,

Παραμύθι υπό το Σεληνόφως

Είμαστε φτιαγμένοι από αστερόσκονη. Κάτι τέτοιες νύχτες το καταλαβαίνω. Αστρική σκόνη που ταξιδεύει στο χώρο και το χρόνο. Περιπλανιόμαστε αιώνια στο Σύμπαν. Η υλική μας υπόσταση μας βαραίνει. Δεν αφήνει την ψυχή μας να πετάξει να ενωθεί με το θείο. Εκεί όπου δεν υπάρχει αρχή και τέλος, παρά μια αέναη κίνηση. Όλα κινούνται ασταμάτητα, στροβιλίζονται και εσύ αναφωνείς με αγωνία «Σταματήστε τη γη να κατέβω! Σταματήστε το χρόνο!». Τίποτε όμως δε μένει στάσιμο. Και εγώ ζαλισμένη γέρνω το κεφάλι στο πουπουλένιο μαξιλάρι των σύννεφων. Κλείνω τα μάτια να ονειρευτώ κάτω από το ακοίμητο φως του φεγγαριού, ενώ ο άνεμος κουνάει απαλά τη σαρμανίτσα μου και ψιθυρίζει ένα γλυκό νανούρισμα στο αυτί μου. «Κοιμήσου μικρό μου και η τύχη σου δουλεύει».

Ακολουθώ το ασημένιο μονοπάτι του φεγγαριού νυχοπατώντας για να μην ξυπνήσω. Να ζήσω μέσα στα όνειρα αυτά που δεν μπορώ στον ξυπνητό μου.

Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να ονειρευτώ, πως πηγαίνω στο σχολείο, γίνομαι παιδί μικρό και τον ουρανό κοιτώ, τα άστρα ένα ένα τα μετρώ. Γιατί μόνο ένα παιδί μπορεί να μετρήσει τα άστρα. Και μόλις τελειώσει το μέτρημα, απλώνει τα χέρια του, τα μαζεύει στις χούφτες του και τα φέρνει στο πρόσωπό του. Το πρόσωπο με μιας λάμπει, ακτινοβολεί και φωτίζεται η ανθρωπότητα. Φυσά τότε μέσα στις χούφτες του και τα αστέρια γίνονται σκόνη και σκορπίζονται στη θάλασσα φτιάχνοντας ένα μονοπάτι για να βαδίσουν τα όνειρα χέρι-χέρι με τη φαντασία. Και το παιδί χαμογελά και ζεσταίνεται η πλάση. Οι νεράιδες κάνουν κύκλο και χορεύουν πάνω στο νερό. Τα μαλλιά τους από φύκια κυματίζουν στον άνεμο και το παραμύθι αρχίζει.

Μια φορά και ένα καιρό, ήταν ένα κοριτσάκι που δεν ήθελε να μεγαλώσει. Όταν είδε το πρώτο αίμα έκλαψε πικρά και ορκίστηκε στο φεγγάρι πως δε θα αφήσει την ψυχή της να μεγαλώσει ποτέ. Και τα χρόνια περνούσαν και κρατούσε καλά κρυμμένο το μυστικό της.

Και ήρθαν χρόνια δύσκολα και η πραγματικότητα επιτέθηκε βάναυσα στην παιδική ψυχή. Τη χλεύασε, τη βασάνισε ανελέητα και την έκλεισε σε βαθύ μπουντρούμι, αλλά αυτή κατάφερνε πάντα να δραπετεύει με σύμμαχο και ελευθερώτρια τη φαντασία. Καλπάζοντας στη ράχη της, η ψυχή του μικρού κοριτσιού πέταγε πάνω από τοίχους και φυλακές, ενώ το σώμα της γυναίκας παρέμενε στους γκρίζους τοίχους ενός γραφείου φορώντας τη μάσκα της σοβαρότητας, πίσω από την οποία έκρυβε το αυθάδικο πρόσωπο του παιδιού που έβγαζε με αναίδεια τη γλώσσα στον καθωσπρεπισμό.

Και αφού η πεζή πραγματικότητά δεν κατάφερε να υποδουλώσει την ψυχή του κοριτσιού με τη βία, άλλαξε μεθόδους και χρησιμοποίησε ένα πιο δραστικό όπλο, το χρόνο. Ο πανδαμάτωρ χρόνος, τίποτα δε γλιτώνει στο πέρασμά του. Και έτσι περνώντας ο καιρός, το κορίτσι ξέχασε τον όρκο του στο φεγγάρι. Η παιδική ψυχή άρχισε να μαραζώνει. Το κλάμα της  δεν έφτανε στα αυτιά της γυναίκας. Η φαντασία της στέρεψε. Έπαψε πια να ονειρεύεται και το παραμύθι χάθηκε.

Τώρα που η πραγματικότητα δεν έβρισκε πια αντίσταση στις επιθέσεις της, προχωρούσε ακάθεκτη. Η ζωή της γυναίκας αφού ξεπέζεψε από το άτι της φαντασίας, έγινε πεζή. Τώρα πια υπήρχαν μόνο υποχρεώσεις, ευθύνες, καθήκοντα. Ανοχύρωτη πλέον στην υποκρισία και την κακία του κόσμου έψαχνε διέξοδο σε ψυχαναλύσεις, γιόγκα, διατροφές και εναλλακτικές θεραπείες.

Το φεγγάρι όμως δεν είχε ξεχάσει τον όρκο. Μια νύχτα σαν και αυτή λοιπόν που φώτιζε ολόγιομο, η γυναίκα σήκωσε το κεφάλι από τα γκρίζα κατάστιχα της καθημερινότητάς της και το αντίκρισε σε όλο του το μεγαλείο. Και καθώς, ως γνωστόν, τα παραμύθια και τα θαύματα συμβαίνουν μια βραδιά με πανσέληνο, έτσι και τότε η γυναίκα ένωσε μια παράξενη ελαφράδα στο κορμί και την ψυχή της. Το φεγγάρι έριξε μια ασημένια κλωστή, η γυναίκα έπιασε την άκρη της και άρχισε να την ακολουθεί ώσπου συνάντησε την ψυχή της να κείται βαριά άρρωστη. Τότε τα σύννεφα που σκότιζαν το νου της διαλύθηκαν και θυμήθηκε τον όρκο της στο φεγγάρι. Έσκυψε πάνω από την ετοιμοθάνατη ψυχή της και αναλύθηκε σε δάκρυα θρηνώντας τη χαμένη της παιδικότητα. Τα δάκρυα κυλώντας από τα μάγουλα της έπεσαν πάνω στην ψυχή. Η ψυχή άνοιξε τα μάτια και της χαμογέλασε.

Τότε η γυναίκα πήρε χαρτί και μολύβι και άρχισε να γράφει. Έβαλε μέσα στα γραφτά της την παιδική της ψυχή και έτσι την κράτησε καλά προστατευμένη για πάντα.

Γιώτα Μάνου

Απάντηση


%d