Η αίθουσα δεν ήταν μεγαλύτερη από ένα γήπεδο μπάσκετ επαρχιακής ομάδας. Τα φώτα ήταν χαμηλωμένα, αρκετά μεν ώστε να σου δημιουργείται η αίσθηση ότι κάτι μοναδικό συμβαίνει, αλλά όχι τόσο ώστε να μη βλέπεις τον διπλανό σου. Η ζέστη θεσπέσια. Τα καθίσματα παρατεταγμένα το ένα πίσω από το άλλο, σε γραμμές των οχτώ ή τεσσάρων. Ήταν όλα τους κατειλημμένα από κουστουμαρισμένους άντρες και γυναίκες με βραδινές τουαλέτες.
Η μουσική ταξίδευε παντού. Τα δάχτυλα με τα βαμμένα νύχια χτυπούσαν τις νότες με ταχύτητα, χωρίς δισταγμό, χωρίς να χάνεται ο ρυθμός.
Η Φραν έπαιζε πιάνο από οχτώ χρονών. Δεν ήταν δική της επιλογή. Της άρεσαν τραγούδια ποπ και ροκ, αλλά όχι η κλασική μουσική ή όλα τα άλλα που τραγουδούσαν στο ωδείο. Οι γονείς της επέμεναν. Πιάνο, αγγλικά, γαλλικά και για «λίγη αγοραία διασκέδαση» -έτσι της το ανέφεραν και έτσι έλεγαν σε όλους τους γνωστούς τους- θα μάθαινε τένις. Η Φραν είχε αντιδράσει σε όλα, δεν της άρεσαν οι ξένες γλώσσες, δεν της άρεσε το τένις και σίγουρα όχι το πιάνο. Απλά δεν της άρεσε. Δεν γούσταρε. Προτιμούσε τις ηλεκτρικές κιθάρες, αν έπρεπε να διαλέξει ένα μουσικό όργανο, όπως προτιμούσε τις ιστορίες του Στίβεν Κινγκ από λογοτεχνία, παρά οτιδήποτε άλλο της έλεγαν να διαβάσει.
Όμως, εν τέλει δεν είχε άλλη επιλογή.
Αυτό που δεν περίμενε σίγουρα η ίδια η Φραν, ήταν πόσο πολύ θα προόδευε στο πιάνο. Δεν την πίεσαν περισσότερο οι δικοί της -αν και υπήρχε μια αόριστη απειλή στα βλέμματα που της είχαν ρίξει την πρώτη φορά που ο δάσκαλός της τους ενημέρωσε για τα πάμπολλα λάθη που έκανε. Σταδιακά, καθώς εξερευνούσε τη «βασίλισσα των μουσικών οργάνων» (όπως ήταν γνωστό το πιάνο), οι μελωδίες άρχισαν να της γίνονται οικείες, να τις αποδέχεται και να θέλει να μάθει κι άλλες κι άλλες, όλο και πιο πολλές. Το σπίτι γέμιζε με ήχους που έμπλεκαν συναισθήματα μέσα στις φωνητικές χορδές ερωτευμένων νεράιδων.
Η Φραν περνούσε πολύ χρόνο στο δωμάτιο που είχαν διαμορφώσει οι γονείς της για τα μαθήματα μουσικής. Ερχόταν από το ιδιωτικό σχολείο, τσιμπούσε λίγο φαγητό και πήγαινε αμέσως να παίξει. Τα μαθήματα τα παραμέλησε, ενώ στο σχολείο οι δάσκαλοί της έκαναν παράπονα στους γονείς της Φραν για τους βαθμούς της. Μόνο ο δάσκαλος και αργότερα ο καθηγητής της μουσικής επέμεναν ότι η Φραν θα έπρεπε να κυνηγήσει μια καριέρα παίζοντας πιάνο. Οι γονείς δεν ήταν σίγουροι αρχικά, αλλά, όταν είδαν πόσο είχε ξετρελαθεί η Φραν με το πιάνο και όταν κατάλαβαν τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό, τι δόξες θα μπορούσε να φέρει η κόρη τους, συμφώνησαν και φρόντισαν ώστε οι εκπαιδευτικοί της Φραν να μην έχουν ξανά παράπονα.
Ένα ζήτημα που τόνισαν πολύ οι εκπαιδευτικοί, ήταν και η απομάκρυνση της μικρής από τις παρέες της. Ενώ στις πρώτες τάξεις είχε ενταχθεί σε μια ομάδα άλλων κοριτσιών, ξαφνικά άρχισε να απομονώνεται, έχοντας πάντα μαζί της ένα τετράδιο ή βιβλίο μουσικής. Επίσης, στα περισσότερα διαλείμματα δεν έτρωγε, παρά καθόταν σε ένα παγκάκι και μελετούσε. Όλα τα βιβλία και το θρανίο της γεμάτα με πεντάγραμμα και νότες και μουσικά κλειδιά.
Το είχαν συζητήσει μεταξύ τους και μετέπειτα με τη Φραν, αλλά εκείνη είχε πει πως δεν μπορούσε να ασχοληθεί με τους άλλους, γιατί έτσι θα έμενε πίσω στο πιάνο. «Μα, καλή μου» είπε η μαμά «μια δυο φίλες μπορείς να τις έχεις. Δεν θα σε καθυστερήσουν, ούτε…»
«Θέλω να επικεντρωθώ στην μουσική μου. Είναι τόσο κακό αυτό;»
«Όχι, απλά…»
«Εντάξει» είπε ο μπαμπάς. «Εντάξει, Φραν. Πήγαινε να ασχοληθείς με τη μελέτη σου». Κι όταν έφυγε, γύρισε προς τη σύζυγό του «Θα το δούμε. Θα αλλάξει γνώμη, πού θα πάει;»
Αλλά η Φραν δεν άλλαξε γνώμη. Συνέχιζε να παίζει και αργά τις νύχτες, έβρισκε λίγο χρόνο για να διαβάσει Στίβεν Κινγκ.
Στο ωδείο τα πράγματα γίνονταν ολοένα και ευνοϊκότερα όσον αφορά τα μαθήματα. Βέβαια και εκεί οι δάσκαλοι εξέφρασαν το παράπονο πως η Φραν ήταν απόμακρη, αλλά οι γονείς τα μπάλωσαν.
Το “πραγματικό” πρόβλημα εμφανίστηκε στην πρώτη εκδήλωση του ωδείου, όπου η Φραν έπρεπε να παίξει ένα μουσικό κομμάτι.
«Όχι» ήταν η πρώτη της απάντηση. «Όχι!» Δεν ήθελε να είναι το επίκεντρο με τίποτα.
Ο δάσκαλός της «Μα Φραν, όλα τα παιδιά θα παίξουν. Είναι μια γιορτή, δεν έχεις να φοβηθείς κάτι. Άλλωστε τα πας εξαιρετικά. Δεν χάνεις ούτε νότα!».
«Όχι, δεν… Όχι. Σας παρακαλώ, όχι!».
Τελικά την έπεισε. Εφόσον εκείνος στεκόταν δίπλα της, θα έπαιζε. Δεν θα κοίταζε το κοινό της.
Η παράσταση πήγε εξαιρετικά. Αλλά η Φραν ήταν πάρα πολύ αγχωμένη τις μέρες και τις ώρες πριν από τη μέρα εκείνη. Οι γονείς της δεν καταλάβαιναν το λόγο, αλλά δεν τους άρεσε που την έβλεπαν έτσι.
Τον επόμενο χρόνο, κλήθηκε ξανά να παίξει.
Το μεθεπόμενο χρόνο, κλήθηκε ξανά.
Δεν ήθελε. Έλεγε πάντα όχι. Στην αρχή. Μετά έλεγε ναι, αλλά το άγχος της δεν το άντεχε. Εκείνα τα βλέμματα πάνω της… Απλά δεν άντεχε τόση προσοχή.
Όταν τέλειωσαν τα μαθήματα, δεν έδωσε ξανά παράσταση. Οι γονείς της δε, ξέροντας πως η κόρη τους ήταν ενήλικη πλέον και πως δεν θα άφηνε το πιάνο, έφυγαν για λίγο καιρό για το εξωτερικό. Ήθελαν να της αφήσουν χρόνο, ούτως ώστε να είναι έτοιμη όταν θα έπρεπε να κυνηγήσει την καριέρα της.
Με το δάσκαλο του πιάνου από το ωδείο κράτησε επικοινωνία και όλα έβαιναν καλώς. Μέχρι που εκείνος της πρότεινε να παίξει ξανά δημοσίως κι ας μην ήταν εκεί οι γονείς της. Της είπε πως είχε έτοιμη την αίθουσα, πως εκεί θα έδινε και ο ίδιος παράσταση.
Η Φραν ήξερε πως δεν θα το απέφευγε. Καθόταν στο σκαμπό στην αίθουσα του σπιτιού που έπαιζε πιάνο. Η σκέψη της ψυχικής εξουθένωσης ήταν τόσο έντονη… Όλοι εκείνοι οι άνθρωποι να την κοιτάνε.
Είπε ναι.
Είχε άγχος πριν τη μέρα της παράστασης, αλλά τελικά βρήκε τρόπο να το τιθασεύσει.
Και να την τώρα, να παίζει άνετα, χωρίς στρες.
Οι γονείς της ήταν περήφανοι. Το ίδιο και ο δάσκαλός της. Βρίσκονταν στην πρώτη σειρά.
Κι η Φραν έπαιζε, φορώντας το αγαπημένο κοντό φόρεμά της.
Δεν κοιτούσε το κοινό της, παρά μόνο τα πλήκτρα. Αγαπούσε τις μελωδίες που έπαιζε και το πιάνο ακολουθούσε τη ροή των σκέψεων και των συναισθημάτων της.
Ούτε το κοινό της την κοίταζε, όμως. Ήταν όλοι τους νεκροί, σκοτωμένοι από δηλητηρίαση και ακατάσχετη αιμορραγία.
Είχαν όλοι ένα κενό βλέμμα, με μαύρες κόγχες.
Οι βολβοί των ματιών τους ήταν πεταμένοι σε μια σακούλα.
Οι μόνοι που είχαν αποκτήσει μια πολύ άσχημη όψη ήταν οι γονείς της Φραν, που είχαν πεθάνει εδώ και καιρό. Από τότε που έφυγαν για το εξωτερικό.
Τάκης Κομνηνός
——————————————————————————————————
Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/