,

Η Μαρία και τα κατοικίδιά της

Τέσσερα πράγματα αγαπούσε η Μαρία όλη της τη ζωή. Το σπίτι που έμενε από τότε που εγκαταστάθηκε στην πόλη, το πλέξιμο, τον σκύλο της τον Πέτρο και τον ολόλευκο γάτο της, τον Χνουδωτό. Ήταν αυτά που της έδιναν ό,τι απέφευγαν επιμελώς να της προσφέρουν οι οικείοι της, αγάπη, ασφάλεια, σιγουριά, ζεστασιά, παρηγοριά. Κι όχι μόνο αυτά, αλλά τα δύο ζώα που φρόντιζε τής παρείχαν και μια άλλη ικανότητα.

Τα είχε από μικρά, από τότε που και εκείνη δεν είχε κλείσει καν τα πέντε. Μεγάλωσε σε ένα σπίτι όπου τα προβλήματα υπερκάλυπταν τις καλές στιγμές, οι γονείς και τα αδέρφια της την είχαν σχεδόν απομονωμένη. Σχολείο δεν την πήγαν και κανείς δεν τους ζήτησε το λόγο –εκείνες τις εποχές, αρκούσε μια φυσική δυσχέρεια για να δικαιολογηθούν οι γονείς. Η νεαρή Μαρία ήταν τυφλή εκ γενετής και τον περισσότερο καιρό κατά τα τρυφερά της χρόνια τον πέρασε στο σπίτι, στο χωριό. Κλεισμένη στο δωμάτιο που μοιραζόταν με την αδερφή της. Ακόμα και στα ελάχιστα γλέντια που γίνονταν, ακόμα και αργότερα στο γάμο των αδερφών της, η Μαρία δεν ήταν καλεσμένη.

Εκείνες τις εποχές λοιπόν, όταν χρειαζόταν όσο τίποτα άλλο κάτι για να απασχολείται, κάτι να την κρατά μακριά από τις έγνοιες και τη μοναξιά της, γνώρισε ένα γατάκι και ένα κουταβάκι. Είχε βγει εκείνο το πρωινό έξω, ενώ οι δικοί της έλειπαν. Τα ζώα προφανώς ήταν ελεύθερα και αντίθετα από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, πλησίασαν την Μαρία εξ αρχής. Δε φοβήθηκαν το ξύλινο μπαστούνι που κρατούσε, ούτε το αβέβαιο βήμα της. Η Μαρία ένιωσε δύο γούνινα κορμάκια να τρίβονται στα πόδια της. Το ένα γουργούρισε και το άλλο γάβγισε. Η Μαρία χαμογέλασε. Έσκυψε και τα άγγιξε. Τα χάιδεψε και ένιωσε την καρδιά τους να πάλλεται.

Κι ήταν εκείνη η στιγμή που οι καρδιές των ζώων συνδέθηκαν ολοκληρωτικά με αυτή της Μαρίας. Ό,τι ένιωθε η Μαρία το ένιωθαν και ο Πέτρος με τον Χνουδωτό. Στις στενοχώριες, στις χαρές, στα πάντα –και το αντίστροφο. Οι γονείς της Μαρίας δεν επέτρεπαν ζώα εντός του σπιτιού, οπότε έπρεπε να περιμένει να φύγουν για να τα συναντήσει.

Φυσικά, ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε (και συνέχισε, όσο μεγάλωνε) ήταν να εστιάσει στον εαυτό της, στο πώς έμοιαζε. Είδε μέσα από τα μάτια του Χνουδωτού και του Πέτρου ένα κοριτσάκι με μακριά λυτά μαλλιά, ένα μαντήλι να καλύπτει τα μάτια, ένα καφετί φόρεμα σχεδόν ως τους αστραγάλους και το ξύλο που της είχαν δώσει οι γονείς της, για να μην σκοντάφτει και, όπως έλεγαν, «για να μην ενοχλεί τον κόσμο, πέφτοντας πάνω στον καθένα». Γονάτισε και έκλαψε, με τα ζώα να αφήνουν την ανέμελη στάση τους και να έρχονται κοντά της και να τη φροντίζουν με το απαλό τρίχωμά τους.

Όταν ενηλικιώθηκε η Μαρία, έφυγε από το χωριό με έναν άλλο συγχωριανό που είχε αγροτικό. Πήρε μαζί της τον Χνουδωτό και τον Πέτρο. Με τη βοήθεια των κοινωνικών υπηρεσιών, που κάπως άρχιζαν να βελτιώνονται τότε, βρήκε ένα σπίτι για να ζήσει με «τα μικρά της», όπως τα αποκαλούσε.

Εκεί έζησε με το επίδομα που της παρείχε το κράτος, αλλά και με τα ρούχα που έφτιαχνε για γείτονες και γνωστούς τους. Ήταν καλή στο πλέξιμο. Είχε τα εργαλεία στο σπίτι της, της τα είχε αγοράσει η κοπέλα που ερχόταν και τη βοηθούσε στις δουλειές. Η Μαρία καθόταν στη μηχανή και έφτιαχνε τα ρούχα, με τον Πέτρο να έχει ξαπλώσει στα πόδια της και τον Χνουδωτό πάνω στο τραπέζι, να παρατηρεί και να αποκαλύπτει στη Μαρία πώς έπρεπε να προχωρήσει στη δουλειά της. Γιατί βλέπετε, η Μαρία, αν και τυφλή, έβλεπε. Έβλεπε μέσα από τα μάτια των κατοικίδιων της. Της πήρε καιρό μέχρι να συνηθίσει, αλλά εν τέλει τα κατάφερε. Έβλεπε μια μέσω του Πέτρου, ασπρόμαυρα, σαν παλιά ταινία, μια μέσα από τα πράσινα μάτια του Χνουδωτού. Οι οπτικές της εναλλάσσονταν ανάλογα με το σκοπό της ή με τα συναισθήματα των ζωντανών. Αν ο Πέτρος ήταν πιο αγχωμένος, τότε η Μαρία έβλεπε από τη δική του πλευρά. Αν ο Χνουδωτός τσαντιζόταν, της έδειχνε τι τον είχε εκνευρίσει. Όταν η Μαρία έκανε δουλειά με το πλεχτό της, ο Χνουδωτός, ένεκα πιο μικρόσωμος και ελαφρύτερος, ανέβαινε στο τραπέζι και ήταν τα μάτια της.

Μόνο σε ένα μέρος όμως, όλοι τους ήταν ευτυχισμένοι και ανέμελοι. Στο σπίτι που είχαν εγκατασταθεί. Ήταν σαν να τους προστάτευε, σαν να τους γέμιζε με ενέργεια. Εκεί δεν υπήρχε απειλή. Μόνο αγαλλίαση.

Πέρασαν πολλά χρόνια. Η Μαρία έφτασε στα εβδομήντα κι όμως τα ζώα συνέχισαν μαζί της. Δεν πέθαναν, όπως θα περίμενε κανείς. Ακόμα και η κοπέλα που τη βοηθούσε, η οποία εν τω μεταξύ μεγάλωσε κι αυτή και απέκτησε δική της οικογένεια, δεν το πίστευε, αλλά θαύμαζε και τους τρεις τους –και πού να ήξερε για τη σύνδεσή τους, ε;

Κάτι άλλο που απολάμβαναν η Μαρία και τα κατοικίδιά της, ήταν η βόλτα μέχρι το τοπικό πάρκο. Έχοντας τη λευκή ράβδο Hoover cane της και το λουρί του Πέτρου -ο οποίος είχε εκπαιδευτεί για να είναι σκύλος συνοδός- στο ένα χέρι και την τσάντα με το πλεχτό της και τα σύνεργά της στο άλλο και ακολουθούμενη από τον Χνουδωτό, πήγαινε στο πάρκο και καθόταν σε ένα από τα παγκάκια. Ο γάτος έπιανε τη θέση δίπλα της και ο σκύλος ακουμπούσε στα πόδια της. Οι άνθρωποι με τα παιδιά τους την έβλεπαν και την είχαν συνηθίσει από ένα σημείο και μετά, ενώ κάποια από τα παιδιά πλησίαζαν και χάιδευαν τον Χνουδωτό και τον Πέτρο, που ανταποκρίνονταν και με το παραπάνω –άλλο που δεν ήθελαν.

Η Μαρία όμως, δεν πήγαινε στο πάρκο μόνο επειδή ήθελε να βγαίνει από το σπίτι. Όχι, πήγαινε γιατί είχε ανακαλύψει μια επιπλέον δυνατότητα που της παρείχε το πάρκο και η οπτική των κατοικίδιων της.

Ένα βραδάκι καλοκαιριού είχε βγει στο πάρκο. Ο Χνουδωτός και ο Πέτρος είχαν φάει λίγο νωρίτερα και όταν έφτασαν στο παγκάκι, ξάπλωσαν σαν να ήταν οι βασιλιάδες του πάρκου. Έκανε δροσούλα και τα φύλλα θρόιζαν απαλά, θύμιζε τις νύχτες που καθόταν στο παράθυρο του δωματίου της στο χωριό και άκουγε το βουητό του αγρού.

Η νύχτα έβαινε καλώς, ώσπου κοντά στις δώδεκα η Μαρία άκουσε τις φωνές του παιδιού. Σταμάτησε το πλέξιμό της και εστίασε όσο μπορούσε. Ναι, ένα παιδί. Ναι, φώναζε. Όχι, όχι από χαρά. Όχι, κάτι του συνέβαινε. Κάτι κακό.

Η Μαρία ένιωσε τον εκνευρισμό των ζώων. Κοίταξε μέσα από τον Πέτρο και μετά από τον Χνουδωτό. Δεν υπήρχε κανείς άλλος στο πάρκο. Οι φωνές ακούγονταν από κάπου κοντά, αλλά δεν έβρισκε την πηγή τους.

«Χνουδωτέ, πήγαινε» είπε και ο γάτος παρά την ηλικία του, πήδησε βιαστικά στο έδαφος και έτρεξε. Η Μαρία έβλεπε πράσινα φυτά και μερικά δέντρα και πολύ χώμα και πλακάκια, αλλά δεν έδωσε σημασία σε αυτά. Πέρασε την παιδική χαρά και οι φωνές πράγματι ακούγονταν καθαρότερα. Δεν ήταν λόγια, αλλά βογκητά. Η Μαρία έσφιξε στη γροθιά της το πλεχτό, αντιλαμβανόμενη τι μπορεί να συνέβαινε και το θράσος που είχε ο κακός αυτής της υπόθεσης να κάνει κάτι τόσο αποτρόπαιο και μάλιστα εδώ, δημόσια.

Όταν ο Χνουδωτός εμφανίστηκε απέναντι από τους δύο ανθρώπους, τον μεγαλύτερο σε ηλικία και το νεαρό κορίτσι που έκλαιγε, η Μαρία το αποφάσισε. Έδωσε εντολή και στον Πέτρο να πάει στο σημείο. Τα δύο ζώα γρύλισαν απειλητικά προς τον ενήλικα. Εκείνος προσπάθησε να τα απωθήσει, τους φώναξε, τους πέταξε αντικείμενα, αλλά ούτε ο Πέτρος ούτε ο Χνουδωτός έκαναν πίσω. Η Μαρία είδε μέσα από τα μάτια, πρώτα του σκύλου και μετά του γάτου της, την ελπίδα του κοριτσιού.

Ήταν αυτό που χρειαζόταν.

Τα ζώα επιτέθηκαν στον ενήλικα την επόμενη στιγμή. Αυτός το έβαλε στα πόδια και εξαφανίστηκε.

Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα η Μαρία μαζί με τα ζώα της συνόδεψαν το κορίτσι στο σπίτι του.

Εκείνο το βράδυ η Μαρία κοιμήθηκε με τη μεγαλύτερη αγαλλίαση που βίωσε ποτέ της, από τότε που γνώρισε για πρώτη φορά τον Πέτρο και τον Χνουδωτό.

Γιατί ήξερε πως πλέον δεν θα ήταν απλά μια τυφλή ηλικιωμένη που έπλεκε στο πάρκο, παρέα με τα ζώα της.

Τάκης Κομνηνός

——————————————————————————————————

Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: