,

Van life! Η ζωή μετα την φυλακή

Αίγινα, Απρίλιος 2020

Η Ελπίδα προχώρησε μπροστά, με βήματα αργά, ακούγοντας τον θόρυβο της μεγάλης σιδερένιας πόρτας να κλείνει ερμητικά. Έριξε μια τελευταία ματιά πίσω στο σκουρόχρωμο, πέτρινο, ψηλό κτίριο με την κεραμιδένια στέγη και στο δευτερόλεπτο γύρισε το κεφάλι μπροστά, εστιάζοντας το βλέμμα της στον ήλιο που είχε ξεπροβάλλει πριν λίγες ώρες. Ήταν μόλις 18 χρόνων, έχοντας  περάσει όλη της την ζωή πίσω από τα κάγκελα της φυλακής χωρίς να είναι υπαίτια για κάτι.

Στην πραγματικότητα, η μητέρα της, η Ελένη, ένα γλυκύτατο πλάσμα, βρέθηκε σε νεαρή ηλικία  στις γυναικείες φυλακές της Αίγινας γιατί είχε μαχαιρώσει θανάσιμα τον σύζυγό της, τον Παναγιώτη, ένα ζεστό βράδυ του Ιουλίου πριν πολλά  χρόνια. Την κακοποιούσε συστηματικά, ακόμη και στην κατάστασή της, αφού ήταν  έγκυος στον τρίτο μήνα και σε μια στιγμή που ένιωσε ότι απειλείτο η  ζωή της και προπάντων του παιδιού που κουβαλούσε μέσα της, πήρε το μαχαίρι της κουζίνας και άρχισε να τον μαχαιρώνει με μανία με όση δύναμη είχε. Ούτε που  αντιλήφθηκε εκείνη την ώρα πώς έγιναν όλα αυτά, μέσα σε μια στιγμή άλλαξε η ζωή της. Μόλις συνήλθε από το πρώτο σοκ, συνειδητοποίησε ότι πατούσε σε μια λίμνη αίματος που είχε σχηματιστεί γύρω από το άψυχο σώμα του τυράννου της και κάλεσε αμέσως την αστυνομία.

Μετά από λίγο καιρό, αφού έγινε η δίκη, βρέθηκε στις φυλακές της Αίγινας, που εκείνη την εποχή επαναλειτουργούσαν εξαιτίας της ασφυκτικής κατάστασης που επικρατούσαν σε άλλες φυλακές  της Αττικής. Δυστυχώς δεν άντεξε πολύ, ήταν τόσο ευαίσθητη, η μεγάλη αυτή στεναχώρια την έφερε πιο γρήγορα κοντά στον θάνατο λίγο μετά την γέννα, με αποτέλεσμα το μωρό, ένα πανέμορφο κοριτσάκι με γαλανά μάτια, να περάσει τα υπόλοιπα χρόνια του στην φυλακή, μέχρι τα 18, γιατί απλούστατα δεν υπήρχε κανένας συγγενής να το αναλάβει και οι φύλακες δεν ήθελαν να το παραδώσουν σε ιδρύματα και σε ανάδοχες οικογένειες. Το είχαν αγαπήσει  σαν δικό τους παιδί, φροντίζοντας για όλα. Η μικρή μεγάλωσε μέσα σε αγκαλιές, φιλιά και πολλή αγάπη που της προσέφεραν απλόχερα και εγκάρδια όλοι, από τον πιο ανώτερο μέχρι την πιο σκληρόκαρδη κρατουμένη. Όμως η φυλακή δεν παύει να σε περιορίζει, έχει κάγκελα, κανόνες. Νονός της ήταν ο διευθυντής της φυλακής, που άκουγε  στο όνομα Πέτρος, ένας ψηλός, μελαχρινός άντρας γύρω στα σαράντα, με επιβλητικό παρουσιαστικό και στεντόρεια φωνή. Ανάμεσα στα ονόματα που είχε στο μυαλό του, τελικά κατέληξε στο «Ελπίδα», για να δώσει μια αισιόδοξη πνοή στην μικρή και να την γεμίσει με ελπιδοφόρα όνειρα. Της είχε σταθεί σαν πατέρας και την έπαιρνε αρκετές φορές στο σπίτι του να γευτεί και η μικρή λίγη οικογενειακή ζωή.

Λίγο πριν την «αποφυλάκισή» της, η Ελπίδα είχε αρκετή μόρφωση ώστε να είναι ικανή να βρει μια δουλειά. Για την παιδεία της είχε  φροντίσει ο Πέτρος. Ήξερε να μιλάει αγγλικά και ήταν πολύ καλή στα μαθηματικά, μπορούσε να κάνει διάφορες πράξεις σε ελάχιστο χρόνο χωρίς χαρτί και μολύβι, στην φυλακή δε, βοηθούσε τον διευθυντή στα οικονομικά. Τόσο μεγάλη ήταν η εμπιστοσύνη που της έδειχναν, την είχαν για δεξί τους χέρι όλες οι υπεύθυνες, από το μαγειρείο μέχρι το ιατρείο. Εκείνη όμως είχε μια κρυφή αγάπη, το θέατρο. Ήταν το καταφύγιό της. Πόσες φορές προσποιούταν την θεατρίνα και στεκόταν μπροστά στο παράθυρο, σήκωνε τα χέρια, έκανε διάφορους μορφασμούς και μιλούσε πότε δυνατά και πότε σιγά μην την ακούσουν στα διπλανά κελιά οι άλλες. Φανταζόταν ότι μπροστά της είχε κοινό που παρακολουθούσε κάθε της λέξη με προσοχή και στο τέλος την χειροκροτούσε με πάθος. Οι πραγματικοί  θαυμαστές της ήταν τα περιστέρια που τα πρωινά έκαναν την βόλτα τους και στέκονταν έξω από τα ψηλά με κάγκελα παράθυρα και εκείνη τους έπιανε την κουβέντα μιλώντας τους γλυκά. Ένιωθε την αγάπη τους σε κάθε τους πέταγμα και με την σειρά της την ανταπέδιδε ταΐζοντάς τα με τα ψίχουλα και το περίσσεμα από τα ψωμιά που φρόντιζε να μαζεύει από την κουζίνα. Για αυτήν η ζωή δεν έμοιαζε σαν μια φωτογραφία που όλα ήταν μαύρα, είχε ευτυχώς και λίγο χρώμα. Σίγουρα είχε όλη την φροντίδα και την προσοχή που χρειαζόταν για το μεγάλωμά της, αλλά το χάδι της μάνας της έλειπε  πάντα. Μπορεί να μην το είχε γνωρίσει από την γέννησή της, όμως το ένστικτό της της έλεγε ότι η μητέρα της θα έπρεπε να ήταν μια ευαίσθητη, καλοσυνάτη ψυχή. Αυτή η αίσθηση ήταν η συντροφιά της, η χαρά της, η ελπίδα της για ένα καλύτερο μέλλον.

Ήρθε η ώρα λοιπόν που τόσα χρόνια ποθούσε, να βρεθεί στον έξω κόσμο, να κυκλοφορήσει ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους. Δυστυχώς τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν όπως περίμενε. Μια θανατηφόρα ασθένεια είχε εμφανιστεί τους τελευταίους μήνες και  έτσι οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι, ίσα ίσα μέτραγε κανείς πέντε – έξι ανθρώπους. Για να βγει κανείς έξω, έπρεπε να έχει ειδική  άδεια. Πού ακούστηκε αυτό, να πρέπει να δηλώνει κανείς από πριν πού θα πάει και πόσο θα παραμείνει; Τελικά ποιοι ήταν οι φυλακισμένοι, οι άλλοι άνθρωποι ή αυτή;

Ήταν ενήμερη για την πανδημία που άκουγε στο όνομα «covid 19» και ταλαιπωρούσε όχι μόνο την χώρα της, αλλά και όλο τον κόσμο. Οι άνθρωποι από την μια μέρα στην άλλη είδαν την ζωή τους να αλλάζει, ο περιορισμός της μετακίνησης με φειδώ, ο φόβος του θανάτου, η αβεβαιότητα για το μέλλον τους, ο εγκλεισμός, τους είχε γεμίσει με  στρες και κατάθλιψη. Και πού να ζούσαν σε πραγματικές συνθήκες φυλακής! Θα μπορούσε να παραμείνει εσώκλειστη για να έχει περισσότερη προστασία, αλλά δεν το επιθυμούσε καθόλου. Ήθελε τόσο να αισθανθεί ελεύθερη! Χωρίς να το σκεφτεί, βρέθηκε στην θάλασσα που τόσο αγαπούσε, που την έβλεπε από μακριά τόσα χρόνια  και έκλεινε τα μάτια για να την φανταστεί όπως και πολλά άλλα που την παρηγορούσαν. Ο ήχος των κυμάτων που σκάνε στην στεριά, το θρόισμα των φύλλων, τον ήχο που έκαναν τα πέταλα των αλόγων που έσερναν την καρότσα με τους τουρίστες το καλοκαίρι, ακόμη και τον θόρυβο των αυτοκίνητων που γκάζωναν όταν έπαιρναν την μεγάλη στροφή πίσω από τις φυλακές. Επιτέλους μπορούσε να γευτεί την αλμύρα της και αυθόρμητα έβγαλε τα ρούχα της και μπήκε μέσα στο κρύο νερό. Κόσμος να υπήρχε  γύρω της, πάλι το ίδιο θα έκανε. Κολύμπι δεν ήξερε, αλλά σαν από ένστικτο άνοιξε τα πόδια και τα χέρια σαν Εκείνον τον εσταυρωμένο, έκλεισε τα μάτια και άρχισε να επιπλέει για πολύ λίγο. Το βλέμμα της είχε καρφωθεί στον γαλάζιο ουρανό και τα γαλανά της μάτια παρακολουθούσαν τους γλάρους που πετούσαν ελεύθεροι πάνω από το κορμί της, σαν να την καλωσόριζαν με τις κραυγές τους στον έξω κόσμο και με τα φτερά τους της έδιναν θάρρος και ελπίδα.

Τι θα έκανε, ποια θα ήταν η πορεία της ζωής της από εδώ και πέρα δεν ήξερε, πώς μπορούσε να κάνει σχέδια τόσο μακρινά; Μέχρι αύριο και πολύ της ήταν. Για ένα μόνο ήταν σίγουρη και ποθούσε με όλο της το είναι, ήθελε να είναι ελεύθερη! Και ήταν ελεύθερη! Κανείς μα κανείς δεν μπορούσε να την εμποδίσει να ζήσει όπως εκείνη ποθούσε. Κι ας μην είχε συγγενείς ή φίλους. Θα  δούλευε στο Καμπ που υπήρχε στο νησί. Ιδρυτής του ήταν μια Αγγλίδα, η Τζούλια, που είχε το όραμα και την ευαισθησία να έχει κοντά της τις γυναίκες που έχουν αποφυλακιστεί, να ασχοληθούν με την γη καλλιεργώντας φιστικιές και ό,τι άλλο βγάζει αυτή η γη και με αυτό τον τρόπο να εξασφαλίζουν  τα προς το ζην και να μπορούν να ενταχθούν σιγά σιγά στην κοινωνία. Ο  διευθυντής της φυλακής την είχε ενημερώσει για τις ικανότητες της Ελπίδας, έτσι όλα θα έπαιρναν τον δρόμο τους χωρίς καμιά ανησυχία.

Πέρασε η ώρα, ο ήλιος είχε φτάσει πέρα από την μέση του ουρανού και βγαίνοντας από το νερό αισθάνθηκε σαν να είχε  ξαναβαφτιστεί. Φόρεσε τα ρούχα της και τράβηξε προς το Καμπ που βρισκόταν στην περιοχή του Μαραθώνα. Ευτυχώς δεν ήταν μακριά της, απόλαυσε την διαδρομή με τα πόδια χαζεύοντας τους αχινούς που φαίνονταν μέσα από το νερό και σε πολύ λίγο πέρασε άλλη μια σιδερένια πόρτα. Μέσα σε μια μέρα, δυο πόρτες ήταν πολύ! Ήξερε όμως ότι από εδώ και πέρα η ζωή της θα άλλαζε, με covid ή χωρίς, τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο.

Όταν έφτασε, την περίμενε η Τζούλια, μια μικροσκοπική γυναίκα με κοντά γκρίζα μαλλιά και καστανά μάτια. Το βλέμμα της καθηλωτικό κάτω από την μαύρη μάσκα που έπρεπε να φοράει για την προστασία της, ωστόσο  η Ελπίδα μπόρεσε να διακρίνει από τους μορφασμούς του προσώπου της την χαρά της όταν την συνάντησε. Η ιστορία της την είχε συγκινήσει πολύ και ήθελε να της προσφέρει το καλύτερο που μπορούσε για να πάρει και αυτήν τον «δρόμο της», όπως τόσες άλλες γυναίκες που είχαν βρεθεί κοντά της. Της έδειξε το δωμάτιό της, ένα άνετο, ευήλιο δωμάτιο που έβλεπε στην θάλασσα, δίπλα στο δικό της. Το κρεβάτι ήταν ημίδιπλο και ξύλινο, απέναντι από το παράθυρο, το κομοδίνο στην αριστερή πλευρά μαζί με την ντουλάπα, ενώ στην άλλη μεριά υπήρχε ένα παλιό γραφείο στο ίδιο χρώμα του ξύλου με τα υπόλοιπα έπιπλα. Μια ωραία λάμπα σε παλιό στυλ στόλιζε το κομοδίνο της και οι λευκές λινές κουρτίνες φώτιζαν το δωμάτιο. Ο ήλιος έλουζε τους λευκούς τοίχους με το φως του και έτσι δεν θα χρειαζόταν να ανάβει το φως πολλές ώρες. Ήταν πολύ χαρούμενη που είχε ένα τέτοιο άνετο και όμορφο δωμάτιο όλο δικό της. Άφησε τα λίγα πράγματα που είχε μαζί της και ακολούθησε την Τζούλια για να την ξεναγήσει στον χώρο. Τα υπόλοιπα δωμάτια, το μεγάλο σαλόνι, η τραπεζαρία, η κουζίνα, τα μπάνια. Όλα ήταν προσεγμένα για να νιώθουν όλες οι γυναίκες άνετα και ευχάριστα. Φυσικά το καλύτερο ήταν ο έξω χώρος. Μια αυλή γεμάτη γλάστρες με πολύχρωμα λουλούδια και πιο πέρα ένα μεγάλο χωράφι γεμάτο φιστικιές. Τι άλλο θα μπορούσε να ευδοκιμήσει σε αυτά τα χώματα; Στο βορεινό τμήμα υπήρχε ένας μικρός αμπελώνας με την χαρακτηριστική ποικιλία ενός ντόπιου σταφυλιού ακουστό σαν «ροζακί» ενώ λίγο πιο πέρα υπήρχε ένα περιβόλι με κουνουπίδια, πατάτες και καρότα. Φυσικά δεν έλειπαν και τα κατοικίδια. Δυο σκυλιά μεγαλόσωμα, το ένα σε αποχρώσεις του καφέ και το άλλο κατάμαυρο. Τα είχε βρει στα σκουπίδια όταν ήταν κουταβάκια πριν 4 χρόνια και φυσικά τα είχε πάρει υπό την προστασία της. Όταν η Ελπίδα αντίκρυσε όλο αυτό, της φάνηκε  ότι ονειρευόταν. Ο ήλιος είχε προχωρήσει προς την δύση του και τα χρώματα στον ουρανό ήταν σε αποχρώσεις του ροζ μωβ και για μια στιγμή νόμιζε ότι βρισκόταν στον παράδεισο.

Ήταν πέρα από τις προσδοκίες της και φυσικά δεν έκρυψε την χαρά της. Όταν τελείωσε η σύντομη ξενάγηση, επέστρεψαν στο σπίτι και εκεί τις περίμεναν άλλες δέκα γυναίκες που είχαν αντιληφθεί την άφιξή της και ήθελαν να την καλωσορίσουν. Ήταν όλες τους πάνω από πενήντα, γκριζομάλλες οι περισσότερες, με τα πρόσωπα σκαμμένα από τον ήλιο, αλλά είχαν όλες τους ένα κοινό χαρακτηριστικό, ήταν ήρεμες και χαρούμενες. Φυσικά η ταλαιπωρία τόσων χρόνων στην φυλακή είχε αφήσει τα σημάδια της, αλλά η αγάπη και η φροντίδα που είχαν γνωρίσει ζώντας με την Τζούλια και η επαφή με την φύση, τους είχε βοηθήσει θετικά στο να ζουν την κάθε στιγμή χωρίς ανησυχία για το μέλλον. Η μικρή πέρασε λίγη ώρα μαζί τους και αποσύρθηκε στο δωμάτιό της, γιατί η συγκίνηση της ημέρας της είχε προσθέσει περισσότερη κούραση. Με το που ακούμπησε το κεφάλι στο μαξιλάρι, ούτε που κατάλαβε πώς κοιμήθηκε και πραγματικά αυτός ο ύπνος ήταν ο πιο γλυκός.

Η επόμενη μέρα ήταν η ίσως η σημαντικότερη της ζωής της. Ξύπνησε με το που αισθάνθηκε τις ακτίνες του ήλιου να εισβάλλουν στο δωμάτιό της. Αφού ετοιμάστηκε, κατευθύνθηκε στην τραπεζαρία για το πρωινό, όπου εκεί συνάντησε κάποιες από τις γυναίκες. Μερικές από αυτές ήταν υπεύθυνες για την προετοιμασία του πρωινού και αφού όλα ήταν έτοιμα, πάντα με την παρουσία της Τζούλιας, έτρωγαν όλες μαζί σχεδιάζοντας το πρόγραμμα της ημέρας. Η καθεμία είχε αναλάβει και μια συγκεκριμένη δουλειά για την οποία ήταν υπεύθυνη και όταν την είχε μάθει καλά, αναλάμβανε μια άλλη. Έτσι όλες μάθαιναν τα πάντα. Η  Ελπίδα προτίμησε να ξεκινήσει από την φροντίδα των δένδρων και την καλλιέργεια της γης. Η επαφή με την φύση θα την γέμισε με γαλήνη και χαρά. Έτσι κι έγινε. Πολύ γρήγορα είχε μάθει για το φύτευμα, το  ράντισμα, το κλάδεμα και ό,τι άλλο χρειαζόταν. Ήταν πολύ καλή μαθήτρια και δεν παραπονιόταν για την κούραση που προκαλούσαν οι χειρωνακτικές δουλειές. Μάλιστα  είχε τολμήσει να συνοδέψει δυο άλλες στο λιμάνι, εκεί που οι ντόπιοι στήνουν τους πάγκους τους και πουλούν την πραμάτεια τους. Βέβαια η πανδημία δεν είχε εκλείψει τελείως και οι πωλήσεις είχαν περιοριστεί, αλλά αυτό δεν την στεναχωρούσε και πολύ. Το πιο σημαντικό ήταν ότι αγαπούσε ό,τι έκανε, ότι είχε αρχίσει να εμπιστεύεται τους άλλους  και το κυριότερο, να πιστεύει στον ίδιο της τον εαυτό. Έκανε όνειρα για το μέλλον και φανταζόταν την ζωή της πέρα από αυτό το νησί.

Ο καιρός  κυλούσε ομαλά στην μικρή τους κοινότητα και ύστερα από δυο χρόνια η Ελπίδα που πια είχε κλείσει τα 20, είχε περάσει από όλα τα πόστα, είχε μάθει πολλά, από μαγειρική μέχρι λογιστικά και επιθυμούσε να φύγει με την πρώτη ευκαιρία. Ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει τον έξω κόσμο. Ένα απόγευμα που είχε βγάλει τα σκυλιά βόλτα, συνάντησε μια κοπέλα στην παραλία που έβγαινε από ένα βαν. Της έκανε εντύπωση το μικροσκοπικό παρουσιαστικό της και την ρώτησε πώς μπορούσε να οδηγεί ένα τόσο μεγάλο αυτοκίνητο. Εκείνη της είπε ότι ύστερα από τα lockdown, οι άνθρωποι θέλησαν να νιώσουν πιο ελεύθεροι, να ταξιδέψουν, να γνωρίσουν και άλλα μέρη. Αρκετοί πουλούσαν και τα σπίτια τους και μετατρέποντας τα βαν σε μικρές κατοικίες, ξεκινούσαν την περιπέτεια που ονειρεύονταν να ζήσουν χωρίς περιορισμούς.

Η Ελπίδα γούρλωσε τα μάτια της, έβγαλε μια κραυγή και φώναξε δυνατά!

«Αυτό είναι!»

Χαιρέτησε την ξένη κοπέλα και έτρεξε στο Καμπ.

Διηγήθηκε το συμβάν στην αγαπημένη της φίλη, τελειώνοντας με την φράση:

« Εγώ αυτό θέλω να κάνω. Να ταξιδέψω!»

Η Τζούλια έκπληκτη την αγκάλιασε και της ευχήθηκε τα καλύτερα.

Αίγινα,  Μάιος 2022

Η Ελπίδα σηκώθηκε από πολύ νωρίς, φόρεσε το αγαπημένο της τζιν και μια λευκή μπλούζα και χαρούμενη κίνησε για το λιμάνι. Σε λίγο έφτασε το πρώτο πλοίο από τον Πειραιά και μαζί με αυτό ένα μεταχειρισμένο βαν. Ήταν το δώρο της για τα γενέθλιά της. Όλες οι συναδέλφισσές της, η Τζούλια και ο φίλος της ο Πέτρος, είχαν μαζέψει το απαιτούμενο χρηματικό ποσό για να της το αγοράσουν. Βέβαια ήταν παλιό και χρειαζόταν επισκευή. Σε λίγα λεπτά φάνηκε το αυτοκίνητό της και ο υπεύθυνος του πλοίου της παρέδωσε τα κλειδιά.

Το κοίταξε και χιλιάδες συναισθήματα την πλημμύρησαν. Θα ζούσε, όχι μόνο την δική της ζωή που δικαιωματικά της ανήκε, αλλά και για την αδικοχαμένη μάνα της, που δεν γνώρισε ποτέ.

«Van life λοιπόν! Οι περιπέτειες μου τώρα ξεκινούν!»

Δήμητρα Καμπόλη

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: