Οι Δίδυμες Φλόγες είναι οι δυο ορίζοντες της ψυχής που ενώνονται με το βέλος της αγάπης. Είναι το κομμάτι της καρδιάς που φωλιάζει στο στο υποσυνείδητο και μας συντροφεύει στα πιο απόκρυφα και παθιασμένα μας όνειρα. Είναι η αντανάκλαση της θωριάς μας στον καθρέφτη και η ηχώ της φωνής μας στο φαράγγι του χθες. Ο εαυτός μας που μας χαζεύει μέσα από τα μάτια μας. Σε ολόκληρο τον κόσμο, ο κάθε άνθρωπος έχει μονάχα μια δίδυμη φλόγα και μόλις τη συναντά ανακτά την αναπνοή που του στερούσε η απουσία της.
Λίγο πριν τον πρόλογο της παιδικής του ηλικίας, ο Μάντς αναγνώρισε τη δίδυμη φλόγα του στο γλυκό προσωπάκι της Σμαρούς. Ένιωσαν πως οι ψυχές τους είχαν πλαστεί για να καίγονται ενωμένες πριν καν πέσει στην αντίληψή τους η ιδέα της φλογισμένης καρδιάς. Το ξανθό αγοράκι με τις σκανδιναβικές ρίζες συναντήθηκε με το φεγγαροπρόσωπο κοριτσάκι σε ένα θερινό θέρετρο. Οι γονείς τους το είχαν επιλέξει με τη ψυχή στο στόμα. Το να πάνε διακοπές για να πάρουν μια ανάσα από την πίεση του χειμώνα ήταν μια απόφαση της τελευταίας στιγμής που καθόρισε ολοκληρωτικά τη μοίρα των μικρών μας πρωταγωνιστών.
Εκείνο το πρωινό του Ιουνίου, τα νήπια αποφάσισαν να φάνε τηγανίτες με μέλι αντικριστά, στο ίδιο τραπέζι, παρόλο που οι οικογένειές τους κάθονταν στις δυο αντίθετες γωνιές του εστιατορίου. Πριν το καταλάβουν έγιναν αχώριστοι. Μια έπαιζαν κρυφτό στα δωμάτια του ξενοδοχείου – προκαλώντας την οργή των καμαριερών που προσπαθούσαν να κάνουν τη δουλειά τους – και μια έπαιζαν μήλα στη παιδική χαρά – ακόμη κι αν τα μήλα δεν παίζονται μόνο με δυο παιδιά. Πότε ζωγράφιζαν τα μυθικά πλάσματα που συναντούσαν στα όνειρά τους και πότε μάθαινε ο ένας στον άλλον λέξεις της μητρικής τους γλώσσας. Ωστόσο, το αγαπημένο τους σημείο ήταν η στρωμένη αμμουδιά. Απολάμβαναν όσο τίποτα να λιάζονται δίπλα στα κύματα τρώγοντας το καρπούζι τα απογεύματα και να κάνουν κούνια εναλλάξ σε εκείνη την αιώρα δίπλα από τις ξαπλώστρες. Κι όταν οι μέρες των διακοπών τους έφτασαν στο τέλος τους, αγκαλιάστηκαν σφιχτά και υποσχέθηκαν ο ένας στον άλλον πως θα συναντιούνταν ξανά.
Πράγματι, πέρασαν μαζί άλλα τρία καλοκαίρια. Οι ηλιόλουστες μέρες τους γέμισαν με εξερευνήσεις στις γωνιές της παραλίας και με μυθικές ιστορίες που τους άρεσε να σκαρφίζονται καθώς μάζευαν κοχύλια από την άμμο. Στη Σμαρώ άρεσε πολύ να απαγγέλει τραγουδιστά τα ποιηματάκια που της είχε μάθει η δασκάλα της και ο Μαντς χαμογελούσε καθώς πετούσε πετρούλες στη θάλασσα. Η γλυκύτητα της φωνής ξυπνούσε τόσο βαθιά ζεστασιά μέσα του που έκανε τις, σχεδόν, ακαταλαβίστικες λέξεις της γενέτειράς της να φαντάζουν το ομορφότερο νανούρισμα του κόσμου. Δεν τον ενδιέφερε καθόλου που δεν μπορούσε να την καταλάβει καλά. Του έφτανε η παρέα της… και το περίεργο όνομά της που δεν κατάφερνε ποτέ να προφέρει σωστά. Είχαν γίνει απαραίτητοι ο ένας για τον άλλον γιατί τις υπόλοιπες εποχές του χρόνου δεν υπήρχε κανείς για να τους τραγουδήσει ή να τους χαμογελάσει. Ήταν και οι δυο τους μοναχοπαίδια με γονείς υπερβολικά απασχολημένους με τις δουλειές και τις απαιτήσεις της καθημερινότητας. Μισούσαν τη μοναξιά που μαύριζε τις γωνιές των σπιτιών τους και που τους έπαιρνε ο ύπνος περιμένοντας τους γονείς τους για την καληνύχτα. Καμία σημασία δεν είχε για αυτούς που προέρχονταν από τις δυο άκρες του κόσμου ή που δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Εκείνα που φανέρωναν τα μάτια τους ήταν αρκετά για να καταλάβουν. Οι φλόγες που κυλούσαν στις φλέβες τους επικοινωνούσαν μυστικά με τη γλώσσα της αγάπης.
Ο θρύλος λέει πως την εποχή πριν πλαστεί ο κόσμος, όπως τον γνωρίζουμε, οι ψυχές αιωρούνταν στο σύμπαν άυλες και λαμπερές σαν αναμμένες φλόγες. Πετούσαν αχώριστες ανάμεσα από τα αστέρια και καμία καταιγίδα δεν ήταν τόσο δυνατή για να τις χωρίσει. Οι θεοί ζήλεψαν τρομερά αυτό το δεσμό κι αποφάσισαν να τον σπάσουν. Γιατί τίποτε δεν επιτρεπόταν να είναι ισχυρότερο από τη θεϊκή χάρη. Έριξαν κατάρα και κανόνα που τις έκοψε στα δυο και τις πέταξε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Η φλόγα και η μνήμη τους είχαν σβηστεί από τα δάκρυα της λησμονιάς. Κανένα στοιχείο της παρουσίας τους δεν θα υπήρχε στο νου σαν ανάμνηση. Οι ψυχές ήταν καταδικασμένες να πορεύονται μόνες τους και να ψάχνουν το κομμάτι που τους λείπει χωρίς να το θυμούνται. Έτσι, υπήρχε ο κίνδυνος να χάσουν όλη τους τη ζωή χωρίς να το βρουν και να πεθάνουν μισές και λυπημένες.
Σε κάποια μικρά του γενέθλια, ο Μαντς συνειδητοποίησε πως δεν θα περνούσε τις τέταρτες διακοπές του στο αγαπημένο του θέρετρο. Όταν αντίκρυσε το ψυχρό ξενοδοχείο με την άγνωστη θάλασσα δεν κατάφερε να αρθρώσει λέξη. Μονάχα έτρεξε κι έψαξε σε κάθε γωνιά… για να δει πως δεν υπήρχε πουθενά ούτε η αιώρα του ούτε η Σμαρώ του. Από την άλλη, η φεγγαροπρόσωπη έκλαψε γοερά όταν κατάλαβε πως εκείνο το καλοκαίρι θα το περνούσε στο παραθαλάσσιο χωριό του πατέρα της. Περνούσε τις μέρες της πετώντας πετρούλες στη νέα παραλία και φανταζόταν τον αγαπημένο της φίλο να έρχεται από το πουθενά, όπως οι μάγοι στα παραμύθια. Πέρασαν αμέτρητα καλοκαίρια χωριστά και καθώς ακολουθούσαν τα χρόνια η ανάμνηση αυτής της αγνής φιλίας άρχισε να σβήνει. Το μοναδικό που είχε καταφέρει να χαραχτεί στις μνήμες τους ήταν ή λευκή αμμουδιά και οι τηγανίτες με το μέλι. Αλλά οι Δίδυμες Φλόγες ήταν αποφασισμένες να βρεθούν ξανά και να μην επιτρέψουν σε τίποτε και κανέναν να τις χωρίσει.
Είκοσι χρόνια μετά ο Μαντς είχε μεταμορφωθεί σε έναν επιβλητικό άντρα με βλέμμα διαπεραστικό κι αύρα γοητευτική. Είχε αποφασίσει να ακολουθήσει ένα επάγγελμα που θα του εξασφάλιζε μια ζωή γεμάτη ανέσεις κι ευχαρίστηση ώστε, μακροπρόθεσμα, να έχει τον χρόνο και τις υποδομές να ασχοληθεί με αυτά που του αρέσουν. Έτσι, τον μισό χρόνο εργαζόταν σε ένα μινιμαλιστικό γραφείο στη γενέτειρά του και τον άλλο μισό ταξίδευε σε κάθε γωνιά του κόσμου. Πότε για τις απαιτήσεις της δουλειάς του και πότε για δικό του γούστο. Αγαπούσε να φωτογραφίζει γραφικά, καλοκαιρινά τοπία… γιατί μέσα τους έψαχνε μια εικόνα που του έλειπε. Το ίδιο διάστημα η Σμαρώ είχε καταλάβει πως ήταν πλασμένη για μια πορεία καλλιτεχνική. Με τα χέρια της έπλαθε και ζωγράφιζε κάθε εικόνα που ξεπεταγόταν στον ουρανό της φαντασίας της σαν πυροτέχνημα. Τα δειλινά έγραφε ιστορίες και ποιήματα ακούγοντας κλασσική ροκ και τα καλοκαίρια τραγουδούσε στα ξενοδοχεία και στις παμπ. Κι όποτε κουράζονταν από τις απαιτήσεις της ζωής που τους κυνηγούσε ή από τις προσωπικές απογοητεύσεις που τους πλάκωνε έβρισκαν καταφύγιο στον ορίζοντα μιας αμμουδιάς όπου φώλιαζε μια ανάμνηση που έσβηνε τα χαμόγελά τους.
Εκείνο το καλοκαίρι ο Μαντς αποφάσισε να γιορτάσει τα γενέθλιά του ολομόναχος. Πάρκαρε τη μηχανή του έξω από το θέρετρο που νόμιζε ότι είχε ξεχάσει. Μόλις το αντίκρυσε βούρκωσε κι όταν μπήκε στο λόμπι ένιωσε σαν κυνηγημένος. Άφησε βιαστικά τη τσάντα με τα απολύτως απαραίτητα στο κρεβάτι του και κατέβηκε για να φάει το πρωινό του. Κάθισε σε ένα τραπέζι με φάτσα τη κατάλευκη αμμουδιά που τον είχε στοιχειώσει. Επέλεξε να απολαύσει την εικόνα πίνοντας καφέ… μαζί με τις τηγανίτες με μέλι. Ήταν το αγαπημένο του πρωινό από τότε που μπορούσε να θυμηθεί τον εαυτό του. Πολλές φορές τον είχαν κοροϊδέψει για αυτό – γιατί σε μερικούς φαντάζει κωμικό ένας ώριμος άντρας να απολαμβάνει ένα παιδικό γλυκό, αλλά ποτέ δεν τον ένοιαξε γιατί κάθε που τα κοιτούσε χαμογελούσε. Χωρίς να θυμάται το λόγο. Πέρασε την υπόλοιπη μέρα του εξερευνώντας τη παραλία. Κι όταν κουράστηκε άπλωσε τα πόδια του στην ακτή για να βραχούν από τα κύματα. Πετούσε μερικά κάνοντας αφηρημένες σκέψεις ενώ έβλεπε τα κύματα να παλεύουν με τους γλάρους. Κι όταν έστρεψε ασυναίσθητα το βλέμμα αντίκρισε την άδεια αιώρα. Κάτι μέσα του σκίρτησε διαφορετικά, μα, δεν ήταν ώρα να θυμηθεί…
Η Σμαρώ είχε σηκωθεί από πολύ νωρίς, γεμάτη άγχος. Είχε προγραμματίσει να κάνει μια μεγάλη βουτιά πριν ξεκινήσει τις τελευταίες της πρόβες. Η θάλασσα ήταν η διέξοδός της από όταν ήταν μικρό κοριτσάκι. Λάτρευε να κολυμπάει ανάσκελα και να σιγοτραγουδάει τα αγαπημένα της κομμάτια. Υποσυνείδητα μέσα στα κύματα αναζητούσε εκείνο το κομμάτι που της έλειπε. Μόλις κάθε ίνα του κορμιού της χόρτασε το θαλασσινό νερό κάθισε στις ξαπλώστρες για να απολαύσει ήσυχα το πρωινό της. Οι αγαπημένες της μελωμένες τηγανίτες με έναν φρεσκοστυμμένο χυμό. Κι όταν έκανε να φύγει τα μάτια της κοίταξαν με νόημα εκείνη την αιώρα που την έβλεπε να κουνιέται γεμάτη υπαινιγμούς. Θυμήθηκε και ξέχασε την ίδια στιγμή. Έκανε ένα δροσερό ντουζ και συνάντησε τη μπάντα της. Έπρεπε να βεβαιωθούν πως ήταν έτοιμοι για την εμφάνισή τους το βράδυ.
Όταν έπεσε η νύχτα, ο Μαντς κάθισε στη γωνιά του μπαρ για να χαλαρώσει πίνοντας το ουισκάκι του. Ήταν ντυμένος στα λευκά και τα γαλανά μάτια του χάνονταν μια στη θάλασσα και μια στο κόσμο που ανυπομονούσε για τη βραδιά που θα ξεκινούσε από στιγμή σε στιγμή. Είχε πληροφορηθεί από τον μπαρτέντερ πως θα έπαιζε ένα συγκρότημα πολύ αγαπητό στην Ελλάδα κι αυτή η έντονη προσμονή του κόσμου τον είχε εξιτάρει. Ήθελε πολύ να τους δει κι εκείνος. Οι προβολείς άναψαν άξαφνα και το λευκό φως τους έπεσε απευθείας πάνω στην τραγουδίστρια. Με καστανές μπούκλες που αιωρούνταν ελεύθερες μέχρι τη μέση της και το λευκό της αέρινο φόρεμα φαινόταν σαν πλάσμα βγαλμένο από μια διάσταση μαγική. Ο Μαντς κοκάλωσε. Αυτή η φυσιογνωμία… αυτό το λαμπερό πρόσωπο… εκείνη η γλύκα στη φωνή της… του φαινόταν τόσο γνώριμη… Με την πρώτη νότα που οι αναμνήσεις άρχισαν να τον πυροβολούν και ήταν τόση η συγκίνηση που ξέσπασε σε δάκρυα. Σηκώθηκε από το μπαρ και πλησίασε την σκηνή σαν υπνωτισμένος. Σύντομα η κοπέλα ξεχώρισε τον άντρα που την κοιτούσε τόσο επίμονα στο κοινό. Στην αρχή τον παρατήρησε συνοφρυωμένη… κι όταν αντίκρισε αυτό το μεγάλο χαμόγελο θυμήθηκε όλα εκείνα που είχε ξεχάσει χωρίς να το θέλει! Ήταν τόση η έντασή της που κόντεψε να χάσει τη φωνή της. Ένιωσε να ζαλίζεται. Όμως το αρχικό σοκ μετατράπηκε σε δύναμη και κατάφερε να αντέξει. Εξάλλου ήθελε να τον εντυπωσιάσει.
Όταν ολοκληρώθηκε η συναυλία όλοι παραδέχτηκαν πως ποτέ δεν είχε τραγουδήσει τόσο όμορφα. Τη χειροκρότησαν με την ψυχή τους και ο Μαντς πλησίασε τρέμοντας. Εκείνη έμεινε ακίνητη στο κέντρο της σκηνής. Φώναξε μαλακά το όνομά του… κι όταν εκείνος της απάντησε φωνάζοντας το δικό της, με την ίδια ακριβώς λάθος προφορά, η τραγουδίστρια τσίριξε. Έτρεξε καταπάνω του κλαίγοντας κι όταν την έσφιξε στην αγκαλιά του όλη η πίκρα της απουσίας τους εξανεμίστηκε από μέσα τους οριστικά. Μέχρι την ανατολή έπαιζαν με τα κύματα, όπως παλιά, και ξάπλωσαν αγκαλιασμένοι στην αιώρα που συμβόλιζε την αγάπη τους. Υποσχέθηκαν ο ένας στον άλλον ότι δεν θα χώριζαν ποτέ ξανά και φιλήθηκαν με πάθος.
Οι Δίδυμες Φλόγες έσπασαν τη κατάρα των θεών κι έκαναν έναν σάλτο μέχρι τα άστρα.
Μάργκω