Ο Πίπης δεν φοβόταν καθόλου. Εδώ δεν έτρεμε την μάνα του, όταν του έβαζε τις φωνές που ξεχνιόταν με το κοπάδι στην πλαγιά, ενώ αυτή περίμενε ν΄αρμέξει το γάλα! Τι να του κάναν τρεις Γερμαναράδες; Μπορεί να στάθηκε άτυχος και να σκόνταψε πάνω τους, αλλά δε θα άφηνε την μοίρα να κάνει κουμάντο. Μόλις προχθές έκλεισε τα δεκαεπτά και δεν πρόλαβε να το γιορτάσει. Άσε που έπρεπε να εντοπίσει τον προδότη, γιατί πώς αλλιώς έμαθαν οι δεσμώτες του ότι μέσα στο καλάμι του είχε προκηρύξεις! Αν δεν τις ‘βρίσκαν, αυτός θα συνέχιζε να ισχυρίζεται πως έβοσκε τις κατσίκες του, όπως είχε κάνει και πριν δυο βδομάδες σε προηγούμενο μπλόκο και την είχε γλυτώσει.
Με άλλους πέντε συντοπίτες, τους τρεις τους ήξερε ήταν απ’ το δίπλα χωριό, τους φόρτωσαν στο καμιόνι και τους πήγαιναν για ανάκριση. Τα χέρια τους είχαν δέσει πρόχειρα οι κατακτητές και είχαν βάλει έναν να τους φιλά στην καρότσα. Τον είχε κόψει όμως ο Πίπης, κοιμόταν όρθιος. Πιο πολύ τον ανησυχούσαν οι δυο Γερμανοί στην καμπίνα του οδηγού. Τους άκουγε που μιλάγανε στο δρόμο, ήταν ο μόνος που καταλάβαινε την γλώσσα τους. Γι’ αυτό και γυάλισε το μάτι του, μόλις άκουσε τον προορισμό τους: η Σκάλα.
Συνειδητοποίησε πως δεν τους ένοιαζε να αποσπάσουν καμιά ομολογία, ήταν γι’ αυτούς πιο γρήγορο και αποτελεσματικό να τους εκτελέσουν αμέσως! Παραδειγματισμός για τους επόμενους. Το είχε έτοιμο το σχέδιο στο μυαλό του ο Πίπης, ήταν προετοιμασμένος για αυτήν την εξέλιξη. Σιγά-σιγά και κάνοντας νοήματα στους υπόλοιπους, κατάφερε να μετακινηθεί προς την άκρη του αμαξώματος. Ήξερε κάθε πετραδάκι αυτού του δρόμου. Σε λίγο ήταν η μεγάλη στροφή και η ευκαιρία που περίμενε. Πριν μια βδομάδα, περνώντας απ’ το σημείο για την βρύση, συνάντησε ένα ζευγάρι θαλασσινά μάτια που του κλέψαν την καρδιά. Η κόρη του παπά, η Σουλτάνα, είχε το πιο καθάριο βλέμμα που αντίκρισε ποτέ. Άλλη μια φορά στις κορυφές του Αίνου, τον είχε κοιτάξει στα ίσα ένας αετός και είχε νιώσει ακριβώς το ίδιο: γλυκιά ανατριχίλα με παντοδυναμία αντάμα. Από τότε όποτε ανέβαινε ως εκεί, το επιβλητικό πτηνό που αρχόντευε σε ουρανό και γη, τον περίμενε. Του είχε δώσει και όνομα, Γεράσιμο! Λες και τον φύλαγε, σαν τον Άγιο!
Τώρα είχε έρθει η ώρα του, όλα ή τίποτα! Το αισθάνθηκε, να προστατέψει αυτός, την ομορφιά που ήθελε να καμαρώνει κάθε μέρα: την Σουλτάνα του! Να αναπνέουν μαζί, να ζει ο ένας για τον άλλο. Είχε ήδη ενημερώσει την μάνα του να στείλει προξενιά, είδε πως τον «καλούσε» η κοπέλα με την αέρινη κορμοστασιά της. Μοναχοπαίδια και οι δυο τους, θα έπαιρνε το πιο αμφιθεατρικό χωράφι και θα έχτιζε το σπίτι τους σε λίγο που θα τελείωνε ο πόλεμος. Δεν το ήθελε μεγάλο, αλλά επιθυμούσε διακαώς να αγναντεύει γη και ανθρώπους, ως την Βάλτα! Η φωλιά τους και το παρατηρητήριό του ταυτόχρονα! Δε χόρταινε να περπατά και να ρουφά τον αέρα του ορεινού όγκου, την αναπνοή της ελάτης με το βαθύ πράσινό της χρώμα, που δεν σταμάταγε αλλά βαφόταν γαλάζιο, βουτώντας στην ακτή!
Οι σκέψεις του, τα ξυπνητά όνειρά του, ήταν το κίνητρό του. Είχε άπειρα να κάνει και τον περιμένανε άλλα τόσα, η ζωή ξεδιπλωνόταν σαν άγραφο διαγώνισμα μπροστά του! Σχεδόν την άκουσε να του φωνάζει όπως η δασκάλα που είχε στο σχολείο. Για πότε σάλταρε, ούτε ο ίδιος κατάλαβε, μόλις πάτησε φρένο ο οδηγός, κόβοντας ταχύτητα για την απότομη στροφή. Μάζεψε το σώμα του κουβάρι και τσούλησε όλο τον κατήφορο μέχρι να αντιδράσουν οι δεσμώτες του. Είχε πέντε μέτρα στέρφο έδαφος και μετά θα χανόταν στην αγκαλιά της βλάστησης. Άκουσε τους πυροβολισμούς, ένιωσε στον ώμο του το κάψιμο αλλά δεν σταμάτησε. Ήξερε κάθε μονοπάτι, όλα τα χαντάκια, τις εσοχές της πλαγιάς σαν την παλάμη του. Θα έφθανε σε λιγότερο από τρεις ώρες στην κρυψώνα που είχε υπόψιν του και θα λούφαζε μέχρι να νυχτώσει τελείως. Μετά θα πήγαινε στους συντρόφους του. Στο κρησφύγετο δε θα τον έβρισκαν ποτέ. Και έτσι έγινε. Ο τραυματισμός στον αριστερό ώμο ήταν επιπόλαιος, ένα ξώφαλτσο βαθύ γδάρσιμο. Ήδη είχε βάλει στην πληγή αγριοψιθιά να σταματήσει την αιμορραγία. Χώθηκε στην σπηλιά και περίμενε να βγει το φεγγάρι. Μάλλον τον πήρε και ο ύπνος για λίγο, τον ξύπνησαν τα γαβγίσματα που πλησίαζαν. Πετάχτηκε, άρχισε να τρέχει, τους σκύλους τους φοβόταν πιότερο. Μπορούσαν να εντοπίσουν τα ματωμένα ίχνη του ευκολότερα απ’ τους άνδρες που είχαν μολάρει στο κατόπι του.
Τα τετράποδα ζώα τον εγκλώβισαν. Τα δίποδα τον εκτέλεσαν επί τόπου. Η χαριστική βολή αντήχησε ως τα πέλαγα. Η τελευταία εικόνα που σκλάβωσε την ματιά του στιγμιαία, ήταν ο αετός του, ελεύθερος και δυνατός να πετά από πάνω του. Το μεγαλειώδες πουλί πήρε το έσχατο βλέμμα του 17χρονου μαζί του και το απίθωσε στοργικά στο σκουρόχρωμο πτέρωμά του. Μετά προσγειώθηκε στην κόχη του βράχου δίπλα στο άψυχο κορμί. Η διαπεραστικό κραυγή του θηριώδες πτηνού και οι χαμηλές πτήσεις του, ήταν ο λόγος που την άλλη μέρα εντόπισαν γρήγορα οι δικοί του το νεκρό σώμα του εφήβου.
Αμέσως, μ’ ένα θρόισμα των φτερών του, το αρπακτικό βρέθηκε στην ψηλότερη βουνοκορφή, όπου άφησε το πνεύμα του παιδιού να πλανάται αθάνατο. Οι αληθινοί ήρωες πάντα πεθαίνουν και πάντα παραμένουν αγέραστοι. Θυσιάζουν την ζωή τους, μα όχι την ελευθερία τους! Οι απόγονοι τους τιμούν, για όσα οι ίδιοι χαίρονται επειδή αυτοί τα στερήθηκαν: το γλυπτό του χαλύβδινου αετού στην Κεφαλονιά, στέκει περήφανο σε εκείνη την μοιραία στροφή. Κουβαλά αγόγγυστα στην μυώδη πλάτη του την βαριά μνήμη, γραπώνει στα γαμψώνυχά του σφικτά την ιστορία. Ατενίζοντας θρασύτατα τον ουρανό, δε θ’ αφήσει κανέναν περαστικό να ξεχάσει. Ποτέ.
Μαρίτσα Καρά
