,

Ο καθρέφτης στο καμαρίνι

Ο ογδοντάρης Γιώργος Μπαδέρος ακολουθούσε από κοντά τους τρεις υπηρέτες του. Μετέφεραν έναν ολόσωμο καθρέφτη και τη βάση του από το υπόγειο του τεράστιου σπιτιού προς το δωμάτιο που είχε φτιάξει ο ιδιοκτήτης πριν από σχεδόν πενήντα χρόνια, όταν βρισκόταν στην αρχή της καριέρας του σαν ηθοποιός. Ήταν ένας μικρός χώρος που περιείχε ένα έπιπλο τουαλέτα με μάσκες, σύνεργα του make up, φωτοτυπίες θεατρικών έργων, στολές καρναβαλιού και θεάτρου και διάφορα άλλα χρήσιμα είδη. Επίσης, περιείχε έναν μικρό καθρέφτη προσώπου και ένα μονόκλινο κρεβάτι, ενώ το μοναδικό παράθυρο ήταν κλειστό. Οι τοίχοι κάποτε ήταν βαμμένοι σε μια απόχρωση του κόκκινου, αλλά πλέον το χρώμα είχε ξεβάψει και στις γωνίες υπήρχαν ιστοί αράχνης. Υπήρχε μια ανεπαίσθητη μυρωδιά κλεισούρας, που έριχνε τη διάθεση σε όποιον εισερχόταν.

Οι υπηρέτες χρειάστηκαν περίπου πέντε λεπτά, αλλά δεν υπήρχε πρόβλημα. Κανείς δε βιαζόταν. Η δεξίωση θα γινόταν σε δύο μέρες και το σπίτι ήταν πανέτοιμο για να δεχθεί τους καλεσμένους. Όταν έφτασαν, μπήκαν στο δωμάτιο -του οποίου το εσωτερικό δεν είχαν δει ποτέ-, δυσανασχετώντας λίγο από την ατμόσφαιρα και έστησαν τον μεγάλο καθρέφτη στην μια πλευρά του δωματίου. Εκεί όπου ο γλόμπος που βρισκόταν στο ταβάνι έριχνε το περισσότερο φως.

«Σας ευχαριστώ, κύριοι. Μπορείτε να πηγαίνετε», είπε ο Γιώργος και οι υπηρέτες αποχώρισαν. Ο Γιώργος έκλεισε την πόρτα και πλησίασε τον μεγάλο καθρέφτη. Ήταν τυλιγμένος από πάνω μέχρι κάτω με ένα μαύρο πανί. Το αφαίρεσε, αφού πρώτα στάθηκε στην μια άκρη και παρατήρησε το καθαρό γυαλί. Έβλεπε τη μια άκρη του δωματίου, όπου το φως δεν έφτανε καλά και δημιουργούνταν σκιές.

Ο Γιώργος ένευσε ικανοποιημένος. Στράφηκε και έριξε μια ματιά στο χώρο. Είχε βρεθεί εδώ μέσα πολλές φορές στο παρελθόν, όπως είχε βρεθεί και σε πολλά άλλα παρεμφερή δωμάτια. Του θύμιζε αχνά πόσους ρόλους είχε κάνει πρόβα εδώ και πόσες φορές είχε αποτύχει μέχρι να πετύχει το χαρακτήρα όπως ακριβώς έπρεπε να τον αποδώσει στη σκηνή ή μπροστά στις κινηματογραφικές κάμερες.

Πήγε και κάθισε μπροστά από τον καθρέφτη προσώπου. Ήταν λερωμένος και ο Γιώργος τον σκούπισε με το μανίκι του πουκαμίσου του. Είδε έναν ηλικιωμένο με φθαρμένη σάρκα και ελάχιστα μαλλιά να του αντιγυρίζει το βλέμμα. Ο χαρακτήρας στην άλλη πλευρά, καμπουριασμένος, σοβαρός και με θολό βλέμμα, απέπνεε μοναχικότητα και θλίψη. Του έλειπε η γυναίκα του, του έλειπαν τα παιδιά, ο εγγονός και οι φίλοι του. Ζούσε ουσιαστικά μόνος του, με τους υπηρέτες τον περισσότερο καιρό να μένουν στο σπίτι μέχρι τις πέντε το απόγευμα το πολύ.

Ο Γιώργος Μπαδέρος, ετών ογδόντα, γεννημένος ένα απόγευμα Αυγούστου σε νοσοκομείο της Αθήνας. Η μητέρα του ήταν ηθοποιός και ο πατέρας του ήταν ναυτικός. Αυτός είχε φέρει τον ολόσωμο καθρέφτη, από ένα ταξίδι που είχε κάνει στις ΗΠΑ. Ο Γιώργος είχε χρειαστεί να κάνει τη δική του έρευνα, για να μάθει ποια ήταν η ακριβής ιστορία πίσω από το ψέμα που είπε ο πατέρας του. Βασικά, πίσω από τη μισή αλήθεια που είχε πει. Μου τον έδωσε ένας τύπος ονόματι Ρότζερ Πίκμαν, έτσι είχε πει ο Μπαδέρος ο πρεσβύτερος. Τον είχαμε μαζί μας στο καράβι, στην επιστροφή. Ήθελε να πάει στην Αφρική και να τραβήξει μερικά πλάνα με την κάμερά του από τη ζωή των μαύρων και ειδικά όσων κάνουν βουντού. Αυτός είχε και ένα μαγαζί όπου έφτιαχνε καθρέφτες και σκέφτηκα πως η μάνα σου θα ήθελε έναν.

Αλλά ο Γιώργος σταδιακά έμαθε την αλήθεια. Ο θάνατος των γονιών του είχε συμβάλει καθοριστικά σε αυτό.

Τα χείλη του τώρα τραβήχτηκαν σιγά-σιγά και ο τύπος στην άλλη πλευρά θα μπορούσε να είναι ανταγωνιστής-καρικατούρα από ταινία με βαμπίρ. Κι αυτός ήταν ο Γιώργος Μπαδέρος, αλλά σε μια διαφορετική εκδοχή που είχε κληθεί να παρουσιάσει ζωντανά σε κοινό. Και του είχε αρέσει πολύ όλες τις φορές.

«Δύο μέρες», είπε. Είχε επαναλάβει αυτή την έκφραση ουκ ολίγες φορές στο παρελθόν: Δύο μέρες πριν την πρεμιέρα. Σε δύο μέρες ξεκινάμε γυρίσματα. Αλλά τότε ένιωθε αγωνία. Αυτή τη στιγμή το μόνο που αισθανόταν ήταν προσμονή. Δεν έβλεπε την ώρα να έρθει το Σάββατο.

Κοίταξε ξανά γύρω του. Πέραν από τις στολές, που δεν είχαν επηρεαστεί πάρα πολύ, ένεκα του ότι τις είχε σε ειδικές συσκευασίες, όλα τα υπόλοιπα χρειάζονταν φροντίδα. Καθάρισμα και τακτοποίηση, για να είναι έτοιμα για τους καλεσμένους.

«Δύο μέρες», επανέλαβε ο Γιώργος και σηκώθηκε. Άνοιξε το παράθυρο και ξεκίνησε να δουλεύει. Θα τα φρόντιζε μόνος του. Ήθελε να αναπολήσει λίγο ακόμα από το παρελθόν.

*

Το βράδυ του Σαββάτου, ο Γιώργος βρισκόταν πότε στο τεράστιο σαλόνι του πρώτου ορόφου και χαιρετούσε τον κόσμο και πότε άνοιγε την πόρτα. Όπως είχε προβλέψει, χρειάστηκαν δυόμιση ώρες για να μαζευτούν όλοι. Παιδιά και η σύζυγος ενός εξ αυτών, ο εγγονός με την κοπέλα του, παλιοί συνάδελφοι, παραγωγοί και σκηνοθέτες. Το σαλόνι, όπως και το υπόλοιπο σπίτι, είχε διακοσμηθεί γιορτινά. Ο μπουφές περιελάμβανε εδέσματα από ντόπιο κέτερινγκ και ο καθένας μπορούσε να παίρνει ό,τι ήθελε, καθότι δεν υπήρχε κάποιος από το προσωπικό του σπιτιού –είχαν όλοι άδεια. Το πρόγραμμα που έπαιζε δυνατά στα ηχεία αποτελούνταν από soundtracks γνωστών ταινιών και καλλιτεχνών της κλασικής μουσικής σκηνής.

Όταν πλέον ήταν όλοι παρόντες, ο Γιώργος χαμήλωσε τον ήχο και ζήτησε την προσοχή των παρευρισκομένων. Φορούσε το κουστούμι που είχε για τα πάρτι που τον καλούσαν κάποτε και ήταν εντελώς αψεγάδιαστο ακόμα και σήμερα. Είχε φροντίσει τον εαυτό του, ούτως ώστε να δείχνει όσο το δυνατόν περισσότερο χαρούμενος, είχε ξυριστεί και βάλει κρέμες στο πρόσωπο και τα χέρια του, για να μη φαίνεται το πόσο είχε γεράσει. Το χαμόγελό του, καθώς παρατηρούσε τους άλλους, ήταν αληθινό, δεν έκρυβε καμιά πονηριά ή ψεύτικη χαρά. Δεν υποδυόταν τώρα.

Είπε «Αγαπητοί και αγαπητές μου. Σας ευχαριστώ όλους και όλες που ήρθατε. Το εκτιμώ αφάνταστα. Ελπίζω να περάσετε τέλεια όλοι και όλες και ως προς αυτό θα ήθελα να σας πω ότι σας έχω μια έκπληξη».

Βλέμματα απορίας και χαμόγελα περιέργειας από το κοινό.

«Στο ισόγειο, πριν τις σκάλες, υπάρχει ένα δωμάτιο. Είναι το καμαρίνι στο οποίο ετοιμαζόμουν κάθε φορά για τον εκάστοτε ρόλο μου. Εκεί έχω πολλές στολές και μάσκες και ό,τι χρειάζεται ένας ηθοποιός. Θα ήθελα να πάτε ένας-ένας εκεί και να διαλέξετε ό,τι θέλετε. Θα κάνουμε μια τελευταία παράσταση. Ένα πάρτι μασκέ, όπου όλοι θα είμαστε ο πραγματικός μας εαυτός. Θα είμαστε ελεύθεροι να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Γι’ αυτό, παρακαλώ, να αλλάξετε κάθε τι στην εμφάνισή σας».

Περίμενε πως θα αντιδρούσαν, αλλά εν τέλει δέχτηκαν.

«Ωραία. Μπορείτε να ξεκινήσετε».

*

Η Βιργινία Δημητρίου ήταν εξήντα τριών χρονών και κάποτε είχε πρωταγωνιστήσει σε είκοσι ταινίες. Τότε ήταν μια όμορφη ξανθιά με γαλανά μάτια και οι σκηνοθέτες εστίαζαν πολύ στο πρόσωπό της. Την έβαζαν να κλαίει και να οργίζεται και τότε δεν υπήρχε φόντο ή άλλος χαρακτήρας, παρά μόνο η εκφραστικότητα της Βιργινίας, που τονιζόταν και από ένα συγκεκριμένο χτένισμα των μαλλιών της.

Στις ταινίες όπου η πλοκή εξελισσόταν σε παλιότερα χρόνια (όπως στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο), είχε συμπρωταγωνιστήσει με τον Γιώργο. Ήταν ωραίο ντουέτο οι δύο τους και έπειθαν σαν ζευγάρι. Ίσως έφταιγε και το ότι έκαναν παρέα και εκτός δουλειάς. Είχε υπάρξει ένα ειδύλλιο, αλλά ο Γιώργος εν τέλει προτίμησε την θαυμάστριά του που αργότερα έγινε η σύζυγός του. Η Βιργινία δεν του κράτησε κακία –άλλωστε και εκείνη είχε παντρευτεί έναν άντρα που όντως αγάπησε μια φορά και έναν καιρό, πριν αυτός την παρατήσει για μια νεότερή της.

Τώρα η Βιργινία μπήκε στο καμαρίνι και έκλεισε την πόρτα. Ήταν όλα πεντακάθαρα και τακτοποιημένα. Είδε τις στολές και τις μάσκες και τον μικρό καθρέφτη στο έπιπλο της τουαλέτας. Το φως προερχόταν από μια παλιά λάμπα, σαν αυτές που μεσουρανούσαν στα καμαρίνια παλιότερων δεκαετιών. Ένευσε και χαμογέλασε. Ήξερε καλά χώρους σαν αυτόν.

Πρόσεξε τον ολόσωμο καθρέφτη στα αριστερά της. Παραξενεύτηκε για πρώτη φορά μετά την ανακοίνωση του Γιώργου. Στεκόταν γύρω στα τρία μέτρα μακριά από το γυαλί και το είδωλό της ήταν θολό, ενώ η επιφάνεια ήταν σε τέλεια κατάσταση. Πλησίασε. Και καθώς έκανε τα ελάχιστα βήματα που απαιτούνταν για να φτάσει μερικά εκατοστά από το κάτοπτρο, το είδωλό της γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρο.

Η Βιργινία έσμιξε τα φρύδια της. Στην αρχή. Πριν γουρλώσει τα μάτια της.

«Θεέ μου», ψέλλισε.

Στο γυαλί υπήρχε μια γυναίκα που φορούσε μια λευκή στολή νοσοκόμας γεμάτη αίματα. Θύμιζε αυτές που είχε ενδυθεί η Βιργινία στους δύο ρόλους που την έκαναν διάσημη. Αλλά… φαινόταν λάθος. Εκείνη φαινόταν λάθος. Το δέρμα της είχε αποκτήσει μια αλλόκοτη νωθρότητα, τα μάτια ήταν κατάμαυρα και τα μαλλιά…

Η Βιργινία ήταν έτοιμη να ουρλιάξει, αλλά τότε ένα από τα φίδια που υπήρχαν στο κεφάλι εκείνης της παρουσίας όρμησε προς αυτήν. Ήταν ένα από εκείνα τα φίδια που πάντοτε έτρεμε η Βιργινία. Ήταν ένα τεράστιο, πάνω από πέντε μέτρα, πράσινο και καφέ, σερνάμενο, αηδιαστικό ον. Η γυναίκα έκανε να τρέξει, αλλά αυτό τυλίχτηκε γύρω από το σώμα της και έσφιξε. Και την τράβηξε στον καθρέφτη. Η Βιργινία ακούμπησε με το πρόσωπο στο κρύο γυαλί, αδύναμη για οποιαδήποτε αντίσταση. Τότε η μορφή στον καθρέφτη πλησίασε και έπιασε την ηλικιωμένη. Κι άλλα φίδια επιτέθηκαν και δάγκωσαν τη Βιργινία σε κάθε πτυχή του κεφαλιού της. Ό,τι έτρεμε από παιδί συνέβαινε και εκείνη πέθαινε βιώνοντάς το. Μόνο μια στιγμή είδε όσα της συνέβαιναν. Ένιωθε το δέρμα της να αποκόβεται και τα ρούχα της να ξεσκίζονται. Τα ένιωθε και τα έβλεπε. Για μερικά δευτερόλεπτα.

Μετά δύο στόματα εκτοξεύτηκαν και κάλυψαν τα μάτια της. Αισθάνθηκε τις διχαλωτές γλώσσες να εξερευνούν την κόρη και το ασπράδι. Τα δόντια καρφώθηκαν στα φρύδια και στα ζυγωματικά της και άρχισαν το αποτρόπαιο έργο τους.

Η πόρτα στο καμαρίνι άνοιξε λίγο αργότερα, ακριβώς δέκα δευτερόλεπτα πριν έρθει ο επόμενος καλεσμένος. Βγήκε μια χλωμή νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού, που κατευθύνθηκε προς την έξοδο.

*

Η κόρη του Γιώργου Μπαδέρου, η Αμαλία, ήταν μια γυναίκα σαράντα τριών ετών, που εργαζόταν σε δημόσια υπηρεσία. Είχε στο σπίτι της δύο γάτες και ενίοτε, για δυο τρεις βραδιές, κάποιον νεότερο της σύντροφο. Στο κτίριο όπου εργαζόταν, δεν την συμπαθούσαν, αφού φόρτωνε στους άλλους τις περισσότερες, κατά τη γνώμη της, «ανούσιες» δουλειές (μερικές από τις οποίες έπρεπε σίγουρα να τις κάνει η ίδια). Τους φώναζε και τους διέταζε, και το χειρότερο γι’ αυτούς ήταν πως η Αμαλία είχε τέτοια εξουσία. Είχε ανελιχθεί και χάρη στις σπουδές της στο πανεπιστήμιο και χάρη «στον μπαμπά». Αυτό το τελευταίο το σκεφτόταν η ίδια κατά καιρούς. Την ενόχλησε, αλλά μόνο σε ένα πρώτο επίπεδο. Μόνο στην αρχή της επαγγελματικής πορείας της. Έπειτα το συνήθισε και ως προς αυτό έπαιξαν ρόλο οι ευκαιρίες που της δόθηκαν και η αντιμετώπιση από τους άλλους, όταν συνειδητοποιούσαν ποιανού ήταν κόρη.

Αλλά μια φορά ένας υφιστάμενός της, τον οποίο είχε καλέσει στο γραφείο της για να μάθει γιατί δεν έκανε σωστά τη δουλειά του, της είπε πως ό,τι είχε αυτή ανήκε στον πατέρα της. Αν δεν ήταν ο Μπαδέρος, δεν θα έφτανες ως εδώ. Ο τύπος είχε καταλάβει πως η Αμαλία θα κινούσε τις διαδικασίες για να τον διώξει, οπότε είχε αποφασίσει να της μιλήσει «όπως της άξιζε». Δεν θα είχες τίποτα αν δεν ήταν ο μπαμπάς.

Η Αμαλία τότε συμπλήρωνε τέσσερα χρόνια στη δουλειά. Δεν είχε ξεφύγει ακόμα ως προς την αντιμετώπισή της προς τους άλλους. Τα λόγια εκείνου του τύπου, όμως, άνοιξαν το κουτί της Πανδώρας.

Τώρα έβλεπε αυτό το δωμάτιο, που θυμόταν από τα παιδικά της χρόνια. Είχε έρθει μόνο δύο φορές εδώ μέσα και ποτέ άλλοτε, μέχρι σήμερα. Σαν παιδάκι, είχε αποκτήσει φοβία για τις μάσκες που είχε ο πατέρας της. Τον είχε δει από τη μισάνοιχτη να φοράει μία από αυτές, μία με μεγάλες μαύρες τρύπες για μάτια και στόμα, με τριγωνικά αυτιά και μεγάλη σταφιδιασμένη μύτη και μαλλιά σαν λευκές καραμέλες. Είχε νιώσει να πνίγεται και γύρισε και έτρεξε στο δωμάτιό της και το βράδυ άργησε πολύ να κοιμηθεί. Την επόμενη φορά που είχε πάει στο καμαρίνι είχαν περάσει πέντε χρόνια και ήταν για να διαπιστώσει ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να φοβάται.

Η Αμαλία στεκόταν στην πόρτα. Δεν την είχε κλείσει, ενώ το χέρι με τα βαμμένα κόκκινα νύχια έσφιγγε το πόμολο. Είχε ιδρώσει και ήξερε πως το βάψιμό της είχε χαλάσει και σίγουρα θα πρόδιδε την ηλικία της.

Παρακαλώ, να αλλάξετε κάθε τι στην εμφάνισή σας.

Η λάμπα δημιουργούσε τις σκιές που θυμόταν από τότε. Υπήρχε μια αβεβαιότητα εδώ μέσα: ίσως συνέβαινε κάτι, ίσως όχι.

Ναι, μπαμπά, ευχαριστώ, αλλά δεν θα πάρω.

Ήταν έτοιμη να φύγει, όταν πρόσεξε καλύτερα τη μία και μοναδική αλλαγή στο χώρο. Τον ολόσωμο καθρέφτη. Δεν τον είχε ξαναδεί, ποτέ της. Της έκανε εντύπωση, γιατί φαινόταν και παλιός, αλλά και εξαιρετικό κομμάτι, με ωραία χρυσοποίκιλτη κορνίζα να τον στεφανώνει.

Η Αμαλία τον πλησίασε. Στάθηκε μπροστά του και άγγιξε τη βάση και το περίγραμμα του καθρέφτη. Πρέπει να κόστιζε πολλά. Χαμογέλασε. Ο αδερφός της σίγουρα θα προσπαθούσε να τσακώσει το σπίτι και ίσως η ίδια να του πουλούσε το μερίδιό της, αλλά ο καθρέφτης ήταν δικός της. Σκέφτηκε ότι μάλλον θα έπρεπε να τον μετακινήσει πριν τον πάρει χαμπάρι ο Στέλιος. Αλλά μόνη της δεν θα μπορούσε, ήταν βαρύ αντικείμενο. Ίσως αν το έκρυβα κάπου εδώ; Κοίταξε γύρω της, αλλά δε βρήκε καμιά καλή κρυψώνα.

Μετά γύρισε και το βλέμμα της στάθηκε στο γυαλί.

Οι μόνες φορές που είχε φωνάξει τα τελευταία τριάντα χρόνια, χωρίς να είναι τσαντισμένη, ήταν πάνω στο σεξ, όταν τύχαινε να έχει σύντροφο που ήξερε πώς να το κάνει πολύ καλά.

Τώρα ετοιμαζόταν να ξαναβάλει τις φωνές, όμως είχε παγώσει στη θέση της. Απέναντί της, σε έναν άλλο παρόμοιο με το καμαρίνι χώρο, ήταν ένας καμπουριασμένος άντρας. Φορούσε έναν πορφυρό μανδύα και σανδάλια. Το κεφάλι του ήταν καλυμμένο με μια μάσκα. Στις τρύπες στο ύψος των ματιών δεν υπήρχε τίποτα, όπως και στο στόμα, εκτός από μαυρίλα. Τα μαλλιά έμοιαζαν με νιφάδες χιονιού, ενώ η μύτη θύμιζε την άκρη ενός βέλους. Για αυτιά, το πράγμα είχε δύο τριγωνικά σμιλεμένες, κίτρινες πέτρες.

Η Αμαλία προσπάθησε να ερμηνεύσει λογικά αυτό που έβλεπε, αλλά της ήταν παντελώς αδύνατο. Ένας καθρέφτης… ένα λάθος είδωλο… Δεν ήξερε τι να πρωτοσκεφτεί. Δεν ήξερε αν έπρεπε να πει ή να κάνει κάτι.

Κι ήταν αυτά τα λίγα παραπάνω δευτερόλεπτα που της στοίχισαν τη ζωή. Ο μασκοφορεμένος επιτέθηκε και αγκάλιασε την γυναίκα. Έφερε το ανοιχτό στόμα της μάσκας του και κάλυψε τα βαμμένα χείλη της Αμαλίας. Μετά, με το ένα χέρι έκλεισε και τη μύτη της και η Αμαλία ένιωσε ξανά να χάνει τον ανάσα της.

*

Ο Λάμπρος Σπανός είχε την κινηματογραφική εταιρεία Ταινιοθήκη Σπανός Α.Ε. και είχε δώσει στον Γιώργο την ευκαιρία να παίξει σε τρεις αστυνομικές ταινίες. Είχε δει τον Γιώργο και στο θέατρο και στο σινεμά και θεωρούσε πως είχε την απαραίτητη αυτοπεποίθηση και προσωπικότητα για να ερμηνεύσει το ρόλο ενός δολοφόνου. Βγάζεις κάτι το αόριστα απειλητικό, του είχε πει.

Ο Γιώργος είχε δεχτεί να παίξει μόνο στη μία από αυτές τις ταινίες, την τρίτη κατά σειρά. Οι κριτικοί δεν είχαν επαινέσει την ερμηνεία του όσο περίμενε ο Λάμπρος, αλλά η ταινία άρεσε στον κόσμο. Ωστόσο, αυτή ήταν και η τελευταία συνεργασία των δύο.

Ήταν λοιπόν απορίας άξιο που ο Λάμπρος βρισκόταν σήμερα εδώ, σε αυτό το πάρτι. Δεν είχαν τσακωθεί με τον Γιώργο ή κάτι τέτοιο. Απλά δεν είχαν επαφές. Τις δύο φορές που συναντήθηκαν έκτοτε είπαν ένα “γεια” και ένα “τι κάνεις;” και αυτό ήταν όλο. Και ο Λάμπρος δεν είχε θέμα. Όπως το έβλεπε, δεν είχε χάσει κάτι τελικά. Υπήρχαν και άλλοι που περίμεναν στην ουρά.

Τώρα δεν καταλάβαινε γιατί τον είχε καλέσει ο Γιώργος, αλλά ο Λάμπρος δεν είχε πρόβλημα. Και στα λίγα που είπαν προ ολίγου ήταν και οι δύο φιλικοί ο ένας προς τον άλλο. Καμιά προσβολή, καμιά δηκτική διάθεση.

Ο Λάμπρος δεν είχε υποδυθεί ποτέ κάποιο ρόλο σε καμιά ταινία του. Ήξερε ότι το έκαναν κάποιοι σκηνοθέτες ή και παραγωγοί, αλλά ο ίδιος δεν είχε τέτοια επιθυμία. Ακόμα και στο σχολείο που είχε κληθεί να παίξει, δεν του άρεσε.

Κοιτούσε αυτό το καμαρίνι με απάθεια. Τα ’χε ξαναδεί όλα αυτά εδώ. Καθρέφτες, σύνεργα για το πρόσωπο, ρουχισμός για ρόλους τεράτων ή όμορφων πρωταγωνιστών. Ένα κρεβάτι για να ξεκουράζεται ο καλλιτέχνης. Τίποτα το ιδιαίτερο.

Και θέλει να διαλέξω μια αμφίεση, σκέφτηκε. Γέλασε με το βλακώδες της υπόθεσης. Ήταν εξήντα χρονών. Δεν είχε καμιά όρεξη για παιχνίδια. Για τέτοια παιχνίδια, γιατί για άλλα, με γυναίκες, μια χαρά θα την έβρισκε την όρεξη.

Έψαξε την τσέπη του και βρήκε τα τσιγάρα του, όπως συνήθιζε όταν ήταν στα γυρίσματα μιας ταινίας και έψαχνε να βρει τον ηθοποιό και να του τα ψάλλει. Προχώρησε και κάθισε στην καρέκλα. Κάπνισε κοιτώντας τον εαυτό του στον μικρό καθρέφτη. Ένας τύπος που είχε ακόμα πολλά από τα μαλλιά του, με καθαρό σακάκι και λευκό πουκάμισο και δέρμα που φαινόταν περιποιημένο. Μετά κοίταξε τις στολές και τις μάσκες και το make up. Γιατί να ήθελε να μασκαρευτεί, γαμώτο;

Θα μπορούσα να σταθώ τυχερός. Αυτή ήταν μια ενδιαφέρουσα προοπτική. Να κάνει παιχνίδι με καμιά από τις τύπισσες. Άλλωστε αυτή δεν ήταν η ουσία του πάρτι; Ένα πάρτι μασκέ, είχε πει ο Γιώργος, όπου θα είμαστε ελεύθεροι να κάνουμε ό,τι θέλουμε.

Στράφηκε και έριξε μια ματιά στον ολόσωμο καθρέφτη. Το ψώνιο. Θέλει και να βλέπει τον εαυτό του σε «όλο του το μεγαλείο». Είχε σκεφτεί για πολλούς ηθοποιούς με αυτό τον τρόπο, ειδικά όταν τους έβλεπε να κοιτάζουν το είδωλό τους και να απαγγέλουν ή να ελέγχουν την μεταμφίεσή τους. Του την έδινε που είχαν τόσο μεγάλη ιδέα για την πάρτη τους, ενώ χωρίς τον παραγωγό -τον οποίο τον θυμούνταν όποτε τους βόλευε, τα καθίκια- δεν θα είχαν στον ήλιο μοίρα.

Έβαλε το τσιγάρο στο στόμα και πήγε να σταθεί μπροστά του.

Ένα πράγμα φοβόταν ο Λάμπρος και αυτό ήταν μην πέσει θύμα δολοφονίας από κάποιον τύπο σαν αυτούς τους ψυχοπαθείς που πρωταγωνιστούσαν σε ταινίες του Χόλυγουντ.

Όταν είδε λοιπόν έναν τριαντάρη άντρα με ψεύτικο μούσι, τζάκετ, μαύρο παντελόνι, γυαλιά μυωπίας και καπέλο αμερικάνικης ομάδας μπέιζμπολ, που κρατούσε στα γαντοφορεμένα χέρια του από ένα μαχαίρι, ο Λάμπρος σκέφτηκε πως την είχε βάψει για τα καλά. Γύρισε και προσπάθησε να τρέξει, αλλά δύο χέρια βγήκαν από τον καθρέφτη και κάρφωσαν τις λεπίδες στο λαιμό και στο δεξί χέρι του. Έπειτα, τον άρπαξαν και τον έφεραν κοντά στο γυαλί. Ο Λάμπρος, πονούσε φοβερά, αλλά πάλεψε, προσπάθησε να ξεφύγει από τις λαβές, όμως ο άλλος ήταν πιο δυνατός, συν ότι το καλό χέρι του Λάμπρου ήταν εκτός μάχης.

Ο δολοφόνος πήρε το τσιγάρο του παραγωγού, το έστρεψε και το έχωσε στο στόμα του, το οποίο σφράγισε την επόμενη στιγμή. Ο Λάμπρος δάκρυσε, ενώ το αίμα από τις πληγές έπεφτε στα ρούχα και στον καθρέφτη και στο κόκκινο χαλί.

Δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να το σκεφτεί, αλλά στάθηκε πολύ τυχερός που πέθανε πριν ο δολοφόνος εμφανίσει το σφυρί και τις πρόκες.

*

Ήρθαν κι άλλοι στο καμαρίνι και κοιτάχτηκαν στον καθρέφτη. Οι περισσότεροι κάθονταν στην καρέκλα και αγνάντευαν τον εαυτό τους. Κάποιοι δοκίμασαν μάσκες και ρούχα, άλλοι μονάχα απήγγειλαν ρόλους που είχαν υποδυθεί παλιότερα. Μερικοί τραγουδούσαν φάλτσα και παρίσταναν πως τους έπαιρναν συνέντευξη γνωστοί δημοσιογράφοι.

Αλλά όλοι κοιτάχτηκαν στον ολόσωμο καθρέφτη.

Από το καμαρίνι βγήκαν πολλά και διάφορα όντα, που αποτελούσαν την ύψιστη φοβία του καθενός, τα οποία λίγο πριν είχαν σκοτώσει και πάρει τη θέση του αντίστοιχου νεκρού. Ξαμολήθηκαν στον κόσμο, όπως είχε προβλέψει ο Γιώργος Μπαδέρος. Αυτή ήταν η κατάρα του συγκεκριμένου καθρέφτη, απελευθέρωνε τον εφιάλτη όποιου κοίταζε το είδωλό του. Ο πατέρας του Γιώργου δεν ήξερε ότι είχε κλέψει ένα οικογενειακό κειμήλιο, το οποίο ο Ρότζερ Πίκμαν, που δεν είχε κανένα μαγαζί αλλά ήταν καμεραμάν στο επάγγελμα, ήθελε να καταστρέψει και αναζητούσε κάθε λογική και υπερφυσική λύση για να το πετύχει.

Κι ο πατέρας του το ανακάλυψε όταν η γυναίκα του στάθηκε μπροστά από το κάτοπτρο και μια γιγάντια σφήκα βγήκε από εκεί και συνάντησε τον Μπαδέρο τον πρεσβύτερο.

Ο Γιώργος κρατούσε κακία σε πολύ κόσμο. Ήξερε ότι στο πάρτι του δεν θα έρθουν όλοι όσοι είχαν λάβει την πρόσκλησή του. Αλλά δεν ανησυχούσε περί αυτού. Θα την πάθαιναν και εκείνοι. Γιατί τα όντα που έφερνε στη ζωή ο καθρέφτης αναζητούσαν κι άλλα θύματα, οικεία προς τον κάθε έναν που υφίσταντο την κατάρα.

*

Ο εγγονός του Γιώργου, ο Μανώλης, κοιτούσε τον παππού του που καθόταν στην καρέκλα του καμαρινιού. Πριν λίγα λεπτά, καθώς αναζητούσε την κοπέλα του (ή κάποιον γενικότερα, γιατί δεν ήταν κανείς άλλος στο σαλόνι ή οπουδήποτε αλλού), βρήκε τον Γιώργο και εκείνος τού είπε τα πάντα. Ο νεαρός άκουγε με αυξανόμενο τρόμο, αλλά και θυμό. Δεν πίστευε ότι ο παππούς του είχε φερθεί τόσο απαίσια.

«Με ξέχασαν, Μανώλη. Όλοι τους», είπε ο Γιώργος. «Ο χρόνος μετράει αντίστροφα για μένα και μάλιστα με μεγάλη ταχύτητα. Για χρόνια ζούσα μες στη μιζέρια. Ειδικά μετά το θάνατο της γιαγιάς σου, δεν είχα ζωή. Τα παιδιά μου, ο πατέρας σου και η θεία σου, δεν ήταν εδώ. Οι φίλοι μου δεν ήταν εδώ. Εσύ δεν ήσουν εδώ, αλλά με τέτοιον πατέρα, δεν μπορώ να σε κατηγορήσω. Λυπάμαι για τη φίλη σου. Πραγματικά λυπάμαι. Εσάς σας ήθελα εδώ για να είμαστε για μια φορά όλοι μαζί. Είχα σκοπό να σας διώξω πρωτύτερα, αλλά…»

Ο Μανώλης έκανε να στραφεί προς τον καθρέφτη, αλλά ο Γιώργος πετάχτηκε όρθιος, παρά τους πόνους στα κόκαλά του, και μπήκε μπροστά. «Όχι, παιδί μου. Φύγε. Φύγε. Μην κοιτάξεις ποτέ εδώ».

«Είσαι ένας δολοφόνος. Ένας γαμημένος δολοφόνος. Έφερες όλους αυτούς τους ανθρώπους για να τους σκοτώσεις».

«Ναι. Και οφείλω να ομολογήσω πως νιώθω γαλήνη μέσα μου. Και σύντομα θα συναντήσω ξανά την αγαπημένη μου σύζυγο».

Ο Μανώλης ένιωθε δάκρυα να ανεβαίνουν στα μάτια του. Η θεία του του είχε πει εμπιστευτικά πως μερικές φορές φοβόταν τον πατέρα της. Τον είχε δει να παίζει κακούς και πραγματικά έπειθε. Κάτι δεν πάει καλά με τον παππού, Μανώλη.

Και τώρα ήταν όλοι νεκροί. Οι γονείς του, η θεία του. Η φίλη του. Τόσοι άνθρωποι από το χώρο του θεάματος. Όλοι νεκροί από το δόλο ενός δικού του που γύρευε εκδίκηση.

Αλλά είναι νεκροί; αναρωτήθηκε. Πώς ήξερε ότι ο γέρος δεν του έλεγε βλακείες; Γιατί αυτά τα περί κατάρας και τεράτων δεν ακούγονταν καθόλου λογικά.

«Λες ότι έχουν πεθάνει», είπε. «Απόδειξέ το».

«Δεν μπορώ, αγόρι μου. Όχι χωρίς να κοιτάξει ένας από τους δυο μας στον καθρέφτη».

«Τότε δεν σε πιστεύω. Λες μαλακίες. Κατάρα; Σοβαρά τώρα; Το ’χεις χάσει. Κάπου έχουν κρυφτεί όλοι τους. Ή έχουν φύγει. Δεν έχουν πεθάνει. Ίσως να ήθελες να πεθάνουν, αλλά δεν ισχύει».

Ο Γιώργος δεν απάντησε και ο Μανώλης νόμιζε ότι πέτυχε διάνα.

Αλλά μετά είδε το χαμόγελο του ηλικιωμένου και όντως φοβήθηκε ότι κάτι κακό είχε συμβεί. Ακούστηκαν και σειρήνες κάπου μακριά και αυτό ενέτεινε την ανησυχία του.

«Αν δεν θες να το πιστέψεις…», είπε ο Γιώργος και δεν ολοκλήρωσε ποτέ τη φράση του. Άφησε τον Μανώλη να τη συνεχίσει στο μυαλό του.

Και ο νεαρός όντως το έκανε. Παρασύρθηκε και σκέφτηκε τα πάντα, όσο απίθανα και αν ήταν. Ένιωσε την οργή του να φουντώνει όλο και πιο πολύ. Ήταν άδικο. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έπρεπε να πεθάνουν εξαιτίας… εξαιτίας…

Του καθρέφτη. Του καταραμένου καθρέφτη.

Ο Μανώλης φώναξε και άρπαξε την καρέκλα. Με το ένα χέρι παραμέρισε τον πολύ πιο αδύναμο παππού του, ρίχνοντάς τον στο πάτωμα, ενώ με το άλλο σήκωνε ψηλά την καρέκλα. Στάθηκε μόνο για μια στιγμή απέναντι από τον ανέπαφο καθρέφτη. Πρόλαβε να δει τον μεγαλύτερο φόβο του, δεκάδες ζόμπι να έχουν πλημμυρίσει το δωμάτιο -ακόμα και στο ταβάνι είχαν σκαρφαλώσει και κρέμονταν σαν νυχτερίδες-, πριν κατεβάσει την ξύλινη καρέκλα στο γυαλί.

«Όχι!» φώναξε ο Γιώργος, αλλά ο καθρέφτης διαλύθηκε. Κομμάτια έπεσαν παντού στο πάτωμα γύρω του και η κορνίζα έφυγε από τη βάση της και έπεσε πάνω στον τοίχο.

«Τι έκανες εκεί;» ρώτησε ο Γιώργος.

«Πάψε, γέρο. Είσαι τυχερός που δεν χτύπησα εσένα».

Οι σειρήνες ούρλιαζαν ακόμα όταν ο νεαρός βγήκε από το καμαρίνι και σήκωσε το κινητό του για να καλέσει την αστυνομία και να καταγγείλει ότι από το σπίτι του παππού του ξεκίνησαν όλα.

Πριν το ενεργοποιήσει όμως, διαπίστωσε πως μάτωνε στο δεξί του μάγουλο. Άγγιξε με το χέρι του και έβγαλε ένα κομμάτι γυαλί και το πέταξε στο δάπεδο.

Έφτασε ένα περιπολικό λίγο αργότερα. Οι δύο αστυφύλακες είδαν έναν άντρα, όχι πάνω από είκοσι τριών ετών, να περιμένει απαθής στην εξώπορτα. Τον πλησίασαν με τα χέρια στα όπλα τους.

«Κύριε, είστε καλά;» ρώτησε ο ένας.

Τότε είδε με το συνάδελφό του το λευκό βλέμμα του νεαρού και το ανοιχτό στόμα, από το οποίο έτρεχαν σάλια. Ο Μανώλης, ή κάτι που έμοιαζε με τον Μανώλη Μπαδέρο, όρμησε στους αστυφύλακες. Ήταν οι πρώτοι που βρήκε μπροστά του, αλλιώς θα είχε ήδη γυρίσει για να αναζητήσει τον παππού του.

Τάκης Κομνηνός

——————————————————————————————————

Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: