Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας μεσήλικας άνδρας, που φορούσε μανδύα από δέρμα ελαφιού και είχε ένα κάρο, που το έσερνε σε όλο τον κόσμο. Πήγαινε σε κάθε χώρα και πουλούσε την πραμάτεια του, λογής-λογής πράγματα, πολλά από τα οποία ήταν απορίας άξιο πώς τα είχε χωρέσει στο ξύλινο κάρο. Τον λέγανε Ολντ Τζέστερ*, ή τουλάχιστον έτσι συστηνόταν. Παράξενο όνομα, σκεφτόμουν κάποτε.
Όχι πια.
Αλλά ας τα πω από την αρχή.
Δεν ήξερα προσωπικά τον Τζέστερ, αλλά οι φήμες έδιναν κι έπαιρναν. Ο Τζέστερ δεν ήταν παντού αγαπητός. Κάποιοι λέγανε ότι ήταν μάγος, άλλοι ότι κατείχε τις δαιμονικές τέχνες. Αν και βρισκόταν σχεδόν δύο εβδομάδες στην πόλη, στη γειτονιά όπου έμενα δεν είχε έρθει, οπότε, ένεκα και του ότι δεν κυκλοφορούσα συχνά, δεν είχα την ευκαιρία να τον συναντήσω. Όχι ότι θα μπορούσα να πω και πολλά γι’ αυτόν, βέβαια, γιατί ήμουν τυφλός. Από τότε που γεννήθηκα, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ένιωθα σαν κάποιος να είχε καλύψει τα μάτια μου με κάτι κι εγώ δεν μπορούσα να το βγάλω. Οι γονείς μου ήταν πολύ στενοχωρημένοι γι’ αυτό, αλλά δεν δύνανται να με βοηθήσουν να αποκτήσω την όρασή μου. Κι ένιωθαν τόσο μόνοι…
Τα αδέρφια μου είχαν φύγει. Είχα έναν αδερφό και μια αδερφή. Δεν περνούσαν πολύ χρόνο με εμένα. Ο αδερφός μου βοηθούσε τον πατέρα και η αδερφή μου τη μητέρα. Με εμένα τίποτα, μερικά λόγια και τίποτα περισσότερο. Οι γονείς τους μάλωναν γι’ αυτό, αλλά δεν κατάφεραν κάτι. Όταν ενηλικιώθηκαν, τα αδέρφια μου έφυγαν. Δεν μάθαμε πού πήγαν και δεν επικοινώνησαν μαζί μας. Τους μίσησα γι’ αυτό. Τους μίσησα για πολλά.
Οι γονείς μου πέθαναν σταδιακά, πρώτα η μαμά, μετά ο μπαμπάς. Ήταν μεγάλοι. Δεν τους έβλεπα, αλλά το καταλάβαινα. Όταν πέθανε η μαμά, ο μπαμπάς είπε ότι την πρόδωσε η καρδιά της και ότι αυτό συνέβαινε στους μεγάλους. Δεν το δέχτηκα. Όταν, δε, συνέβη το ίδιο και με το μπαμπά, η ζωή μου κατέρρευσε. Δεν είχα άλλους, πέραν από μια γειτόνισσα, που είχε την καλοσύνη να μου φέρνει λίγο φαγητό. Ζούσα μόνος, σε ένα σπιτικό που, το ήξερα, δεν θύμιζε σε τίποτα ό,τι είχε υπάρξει. Ή ό,τι θα μπορούσε να υπάρξει.
Όταν λοιπόν αποφάσισα να πάω να συναντήσω τον Τζέστερ, δεν ήξερα αν είχα πλέον σώας τας φρένας. Είχα ακούσει τόσο πολλά αρνητικά για αυτό τον άνθρωπο, αν ήταν άνθρωπος ποτέ, που από τη μια τον φοβόμουν και από την άλλη, σκεφτόμουν πως θα ήταν ο μόνος που θα με βοηθούσε.
Τα έχει όλα, έτσι λέγανε (ανάμεσα σε άλλα) οι άνθρωποι γύρω μου, καθώς προχωρούσα στους χωματένιους δρόμους. Έκανε κρύο και ψιχάλιζε, ωστόσο πολλοί ήταν αυτοί που περιτριγύριζαν. Άκουγα παιδιά να παίζουν και γυναίκες να γελούν. Άντρες να βρίζουν. Αλλά όλοι να λένε πόσο πολλά πράγματα είχε ο γυρολόγος.
Όμως, υπήρχε φόβος στη φωνή τους. Και ικανοποίηση, επειδή είχαν βρει ό,τι ήθελαν, αλλά κυρίως φόβος. Πού πήγαινα να μπλέξω, δεν είχα ιδέα. Και ούτε που φανταζόμουν τι θα μπορούσε να πουλάει ο Ολντ Τζέστερ.
Άκουσα τη φωνή του από απόσταση: «Περάστε, περάστε! Σταματήστε και κοιτάξτε! Ο Ολντ Τζέστερ τα έχει όλα και δεν κάνει πλάκα, παρά μόνο στις τιμές!». Ακουγόταν πραγματικά σαν κακόφωνος τραγουδιστής, που θα τον ήθελε κάθε βασιλιάς για να τον διασκεδάζει.
Καθώς πλησίαζα, το αυτί μου πήρε και άλλα κουτσομπολιά. Φόνοι. Μάχες μεταξύ φίλων. Τραυματισμοί ανθρώπων που δεν είχαν ενοχλήσει κανένα. Τα άκουγα και στη γειτονιά και είχα ρωτήσει σχετικά. Μου ανέφεραν περιπτώσεις ανθρώπων που κατέφυγαν σε βιαιότητες έναντι άλλων. Κάποιος χτύπησε με μια πέτρα τον φίλο του, μια γυναίκα κόντεψε να βγάλει όλα τα μαλλιά της ξαδέρφης της. Μια ανήμπορη ηλικιωμένη βρέθηκε σφαγμένη, με τον επί τριάντα εφτά χρόνια σύζυγό της να τρέμει μες στα αίματα.
Ο γυρολόγος σταματούσε κάθε τόσο να φωνάζει, λόγω της πελατείας του, ίσως. Περπατούσα βαστώντας το μπαστούνι που είχε φτιάξει ο πατέρας μου, υπολογίζοντας πού περίπου βρισκόταν το κάρο. Ένιωθα τον κόσμο να κινείται, αποφεύγοντάς με, μη δίνοντάς μου σημασία. Όπως έκαναν τα αδέρφια μου, λίγο πολύ.
Κάποιος είπε: «Ο τυφλός. Πού πάει, ήθελα να ’ξερα!»
Κάποια είπε: «Τον καημένο. Εύχομαι να μην κάνω παιδί που να έχει τέτοιο πρόβλημα. Ξέρεις, οι γονείς του…»
Σαν τα αδέρφια μου. Όταν ήταν σπίτι.
Κατάλαβα ότι ήμουν κοντά στο κάρο, όταν ο ίδιος ο Τζέστερ αναφώνησε «Ω, μα τι έχουμε εδώ». Και μετά δύο χέρια με έπιασαν, και είπε «Έλα, αξιότιμε φίλε μου, ο παλιόγερος ο Τζέστερ θα σε βοηθήσει».
«Ευχαριστώ», είπα.
Απ’ ό,τι κατάλαβα, πίσω από το κάρο είχε ένα κάθισμα, όχι πολύ αναπαυτικό, αλλά σίγουρα πρόσφερε την παρηγοριά σε κάποιον που αμφέβαλλε συνέχεια πού πήγαινε και πού στεκόταν. Επίσης, είχα την εντύπωση πως ήταν ένα σκιερό μέρος, κλειστό. Μύριζε περίεργα εδώ, αλλά δεν μπορούσα να καθορίσω τι ακριβώς. Όμως, έκανε ζέστη και αυτό βοηθούσε στο να χαλαρώσω λίγο.
«Περίμενε εδώ, αξιότιμε νεαρέ. Έχεις μια σημαντική επιθυμία, κάνω λάθος;»
«Όχι. Χρειάζομαι κάτι…»
«Ωραία, ωραία. Υπομονή και ο Τζέστερ θα κάνει το καθήκον του».
Συμφώνησα, έχοντας ακόμα αμφιβολία για το πού έμπλεκα.
«Θα ήθελες λίγο νερό ή κάτι άλλο; Θα αργήσω».
«Λίγο νερό, ευχαριστώ».
Μου το έφερε και μετά βγήκε έξω.
Δεν άκουσα πολλά έκτοτε, γιατί άρχισα να ζαλίζομαι και έγειρα. Έπεσα από το κάθισμα, δε χτύπησα, αλλά μια αγαλλίαση έρεε μέσα μου και σύντομα αποκοιμήθηκα.
Κάποια στιγμή, ξύπνησα και αμέσως κατάλαβα ότι κάτι μου συνέβαινε. Το σώμα μου ήταν υπερβολικά χαλαρό, ενώ τα άκρα μου αδύνατο να κινηθούν.
«Ξύπνησες. Ωραία».
Ο Τζέστερ στεκόταν κάπου κοντά μου.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησα. «Δεν νιώθω καλά».
«Μην ανησυχείς, νεαρέ μου. Ο Ολντ Τζέστερ θα σε βοηθήσει».
«Τι μου έκανες;»
«Σε απελευθερώνω. Όλους τους απελευθερώνει ο Τζέστερ».
«Τι; Τι εννοείς;»
«Οι άνθρωποι κρύβετε πράματα. Μέσα σας έχετε έναν κόσμο γεμάτο καταπέλτες με πύρινες μπάλες. Αλλά δεν υπάρχουν χειριστές. Στρατιώτες πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν τους καταπέλτες. Αυτό που κάνω εγώ είναι να σας δώσω αυτούς τους πρωταγωνιστές».
Δεν καταλάβαινα.
Τότε άκουσα να ανοίγει ένα κουτί. Πλησίασε. Μια απαίσια μυρωδιά με χτύπησε. Το στομάχι μου ανακατεύτηκε.
«Κι εσύ», είπε ο Τζέστερ, «ενώ κοιμόσουν, παραμιλούσες. Έλεγες πράγματα. Για άτομα που σε πλήγωσαν. Για άτομα που κυκλοφορούν εκεί έξω με έναν τεράστιο στόχο κατάστηθα και περιμένουν τους καταπέλτες σου, να αρχίσουν να βάλλουν».
«Τι είναι αυτά που λες; Άφησέ με!» Έκανα να φωνάξω, αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο, από το να ψιθυρίζω.
«Χρειάζεσαι στρατιώτες», είπε και έμοιαζε με φίδι που σύριξε. «Χρειάζεσαι την οπτική των δαιμονισμένων σου στρατιωτών».
Δεν πρόφτασα να βγάλω κιχ. Αντιλήφθηκα τη γρήγορη κίνησή του, αλλά όχι έγκαιρα. Δύο χτυπήματα στο κεφάλι. Στις κόγχες μου. Άγρια, με απίστευτη πίεση. Προσπάθησα να παραμερίσω, αλλά δεν τα κατάφερα και οι πόνοι με τρέλαιναν. Και εκείνος γελούσε. Πόσο άσχημα γελούσε…
Ένιωθα τα νύχια του να βυθίζονται στα μάτια μου και να καρφώνουν και να ξύνουν. Σταδιακά, κάτι άρχισε να αποκολλάται από εκεί, υγρά έτρεξαν στα μάγουλά μου, ενώ ο πόνος διογκωνόταν.
Και ο Τζέστερ γελούσε.
Αυτό που ήθελε το πέτυχε. Ακούστηκε κάτι να φεύγει από τη θέση του, ενώ ο ζεστός αέρας όρμησε στα άδεια τραύματά μου. Η καρδιά μου προσπαθούσε να αποδράσει από το στήθος μου ή να πεθάνει προσπαθώντας. Είχα μια νοσηρή υποψία για το τι μου είχε κάνει, αλλά δεν πρόφτασα να τη σκεφτώ πολύ, καθώς ο Τζέστερ δεν είχε τελειώσει ακόμα. Η πίεση επανήλθε, μόνο που αυτή τη φορά δεν έβγαλε κάτι, αλλά έβαλε κάτι στις κόγχες μου.
Έχασα ξανά τις αισθήσεις μου.
Συνήλθα. Ήμουν πεσμένος στο έδαφος της σκηνής. Λάμψη. Φως. Ένα τραπέζι, καρέκλες. Κουτιά. Ρούχα. Τα αναγνώριζα όλα, αν και δεν τα είχα δει ποτέ, ούτε αυτά, ούτε τίποτα παρόμοιο. Τα έβλεπα και ήξερα τι ήταν κάθε τι. Πώς μπορούσε να χρησιμοποιηθεί το κάθε τι. Προοπτικές παντού και σε όλα τα αντικείμενα.
Κοίταξα τον εαυτό μου. Τα ρούχα μου ήταν μουσκεμένα από αίμα και πύον και δάκρυα. Ένιωθα έναν ασίγαστο πόθο για να εκφράσω το μίσος μου.
«Τέλειο, έτσι δεν είναι;» είπε ο Τζέστερ.
Δε μίλησα.
«Τα μάτια ανήκαν σε ένα φονιά. Του τα έβγαλαν και εγώ τα έκλεψα. Όπως και άλλα». Μου έδειξε ένα κουτί. «Τώρα έχεις εσύ την οπτική του. Ό,τι είχε δει, ό,τι είχαν καταγράψει τα μάτια του, το κατέχεις εσύ».
Δε μίλησα.
«Έχεις μια υποχρέωση, έτσι δεν είναι;»
Ένευσα.
Ήρθε δίπλα μου. «Πήγαινε. Δείξ’ τους».
Είχαν μια ελπίδα τα λόγια του. Τότε θυμήθηκα τι ακριβώς συνέβαινε στην πόλη από τη στιγμή που πάτησε το πόδι του αυτός ο άθλιος. Αυτός ήταν ο σκοπός του, άραγε; Να κάνει κακό; Να προκαλεί προβλήματα ανάμεσα σε ανθρώπους;
Ολντ Τζέστερ, θυμήθηκα. Περιγελούσε τον κόσμο, αλλά όχι για χάρη κάποιου βασιλιά. Ήταν ένας δαίμονας που ζούσε μόνο για τον εαυτό του.
Τον κοίταξα. Μου είχε ζητήσει κάτι. Ένευσα στον Τζέστερ.
Και του επιτέθηκα. Έχωσα τους αντίχειρές μου στα μάτια του. Έπιασε τα χέρια μου και προσπάθησε να απελευθερωθεί, αλλά δεν τα κατάφερε. Γονάτισε. Μαύρο αίμα πετάχτηκε από τις πληγές.
Έπεσε. Τον έπιασα από το λαιμό και τον έπνιξα. Δεν το είχα ξανακάνει, αλλά ήξερα πώς γίνεται. Ναι, ήξερα. Επειδή είχα την οπτική ενός δολοφόνου.
Κάποια στιγμή, έπαψε να συσπάται. Τον άφησα, ξέροντας πως ήταν νεκρός. Ένας δαίμονας δημιούργησε έναν άλλο δαίμονα. Δεν ένιωθα άσχημα για αυτό. Αντίθετα, ήμουν ενθουσιασμένος. Σαν να είχα απελευθερωθεί. Ένα κομμάτι μέσα μου, που δεν ήταν εξ αρχής δικό μου, σκεφτόταν συνεχώς τη λέξη ελευθερία. Και το φόνο. Πολλούς φόνους.
Αλλά πρώτα, είχα τους δικούς μου που έπρεπε να εκπληρωθούν.
Βγήκα από τη σκηνή, αφού καθάρισα τα χέρια μου και φόρεσα ρούχα από αυτά που είχε ο Τζέστερ. Έφυγα. Τα αδέρφια μου έμεναν κάπου εκεί έξω, σε μιαν άλλη χώρα ίσως. Θα τα έβρισκα. Είχα ένα μίσος να εκφράσω.
Μαζί μου πήρα και το κουτί με τα μάτια. Ποιος ξέρει τι θα έβρισκα. Ίσως χρειαζόταν να αλλάξω οπτική στο μέλλον. Τώρα ήξερα πώς γίνεται. Ήταν επίπονο, αλλά όχι ακατόρθωτο.
Τάκης Κομνηνός
——————————————————————————————————
Σημειώσεις: *Ολντ Τζέστερ: (αγγλ.) Old Jester, δηλαδή Παλιός Γελωτοποιός
Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/