Ξύπνησε αχάραγα η Σοφία απ΄την ανυπομονησία της. Αλλά για να μην ενοχλήσει τον άνδρα της, δεν κούνησε ούτε ίντσα το σώμα της απ΄το βαθούλωμα της στο κρεβάτι. Σε αντίθεση με το μυαλό της που έτρεχε με χίλια. Βάλθηκε πάλι να ξετυλίγει όσα έγιναν. Η συνάντηση που θα συνέβαινε στο νησί σε τρεις ώρες περίπου, ήταν η κατάληξη μιας ιστορίας απ΄αυτές που σκαρώνει εν αγνοία μας η ζωή. Δεν μπορούσε να τα χωνέψει όλα ακόμα, της φάνηκαν πως αποκαλύφθηκαν τόσο γρήγορα, έστω και αν στην πραγματικότητα ήταν αρκετά αργά!
Ουσιαστικά όλα ξεκίνησαν περίπου πενήντα χρόνια πριν, με πρωταγωνιστή τον πατέρα της, τον Φανούρη. Γνωστό σενάριο… Εικοσάρης ναυτικός, σαλπάρει στο πρώτο του μακρινό ταξίδι με προορισμό λιμάνι της βόρειας Ευρώπης. Εκεί γνωρίζει 18χρονη, όμορφη, ψηλή, ξανθή, λάγνα κοπέλα! Νέα παιδιά, ερωτεύονται παράφορα. Ο μήνας που περνάνε μαζί είναι σκέτη ζάχαρη! Γλυκός σαν τα νιάτα τους, λευκός σαν τις προθέσεις τους. Την δύσκολη ώρα του αποχωρισμού, έχουν ανταλλάξει το τελευταίο τους φιλί και έχουν ορκιστεί αιώνια πίστη! Το φορτηγό πλοίο αναχωρεί για την πατρίδα. Όπως έσκιζε τα πέλαγα, έτσι μάτωνε και τις καρδιές τους!
Με βαριά βήματα επέστρεψε ο νεαρός στον τόπο του. Στο νησί που έκανε τα πάντα να τον κρατήσει ο πατέρας του, μην τον ξελογιάσει καμιά αλλοδαπή. Λες και ήξερε! Για αρχή, του βρίσκει θέση στο πλοίο της γραμμής. Ύστερα, φροντίζει να του παρουσιάζει τυχαία όλο προξενιά και γνωριμίες. Δεν τον πείθει όμως εύκολα και περνά δεκαετία μέχρι να καταλήξει σε γάμο. Τελικά θα παντρευτεί μια ντόπια κοπέλα, η οποία θα γίνει άξια μάνα μονάκριβης θυγατέρας και πιστή σύζυγος ως τα γεράματά τους. Ως τα τώρα, δηλαδή.
Το ζεύγος κοντεύει τα εβδομήντα. Όλα δείχνουν να κυλούν ομαλά. Ώσπου η 40χρονη πια Σοφία, είκοσι μέρες ακριβώς πριν την σημερινή καταλυτική συνάντηση, δέχεται ένα περίεργο μήνυμα σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Συμπατριώτης τους, κάτοικος εξωτερικού, της ζητά να δείξει στον πατέρα της μια συγκεκριμένη φωτογραφία που ανέβηκε σε μια ομάδα. Παμπάλαιη, τσακισμένη, ασπρόμαυρη, απεικόνιζε ένα χαμογελαστό νεαρό ζευγαράκι.
Αν και υπέστη λίγο σοκ στην αρχή ο παππούς-Φανούρης, στο τέλος χάρηκε που αναγνώρισε τον εαυτό του! Αγκαλιά με την εφήμερη γνωριμία του στα είκοσί του χρόνια, στο Ελσίνκι. Κανείς δεν τον είχε δει τόσο πιπίνι, άλλωστε το ΄60 δεν κυκλοφορούσαν άφθονες λήψεις, στην Ελλάδα μπορεί να ήταν και σπάνιες, σχεδόν συλλεκτικές. Η κόρη του με την άδειά του, έστειλε μήνυμα στην γυναίκα που έψαχνε ακόμα να εντοπίσει τον πρώτο της έρωτα. Πιο πολύ περίεργη ήταν τι αξέχαστο είχε κάνει ο πατέρας της και είχε χαραχτεί στην μνήμη της Φιλανδής γιαγιάς! Η απάντηση ήρθε μαζί με την έκπληξη στην ανταλλαγή τηλεφώνων. Είχε βαρύ, χαμογελαστό πακέτο με δυο πόδια… μεγαλύτερο αδελφό! Και το όνομα αυτού, Τούλι! Καρπό αγνού έρωτα! Που για μισόν αιώνα έψαχνε τον πατέρα του και δεν μπορούσε να τον εντοπίσει.
Από εκείνη την στιγμή όλα κυλήσανε πολύ γρήγορα, λες και βρήκαν την σωστή τους θέση! Για πότε γίνανε οι πρώτες βιντεοκλήσεις, για πότε κανόνισε ο Τούλι να έρθει στο νησί, βλέποντας την ταχύτατη ανταπόκριση της οικογένειας του συνταξιούχου ναυτικού, ούτε που κατάλαβε η Σοφία…
Η διακριτική σκουντιά του άνδρα της, ήταν αρκετή ν΄αποτινάξει τις σκέψεις της. Πώς πέρασε η ώρα! Πετάχτηκε πάνω, ντύθηκε γρήγορα και κατευθύνθηκε στην κουζίνα, όπου βρήκε τον πατέρα της, ακόμα με το κάτω της πιτζάμας.
-Έλα μπαμπά, σήκω, ετοιμάσου, δεν πρέπει ν΄αργήσουμε. Ο άνθρωπος άλλαξε τέσσερις πτήσεις, νοίκιασε αμάξι και θα καθυστερήσουμε εμείς που μένουμε πάνω απ΄το λιμάνι;
– Ούτε δυο λεπτά δε θα κάνω Σοφία μου, έκατσα να πιω την τελευταία γουλιά απ΄τον καφέ. Σκέφτομαι όλο την μητέρα σου, πώς θα το πάρει, από χθες που της το΄παμε, δεν σχολίασε καν. Έπρεπε να την έχουμε ενημερώσει νωρίτερα, ήταν λάθος η απόφασή μας να της το πούμε τελευταία στιγμή. Ούτε σήμερα που ξύπνησε έβγαλε κουβέντα. Αμίλητη σηκώθηκε από το κρεβάτι πολύ πριν από εμένα.
– Και εγώ προβληματίστηκα. Αν και είναι στις αρχές της άνοιας, η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη ακόμα και για εμάς που υποτίθεται τα έχουμε τετρακόσια.
Άνοιξε βιαστικά την εξώπορτα και αντίκρισε ντυμένη στην τρίχα την μητέρα της, να τους περιμένει στην πολυθρόνα του κήπου! Κοκαλώσανε πατέρας και κόρη!
– Επιτέλους, Φανούρη! Σας περιμένω πόση ώρα, δε θα στήσουμε τον… πώς τον λένε; Ξέχασα!
– Τούλι, είπαμε ρε μάνα! Πάμε!
Την πιάνει σφικτά αγκαζέ και κατηφορίζουν στην αποβάθρα με τον πατέρα να τους ακολουθεί. Φθάνουν μαζί με την αγκυροβόληση του πλοίου. Ψάχνει στο πλήθος η Σοφία με το βλέμμα της, τον αδελφό της. Σφίχτηκε το σώμα της μόλις τον ξεχώρισε. Κοιτάχτηκαν όλοι τους μουδιασμένοι, πρώτη φορά αντάμα, Κυριακή πρωί στο λιμάνι. Μπάρμπα-φαμίλιας (εν αγνοία του) με την γυναίκα του, «παλιά» κόρη με άνδρα και παιδί, φρέσκος-παμπάλαιος γιος, ολοκαίνουργια νύφη και δώρο, άλλα δυο εγγόνια! Οι νεότερες γενιές χαρήκαν πολύ για την γνωριμία. Ο παππούς παρέμενε λίγο κουμπωμένος και διστακτικός. Η πλέον άνετη, ήταν η σύζυγός του που καταχάρηκε! Περήφανη γιαγιά, βάλθηκε να πλέξει δαντελωτές εσάρπες και μαντίλια για τα νέα μέλη της οικογένειας. Μπορεί μέχρι του χρόνου που θα ξανασμίγαν, να τους είχε ξεχάσει όλους λόγω της κατάστασής της, και έπρεπε να προλάβει!
Έχουν τόσα να πουν, τόσα κενά να γεμίσουν, έστω και σε μισομεταφρασμένα Αγγλικά. Άλλωστε τα καθαρά μάτια και οι πλούσιες ψυχές, πάντα καταλαβαίνουν περισσότερα απ’ όσα περιέχουν οι στεγνές λέξεις. Το μεσημεριανό τραπέζι βγάζει όλα τα δυσάρεστα μυστικά στην φόρα. Ευτυχώς όχι των ζωντανών. Αν και συνήθως των πεθαμένων είναι τα πιο βαριά, τα χωρίς επιστροφή, τα αδιόρθωτα. Όπως αποδείχτηκε, ο μακαρίτης προπάππους, θέλοντας απελπισμένα να κρατήσει τον γιο του στον νησί, έσκιζε όσα γράμματα έστελνε η μακρινή του «κοπέλα». Επί τρία ολόκληρα χρόνια! Μέχρι που το πήρε απόφαση η νεαρά και σταμάτησε την μονόδρομη ερωτική αλληλογραφία. Γι’ αυτό και ποτέ δεν έμαθε ο Φανούρης πως έγινε πατέρας, πως ο απόγονός του τον έψαχνε χρόνια πολλά. Εκεί οφειλόταν και η λίγο απόμακρη στάση του, ένοχος ο ρόλος του για όλους. Έτσι νόμιζε. Το ομολόγησε το βραδάκι, στο τέως μοναχοπαίδι του την Σοφία, όταν ο Τούλι είχε βγει βόλτα στο νησί. Αν μάθαινε εγκαίρως την αλήθεια ο Φανούρης θα έφευγε, δε θα καθόταν, δε θα έκανε ποτέ νέα σχέση στην πατρίδα. Δε θα υπήρχε ούτε η ίδια, ούτε το εγγόνι του…
Ευτυχώς που δεν ζούσε ο δράστης των κατεστραμμένων επιστολών, αλλιώς θ’ αντιμετώπιζε το μεγάλο μένος του γιου του. Το ιστορικό του προπάππου ήταν ήδη βεβαρημένο. Το ίδιο λάθος είχε κάνει και με την μεγαλύτερη θυγατέρα του. Με το ζόρι την αρραβώνιασε με ντόπιο παλικάρι, ώστε να μην κλεφτεί με τον ξενούρα νεαρό που λάτρευε στα κρυφά. Ο επιλεγμένος-επιβαλλόμενος γαμπρός όμως, αποδείχθηκε ιδιαίτερα βίαιος και κρασοκανάτας. Υπέφερε παντρεμένη μαζί του. Μέχρι που επιστρέφοντας με το φορτηγάκι του σπίτι μεθυσμένος, συγκρούστηκε με μια μάνδρα στην στροφή. Σκοτώθηκε επί τόπου. «Λεπτομέρεια» ήταν και η ίδια συνοδηγός! Αποτέλεσμα, πέταξε από πάνω της τον άνδρα-δυνάστη, αλλά τα υπόλοιπα δέκα χρόνια της σύντομης ζωής της, καθηλώθηκε σε αναπηρικό καροτσάκι. Έφυγε τόσο μικρή, υποφέροντας η αγαπημένη αδελφή του Φανούρη, η Σοφούλα. Τιμώντας την μνήμη της, έδωσε το όνομά της στην κόρη του και ποτέ δεν συγχώρεσε τον υπαίτιο πατέρα του. Ο πεισματάρης γέρος με την παράδοξη μέθοδό του, κατάφερε να κάνει αυτό ακριβώς που ήθελε! Κράτησε στον τόπο τους τα δυο παιδιά του, έστω και αν το ένα παραήταν κοντά του, δίπλα του ακόμα και στο μνήμα! Όσο δεν μπορούσε μισό αιώνα πριν να σηκώσει εύκολα κεφάλι ο Φανούρης από τον πατριαρχικό νόμο, το καζάνι σιγοέβραζε καιρό μέσα του! Είχε αντιδράσει αρκετά, καθυστέρησε δεκαετία να κατασταλάξει σε γυναίκα για γάμο. Αν τον είχε μπροστά του τώρα, ούτε ο ίδιος ήξερε τι θα έκανε παρά την ηλικία του! Το άδικο καθώς πνίγει το δίκιο, τόσο δυναμώνει τα τελευταία τινάγματά του, μπορεί καμιά φορά να ελευθερωθεί απ΄τον βρόγχο! Αν αντιστεκόταν περισσότερο, αν επέμενε, αν είχε πίστη, αν είχε φύγει, αν… αν!
Οι τύψεις πνίγανε τον Φανούρη, είχε τόσο κατσουφιάσει, σχεδόν έκλαιγε. Τον επανάφερε η κόρη του από το παραλήρημά του, λέγοντάς του «Μην κακιώνεις στον παππού, σου χάρισε μια δεύτερη οικογένεια, έστω με τον ανορθόδοξο τρόπο του. Μόνο συγνώμη από τον Τούλι να ζητήσουμε. Μεγάλωσε νομίζοντας ότι ο πατέρας του δεν τον θέλει. Θα τον τραβούσε πίσω σε κάθε του βήμα σαν σιδερένια μπάλα βαρυποινίτη, η πεποίθηση πως τον απέρριψες μπαμπά. Το ψέμα τραυματίζει την ψυχή, αλλά η αλήθεια μαζί με την αγάπη επουλώνει τις πληγές!».
Όμως ο «άγνωστος» γνώστης γιος, αποδείχθηκε πιο μεγαλόψυχος από όλους. Πέρα απ’ τις αμοιβαίες υποσχέσεις να ξαναβρεθούν, βάλσαμο ήταν η αποχαιρετιστήρια κουβέντα του, πριν ξεκινήσει το μακρύ ταξίδι της επιστροφής «Σας ευχαριστώ πολύ, επιτέλους τώρα ξέρω πού ανήκω!».
Μαρίτσα Καρά