,

Ειρήνη υμίν

Η Ειρήνη κρατήθηκε πάνω του γερά. Έπρεπε να χάσει τον πατέρα της για να βρει τον «επόμενο», να τον βάλει στην ίδια θέση στην καρδιά της. Η απώλεια του προστάτη της, της στοίχισε πολύ. Η δίδυμη αδελφή της, όντως πιο δυναμική, δεν καταρρακώθηκε τόσο. Ή έστω δεν το έδειχνε. Αυτή δεν είχε πού να κοιτάξει, πού να γείρει. Έσερνε τα βήματά της στο σαρανταήμερο μνημόσυνο μακριά απ’ τον τάφο που παρακαλούσε να ανοίξει να τον ξαναδεί! Τότε παραπατά και πέφτει πάνω στον Άρη, που την συγκρατεί, την σηκώνει όρθια, λες και την περίμενε.

Τον κοίταξε καλά-καλά, αμυδρά τον θυμήθηκε. Παλιός γνώριμος του μπαμπά της, αρκετά μικρότερός του βέβαια. Με πολύ κοντινούς τρόπους και συμπεριφορά. Αρχοντάνθρωπος εξίσου, στο πιο σύγχρονο. Σχεδόν αρχαίος Θεός! Όχι του πολέμου, όπως παρέπεμπε το βαπτιστικό του, μα της πραότητας, της γαλήνης που έρεε ελεύθερη από τα γαλάζια μάτια του.

Δειλά και θαρραλέα ταυτόχρονα, την προσέγγισε ο Άρης. Διαζευγμένος πολλά έτη, με ένα ενήλικο γιο. Χωρίς υποχρεώσεις, της διέθεσε τον χρόνο του και την ανοικτή αγκαλιά του. Δε ζητούσε κάτι διαφορετικό εκείνη την στιγμή η Ειρήνη. Σίγουρη για τον άνθρωπό της, αφέθηκε. Ζάχαρη και μέλι, κύλησε ο πρώτος μήνας σχέσης τους. Όσο γλυκά ξεκίνησε, άλλο τόσο συνέχιζε, σιγόβραζε και έδενε το σιρόπι. Ανέσαινε ο ένας για τον άλλον. Ο Άρης μπορεί να ήταν προσωρινά άνεργος, αλλά την φρόντιζε, της φερόταν σαν αρχόντισσα. Και αυτή, όταν βγαίναν έξω, με τρόπο τού γλιστρούσε την κάρτα της για να πληρώσει εκείνος. Δεν ήθελε να τον φέρει σε δύσκολη θέση. Θα έβρισκε σύντομα δουλειά, έπρεπε να συνέλθει και ο ίδιος απ’ το χαστούκι της χρεωκοπίας! Μόλις πέρσι αναγκάστηκε να κλείσει το οικογενειακό τους εστιατόριο που λειτουργούσε για είκοσι συναπτά έτη. Εκεί όφειλε να του σταθεί η Ειρήνη.

Στο εξάμηνο επάνω, δεν άντεχε λεπτό ο ένας μακριά απ’ τον άλλον. Ψιθύριζαν ερωτόλογα και σφικτοδένανε τα δάκτυλά τους περπατώντας, σαν μαθητούδια! Σμίγανε σκανδαλιάρικα και μαζί τους στα σκεπάσματα χώθηκαν οι πρώτες κουβέντες περί συγκατοίκησης. Η Ειρήνη έμενε στο πατρικό, τεράστιοι χώροι που την στοιχειώνανε ακόμα! Το σπίτι του Άρη ήταν κληρονομιά, η μόνη που είχε μείνει στο όνομά του. Παλιά ισόγεια μονοκατοικία 80 τετραγωνικών, με ένα κυρίως δωμάτιο. Ασοβάτιστη, με ξεχαρβαλωμένα τα μισά παντζούρια, απεριποίητη, με τον κηπάκο γεμάτο θεόρατα χορτάρια. Μια μεγάλη ζούγκλα με ένα μικρό οίκημα, πού να στεγάσει τόσο ανθισμένα αισθήματα; Έλα όμως που έπρεπε να στριμωχτούν κάπου! Με δική της πρωτοβουλία πήρε στεγαστικό δάνειο και διέθεσε όσες οικονομίες είχε μαζέψει μετά από εικοσιπέντε χρόνια δουλειάς. Εντατικά ξεκίνησαν οι εργασίες ανακατασκευής. Ευτυχώς οι γνωριμίες της, τη βοήθησαν. Η άμεση ανταπόκριση μηχανικών και πολεοδομίας, μετέτρεψαν την τρύπα σε βιλίτσα μέσα σε τρεις μήνες. Ο πρώτος όροφος έγινε ανεξάρτητο διαμέρισμα για τους ίδιους και το ισόγειο, γκαρσονιέρα για μελλοντική ενοικίαση.

Η στιγμή που κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου, περάσαν το κατώφλι, έφερε τόσο έντονη ανατριχίλα, λες και την χτύπησε ρεύμα την Ειρήνη. Έβαλε τα κλάματα από χαρά, πρώτη φορά στην σαραντάχρονη ζωή της! Η μοίρα όμως ξαναχτύπησε τον Άρη της. Η αδελφή του η Μαρία, στον μήνα έχασε τον άνδρα της σε τροχαίο. Όσο και να τρέξανε, δεν μπορέσαν οι γιατροί να τον σώσουν. Η χήρα, κατέληξε στο σπίτι του ισογείου μαζί τους. Έπρεπε να την στηρίξουν, σειρά της Ειρήνης να συνδράμει, όπως βρήκε αυτή συμπόνοια και κατανόηση στην οικογένεια του Άρη.

Από την αρχή της συγκατοίκησης, υπήρχαν μικροπροβλήματα. Μάλλον κλασσικά σε τέτοιες περιπτώσεις. Γυρνούσε σπίτι μετά τη δουλειά η Ειρήνη, έχοντας πρωί-πρωί απλώσει την μπουγάδα τους στα σκοινιά του μπαλκονιού. Έβρισκε τα βρεγμένα ρούχα της Μαρίας στη θέση τους και τα δικά τους παραχωμένα στην απλώστρα του ισογείου.

«Έλα σιγά, είχαν μισό-στεγνώσει και της είπα να τα φέρει πάνω», απάντησε ο Άρης.

Την επόμενη, μαγείρευε από βραδύς για την άλλη μέρα και στο σχόλασμα, δεν υπήρχε παρά μισό πιατάκι για αυτήν, το είχαν φάει τα αδέλφια.

«Ε, πείνασε και δεν είχε διάθεση απ’ την στεναχώρια της να φτιάξει φαγητό, γι’ αυτό της είπα να ανέβει να φάμε παρέα».

Δεν πολυέδινε σημασία η Ειρήνη. Τα είχε περάσει και αυτή με την δική της απώλεια.

Μόνο μια φορά της κακοφάνηκε πάρα πολύ. Δε βρήκε στη θέση της την κορνίζα με την φωτογραφία του μακαρίτη μπαμπά της.  Τον είχε αντικαταστήσει ένα ολοστρόγγυλο παρδαλό βάζο.

«Είδες, μας σκέφτηκε και μας αγόρασε δώρο, μόλις της μεταβιβάστηκε η μειωμένη σύνταξη του συγχωρεμένου του άνδρα της! Με τα χεράκια της το τοποθέτησε εκεί, δεν ήθελα να της το χαλάσω. Πρέπει να πάμε παρακάτω».

Δεν είπε κουβέντα, είχαν περάσει σχεδόν δυο χρόνια, επιβαλλόταν να αφήσει πίσω της το παρελθόν, το μέλλον ήταν εδώ! Αν και δεν περίμενε να ήταν πόσο επεμβατική η μελλοντική κουνιάδα της, δεν της χαλούσε την ευτυχία που βίωνε.

Άλλωστε κόντευε καλοκαίρι. Θα έπαιρνε τον καλό της αγκαζέ και ο Αύγουστος θα τους έβρισκε αγκαλιά στο αγαπημένο της νησί, τον τόπο καταγωγής της. Εκεί θα φώτιζε την όποια σκιά ο λαμπερός ήλιος της Μυτιλήνης. Λίγο πριν αναχωρήσουν, ο Άρης έπιασε με ημιαπασχόληση δουλειά σε ένα καφέ. Της έλεγε πόσο δημιουργικός αισθάνθηκε ξανά, πόσο βοηθούσε με τις ιδέες του στην κουζίνα, πως αν συνέχιζε έτσι θα γινόταν και μόνιμος συνεργάτης. Δεν μπορούσε να πουλήσει το αφεντικό ολόκληρο μήνα για να κάνει διακοπές! Ίμως του είχε ξεκαθαρίσει, βρέξει-χιονίζει την πρώτη βδομάδα του Σεπτέμβρη θα έπαιρνε την άδειά του. Μπορούσε να κατέβει νωρίτερα στην Λέσβο η Ειρήνη, άλλωστε δε θα ήταν μόνη. Αντί να πάει στο εξοχικό της στην Πλαγιά, θα έμενε με την αδελφή της στο Πλωμάρι. Στεναχωρήθηκε βέβαια, αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Χίλια τα δίκια του ήταν. Είχαν όλα τα καλοκαίρια μπροστά τους, ας έκανε φέτος υπομονή!

Έφθασε με μισή καρδιά στα μέρη της, ήξερε όμως πως όλα θα φτιάξουν. Τα τηλέφωνά τους είχαν πάρει φωτιά, μιλούσαν άπειρες φορές μες στην πρώτη βδομάδα. Έσκαγε η Ειρήνη, λες και ήταν μικρό παιδί ο Άρης, τι θα φάει, τι θα πιεί, αν όλα πήγαν καλά στην νέα του δουλειά. Την καθησύχαζε, ο εργοδότης ήταν παλιός του φίλος. Στο σπίτι τους ήταν η Μαρία, δεν είχε λόγο να ανησυχεί.

Μόλις το δεύτερο Σάββατο αραιώσαν οι κλήσεις από μεριά του. Τον καλούσε η Ειρήνη το πρωί, την έπαιρνε πίσω το βράδυ. Ή και την άλλη μέρα! Απλώς της έστελνε στο ενδιάμεσο ένα ξερό, δήθεν απολογητικό μήνυμα. Κάπως έτσι, με μισές κουβέντες έφθασε το ξημέρωμα της άφιξής του, η Ειρήνη του είχε βγάλει το εισιτήριο. Σχεδίασε εντατικό πρόγραμμα με παραλίες και αξιοθέατα, πού θα τον πήγαινε, τι να πρωτοπρολάβαινε να του δείξε σε έξι μέρες! Γι’ αυτό το μπουκάλι το κρασί ήδη πάγωνε στο ψυγείο! Κατέβηκε από την λαχτάρα της, νωρίς στο λιμάνι και περίμενε. Κράταγε μια χάρτινη σακούλα με μοσχομυριστή πίτα, ενώ είχε φτιάξει και μαλλί. Φορούσε το αέρινο πράσινο καφτάνι της, το αγαπημένο του χρώμα, είχε μαυρίσει αρκετά, ήταν μια κούκλα. Στημένη σε βιτρίνα, ή καλύτερα στην αποβάθρα, όπως αποδείχθηκε. Περίμενε. Και παρέμεινε ακλόνητη στην θέση της μέχρι που βγήκε και ο τελευταίος επιβάτης. Τότε έπιασε το κινητό της λες και όπλιζε περίστροφο!

Ο Άρης δεν απαντούσε. Πανικοβλήθηκε! Την πήρε μετά από ώρα.

«Δεν μπόρεσα να έρθω, τελευταία στιγμή κάτι έτυχε. Ούτε αύριο μπορώ, μετά τι να κάνω τόσο ταξίδι για τρεις μέρες, όταν επιστρέψεις θα τα πούμε» και της το έκλεισε!

Θα είχε φύγει νωρίτερα απ’ το προγραμματισμένο, αεροπορικώς, αλλά δεν την άφησε η αδελφή της. Μέσα της μετάνιωνε βέβαια κάθε στιγμή όσο και να της πήρε τα αυτιά η κατά πέντε λεπτά μεγαλύτερή της:

«Τι θα γίνει αν χαλάσεις την άδειά σου, θα την φας στην Αθήνα και ο Άρης θα δουλεύει;»

Έξι μαρτυρικά βράδια πέρασε η Ειρήνη και την έβδομη μέρα έφθασε Πειραιά. Σαν τρελή μπούκαρε στο πρώτο ταξί για την φωλίτσα τους στον Χολαργό. Κατέβηκε, πλήρωσε και πήγε να ξεκλειδώσει την καγκελόπορτα. Το κλειδί της δεν την άνοιγε! Κοίταξε το μπρελόκ της, μην έκανε λάθος απ’ την βιασύνη της. Ξαναδοκίμασε, ίσως ήθελε λάδωμα. Αυτό ήταν το πρώτο σοκ. Το δεύτερο ήρθε μόλις σήκωσε το βλέμμα και είδε εκτεθειμένα στον κήπο βαλίτσες και τα έπιπλά της. Στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο, μόνο αυτά την περιμένανε ανυπόμονα αντί του Άρη! Του τηλεφώνησε. Παραδόξως απάντησε αμέσως και της κατάφερε το τρίτο και πιο φαρμακερό χτύπημα. Την ενημέρωσε ψυχρά, σαν να εκφωνούσε δελτίο ειδήσεων, πως το σπίτι ήταν στο όνομά του, ήταν δικό του! Μπορούσε να του πει πού ήθελε να της στείλει τα πράγματά της, το σύνθετο και την κρεβατοκάμαρα. Την ίδια την είχε ήδη «μετακομίσει» όπως αποδείχθηκε!

Σεισμός 8 ρίχτερ διαπέρασε το κορμί της. Το να δώσεις στον σύντροφό σου, μυθικές διαστάσεις είναι το πιο εύκολο. Δικιά σου είναι η ανάγκη άλλωστε να τον ενθρονίσεις τόσο ψηλά. Το να ανταποκριθεί όμως… ακατόρθωτο!  Και ασήκωτο βάρος όταν το δημιούργημα διαλυθεί και σε πλακώσει από εκεί πάνω που τον έχεις βάλει! Τα συντρίμμια ενός ονείρου ζωής την καταπλάκωσαν, της έλιωσαν καρδιά και κορμί.

Βρέθηκε στην μέση του δρόμου, ένιωσε πως πνιγόταν, δεν μπορούσε να πάρει ανάσα καταμεσής της ασφάλτου. Η μοναξιά την ράπισε καταπρόσωπο τόσο βίαια, που αισθάνθηκε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν. Όλος ο κόσμος μέσα της είχε νεκρώσει, το σώμα της δεν την υπάκουε, το μυαλό της απλώς σταμάτησε. Μαζί με την στιγμή που έγινε αιωνιότητα! Ο ήχος της συσκευής στην τσάντα της, λες και την ξύπνησε. Το σήκωσε μηχανικά. Η αδελφή της ήταν, να μάθει αν έφθασε και τι έγινε τελικά…

Δυο μήνες ψυχοθεραπεία με συντηρητική αγωγή, της πήρε για να σηκωθεί απ’ τα πατώματα. Και αγάπη. Πολλή αγάπη με άλλη τόση φροντίδα, από αυτούς που είναι πάντα εκεί και ας τους είχε ξεχάσει η ίδια. Την  δίδυμή της, αυτή ήταν από την αρχή και παραμένει άξια αντικαταστάτρια της πατρικής φιγούρας. Στον οίκο τους επέστρεψε. Τελικά, μερικά «ζευγάρια» στην ζωή δεν σβήνουν ποτέ. Απλώς μεταλλάσσονται για να προσαρμοστούν και να μοιράζονται χαρές και λύπες. Έτσι διπλασιάζονται οι πρώτες και εξαφανίζονται γρηγορότερα οι δεύτερες. Α και όπου δεν πέφτει ράβδος -παρόλο που το ζητά ο οργανισμός και το όνομα του «κυρίου»- ο λόγος ενός καλού δικηγόρου πάντα βοηθά, να μπουν τα πράγματα στην σωστή σειρά, να αποκατασταθούν τα μεγέθη!

Θέλει κόπο και χρόνο να ανακαλύψεις πως το άλλο σου μισό, μπορεί να κρύβεται  μέσα σου. Για να βγει πρέπει να σπάσεις, όσο και να πονά, το καβούκι! Αλλιώς “Ειρήνη” δεν έχει!

Μαρίτσα Καρά

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading