Η Χρύσα ήταν ήδη στο σκάφος, στεκόταν όρθια και φαινόταν αναστατωμένη, ενώ κοιτούσε σα να ΄ψάχνε κάτι στη θάλασσα, τη χαιρέτησε αφηρημένη κουνώντας το χέρι της.
«Ο Φαέθων;» της φώναξε με τη φωνή της να λυγίζει καθώς πλησίαζε.
«Έρχεται!» της απάντησε εκείνη «Μα γιατί είσαι έτσι; Έγινε κάτι;» τη ρώτησε ανεβαίνοντας και βλέποντας την ακόμα εκεί, με το κορμί της γεμάτο ένταση και το πρόσωπο της χαραγμένο από την αγωνία.
«Να ‘τος!» φώναξε η Χρύσα σα να της έφυγε ένα βάρος. Ο Στέφανος βγήκε από τη γυάλινη πόρτα κι αφήνοντας το τσαντάκι του φαρμακείου που κρατούσε πάνω στο τραπεζάκι, τύλιξε τη Χρύσα με μια πετσέτα. Η Χρύσα τη δέχτηκε με ευγνωμοσύνη. Σαν ανέβηκε μουτρωμένος ο Φαέθων έριξε στη Χρύσα μια άγρια προειδοποιητική ματιά, αλλά εκείνη τον αγνόησε.
«Στα ‘πα, δε στα ‘πα; Δεν έχει σταματήσει να τρέχει αίμα!», είπε η Χρύσα και τον έσπρωξε στο στέρνο, φαινόταν έξαλλη.
«Κάτσε κάτω, τώρα!», του ούρλιαξε. Εκείνος φρίμαξε συγχυσμένος, αλλά βλέποντας την έτσι υποχώρησε και κάθισε, ενώ εκείνη πήρε να περιποιείται την πληγή. Η Δανάη τους άφησε για να ντυθεί, ακόμα δεν μπορούσε να εξηγήσει την υπερβολική αντίδραση της Χρύσας.
Όταν ξαναβγήκε στο κατάστρωμα όλοι ήταν απασχολημένοι και η ένταση είχε εξαφανιστεί, είχαν ανοίξει το μεγάλο πανί που έστεκε αγέρωχο και φουσκωμένο από τ΄αεράκι του Αιόλου κάνοντας τους να γλιστρούν με μεγάλη ταχύτητα προς τ΄ανατολικά. Ο ήλιος είχε αρχίσει να καθρεφτίζεται στην υγρή αγκαλιά που απλωνόταν από κάτω του και κεχριμπαρένιες αποχρώσεις να βάφουν τον ουρανό.
«Θα προλάβουμε να ‘μαστε στη Φολέγανδρο πριν βραδιάσει;» ρώτησε η Χρύσα που είχε γύρει πάνω στην κουπαστή ακουμπώντας το σαγόνι της στα πλεγμένα της χέρια και παρακολουθούσε εκστατική το ταξίδι του ήλιου. Ο Φαέθων της απάντησε σιγανά «Αν κρατήσει ο αέρας».
Το τηλέφωνο της Δανάης κουδούνισε κάνοντας τη να τιναχτεί. Πάλι η μάνα μου θα ‘ναι σκέφτηκε, από το πρωί την είχε πάρει πέντε τηλέφωνα, όμως τ΄όνομα του Μαρκ εμφανίστηκε στην οθόνη. Το πήρε βιαστικά και είπε πιο δυνατά από ότι θα ήθελε.
«Hi honey!» Ο Φαέθων της έριξε ένα παγωμένο βλέμμα από την άλλη μεριά απ΄όπου κρατούσε το τιμόνι. Εκείνη του γύρισε την πλάτη και πήρε να μιλά σιγανά.
«Καλά κι εγώ… Πήρα στη δουλειά και κατάφερα να μάθω κάτι λίγα. Ήθελε να ‘ρθει αυτή! Τα ‘χε κανονίσει όλα…»
«Μμμ εντύπωση μου κάνει… και η παρουσίαση;»
«Α μετά το ‘μάθε κι έκανε τα πάντα για να ξεφορτωθεί, εμένα…» ξεφύσηξε εκνευρισμένη.
«Από την κοπέλα τι έμαθες;» τη ρώτησε εκείνος. Η Δανάη του ‘πε τι της είχε πει η Χρύσα ρίχνοντας πλάγιες ματιές στους άλλους που τώρα φαίνονταν να συζητούν δίχως να της δίνουν σημασία.
«Την εμπιστεύεσαι;» τη ρώτησε.
«Με ξαναρώτησες…»
«Έχεις καλό κριτήριο στους ανθρώπους Δανάη αν και εμπιστεύεσαι πολύ δύσκολα, αυτήν τη στιγμή όμως χρειάζεσαι ένα σύμμαχο. Γι΄αυτό… αποφάσισα να ‘ρθω εκεί!»
«Τι;», αναφώνησε ξαφνιασμένη και βλέποντας με την άκρη του ματιού της τους άλλους να την κοιτάνε άρχισε να ψιθυρίζει και να ρωτά για τις λεπτομέρειες με τ΄αυτί κολλημένο στο τηλέφωνο και το χέρι της να καλύπτει το στόμα της.
«Δεν είναι τέλειο; Πετώ αύριο για Αθήνα κι από εκεί για Νάξο, είναι το μόνο εισιτήριο που κατάφερα να βρω για ελληνικό νησί για τον Αύγουστο, οπότε κανονίστε μεθαύριο να ‘στε εκεί!»
«Μα, πως; Μα…»
«Δεν έχει μα! Θέλω να πιστεύω πώς δε θ΄αρνηθούν να με φιλοξενήσετε στο σκάφος με το αζημίωτο φυσικά! Άλλωστε οι Έλληνες φημίζονται για την φιλοξενία τους. Νόμιζες ότι θα σ΄άφηνα μόνη στα έμπειρα χέρια ενός Έλληνα θεού; Θα ξεσκίσει την άπειρη καρδούλα σου! Άσε που θέλω πολύ να τον γνωρίσω! Θέλω να επιβεβαιώσω μια θεωρία μου…»
«Ποια;» τον ρώτησε ξεψυχισμένα
«Τι θεωρία μου ότι αυτό το ταξίδι το ‘χε σχεδιάσει η Εύη έτσι ώστε να συνδυάσει, ως συνήθως, το τερπνό μετά του ωφελίμου. Οπότε τα λέμε μεθαύριο! Α και μην ξεχνάς να σώζεις συνέχεια ότι φτιάχνεις στο κλάουντ! Γεια!» της είπε εύθυμα και της έκλεισε το τηλέφωνο. Η Δανάη πρέπει να έμεινε κάμποση ώρα εκεί, με το στόμα να χάσκει, προτού αφήσει το τηλέφωνο κάτω. Κοίταξε τον Φαέθωνα που οδηγούσε με το ένα χέρι και γέλαγε, ενώ τα μαλλιά του βάφονταν με ροδοκόκκινες αποχρώσεις από την πύρινη σφαίρα που βυθιζόταν αργά, λιώνοντας μέσα σε μια πυρωμένη θάλασσα. Θ΄άφηνε ποτέ η Εύη το θήραμα της να την εμποδίσει να πάρει τη θέση; Αναρωτήθηκε. Σίγουρα όχι. Αν την ήξερε καλά θα προσπαθούσε με κάθε τρόπο ν’αποκτήσει και τα δύο, άρα θεωρούσε ότι στέλνοντας τη Δανάη στο ταξίδι δεν κινδύνευε να χάσει ούτε το θήραμα, ούτε τη θέση, ενώ αυξανόταν ακόμη περισσότερο οι πιθανότητες της για τη θέση αν η Δανάη ερωτευόταν…
Πλησίασε την παρέα και στάθηκε αμήχανη. Έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό της και όλων τα βλέμματα γύρισαν πάνω της. Έτριψε το λοβό του αυτιού της απαλά, το βλέμμα της πέρασε πάνω από τους τρεις νέους ανθρώπους μην ξέροντας σε ποιον ν΄απευθυνθεί στάθηκε εκεί αναποφάσιστη.
«Θες κάτι;» τη ρώτησε ευγενικά η Χρύσα κοιτώντας την ερευνητικά. Η Δανάη ξερόβηξε.
«Ναι… Να, ο Μαρκ, ο φίλος μου, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι μεθαύριο έρχεται Ελλάδα κι αναρωτιόμουν, να, αν μπορούμε να τον φιλοξενήσουμε, με το αζημίωτο φυσικά…», είπε με μια ανάσα και έπειτα έμοιαζε σα να ξεφούσκωσε. Είχε στυλώσει τα μάτια της στη Χρύσα, μα μπορούσε καθαρά να δει με την άκρη του ματιού της τον Φαέθωνα να σφίγγει νευρικά το κορμί του και ν΄αναδεύεται.
«Μα το ρωτάς! Φυσικά και μπορούμε! Ε; Έτσι δεν είναι αγόρια;» τους ρώτησε χωρίς να περιμένει απάντηση «Από που θα τον παραλάβουμε;
«Από Νάξο…»
«Θ΄αλλάξουμε λίγο το πρόγραμμα, δεν έχουμε παρά ένα οικόπεδο να δούμε στη Φολέγανδρο και μετά…» ένας κοφτός, νευρικός ήχος ακούστηκε από τον Φαέθωνα. Η Χρύσα γύρισε να τον κοιτάξει με απορία κι έπειτα στένεψε τα μάτια της επιπληκτικά.
«Θα πάμε στη Νάξο» είπε κοφτά η Χρύσα γυρνώντας προς τη Δανάη και χαρίζοντας της ένα γλυκό χαμόγελο. Η Δανάη κατέβασε το βλέμμα της.
«Ευχαριστώ» είπε νευρικά.
«Τι ευχαριστείς! Σιγά το πράμα!» Της είπε σα να τη μαλώνει και γύρισε στον Στέφανο για να συνεχίσουν την κουβέντα τους. Η Δανάη έκατσε να συνεχίσει την εργασία της γυρνώντας την πλάτη στα ρόδινα χρώματα της δύσης. Ο Φαέθων κάτι ψιθύρισε φανερά νευριασμένος στη Χρύσα μέσα από τα δόντια του και πήγε και ξάπλωσε στο δίχτυ στο μπροστινό μέρος του σκάφους.
Έφθασαν στο λιμάνι της Φολεγάνδρου την ώρα που το αχνός φως του δειλινού έδινε τη θέση του στο σκοτεινό μπλε και τα κιτρινωπά φώτα άναψαν στέλνοντας τις λαμπρές ακτίνες τους στα κυκλαδίτικα σπιτάκια και στα λιγοστά μαγαζιά. Όση ώρα οι άλλοι ασχολούνταν με το δέσιμο στο ασφυκτικά γεμάτο λιμάνι η Δανάη συνέχισε να εργάζεται πυρετωδώς. Ούτε και κατάλαβε ότι για κάμποση ώρα έμεινε μόνη, καθώς οι υπόλοιποι είχαν βγει για να κάνουν κάποια απαραίτητα ψώνια.
Η Χρύσα μπήκε τινάζοντας τα μαλλιά της από την τζαμένια πόρτα και της έριξε σαν επιτιμητικό βλέμμα.
«Ακόμη έτσι είσαι εσύ;» μην παίρνοντας απάντηση πλησίασε κι έσπρωξε τον ώμο της Δανάης με τις ενωμένες άκρες των δαχτύλων της.
«Εεε;» της έκανε ξανά. Η Δανάη αναπήδησε και έκπληκτη γύρισε προς το μέρος της κοιτώντας τη με μάτια γουρλωμένα, αλλά απλανή. Τίναξε τα χέρια της και τράβηξε τ΄ακουστικά από τ΄αυτιά της.
«Εεε:» ξεφώνισε σαν αποβλακωμένη. Η Χρύσα σούφρωσε τα χείλη της και κλυδώνισε ελαφρά το κεφάλι της κοροϊδευτικά.
«Πάει, χάζεψες!» της πέταξε με σφιγμένο στόμα. «Τέλος για σήμερα, μάζεψε το και πάμε να σε ντύσω». Η Δανάη έκανε να διαμαρτυρηθεί «Δεν μπορώ…».
«Ή το μαζεύεις, ή θα το μαζέψεις από τον πάτο της θάλασσας!» έκανε απειλητικά η Χρύσα κι έσκυψε από πάνω από το λάπτοπ έτοιμη να το πασπατέψει την ώρα που έμπαιναν ο Φαέθων με τον Στέφανο που κοίταγαν ευχαριστημένοι τη σκηνή.
«Μη!» έσκουξε η Δανάη «Μη! Θα το μαζέψω, εγώ!» ούρλιαξε εκνευρισμένη η Δανάη κι έριξε ένα απειλητικό βλέμμα στη Χρύσα.
«Δωσ’ μου μισό λεπτό… » χμ τελικά είχε δίκιο ο Μαρκ, πρέπει να σώζω και στο ίντερνετ, σκέφτηκε η Δανάη και με γρήγορες κινήσεις έσωσε την εργασία και πήρε τον υπολογιστή στην αγκαλιά της. Ο Φαέθων παραμέρισε για να περάσει και η Δανάη μπήκε φουριόζα μες στην καμπίνα της. Δεν πρόλαβε να κλείσει την πόρτα, όταν εκείνη ξανάνοιξε με φόρα και κόντεψε να τη χτυπήσει. Η Χρύσα μπήκε ξοπίσω της.
«Για να δούμε τι θα φορέσεις σήμερα!». Η Δανάη προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί, αλλά όντας ζαλισμένη και με τα μάτια της θολά να βλέπουν ακόμη αριθμούς, στατιστικές γραμμές και φλύαρες εκθέσεις και το κορμί της πιασμένο αφέθηκε σαν κούκλα στα χέρια της πεισματάρας βασανίστριας της.
Ευτυχώς το μαρτύριο της δεν κράτησε ώρα προς μεγάλη ευχαρίστηση των ανδρών της παρέας. Το δροσερό αεράκι έκανε τη Δανάη να νιώσει λίγο καλύτερα και πιο ζωηρή. Κατέβηκε τη στενή ξύλινη πασαρέλα πίσω από τη Χρύσα και κατευθύνθηκαν προς τους δύο νεαρούς άντρες που στέκονταν συνομιλώντας ζωηρά με δυο ψηλούς καλογυμνασμένους βορειοευρωπαίους. Η Δανάη πρόσεξε τα μάτια τους που μεγάλωσαν ελαφρά και την προσπάθεια τους να κρύψουν το θαυμασμό τους σαν κοίταξαν προς το μέρος τους. Η Δανάη κοίταξε τη Χρύσα που προχωρούσε λίγο πιο μπροστά της σεινάμενη κουνάμενη, γεμάτη αυτοπεποίθηση μ΄ένα κοντό καφτάνι στα χρώματα της ελληνικής σημαίας και ψηλοτάκουνα χρυσά πέδιλα που τα λουράκια του τύλιγαν τα καλοσχηματισμένα της πόδια ως λίγο πάνω από τη γάμπα σαν τα φίδια στο Κηρύκειο του Ερμή, φυσικό είναι λοιπόν να προκαλεί τέτοια αντίδραση στους γύρω της, σκέφτηκε μελαγχολικά η Δανάη, αρνούμενη να δει ότι δεν ήταν λίγα και τα βλέμματα που ήταν στραμμένα απάνω της. Η Χρύσα είχε φτάσει τώρα την παρέα και τινάζοντας τα πλούσια καστανόξανθα μαλλιά της που λαμπύριζαν κάτω από το φως της κοντινής λάμπας του δρόμου πήρε να χαιρετά εγκάρδια μιλώντας με μια γλυκιά, ζωηρή φωνή.
Η Δανάη κάθισε λίγο παράμερα κοιτώντας αφηρημένα γύρω της το μικρό λιμανάκι με τα χαμηλά κιτρινωπά από το τεχνητό φως σπιτάκια στα ριζά του βράχου και την αμμώδη παραλία με τ΄αρμυρίκια που απλώνονταν μπροστά τους, όταν ξαφνικά ένιωσε ένα δυνατό τράβηγμα στο μπράτσο που την έκανε να παραπατήσει και να κοιτάξει ξαφνιασμένη γύρω της. Η Χρύσα την είχε γραπώσει κι έκανε τις συστάσεις, εκείνη έγνεψε συγκαταβατικά και με το ζόρι κατάφερε να τους χαρίσει ένα τυπικό χαμόγελο, πριν ξαναγυρίσει στην αποχαύνωση της. Ένα σκούντημα στα πλευρά την ανάγκασε να επανέλθει πιο γρήγορα απ΄ότι θα ήθελε.
«Θέλω πολύ ν΄ανέβω στη Χώρα!» ξεφώνιζε χαρούμενη η Χρύσα «Αλλά με γουρούνα;» έκανε ένα μορφασμό δυσαρέσκειας. «Θα γίνουν χάλια τα μαλλιά μου! Εσύ Δανάη τι λες;» τη ρώτησε ξαφνικά γυρνώντας προς το μέρος της. Η Δανάη κοίταξε τα υπέροχα καλοχτενισμένα μαλλιά της.
«Θα γίνουν…», συμφώνησε. Παρά τις αντιρρήσεις τους και πριν καλά καλά το καταλάβει βρέθηκε να κάθεται στο πίσω μέρος μια γουρούνας φορώντας ένα κόκκινο κράνος. Ο ένας από τους Βορειοευρωπαίους κάθισε μπροστά της και την ώρα που έδενε το κράνος του γύρισε και της χάρισε ένα φωτεινό χαμόγελο αποκαλύπτοντας μια κάτασπρη ολόισια οδοντοστοιχία και δυο όμορφα ζεστά μελιά μάτια.
«Hold on!» της φώναξε γελώντας.
Η μηχανή βρυχήθηκε και μ΄ένα απότομο τίναγμα που ανάγκασε τη Δανάη να χώσει τα νύχια της στα πλευρά του νεαρού πήρε ν΄ανηφορίζει το σκοτεινό φιδωτό δρόμο ως τη Χώρα. Η βραδιά ήταν γλυκιά και το φεγγάρι τριών τετάρτων φώτιζε αχνά τα περιγράμματα των βράχων και χαμηλών θάμνων σαν κάποιος να τα ‘χε σχεδιάσει με λευκή κιμωλία σε μαυροπίνακα. Η Δανάη ρούφηξε την αψιά μυρωδιά θυμαριού και χωρίς να το καταλάβει άπλωσε τα χέρια της ξαγκιστρώνοντας τα από τη μέση του Άρνε, τα τέντωσε έξω κι έγειρε προς τα πίσω για να μπορέσει να νιώσει το χάδι του αέρα στο κορμί της. Ο Άρνε γελούσε και πήρε απότομα μια στροφή που κόντεψε να ρίξει τη Δανάη κάτω, μα ‘κείνη δεν πτοήθηκε, μόνο πήρε να γελά δυνατά κλείνοντας τα μάτια της.
«Τι κάνεις;» άκουσε μια φωνή να ουρλιάζει προσπαθώντας ν΄ακουστεί πάνω από το βουητό, στην αρχή δεν έδωσε σημασία.
«Δανάη!», ούρλιαξε φανερά εκνευρισμένη η φωνή. Άνοιξε τα μάτια της έκπληκτη. Ο Φαέθων οδηγούσε δίπλα τους, στο αχνό φως της μηχανής έμοιαζε λες και τα μάτια του πέταγαν σπίθες.
«Μάζεψε τα χέρια σου και κρατήσου!» της ούρλιαξε.
«Εντάξει μπαμπά!» του φώναξε εκείνη και του ‘κάνε με το χέρι της το στρατιωτικό χαιρετισμό. Έπειτα έγειρε και σφίχτηκε πάνω στον Άρνε ακουμπώντας το κεφάλι της στην καλογυμνασμένη πλάτη του και χαμογελώντας ειρωνικά. Της φάνηκε ότι είδε τον Φαέθων να σφίγγεται και το πρόσωπο του να βάφεται κόκκινο, ενώ τα μάτια του έμοιαζαν δαιμονικά καθώς έμενε πίσω τους.
Σταμάτησαν στο πάρκινγκ που βρίσκεται στην είσοδο της Χώρας και προχώρησαν προς μια μικρή πλατειίτσα, μ΄ένα ψηλό τοιχάκι στη μια άκρη της. Η Δανάη έγειρε περίεργη και κοίταξε πάνω από το τοιχάκι. Χάρη στο φως του φεγγαριού μπορούσε να διακρίνει τον ψηλό γκρεμό που απλώνονταν από κάτω της και χανόταν στο χυμένο μελάνι. Πέρα μακριά το φως ενός φάρου τρεμόπαιζε. Το φεγγάρι φώτιζε το περίγραμμα των βουνών και τη λευκή εκκλησίτσα από πάνω τους στα δεξιά, ενώ μια φωτεινή γραμμή σαν κακοφτιαγμένη ραφή, το μονοπάτι, έφτανε μέχρι εκεί. Το περίγραμμα των σπιτιών που κρέμονται πάνω στο φρύδι του γκρεμού σε συνεπαίρνει. Οι άλλοι προχώρησαν προς το εσωτερικό της Χώρας και η Δανάη βιάστηκε να τους ακολουθήσει. Η βόλτα τους στο ιδιόρρυθμο κάστρο με τα ίδια τα σπίτια να σχηματίζουν το τείχος, που αντηχούσε από τα γέλια τους ήταν μια αποκάλυψη. Μόλις πέρναγες τη στενή πύλη βρισκόσουν σ΄ένα πλατύ δρόμο όπου κατέληγαν στενές, απότομες σκάλες, ενώ ποικιλόχρωμες πόρτες και παράθυρα στριμώχνονταν ανάμεσα τους μαζί με μικρές αυλίτσες. Ο δρόμος κάνει έναν κύκλο τυλίγοντας στην αγκαλιά του μια χούφτα λευκά σπιτάκια, αλλού πλατύς κι αλλού στενός περνώντας κάτω από καμάρες. Το λιγοστό φως από τις ελάχιστες λάμπες ενέτεινε το μυστήριο.
Η Δανάη ρούφηξε τη μυρωδιά γιασεμιού που της έφερε χαρούμενες παιδικές αναμνήσεις. Για λίγο αφέθηκε να νιώσει σαν παιδί, σαν την πιτσιρίκα που τριγυρνούσε με την παρέα της στα πλακόστρωτα σοκάκια της Πάρου χασκογελώντας, πειράζοντας και πιλαλώντας και αυτό ακριβώς έκανε σήμερα, χασκογελούσε, πείραζε και πειράζονταν ακόμα και το βήμα της έπιασε να ‘ναι πιο ζωηρό, σα να χοροπηδούσε, ενώ έκανε σβούρες για ν’ απευθύνει κάποιο πείραγμα σε κάποιον που ερχόταν πιο πίσω. Σταμάτησε για να χώσει τα δάχτυλα της μέσα σ΄ένα φουντωτό γιασεμί και τράβηξε μερικά άνθη για να μυρίσει το γλυκό άρωμα τους. Να μπορούσε να μείνει για πάντα εδώ, ελεύθερη, ζωντανή και ερωτευμένη! Ερωτευμένη; Τινάχτηκε πίσω σαν να την είχε τσιμπήσει μέλισσα. Τα μάγουλα της φούντωσαν.
«Ερωτευμένη!» ψέλλισε. Ένιωσε ένα χέρι να τυλίγεται στη μέση της και τινάχτηκε, ενώ ασυναίσθητα έβαλε τα χέρια της για να το αποδιώξει. Ο Άρνε της γελούσε παιχνιδιάρικα, εκείνη ξεγλίστρησε με μια ναζιάρικη στροφή και πήρε να περπατά με γοργό βηματισμό προς τους υπόλοιπους που χάνονταν στις σκιές. Ξαφνικά μια μορφή ξεπετάχτηκε μπροστά της πίσω από μια βουκαμβίλια. Η Δανάη δεν πρόλαβε να σταματήσει κι έπεσε πάνω της αφήνοντας μια ξαφνιασμένη κραυγή. Δυο χέρια την τύλιξαν παγιδεύοντας τη με τα δικά της να ακουμπούν πάνω σ΄ένα δυνατό στέρνο.
«Συγγνώμη!» τραύλισε.
«Δεν πειράζει» μουρμούρισε ο Φαέθων, εκείνη την ώρα κατέφθασε και ο Άρνε. Ο Φαέθων, για μεγάλη στεναχώρια του Άρνε, την έπιασε από το χέρι και την τράβηξε ως ένα κοντινό πεζούλι στην αυλή μιας εκκλησίτσας, από εκεί μπορείς να δεις την γκρεμώδη ακτογραμμή που φωτιζόταν πια ολοκάθαρα από το φεγγάρι που είχε σηκωθεί ψηλά, καθώς και μερικά φωτισμένα σπιτάκια σπαρμένα στο φρύδι του γκρεμού. Η θάλασσα είχε φορέσει την ασημένια κάπα της. Η Δανάη αναστέναξε σιγανά και χωρίς να το καταλάβει έγειρε πίσω κι ακούμπησε την πλάτη της στο στέρνο του Φαέθωνος. Εκείνος την τύλιξε με τα χέρια του, ακούμπησε το μάγουλο του, στο μάγουλο της κάνοντας τη να ριγήσει. Ένιωθε την ανάσα του ρυθμική, μα γρήγορη, τη ζέστα του κορμιού του και το θέλω του να την πιέζει. Ο πανικός την κατέκλυσε, αναδεύτηκε ανήσυχη κι εκείνος την απελευθέρωσε. Ήταν μόνοι, δεν το ΄χε καταλάβει μέχρι τότε. Αμήχανοι πήραν να περπατάνε ήσυχα δίπλα δίπλα προς τη δεύτερη πύλη του κάστρου. Ξαφνικά από τη μυστηριακή ησυχία βρέθηκαν σ΄ένα πολύβουο μελίσσι, μια μικρή πλατεία όπου εκατοντάδες άνθρωποι έτρωγαν, έπιναν, μιλούσαν και γελούσαν σκεπασμένοι από το φύλλωμα των δέντρων και την οσμή των μαγειρευτών και των ψητών, παιδιά έτρεχαν ανάμεσα τους ξεφωνίζοντας και ο χρόνος έμοιαζε να ΄χει παγώσει μέσα σε μια γενική ευθυμία. Δυο χέρια υψώθηκαν από κάπου πιο πέρα και τους καλούσαν γύρω από ένα μακρόστενο τραπέζι μ΄ένα χαρούμενο καρό τραπεζομάντηλο, κάμποσα πιάτα βρισκόταν ήδη πάνω. Προχώρησαν παραζαλισμένοι προς τα εκεί.
Η Δανάη κάθισε δίπλα στη Χρύσα αποφεύγοντας για την υπόλοιπη βραδιά να κοιτάξει προς τον Φαέθωνα. Εκείνος αντιθέτως είχε στυλώσει τα μάτια του πάνω της κάνοντας τη να μετακινείται συνέχεια πάνω στην καρέκλα της νευρικά και να ΄χει ένα μόνιμο φλόγισμα στα μάγουλα. Ο Άρνε είχε κάτσει απέναντι της, στην αρχή έμοιαζε μπερδεμένος βλέποντας τους να συμπεριφέρονται έτσι, έπειτα από μερικές μπύρες όμως είχε ξαναβρεί το κέφι του και τώρα γελούσε δυνατά καθώς κατηφόριζαν το σκοτεινό δρόμο για το πάρκινγκ. Η Δανάη έκανε ν΄ανέβει πίσω του στη γουρούνα, αλλά ένα χέρι την τράβηξε από τον αγκώνα.
«Φίλε μου έχεις πιει πολύ!» είπε αυστηρά ο Φαέθων. Μόλις τότε η Δανάη συνειδητοποίησε ότι ο Φαέθων δεν έπινε ποτέ πάνω από ένα ποτό. Γιατί, άραγε; αναρωτήθηκε υποψιάρικα. Ο Άρνε κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και μια σειρά λευκά δόντια έλαμψαν στο μισοσκόταδο.
«Είμαι μια χαρά!»
«Δεν πρέπει να οδηγήσεις!» Ο Ντάνιελ του ΄κάνε νόημα να κάτσει πίσω του, λες κι αυτός βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση. Έβαλε μπρος τη μηχανή και χύθηκε μπροστά μ΄ένα μουγκρητό σηκώνοντας σκόνη που της έτσουξε τα μάτια και την έκανε να βήξει. Έσυρε τα απρόθυμα βήματα της ως τη μηχανή που βρυχώταν ανυπόμονη με τον Φαέθωνα οδηγό κι έκατσε βαριά. Αφού φόρεσε το κράνος της ο Φαέθων τη ρώτησε νευρικός.
«Έτοιμη;»
«Ναι» έκανε εκείνη σιγανά πέρασαν κάμποσες στιγμές αργότερα, αλλά εκείνος δεν ξεκίναγε.
«Πάμε;» τον ρώτησε ανυπόμονα.
«Μόλις είσαι έτοιμη…»
«Μα είμαι έτοιμη!»
«Δεν κρατιέσαι!» της πέταξε εκείνος εξίσου νευρικά. Η Δανάη αναστέναξε και με αργές κινήσεις έφερε τις παλάμες της στα πλευρά του, άντε πάλι αυτό το ρίγος, όμως το τίναγμα της μηχανής την έκοψε από τις σκέψεις της κάνοντας τη να χώσει τα νύχια της στα πλευρά του για να διατηρήσει την ισορροπία της.
«Με πονάς…» έκανε ήσυχα ο Φαέθων.
«Εε… συγνώμη», ψέλλισε εκείνη δίπλα στ΄αυτί του σκύβοντας πάνω του, έπλεξε τα χέρια της μπροστά στη κοιλιά του και ακούμπησε το κεφάλι της στην πλάτη του. Βγαίνοντας από το Χώρα ο Φαέθων έκοψε ταχύτητα, έμοιαζε σα να γλιστρούσαν σ΄ένα ασημένιο στριφογυριστό μονοπάτι. Η Δανάη χαλάρωσε τη λαβή της. Το πρόσωπο της καιγόταν, ιδίως στο σημείο που το μάγουλο της ακουμπούσε πάνω στην πλάτη του. Άφησε τα χέρια της και έγειρε πίσω να πάρει αέρα. Ένα ισχνό ρεύμα στροβιλίστηκε γύρω της.
«Τρέξε λίγο!» τον παρακάλεσε, αλλά εκείνος δεν της έδωσε σημασία. Άπλωσε τα χέρια της έξω για να πιάσει λες τον αόρατο μανδύα του ανέμου. Ο Φαέθων έκοψε κι΄άλλο.
«Μήπως να πάω περπατώντας; Θα πάω πιο γρήγορα…» του είπε εκνευρισμένη.
«Σα μωρό κάνεις! Σου είπα κρατήσου! Αυτές οι μηχανές παρόλο που μοιάζουν σταθερές δεν είναι και τόσο» Η Δανάη έσμιξε τα μάτια της και έσφιξε τα χείλη πεισματάρικα. Καλά λοιπόν θα κρατηθώ, σκέφτηκε. Έσυρε τα χέρια της πάνω στο κορμί του αργά, τα πέρασε κάτω από τους ώμους του και απέθεσε τις παλάμες της στο στήθος του, έπειτα έγειρε όλο της το κορμί σφίγγοντας το πάνω του, τραβήχτηκε λίγο για να νιώσει τις σκληρές ρώγες της να τον χαϊδεύουν στην πλάτη του κι έπειτα ξανασφίχτηκε ακουμπώντας το μάγουλο της στους ώμους του. Ένιωσε το κορμί του να σφίγγεται και την ανάσα του να γίνεται κοφτή. Σήκωσε το κεφάλι της και ακούμπησε το πηγούνι της στον ώμο του ψιθυρίζοντας του στ΄αυτί «Είναι πολύ όμορφα». Η Δανάη ένιωσε την ανάσα του να κόβεται. Ο Φαέθων ασυναίσθητα είχε επιταχύνει και τα φώτα του Καραβοστάσι φάνηκαν σε μια στροφή.
«Μμμ ανυπομονώ να πάω στο κρεβάτι…», του ψιθύρισε με μια βαθιά λάγνα φωνή χαϊδεύοντας τον με την ανάσα της το λαιμό του, το κορμί του είχε γίνει σαν πέτρινο. «Είμαι τόσο κουρασμένη… », είπε για να τον πειράξει και ίσα που κατάφερε να πνίξει ένα γελάκι. Ένιωθε σαν πιτσιρίκα και αν το καλοσκεφτείς δεν είχαν περάσει και πολλά χρόνια από τότε που ήταν, σκέφτηκε ακουμπώντας πάλι στον ώμο του και κλείνοντας τα μάτια της.
Σαν έφθασαν, οι άλλοι τους περίμεναν μπροστά στην προβλήτα μιλώντας ζωηρά. Ο Φαέθων είχε βρει ξανά το κανονικό ρυθμό αναπνοής του, αλλά φαινόταν κακόκεφος και συνοφρυωμένος. Κατέβηκαν από τη μηχανή, η Δανάη έβγαλε το μικρό κράνος με ανακούφιση και του το δώσε, έπειτα γύρισε και στήριξε το πόδι της πάνω στο κάθισμα της γουρούνας σκύβοντας πάνω του για να “φτιάξει” το δέσιμο του πέδιλου της προτάσσοντας τον ποπό της και κάνοντας το φόρεμα της να σηκωθεί υπερβολικά ψηλά. Ένιωσε κάμποσα βλέμματα να καρφώνονται πάνω της και χαμογέλασε σαρδόνια. Τελικά ίσως να μη διαφέρω και τόσο από την Εύη, σα σφαίρα ήρθε και της καρφώθηκε η σκέψη που έκανε το στόμα της να στραβώσει με απέχθεια. Σηκώθηκε απότομα και προσπέρασε τον άκαμπτο, πορφυρό Φαέθωνα, χαιρέτησε τους άλλους και δηλώνοντας ότι είναι πολύ κουρασμένη κατευθύνθηκε σαν κυνηγημένη προς το σκάφος. Ήταν έξαλλη με τον εαυτό της. Τι προσπαθούσε ν΄αποδείξει και σε ποιον; Μα εκείνο που την έκαιγε περισσότερο και ας αρνιόταν να το ομολογήσει ήταν αν το ενδιαφέρον του Φαέθωνα ήταν αληθινό, ή τη δούλευε ψιλό γαζί; Κι αν ήταν, για πόσο θα κρατούσε; Θα της έφθανε μια σύντομη καλοκαιρινή περιπέτεια; Ο Μαρκ είχε δίκιο χρειαζόταν ένα σύμμαχο, έναν άνθρωπο να την προστατέψει από το να πληγωθεί ακόμη μία φορά. Ουφ γιατί έπρεπε να τα παίρνει όλα τόσο σοβαρά; αναρωτήθηκε καθώς την έπαιρνε ο ύπνος.