,

End of an era

Δεν ξέρει ποιος ήχος ήταν ο πιο εκκωφαντικός. Ο ήχος ενός μηνύματος μες στη νύχτα ή ο ήχος μιας καρδιάς που σκίζεται στα δύο.

“Καλό θα ήταν να σταματήσεις να στέλνεις! Δεν ξέρω καν γιατί ασχολείσαι ακόμα! Σταμάτα!”.

Διάβαζε και ξαναδιάβαζε τις λέξεις. Πίστευε ότι ήταν ένα κακό όνειρο και θα ξυπνήσει, αλλά όσες τσιμπιές και να έριξε στον εαυτό της, το σκηνικό δεν άλλαζε. Ανακάθισε αναστατωμένη στο κρεβάτι και έσπρωξε μακριά τα μαλλιά της. Συνέχισε να διαβάζει. Κοίταξε τον άνθρωπο που κοιμόταν δίπλα της. Ήταν τόσο γαλήνιος.

Με τρεμάμενα χέρια άρχισε να πληκτρολογεί, μα το μυαλό και τα χέρια της δεν συνεργάζονταν. Άλλα σκεφτόταν και άλλα έγραφε. Όταν πάτησε το κουμπί της αποστολής, ένα ψυχρό και συγκαταβατικό μήνυμα εστάλη, αλλά μέσα στο μυαλό της γινόταν μάχη.

Πώς γίνεται, έτσι ξαφνικά, για ακόμη μια φορά να γράφει εκείνος τον επίλογο; Είχαν περάσει πέντε ολόκληρα χρόνια. Πέντε ολόκληρα χρόνια! Πώς γίνεται να ξεχνάει; Πώς γίνεται να την πετάει πάλι έτσι από τη ζωή του; Αντί λοιπόν να γράψει όλα όσα την βασάνιζαν, βρέθηκε η φράση “θα το σεβαστώ!” να πληκτρολογείται από τα χέρια της. Άψυχη, άηχη και ρηχή. Καμία σχέση με την ίδια!

Όση ώρα τον έβλεπε να πληκτρολογεί, άφησε το μυαλό της να ταξιδέψει. Πέντε χρόνια. Ένας χρόνος μεγάλης προσπάθειας να χτιστεί αυτή η σχέση. Τεράστιας προσπάθειας. Με τα πάνω της και τα αμέτρητα κάτω της. Τι παρακάλια, τι κλάματα, τι τσακωμοί, τι σιωπές, τι αιχμηρά λόγια. Αλλά εκεί… Προσπάθεια!

Μόλις τα κατάφεραν, ένας χρόνος μεγάλης αγάπης. Μαζί πάντα και παντού. Ένας κόσμος φτιαγμένος από τους δύο τους. Δύο ξεχωριστές φούσκες που δεν έσκαγαν γιατί ήταν στα σωστά χέρια. Δύο τελείως διαφορετικοί άνθρωποι, μα ταυτόχρονα τόσο ίδιοι. Δύο φίλοι, που ο ένας πάντα ένιωθε διαφορετικά, προάχθηκαν σε εραστές και στη συνέχεια, σαν να μη συνέβη ποτέ τίποτα, πορεύτηκαν σαν φίλοι. Με αυτό το πέπλο έκλεισε η ιστορία στο τέλος του δεύτερου χρόνου.

“Όταν σε μια σχέση, μπαίνει το κρεβάτι, να είστε προσεκτικοί! Μπορεί ο έρωτας και ο βήχας να μην κρύβονται, αλλά όλα αλλάζουν!”, έλεγαν και κανένας από τους δύο δεν το πίστευε. Μέχρι που ήρθε η σειρά τους γιατί εκεί, οι φούσκες έσκασαν. Διαλύθηκαν όλα. Ο καθένας πορεύτηκε χωριστά. Παρέα τους άλλοι άνθρωποι πια και ίσως αυτό να ήταν που τους διέλυσε. Ή μάλλον αυτό που τους έσωσε.

Και μετά ήρθε η τριετία. Σιωπή, ξεκαθαρίσματα, λόγια βαριά μα ειλικρινή, πόνος αμφίδρομος, εγωισμοί, παρεξηγήσεις. Τρία χρόνια στην τυπικότητα, μα η νοσταλγία θρονιαζόταν ανάμεσά τους κάθε φορά που μιλούσαν και οι θύμησες έστηναν χορό. Όταν μιλούσαν για την ιστορία τους, γίνονταν πάλι δύο αλητάκια που σεργιάνιζαν την Αθήνα και χάνονταν στον χρόνο. Τρία χρόνια προσπαθούσαν να κρατήσουν έστω μια φλόγα ζωντανή. Να έχουν ένα μαξιλάρι ασφαλείας με το παρελθόν. Αλλά…

“Πάντως εύχομαι να περνάς καλά στη ζωή σου!”. Οχτώ λέξεις που οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια στο τέλος.

“Κι εγώ εύχομαι το ίδιο για σένα!”. Ξανά ρηχή, άηχη και άψυχη, ενώ μέσα της έβραζε.

Και εκείνος συνέχισε να πληκτρολογεί… και εκείνη συνέχιζε να συλλογίζεται…

Θεωρητικά, δε θα έπρεπε να στεναχωριέται. Είχε τελειώσει μεταξύ τους προ πολλού. Δίπλα της κοιμόταν άλλος και αυτόν τον άλλον τον αγαπούσε. Δίπλα του; Δεν ήξερε και δεν την ένοιαζε! Οι ζωές τους ήταν χωριστές εδώ και πολλά χρόνια. Γιατί όμως τώρα ένιωθε την καρδιά της να σκίζεται;

“Εγώ θα πάρω αυτό που μου αξίζει. Εσύ αξίζεις πολλά περισσότερα. Ξέρω πως σε πλήγωσα και σου ζητώ συγγνώμη αλλά δεν θέλω να μου ξαναστείλεις. Για ό,τι συνέβη μεταξύ μας, φταίω μόνο εγώ!”.

Ήθελε τόσα να του πει. Να του φωνάξει πως τα χρόνια πέρασαν και πως έχουν φτιάξει τις ζωές τους. Να τον ταρακουνήσει και να του πει πως σε μια σχέση φταίνε και οι δύο. Ό,τι σχέση και αν είναι αυτή. Να του πει πως πραγματικά τον αγάπησε και πως ακόμα τον αγαπάει, αλλά δεν πρόλαβε…

“Να προσέχεις!”.

Δύο λέξεις που σηματοδότησαν το τέλος και μετά σιωπή. Εξαφανίστηκε. Ούτε μια λέξη δεν την άφησε να στείλει ασχέτως αν τις πληκτρολόγησε όλες. Μπλόκαρε κάθε επαφή. Από επιλογή του. Όχι δική τους.

“Ξέρω πως μ’ αγαπάς και πως μ’ αγάπησες πολύ. Το ένιωθα. Δεν θέλαμε όμως τα ίδια ο ένας από τον άλλον. Είχαμε φτιάξει έναν δικό μας κόσμο οπότε φταίμε και οι δύο για ό,τι έγινε. Ίσως έγιναν όλα από υπερβολική αγάπη ή από υπερβολικό φόβο. Και εγώ σε πλήγωσα. Κι εγώ σε απογοήτευσα. Ίσως και να σε πόνεσα… Μα σε αγαπούσα και σε αγαπάω ακόμα. Ακόμα και όταν έφυγα σε αγαπούσα. Και για αυτό το λόγο έφυγα… Θα καταστρεφόμασταν! Τα χρόνια πέρασαν όμως και τον λόγο μου τον έχω τηρήσει. Είμαι εδώ! Και θα είμαι! Πάντα κάτι θα μας δένει! Να προσέχεις τον εαυτό σου και πού και πού να με σκέφτεσαι με αγάπη. Το ίδιο θα κάνω κι εγώ! Και θα σε περιμένω…”.

Ο άνθρωπος δίπλα της την αναζήτησε στην αγκαλιά του. Εκείνη, αυτή την αγκαλιά την χρειαζόταν όσο τίποτα.  Πάτησε αποστολή και απενεργοποίησε το κινητό της. Μια εποχή για την ίδια μόλις έκλεισε…  Και τι εποχή! Σφράγισε τα βλέφαρά της και αφέθηκε στην αγκαλιά που την περίμενε.

Μήνυμα εστάλη μα δεν παρεδόθη…

Κατερίνα Μοχράνη

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: