιος να ακούσει και που κάποιος άλλος λαχταρά να φανερώσει, όταν μοιράζονται μια ιδιαίτερη σύνδεση.
Για όσο χρόνο ακόμα παραμένω εδώ, ώσπου να φύγω για τον άλλο κόσμο, ψιθυρίζω γέρνοντας το κεφάλι μου στον ώμο του, όπως συνήθιζα παλιά. Στον ώμο του εξωτικού, αγαπημένου αδερφού μου, φερμένου από μια χώρα μακρινή για να φωλιάσει μέσα στην καρδιά μιας ολόκληρης οικογένειας, όταν η ελπίδα μας τρεμόσβηνε. Όπως με παρηγόρησε εκείνος με την παρουσία του, έτσι τώρα κι εγώ τον παρηγορώ, παρά την απουσία μου.
Θα ξαναβρεθούμε. Δεν ξέρω πού και πώς θα είναι, αλλά θα γίνει μικρέ.
Μοιάζει να με ακούει. Ανοίγει για μια στιγμή τα μάτια, γέρνοντας ενστικτωδώς προς το μέρος μου κι ας μη με βλέπει στ’ αλήθεια. Ναι, με ακούει. Ίσως δεν το πιστεύει ακόμα, αλλά βλέπω μια τόση δα ελπίδα, εκείνο το μικρό κεράκι στο άπειρο, να τρεμοπαίζει στα κεχριμπαρένια μάτια του.
Κάπου πέρα μακριά στον ορίζοντα, η βροχή έχει σταματήσει για λίγο. Εκεί όπου φαίνεται ο σκοτεινός όγκος της θάλασσας, κάτω από τον μουντό ουρανό του γεναριάτικου δειλινού, μια μισοδιάφανη κουρτίνα ουράνιου τόξου κυματίζει. Ένα αχνό κουρέλι γαλαζοπράσινου, αλλά πιο πολύ μια λαμπερή παντιέρα από κοραλλί φως με φλογερό κίτρινο και ρόδινο κυματίζουν και μας κοιτάζουν.
Όσα χάνονται, επιστρέφουν, μοιάζουν να λένε.
Πιο δυνατή τώρα, συνεχίζω να του ψιθυρίζω κοιτώντας τον κατάματα, μια προσευχή και μια υπόσχεση μαζί, όπως την ημέρα που τον γνώρισα, όταν εκείνος ήταν μωρό κι εγώ η εντεκάχρονη αδερφή του που τον λάτρεψε με την πρώτη ματιά.
Θα σε προσέχω και θα σ’ αγαπώ πάντα, Μικρέ μου Πρίγκιπα.
Τώρα, κοιτάζοντας την πολύχρωμη σημαία πίσω από αυτά τα λαμπερά μάτια του, καταλαβαίνω στ’ αλήθεια, ξέρω τι είναι το μέλλον που έρχεται.
Όταν θα ξαναβρεθούμε, θα το καταλάβεις. Πριν την αιωνιότητα, θα συναντηθούμε και πάλι. Κι όταν θα μπορέσεις να με δεις, όταν θα με βρεις, τότε θα χαμογελάσεις ξανά. Γιατί το ξέρω ότι τότε θα γίνεις ευτυχισμένος.
Κι αυτή τη φορά θα είναι για πάντα.
The Two Godmothers