,

Τι θα πει ο κόσμος;

Ήπιε μια γουλιά απ’ τον καφέ της και χαμογέλασε κοιτώντας τα πρώτα μπουμπούκια που είχαν ήδη αρχίσει να “σκάνε” στις αμυγδαλιές έξω απ’ την αυλή της. “Έφτασε κι η άνοιξη…” μονολόγησε. Έτριψε το δεξί της μπράτσο με το αριστερό της χέρι, αυτός ο πόνος πόσα χρόνια την συντρόφευε κι ακόμη δεν τον είχε συνηθίσει. Τόσα χρόνια στα χωράφια, στη σκάφη, στο ζύμωμα… τι να σου κάνουν κι αυτά τα χέρια; Κι αν δεν τα είχε ταλαιπωρήσει και τα χέρια της και το κορμί της η κυρά Μάρω κι όμως ακόμη στα 70 της χρόνια, εκτός απ’ αυτό τον πόνο στα χέρια, δεν είχε για τίποτα άλλο να παραπονιέται για την υγεία της. Εύκολη δεν ήταν η ζωή της, κοιτώντας όμως πίσω στο παρελθόν, καλά τα είχε καταφέρει, “δεδομένων των συνθηκών τουλάχιστον” που έλεγε συχνά πυκνά κι ο δάσκαλος του χωριού. “Πλάκα που την έχει κι αυτός καμιά φορά…” χαμογέλασε η κυρά Μάρω κι ήπιε άλλη μια γουλιά απ’ τον καφέ της. Της άρεσε να απολαμβάνει τον καφέ της στη μικρή της αυλή κάθε πρωί, πριν ξεκινήσει τις δουλειές της. Αυτή η ησυχία, γαλήνευε την ψυχή της.

Στην άκρη του χωριού ήταν το σπιτάκι της και παρότι μικρό και φτωχικό, έλαμπε από καθαριότητα, όχι μόνο τώρα που ζούσε μοναχή, αλλά από πάντα, από τότε που πρωτοήρθε σ’ αυτό τον τόπο. Ούτε 17 δεν ήταν, όταν ήρθε νύφη στο χωριό. Έλαμπε από ευτυχία όταν πρωτομπήκαν σ’ αυτό το σπίτι με τον Γιάννο της. Με τα ίδια του τα χέρια το είχε χτίσει, για να φωλιάσουν εκεί την αγάπη τους. Μικρό, αλλά με αγάπη φτιαγμένη κάθε γωνιά του. Κι εκείνη όμως… μικρό κορίτσι, μα προκομμένη απ’ τις λίγες. Είχε να το λέει η πεθερά της για την νοικοκυροσύνη και την σβελτάδα της. Την αγαπούσε την Μάρω κι εκείνη κι ο άντρας της, ο κυρ Λευτέρης. “Θεός σχωρέστους…” σκέφτηκε κι αυθόρμητα σταυροκοπήθηκε. Την αγαπούσαν κι εκείνοι, αλλά κι αυτή δεύτερους γονείς τους ένιωθε και μέχρι τα τελευταία τους, στα μάτια τους κοιτούσε. Είχαν περάσει πολλά κι εκείνοι… Σάμπως κι αυτή όμως δεν πέρασε; “Τι τα θες; Ό,τι του γράφει του καθενός…” σκεφτόταν πάντα. Και για ‘κείνη η μοίρα είχε γράψει πολλά, με μαύρα, θεοσκότεινα γράμματα…

Ούτε 17 δεν ήταν όταν παντρεύτηκε με τον Γιάννο της. Φτωχός κι εκείνος, όπως κι αυτή, αλλά αγαπήθηκαν πολύ και αποφάσισαν να πορευτούν μαζί. Έθιμο τότε να πηγαίνει το κορίτσι στο μέρος του γαμπρού κι άφησε πίσω της το πατρικό της και τον ακολούθησε. Δίπλα απ’ το σπίτι της μάνας του έχτισε ο Γιάννος το σπιτικό τους. Έτσι γινόταν τότε, στο γιο τα έγραφαν όλα οι γονείς, με την άγραφη υπόσχεση να τους φροντίσει στα γεράματα. Έτσι έγινε και στης Μάρως την οικογένεια, την προίκισαν με ελάχιστα – όσα είχαν και πήγε στο καλό να φτιάξει την δική της οικογένεια. Το σπίτι το πατρικό και τα χωράφια τα πήρε ο αδερφός της, που έμεινε με τους γονείς τους. Έτσι ήταν τότε τα πράγματα, οι γιοι είχαν την αξία, οι κόρες γραμμάτια που έπρεπε να εξοφληθούν μ’ ένα γάμο, κουτσός στραβός, ό,τι κι αν ήταν… Ο γιος συνέχιζε το όνομα, οι κόρες παίρναν του αντρός τους και χανόταν το δικό τους στα βάθη των χρόνων… Τουλάχιστον η Μάρω ήταν τυχερή και παντρεύτηκε αυτόν που διάλεξε κι όχι κάποιον που της όρισαν οι γονείς της. Κι ήταν απ’ τις ελάχιστες που είχαν αυτή την τύχη…

Σύντομα είδε την κοιλιά της να φουσκώνει η Μάρω κι η χαρά και των δυο ήταν μεγάλη! Ακόμη κι όταν είδε πως ήταν κορίτσι, δεν έφυγε το χαμόγελο απ’ τα χείλη του Γιάννου της. “Δεν πειράζει… το επόμενο θα ‘ναι σερνικό!” λέγανε χαμογελαστοί κάποιοι χωριανοί, μα κανείς απ’ τους δυο τους δεν έδινε σημασία. Τους είχε τόσο μαγέψει το χαμογελαστό μωρό με τα τεράστια μάτια, που δεν έδιναν σημασία στα σχόλιά τους. Και πήρε το όνομα Ασημίνα, απ’ τη γιαγιά της, την μάνα του Γιάννου – έτσι γινόταν τότε κι ήταν ένα μωρό όμορφο, ροδαλό και μοσχοβολιστό σαν μπουμπούκι. Και την καμάρωναν οι γονείς της, την καμάρωναν οι παππούδες της, την καμάρωνε και όλο το χωριό για το νάζι και την τσαχπινιά της. “Καλό το θηλυκό, μα κι ένα γιο τώρα…” συνέχιζαν χαμογελαστοί κάποιο χωριανοί. “Άντε… αργεί ακόμη το δεύτερο;” και “Δέκα έπρεπε να είχατε σπείρει ίσα με τα τώρα βρε παιδιά!” και “Θα σε δώκω εγώ ένα βοτάνι να γεννοβολάς μόνο αγόρια, κόρη μου!”… Κι αυτά κι άλλα τόσα έλεγε και ξανάλεγε ο κόσμος κι όση χαρά κι αν είχε η Μάρω με την Ασημίνα της, άρχισε το σκουλήκι μέσα της να την τρώει και να επηρεάζεται και να κατεβάζει το κεφάλι που οι μήνες περνούσαν κι άλλος σπόρος δεν άνθιζε μέσα της. Ο Γιάννος την παρηγορούσε, της μίλαγε γλυκά και της ψιθύριζε πως όλα θα γίνουν, να μην φοβάται και να μην βιάζεται, μα εκείνη μαράζωνε και προσευχόταν πρωί βράδυ για το θαύμα, ένα θαύμα που δεν έμελλε να έρθει ποτέ…

“Ο Γιάννος! Ο Γιάννος της κυρά Ασημίνας!” φωνές – βοές ν’ ακούγονται θαρρείς από παντού. Πετάχτηκε η Μάρω απ’ το σπίτι, πετάχτηκε κι η πεθερά της απ’ το διπλανό κι έμειναν ακίνητες στην πόρτα τους κι οι δυο, χωρίς να έχουν δύναμη να κάνουν ένα βήμα, να προχωρήσουν, να ρωτήσουν, να μάθουν τι είχε συμβεί. Τρέχοντας έφτασαν τα νέα από μια αλαφιασμένη γειτόνισσα που σχεδόν λιποθύμησε στο κατώφλι τους όπως ξεστόμιζε τα νέα. “Ο Γιάννος! Είναι νεκρός! Σκοτώθηκε από κεραυνό!”. Κι άρχισε η κυρά Ασημίνα να ουρλιάζει και να βγάζει άναρθρες κραυγές για τον μοναχογιό της. Κι έπεσε κι η Μάρω στα γόνατα και της κόπηκε η αναπνοή και δεν μπορούσε ν’ αρθρώσει λέξη…

Άσπρισε σε μια νύχτα ο πατέρας του, γέρασε σ’ ένα βράδυ η μάνα του και δίπλα εκεί η Μάρω, μ’ ένα μωρό ούτε δυο χρονών στην αγκαλιά, να σέρνουν τα βήματά τους πίσω από ένα φέρετρο που μέσα είχε κλεισμένο τον άνθρωπο που αγάπησαν πιότερο στη ζωή τους. Ούτε 20 χρονών δεν ήταν η Μάρω όταν έμεινε μόνη της με το παιδί, μα γρήγορα σήκωσε κεφάλι και στάθηκε όρθια στα πόδια της για εκείνο, για εκείνο και για τους δυο γονείς του αντρός της, που μέρα με τη μέρα βυθίζονταν ολοένα και περισσότερο στο πένθος απ’ αυτό τον απρόσμενο θάνατο. Και πήρε τη θέση του Γιάννου στα χωράφια κι όσα κι αν έλεγαν πίσω απ’ την πλάτη τους οι χωριανοί, αυτοί που στην αρχή τάχα σπάραζαν για το κακό που βρήκε την οικογένεια, δεν έκανε πίσω. Της έδειξε όσα μπορούσε ο πεθερός της, που άρρωστος κι αυτός από χρόνια δεν μπορούσε να κάνει πολλά, έβαλε κι αυτή το πείσμα της και τα κατάφερε. Κι έγινε πρώτη στα χωράφια, μόνη της έκανε την περισσότερη δουλειά κι όταν γυρνούσε σπίτι της κατάκοπη, έπαιρνε αγκαλιά την Ασημίνα της και της ψιθύριζε παραμύθια για όμορφες πριγκίπισσες και μαγικές νεράιδες, μέχρι που ν’ αποκοιμηθεί. Κι έγινε η Μάρω τα πάντα, εκείνη που έφερνε ψωμί στο τραπέζι απ’ τη δουλειά της, η μάνα η στοργική που λάτρευε τη μοναχοκόρη της, η νοσοκόμα του πεθερού της που τόσο την είχε ανάγκη κι η παρηγοριά της πεθερά της που ολοένα και λύγιζε απ’ το βαρύ χτύπημα της μοίρας. Κι αυξανόταν η παραγωγή στα χωράφια και έλαμπε το σπίτι κι άντεχαν και τα πεθερικά της. Όσο για την Ασημίνα… άνθιζε σιγά σιγά κι από μπουμπούκι γινόταν σιγά σιγά ρόδο, όμορφο, ροδοκόκκινο και μοσχοβολιστό.

Πέντε χρόνια είχαν περάσει απ’ το χαμό του Γιάννου κι ένα απόγευμα που είχε γυρίσει η Μάρω κατάκοπη απ’ τα χωράφια, την πήρε σε μια άκρη η πεθερά της, της χάιδεψε τα μαλλιά και κοιτώντας την βαθιά στα μάτια, της είπε “Άκου κόρη μου… γιατί πιότερο κι από κόρη μου σ’ έχω και το ξέρεις… Τον γιο μου τον αγάπησες πιο πολύ απ’ ότι ονειρευόμουν και είσαι πιο άξια απ’ όσο θα μπορούσα να εύχομαι. Δεν σου πρέπει αυτή η ζωή κορίτσι μου, μικρή είσαι ακόμη. Να κοιτάξεις να φτιάξεις τη ζωή σου και να μην απομείνεις έτσι μοναχή. Άτυχη ήσουν κόρη μου… Άτυχη κι εσύ κι εμείς μαζί, μα εσύ είσαι μικρή ακόμη, μην αφήσεις τη μοίρα να οδηγήσει την ζωή σου, έχεις χρόνια ακόμη μπροστά…”. Η Μάρω την κοίταξε στα μάτια και το βλέμμα της ήταν ήδη υγρό. “Εγώ τον Γιάννο μάνα μου, αυτόν μονάχα ήθελα κι αυτόν επήρα. Κι αφού η μοίρα τα έφερε έτσι…”. Η πεθερά της ακούμπησε στοργικά τα δάχτυλά της στα χείλη της νύφης της. “Μην αφήσεις το μαύρο να σε καταπιεί κορίτσι μου. Δώσε στο Χάρο μια σφαλιάρα, ζήσε! Και μην ακούς τον κόσμο, ο κόσμος πάντα θα λέει. Να θυμάσαι πως ψωμί στο τραπέζι σου δεν φέρνει ο κόσμος και όταν τα βράδια κλαις στο κρεβάτι σου, δεν σου σκουπίζει τα μάτια ο κόσμος. Εμείς δεν θα είμαστε για πάντα εδώ, το μόνο που θέλω, είναι να σε δω τζιέρι μου να χαμογελάς αληθινά…”.

Δεν πέρασε μήνας απ’ αυτή την κουβέντα και η πεθερά της έφυγε ένα βράδυ στον ύπνο της. Ήρεμα και γαλήνια πήρε το δρόμο να πάει να βρει το μοναχογιό της, να τον αγκαλιάσει και να τον φιλήσει, που τόσο της είχε λείψει. Κι έγινε η Μάρω νοικοκυρά και στο σπίτι που έμενε πια μόνος ο πεθερός της κι όσο κουρασμένη κι αν ήταν με όλα, δεν σταματούσε να του γλυκομιλεί και να του χαμογελάει. Και τον φρόντισε με περισσή αγάπη. Και στάθηκε κοντά του πιο πολύ κι από κόρη. Κι όταν τρία χρόνια αργότερα έφυγε κι εκείνος για την γειτονιά των αγγέλων, χτυπημένος απ’ την αρρώστια κι απ’ τα χτυπήματα της μοίρας, απόμεινε μονάχη η Μάρω με την μοναχοκόρη της. Κράτησε η μία το χέρι της άλλης σφιχτά και με το κεφάλι ψηλά συνέχισαν να ζουν με αξιοπρέπεια, συνέχισαν να ζουν με τον μοναδικό τρόπο που ήξεραν…

Στα επόμενα χρόνια, έφτασαν κάμποσα προξενιά στην πόρτα της Μάρως. Ήταν ακόμη νέα, όμορφη κι όλοι είχαν να λένε για τις χάρες και τη δύναμή της. Με θάρρος έκλεινε την πόρτα, μ’ ένα “όχι” που δεν σήκωνε αντίρρηση σ’ όλες τις “σπάνιες τύχες” που της υπόσχονταν. “Τα μαύρα μου φόρεσε η μοίρα, μ’ αυτά θα πορευτώ” έλεγε κι όσα κι αν της έταζαν, δεν άλλαζε γνώμη. Και τα χρόνια περνούσαν κι η Ασημίνα μεγάλωνε και έμοιαζε πια σαν αυτές τις νεράιδες απ’ τα παραμύθια που κάποτε της ψιθύριζε η Μάρω μέχρι ν’ αποκοιμηθεί γαλήνια στο μαξιλάρι της. Κι άλλαξαν ήχο τα χτυπήματα στην πόρτα και τα προξενιά ήταν πια για την Ασημίνα της, που στα 15 της πια ήταν άγγελος σωστός. “Όχι” ήταν και πάλι η απάντηση, όσα κτήματα, όσα χωράφια, όσα πλούτη κι αν της έταζαν για την μοναχοκόρη της.

-Μάνα… Μας συζητάνε στο χωριό. Προχτές λογοδόθηκε κι η Αργυρούλα. Όλα τα κορίτσια στο χωριό πια…

-Και θες κι εσύ λογοδοσίματα;

-Όχι εγώ, αλλά να… 15 χρονών έγινα πια κι ο κόσμος…

-Σώπαινε Ασημίνα μου, σώπαινε και τον άλλο μήνα, ανοίγουν τα σχολεία ξανά.

-Μα… θα συνεχίσω;

-Δεν θες; Τρία χρόνια μείνανε και το βγάζεις το γυμνάσιο. Στη μέση θα το αφήσεις; Τι θα πει ο κόσμος; χαμογέλασε η Μάρω και δεν σήκωσε το βλέμμα της απ’ το ζυμάρι που με δύναμη έπλαθε από ώρα.

Η Ασημίνα κατέβασε το κεφάλι κι έγινε κατακόκκινη σαν παπαρούνα. Δεν σήκωσε το βλέμμα της η Μάρω να την κοιτάξει, αλλά χαμογέλασε και συνέχισε το ζύμωμα. Και τα τρία επόμενα χρόνια, η Ασημίνα διέπρεψε στο γυμνάσιο κι όταν πήρε πια και το απολυτήριο, καμάρωνε σαν γύφτικο σκερπάνι. Κι ας έλεγαν στο χωριό για την χήρα που είχε χάσει τα λογικά της κι άφηνε την κόρη της να “σπουδάσει” και να ασχολείται με τα βιβλία “κορίτσι πράμα”. Κι όταν πια η Ασημίνα πέρασε απ’ τους πρώτους στο πανεπιστήμιο κι άρχισε να μαζεύει τα πράγματά της για να πάει στην Αθήνα, όλοι πίστεψαν πως απ’ τα βάσανα είχε πια αποτρελαθεί η Μάρω. Πού ακούστηκε κορίτσι πράμα να φύγει μόνο του για την πρωτεύουσα και μάλιστα για να σπουδάσει! “Θα της το μαγαρίσουν το κορίτσι!” και “Στο ράφι θα της μείνει!” και “Αν ζούσε ο Γιάννος, δεν θα τις επέτρεπε ετούτες τις ντροπές!” κι αυτά κι άλλα τόσα της έσουρναν πίσω απ’ την πλάτη της, όταν πια έφυγε η Ασημίνα με μια βαλίτσα όνειρα για την μεγάλη πόλη…

Και τελικά “της έμεινε στο ράφι” η Ασημίνα και μάλλον “την μαγάρισαν” στην πόλη, μα αν ζούσε ο Γιάννος, μόνο να είναι ευτυχισμένη η κόρη του θα ήθελε, το ήξερε καλά η Μάρω. Κι όσα κι αν έλεγαν οι χωριανοί, δεκάρα δεν έδινε, της έφτανε μονάχα πως όταν μιλούσαν στο τηλέφωνο, η Ασημίνα ήταν ευτυχισμένη και πως όταν ερχόταν στο χωριό για να την δει, έλαμπε σαν άστρο από χαρά. Δεκάρα δεν έδινε η Μάρω όσα κι αν έλεγαν και το μόνο που την ένοιαζε ήταν πως το μπόρεσε να δώσει στην κόρη της το μέλλον που η ίδια διάλεξε. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν πως το μπόρεσε να της χαρίσει φτερά για να πετάξει όπου η καρδιά της αγαπά. Κι όσο για τον κόσμο… “Δώσε στο Χάρο μια σφαλιάρα, ζήσε! Μην ακούς τον κόσμο, ο κόσμος πάντα θα λέει. Να θυμάσαι πως ψωμί στο τραπέζι σου δεν φέρνει ο κόσμος και όταν τα βράδια κλαις στο κρεβάτι σου, δεν σου σκουπίζει τα μάτια ο κόσμος…” κρατούσε πάντα φυλαχτό μέσα της τα λόγια της πεθεράς της.

Ήπιε μια τελευταία γουλιά απ’ τον καφέ της, έριξε ένα βλέμμα στον ουρανό, χαιρετισμό σ’ όλους τους δικούς της που μέσα του κατοικούσαν κι ακούμπησε το βλέμμα της στα πρώτα μπουμπούκια που είχαν ήδη αρχίσει να “σκάνε” στις αμυγδαλιές έξω απ’ την αυλή της. “Έφτασε κι η άνοιξη…” μονολόγησε.

Κική Γιοβανοπούλου

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading