, ,

Το μόλεμα – 8

Προηγούμενο

 

Οι τέσσερις γυναίκες κάθονταν αμίλητες στο μικρό δωμάτιο. H  Έρση είχε γείρει το κεφάλι της στον ώμο της Φώτως κι εκείνη την είχε αγκαλιάσει προστατευτικά με τα τραχιά της χέρια.  Η  Μαντώ καθόταν στη βάση του κρεβατιού κοιτώντας τα δουλεμένα της χέρια και η Ανέτα καθόταν στο κρεβάτι της Μαντώς κοιτώντας αμήχανη τις γυναίκες απέναντί της. Τελικά η Ανέτα δεν κρατήθηκε και έσπασε τη σιωπή μ΄ένα λαρυγγισμό, έπειτα μισόβηξε προσπαθώντας να καθαρίσει τον στεγνό λαιμό της, που τον ένιωθε λες και είχε καταπιεί ακαθάριστο φραγκόσυκο, μα όταν είδε το βλέμμα των υπόλοιπων ξανάκλεισε το στόμα της και τις κοίταξε εμφανώς μπερδεμένη.  Όλες τους φαίνονταν τόσο σοβαρές και ανήσυχες, σαν να περίμεναν ότι από στιγμή σε στιγμή θα τους πέσει το σπίτι στο κεφάλι. Μην μπορώντας ν΄αντέξει άλλο αυτό το βαρύ, μελαγχολικό κλίμα μισοξερόβηξε και με μια λεπτή στριγκιά φωνή ρώτησε, «Εμένα με χρειάζεστε άλλο;». Η Έρση την κοίταξε σαν να μην την έβλεπε. Η Μαντώ συνέχισε να κοιτά τα χέρια της και τελικά ακούστηκε η κουρασμένη φωνή της Φώτως, «Τράβα να ξεκουραστείς και να προετοιμαστείς για να μείνεις εδώ, γιατί ήταν ξαφνικό όλο αυτό και θα τα πούμε το απόγευμα». Η Ανέτα δεν περίμενε δεύτερη κουβέντα, σηκώθηκε και έφυγε σαν κυνηγημένη. Η Έρση κοίταξε ερωτηματικά τη Φώτω.

 «Σ΄αυτό το σπίτι, το ποιος θα σερβίρει και ποιος θα κάνει τις δουλειές το αποφασίζω εγώ!» είπε η Φώτω αποφασιστικά και η Έρση έγειρε πάνω της σφίγγοντας τα χείλη της. 

«Ίσως…» είπε διστακτικά η Μαντώ, οι δυο γυναίκες την κοίταξαν, εκείνη κοιτούσε τα χέρια της και έτριβε με μανία τους κόμπους των δακτύλων της. «Ίσως, πρέπει να φύγω, για λίγες μέρες. Πόσο θα κάτσει;» 

Αιχμηρή σιωπή ακολούθησε τα λόγια της. 

Η Φώτω κοίταζε το χλωμό, όμορφο πρόσωπο της Μαντώς και τους κοκκινισμένους κόμπους των τραχιών δουλεμένων χεριών της. Αυτά τα χέρια ΄γίναν τραχιά σ΄ αυτό το σπίτι τρίβοντάς το, καθαρίζοντας, πλένοντας και ξεπλένοντας. Αυτά τα χέρια γνώριζαν κάθε γωνιά, κάθε πλυμένο και άπλυτο και υπάρχουν πολλά άπλυτα στην οικία του Γαλφυνού. Η Μαντώ την κοίταξε εύγλωττα χωρίς να σηκώσει το κεφάλι της. Οι τρεις τους το ΄ξέραν καλά, η Μαντώ έγινε στόχος του Νίκου και ο Νίκος ό,τι ήθελε το ΄παίρνε, είτε με τους προσποιητούς ευγενικούς τρόπους, είτε με τη βία… Η Φώτω ανατρίχιασε στη σκέψη. Η Μαντώ είχε αλλάξει, από ένα μικρό αδέξιο, διάφανο σχεδόν παιδάκι, είχε γίνει μια όμορφη εντυπωσιακή γυναίκα με πανέμορφα μάτια που σε μαγνητίζουν. Κάθε μέρα έβλεπε τη μεταμόρφωσή της σε μια όμορφη πεταλούδα, αλλά δεν είχε συνειδητοποιήσει μέχρι εκείνη τη μέρα το μέγεθος της αλλαγής. Ένας συρτός αναστεναγμός της ξέφυγε. Η μικρή είχε δίκιο, έπρεπε ν΄απομακρυνθεί σύντομα μακριά από τον οξαποδώ, έπρεπε να μπει σε εφαρμογή το σχέδιο που κλωθογύριζε στο μυαλό της από τη μέρα που ήρθε η Έρση. Βέβαια αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να αποχωριστεί ξανά από το μικρό της ξανθούλικο λουλουδάκι της. Πριν χρόνια όμως είχε δώσει μια υπόσχεση στη χαροκαμένη Μαρουλιώ, να φροντίζει και να προστατεύει τη Μαντώ και δεν είχε σκοπό να την αθετήσει, όσο και αν η σκέψη ότι θα έπρεπε να μείνει ξανά μακριά από την Έρση, έστω και για λίγο την πονούσε.  Άλλωστε η Μαντώ υπήρξε φύλακας άγγελος της και αγόγγυστη παραστεκάμενη από τη στιγμή που αρρώστησε και τη φρόντιζε με περισσή τρυφερότητα. Η Έρση αναδεύτηκε δίπλα της κι εκείνη της χάιδεψε απαλά τα μεταξένια μαλλιά της. 

«Η Μαντώ έχει δίκιο, θα πρέπει να φύγουμε…» είπε αποφασιστικά η Φώτω.

«Να φύγετε;» τινάχτηκε πάνω η Έρση κοιτώντας τη με διάπλατα ανοικτά μάτια. Η ηλικιωμένη γυναίκα της χαμογέλασε αχνά «Πρέπει, μάτια μου….» της είπε με σιγουριά και σήκωσε το χέρι της να τη χαϊδέψει. 

«Πρέπει;» ούρλιαξε η Έρση και πετάχτηκε πάνω, ενώ τα χέρια της σφίχτηκαν σε γροθιές. «Γιατί πρέπει;» φώναξε ξέπνοη. 

«Για πολλούς λόγους…», είπε ήπια η Φώτω. «Σκεφτόμουν, να πάμε στης αδερφής μου. Από τότε που χήρεψε μου το ζητάει συχνά, είναι μόνη και είναι εξίσου μεγάλη. Η Μαντώ…»

«Νομίζω ότι είμαστε βιαστικές…», την έκοψε η Έρση. «Καταρχάς ο Νίκος μπορεί να φύγει σε κάνα δυο μέρες, να ΄ρθε μόνο και μόνο για να κανονίσει κάποια δουλειά και να επιστρέψει στην Αθήνα. Πριν πάρουμε οποιοδήποτε απόφαση λοιπόν…» 

«Και έτσι να ΄ναι, πρέπει να…» 

«Τέλος τα πρέπει!» φώναξε απότομα η Έρση κάνοντάς τες να τιναχτούν από αυτό το άγριο ξέσπασμά της. 

«Βαρέθηκα, βαρέθηκα ν΄ακούω συνέχεια αυτό το, πρέπει! Πρέπει, πρέπει πρέπει! Τίποτα δεν πρέπει! Ακούτε; Τίποτα δεν πρέπει!» στα μάτια της μαινόταν η θύελλα.

Οι δυο γυναίκες την κοίταζαν αποσβολωμένες. Δε θυμόντουσαν ποτέ να ΄χαν ξαναδεί την Έρση σ΄αυτή την κατάσταση. Η Φώτω έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και βάθυνε το βλέμμα της. Πώς δεν είχε προσέξει νωρίτερα αυτήν τη σκληρή λάμψη στα μάτια της Έρσης; Το ένιωθε, βέβαια, από τη μέρα που την είδε ότι κάτι είχε αλλάξει, αλλά ήλπιζε ότι ήταν απλά οι μικρές ρυτίδες που είχαν κάνει την εμφάνιση τους στο πρόσωπό της. Η Έρση την κοίταξε έντονα, τα μάτια της σκλήρυναν κι άλλο.

«Τίποτα δεν πρέπει!», είπε χτυπώντας το πόδι της στο πάτωμα σαν πεισματάρικο παιδί. «Από μικρή το μόνο που ακούω είναι, πρέπει. Πρέπει να περπατώ έτσι, να ντύνομαι έτσι, να μιλώ έτσι, να μην αντιμιλώ στο σύζυγο μου, να υπομένω τις βρωμιές του και τις προσβολές του, πρέπει να του είμαι πιστή, πρέπει να αποχωρίζομαι ανθρώπους που αγαπώ… Φτάνει πια!».

Σιωπή ακολούθησε τα λόγια της ξαφνικά έγειρε πίσω και ξεφύσησε σαν ατμομηχανή καθώς καθόταν πάνω στο κρεβάτι της Μαντώς. Η Μαντώ την κοίταζε παραζαλισμένη, η Φώτω απ΄ την άλλη είχε πάρει ένα σοβαρό εξεταστικό ύφος. Τα μάτια της είχαν γίνει δυο μικρές σχισμές και στο μέτωπο της οι χαρακιές είχαν βαθύνει. Η Έρση την κοίταξε με την άκρη του ματιού της, το κάτω χείλος της έτρεμε αδιόρατα, τύλιξε τη γροθιά της με το άλλο της χέρι και έκανε να σηκωθεί.

 «Μαντώ, άσε μας μόνες, σε παρακαλώ!» είπε με αυστηρό τόνο η Φώτω και η Μαντώ σηκώθηκε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Βγήκε από το δωμάτιο και για μια στιγμή στάθηκε αναποφάσιστη, έπειτα κατευθύνθηκε για άλλη μια φορά προς το πλυσταριό. 

Η Φώτω  συνέχισε να κοιτά εξεταστικά την Έρση. Όχι, δεν ήταν ιδέα της, είχε αλλάξει… Το βλέμμα της είχε σκληρύνει, τα γαλάζια μάτια της είχαν θολώσει και οι ρυτίδες που πρότερα της είχαν φανεί ότι ήταν αποτέλεσμα της ηλικίας, τώρα της φάνηκαν να προήλθαν από κάποιο βαθύ εσωτερικό πόνο.

 «Τι έγινε;» τη ρώτησε μαλακά. Η Έρση σταύρωσε τα χέρια στο στήθος  και τα χείλη της ΄γίναν μια λεπτή γραμμή.

 «Τι να γίνει!»

Η Φώτω χτύπησε απαλά το χέρι της δίπλα της.

«Έλα εδώ, κοκόνα μου» είπε γλυκά. «Έλα να σ΄αγκαλιάσω που δεν μπορώ να σε χορτάσω!».

Η Έρση την κοίταξε διστακτική, τα σταυρωμένα της χέρια είχαν σφιχτεί πάνω στο στήθος της.

«Είμαι κουρασμένη, θα πάω…» 

«Έλα» επανέλαβε τρυφερά, μα με επιτακτική χροιά η Φώτω. Η Έρση σηκώθηκε με τα χέρια κολλημένα πάντα πάνω της και κάθισε δίπλα της. Η Φώτω την αγκάλιασε και της έγειρε το κεφάλι της πάνω στον ώμο της. «Τώρα πες μου τα όλα…»  ψιθύρισε γλυκά και η Έρση τα είπε όλα…

Τα δάκρυα έρεαν λυτρωτικά, επιτέλους έρεαν. Πόσος καιρός είχε περάσει, μέρες, μήνες, χρόνια; Όχι, ότι τόσο καιρό δεν έκλαιγε η ψυχή της, που είχε βουλιάξει σε μια λίμνη από δάκρυα, αλλά το φράγμα των ματιών επιτέλους έσπασε. Έσπασε και ξεχύθηκαν καυτά, λυτρωτικά, επουλωτικά δάκρυα, δάκρυα πίκρας, δάκρυα απώλειας, δάκρυα πείσματος, δάκρυα εκδίκησης, δάκρυα αδυναμίας και δύναμης. Μα όσο η Έρση ξέλυνε την ψυχή της, τόσο δενόταν κόμπος η ψυχή της Φώτως, οι αρχικές γλυκές παραινέσεις μετατράπηκαν σύντομα σε πνιχτούς λαρυγγισμούς και έπειτα σε σιωπή. Απέτυχε, δεν κατάφερε να προστατέψει τη μικρή της Έρση από τα βασανιστήρια και τους εξευτελισμούς που υπέστη. Τι θα μπορούσε να πει για να την παρηγορήσει; Το κορμί της τα έλεγε όλα, το κέρινο χρώμα, το τρέμουλο, τα τραβηγμένα από τον τρόμο χαρακτηριστικά. Γιατί τρόμος ήταν αυτό που έβλεπε και που κατέκλυσε και την ίδια, ο τρόμος της γιγαντωνόταν καθώς η αφήγηση της Έρσης κυλούσε. 

«Έπρεπε να τον γνωρίσεις τον Στεφάν, Φώτω μου. Έπρεπε να τον γνωρίσεις, θα τον λάτρευες! Δεν ήταν αυτό που λέμε όμορφος, ήταν αδύνατος και πολύ ωχρός, τα μάτια του όμως ήταν μεγάλα και καθαρά σαν μικρού παιδιού στο χρώμα της άβαθης θάλασσας. Ένα μικρό γλυκό παιδί και εξαιρετικός ζωγράφος. Θα σου δείξω πίνακες του, είναι φοβερός! Αν ζούσε λίγο παραπάνω, είμαι σίγουρη ότι θα γινόταν διάσημος. Μ΄αγαπούσε ξέρεις, πολύ μ΄αγαπούσε, μου ζητούσε να εγκαταλείψω τον Νίκο και θα το ΄κανα Φώτω, θα το ΄κανα, μάρτυς μου ο Θεός, θα το ΄κανα! Μαζί του ένιωθα για πρώτη φορά ασφάλεια, ένιωθα δυνατή και ότι θα μπορούσα επιτέλους ν΄ αντιμετωπίσω τον Νίκο!».

Η Φώτω κούνησε ελαφρά το κεφάλι της για ν΄αποδιώξει το μυρμήγκιασμα που ένιωθε. Η Έρση το πήρε ως συγκατάβαση και συνέχισε το μονόλογό της.

«Όμως η μοίρα το θέλησε αλλιώς. Σαν του ΄πα ότι θα εγκατέλειπα τον Νίκο, ο Στέφαν χοροπηδούσε σαν μωρό που του έδινες το παιχνίδι που τόσο ποθούσε, μου είπε πως έπρεπε να το γιορτάσουμε, πριν προλάβω να τον σταματήσω κατέβαινε πιλαλώντας τις σκάλες. Ήταν τόσο αστείος έτσι όπως χοροπηδούσε πάνω από τα σκαλιά με το σκούρο παλτό του ν΄ανεμίζει και τραγουδούσε…»

Η εικόνα του Στεφάν ν΄αγκαλιάζει την ευτραφή ροδομάγουλη σπιτονοικοκυρά του, την κυρία Ονορίνα, και να χοροπηδά τριγύρω της σαν πουλαράκι προτού την παρατήσει σύξυλη και βγει από την μπορντό δίφυλλη πόρτα ήταν το τελευταίο που θυμόταν η Έρση απ΄ αυτόν. Έπειτα όλα ήταν θολά: η αναμονή, η χαρά της που άρχισε να μετατρέπεται όσο περνούσε η ώρα από απορία, σε αγωνία, έπειτα σε καχυποψία για να καταλήξει σε ανείπωτο πόνο, όταν ζαλισμένη άκουγε το χαμηλό μουρμουρητό της Ονορίνας να της περιγράφει το ατύχημα. Μετά δε θυμόταν τίποτα. Ένα κενό. Μια νύχτα, λίγες εβδομάδες μετά, ξύπνησε τουρτουρίζοντας με τα νοτισμένα σεντόνια να σφιχταγκαλιάζουν το κορμί της. Το κεφάλι της γύριζε και μια περίεργη μεταλλική μυρωδιά την έκανε ν΄αναγουλιάζει, ανασηκώθηκε και ξεσκεπάστηκε καθώς νέα ρίγη διέτρεχαν το κορμί της. Προσπάθησε να εστιάσει  στη σκουρόχρωμη κηλίδα που κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος του κορμιού της και τα σεντόνια της. 

«Το έχασα…»

«Ποιο;» μουρμούρισε μπερδεμένη η Φώτω.

«Το μωρό…» απάντησε η Έρση και οι λυγμοί της δυνάμωσαν. Ένας λαρυγγισμός έκπληξης ακολούθησε τη δήλωση της. Η Φώτω κάτι προσπάθησε να πει, αλλά δεν έβγαζε νόημα. 

«Ήμουν έγκυος… το μωρό ήταν του Στεφάν» κατάφερε να ψελλίσει η Έρση έπειτα από λίγο. Μια παρατεταμένη σιωπή ακολούθησε αυτά τα λόγια, την οποία έσπασε η Φώτω προσπαθώντας να πει κάτι το οποίο ήταν ακατάληπτο. 

«Ναι, μπορώ να κάνω παιδιά» απάντησε ψυχρά η Έρση σαν να κατάλαβε. «Εγώ, μπορώ να κάνω παιδιά!» είπε τονίζοντας το εγώ. «Εγώ, που πέρασα τόσες νύχτες άυπνη μοιρολογώντας γι΄ αυτή μου την αδυναμία. Εγώ, που κατάπινα αμίλητη το δηλητήριο και τις συνεχείς προσβολές του Νίκου ότι ήμουν στέρφα και ανόητη. Εγώ, που άλλο τίποτα δε λαχταρούσα στη ζωή μου από ένα παιδί. Εγώ, μπορώ να κάνω παιδί. Ο γιατρός στο Παρίσι ήταν κατηγορηματικός και εκατό της εκατό σίγουρος ότι εγώ…» είπε χτυπώντας το χέρι της στο στήθος καθώς είχε ανασηκωθεί και κοιτούσε κατάματα τη Φώτω. «Εγώ, μπορώ να κάνω παιδί», είπε αργά τονίζοντας τις λέξεις. Η Φώτω ανοιγόκλεινε το στόμα της, τα μάτια της διάπλατα ανοικτά και ένα αχνό χαμόγελο είχε δώσει τη θέση του στα τραβηγμένα ως τότε χαρακτηριστικά της. Η Έρση της έγνεψε καταφατικά. Η Φώτω πέρασε τα τρεμάμενα της χέρια γύρω της και την έσφιξε αδύναμα πάνω της, χαϊδεύοντας τα ξανθά απαλά μαλλιά της με τη μυρωδιά γιασεμιού.

Η Έρση ξεκίνησε πάλι σιγά – σιγά να μιλά για τη ζωή της στο Παρίσι. Τις επισκέψεις στους γιατρούς και τις διαβεβαιώσεις τους. Απάνω σ΄ένα διαπληκτισμό με τον Νίκο, που της αρνιόταν πεισματικά να δει γιατρό, άφησε να του ξεφύγει κάτι που την έβαλε σε υποψίες. Λίγες ΄βδομάδες μετά εμφανίστηκε ο οικογενειακός τους γιατρός στο Παρίσι. Ο Παύλου ήρθε για να παραστεί στην ορκωμοσία του γιού του στο πανεπιστήμιο. Στην αρχή η Έρση τον έπιασε με το καλό, μα όταν είδε ότι αυτός μαγκώθηκε άρχισε να τον βομβαρδίζει με ερωτήσεις. 

«Μου έλεγε ψέματα, τόσο καιρό μου έλεγε ψέματα! Το καταλαβαίνεις;», είπε σκουπίζοντας τα δάκρυα της η Έρση. «Ο Νίκος τον έβαλε, ήξερε ότι δεν μπορούσε να κάνει παιδιά τόσα χρόνια και το ΄ρίχνε πάνω μου!»  Το βλέμμα της σκλήρυνε και τα μάτια της πήραν το χρώμα του πάγου. «Δε θα σου πω τι ακολούθησε…» η φωνή της υπόκωφη σαν να ΄βγαίνε από τα έγκατα της γης, βαθιά και τραχιά έκανε την Φώτω ν΄ανατριχιάσει. «Εγώ, παιδί θα κάνω πάντως…» τη διαβεβαίωσε η Έρση κοιτώντας τη βαθιά στα μάτια. Η Φώτω έμεινε να την κοιτά με τη λέξη να αιωρείται στην άκρη του χειλιού της.

 «Πώς;» έπεσε μετά από κάμποση ώρα η λέξη σαν να την τραβούσε ένα αόρατο βάρος, σαν τη σταγόνα που κρέμεται και ξαφνικά αφήνεται να πέσει για να ταράξει τα ήσυχα νερά. Η Έρση τινάχτηκε πάνω και της γύρισε την πλάτη.

 «Με τον γνωστό τρόπο…», απάντησε ψυχρά. 

«Μα παιδί μου… Ο Νίκος…» τραύλισε η Φώτω και η μνήμη των σκληρών ματιών του Νίκου έκανε τον ιδρώτα της να παγώσει το κορμί της. 

«Ο Νίκος, δεν μ΄ενδιαφέρει τι θα πει ο Νίκος…»

«Ναι, παιδί μου καταλαβαίνω, αλλά…» προσπάθησε να προβάλλει αντιρρήσεις η Φώτω και στο μυαλό της ΄τρέχαν σκηνές, λόγια… «Είναι, είναι επικίνδυνος… Τόσα χρόνια τον ξέρεις καλά, δε θα τ΄αφήσει έτσι. Θα σου κάνει κακό και εγώ, εγώ δεν μπορώ να σε προστατέψω πια!» 

«Ας προσπαθήσει…» είπε πεισμωμένη  η Έρση.

«Ο Νίκος δε θα ανεχτεί ένα παιδί που να μην έχει το δικό του αίμα…» είπε ήπια η Φώτω.  Η Έρση της χαμογέλασε σαρδόνια πάνω από τον ώμο της. «Γι΄αυτό, θα έχει το αίμα του…» της είπε ανασηκώνοντας τα φρύδια της και χαμογελώντας πονηρά. Έπειτα της γύρισε την πλάτη και βγήκε. Το σαγόνι της Φώτως έπεσε στο στήθος της, το μυαλό της έμοιαζε σαν σταματημένο ρολόι, αυτή η τελευταία φράση της Έρσης εμπόδιζε σαν σκουπιδάκι τα γρανάζια του να κινηθούν… 

 

Επόμενο

 

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading