Τη θρυαλίδα για το μεθαυριανό χριστουγεννιάτικο τραπέζι την έβαλε ο σύζυγος. Χάθηκε να πηγαίναμε σε μια ωραία ταβερνίτσα μέρες που είναι, να μην κάθομαι και εγώ να μαγειρεύω για ένα στόλο; Αχ! Ας όψεται που έχει σε λίγες μέρες τα γενέθλια του και δεν θέλω να του στερήσω τη χαρά να δει τους δικούς του και κυρίως την αγαπημένη του μανούλα (λέμε τώρα)! Θέλει, λέει, εμείς να τους περιποιούμαστε.
Οι γονείς μου φέτος είναι καλεσμένοι στον αδερφό μου και τη γυναίκα του, οπότε θα κάνουμε μαζί τους Πρωτοχρονιά. Με το που έκλεισε την πόρτα ο Θεόδωρος, έσπευσα γρήγορα να βρω το κινητό μου. Με τίποτα δεν έμενε ευχαριστημένη η κυρά Τούλα, η καλή μου πεθερούλα. Δέκα χρόνια μαζί τρώμε τέτοιες μέρες και μια καλή κουβέντα ποτέ δεν ακούσαμε από το στόμα της. Ούτε οι γαλοπούλες, ούτε τα κότσια μα ούτε και τα αρνιά και τα κατσίκια. Πότε μου τα βγάζει ανάλατα, πότε λύσσα, άλλοτε κακομαγειρεμένα. Τους κουραμπιέδες, που τόσο με παινεύουν όλοι κάθε χρόνο, λέει πως μοιάζουν με αγοραστούς! Και κάπου εκεί, κάνω εικόνα φυσικά πως τη χάσαμε από την άχνη ζάχαρη. Δεν έχασα ευκαιρία, διότι η μόνη μου σωτηρία ήταν η καλή μου η μανούλα, έστω και εξ αποστάσεως.
-Καλημέρα καλή μου μανουλίτσα! Βοήθειααα! Πες μου σε ικετεύω τι να φτιάξω μεθαύριο. Έρχεται η κλώσσα!
-Καλημέρα πουλάκι μου. Βρε δε σου έχω πει να μην αποκαλείς έτσι τη μάνα του άντρα σου; Θα ήθελες να λέει τα ίδια για μένα στη δική του μάνα; Λοιπόν! Σε έσωσα πάλι. Τις προάλλες είχε πάει ένας συνάδελφος του πατέρα σου για κυνήγι και μας έφερε ωραιότατο ζαρκάδι. Αυτό θα κάνεις. Θα σου στείλω τη συνταγή σε μήνυμα γιατί πρέπει να βγω οπωσδήποτε έξω να κάνω τα ψώνια της εβδομάδας. Φιλιά αγάπη μου.
-Έλα βρε μαμά, μην το κλείνεις. Μαμά, μαμά;
Κάθισα οκλαδόν στον καναπέ, απέναντι από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο με τις χρυσές του μπάλες. Δέκα χρόνια το ίδιο δέντρο. Από τη μία φανταζόμουν ένα αληθινό. Να το πλαισιώνουν άλλες μπάλες, διαφορετικό χρώμα στα λαμπάκια, άλλες γιρλάντες. Αποζητούσα την αλλαγή. Πάντα τις γιορτές με έπιανε μια θλίψη όπως και σήμερα, δίχως λόγο και αιτία. Δόξα τω Θεό όλα πήγαιναν καλά στη ζωή μου. Και κάπου εκεί, όλες αυτές οι σκέψεις εξαφανίστηκαν. Υπήρχαν άνθρωποι που αυτές τις ευλογημένες ημέρες είναι εντελώς μόνοι. Κι ύστερα έκλεισα τα μάτια. Θυμήθηκα που ήμουν παιδί ακόμη. Τσακωνόμασταν με τον αδερφό μου για το ποιος θα βάλει το αστέρι στο δέντρο. Και έπειτα να ανοίγουμε τα δώρα την Πρωτοχρονιά. Εγώ μια τεράστια κούκλα και εκείνος ένα τηλεκατευθυνόμενο αμάξι. Ξενυχτούσαμε μπας και βλέπαμε τον Αϊ Βασίλη να χλαπακιάζει τους κουραμπιέδες της μαμάς αλλά πάντα μας έπαιρνε ο ύπνος στο χαλί κι ύστερα μας κουβαλούσαν σαν σακιά ως το κρεβάτι μας. Και τα μάτια βράχηκαν πάλι….
Ο Θεόδωρος, την επόμενη ημέρα ήρθε με το κυνήγι από την μαμά μου. Και ένα μπουκέτο με κατακόκκινα τριαντάφυλλα, μα τα είχε κρυμμένα πίσω στην πλάτη του και πριν προλάβει να μου τα προσφέρει, άρχισα να μουρμουράω για τη μάνα του. Το σκώμμα μου ήταν αρκετό για να τον πληγώσει. Το αποτέλεσμα ήταν να μου αφήσει τα λουλούδια στο τραπέζι της κουζίνας μαζί με το κακόμοιρο το ζαρκάδι, δίχως να πει κουβέντα. Το μετάνιωσα το δίχως άλλο γιατί ο στόχος μου ήταν να πληγώσω εκείνη. Όχι βέβαια να τη βρίσω, αλλά να της τα πω ένα χεράκι που με τίποτα δεν είναι ευχαριστημένη. Σκέφτομαι που πάλι θα κοπιάσω για το αυριανό τραπέζι και το μόνο που θα εισπράξω είναι τα καλά λόγια των παιδιών μου και του πεθερού μου. Άγιος άνθρωπος. Άγιος! Κι αν δεν είναι, σίγουρα θα τον αγιάσει εκείνη. Πήγα αμέσως στο υπνοδωμάτιο και πήρα αγκαλιά τον Θεόδωρο, ζητώντας του συγνώμη για την απαίσια συμπεριφορά μου. Τη δέχτηκε αμέσως. Κι έπειτα με φίλησε και μου είπε πως όλα θα πάνε καλά. Τίποτα άλλο δεν ήθελα να ακούσω. Μόνο αυτό.
Το βράδυ έκανα ένα ζεστό ντουζ. Άφησα το νερό να τρέχει πάνω στο κεφάλι μου και καθώς κυλούσε σε όλο μου το σώμα, άφησα να φύγει όλη η αρνητική ενέργεια που διέρρεε σε όλο μου το είναι, στο σιφόνι της μπανιέρας. Σαν βγήκα, αντίκρισα τα παιδιά και το Θεόδωρο να κοιμούνται αγκαλιά στο υπέρδιπλο κρεβάτι. Για λίγο τους χάζεψα και έτσι μου ερχόταν να πάω τους πνίξω στα φιλιά μα λυπήθηκα. Γύρισα στην κουζίνα να φτιάξω μια μαντζουράνα. Η πεθερά μου λέει πως είναι θεραπευτική για το στομάχι και τις συσπάσεις του εντέρου. Να, πάλι τη θυμήθηκα. Αυτή τη φορά για καλό. Έκατσα στον καναπέ πίνοντας τη ζεστή μαντζουράνα που μετά από πέντε ακριβώς λεπτά, είχε ήδη καταπραΰνει το πονεμένο μου στομάχι. Ίσως ήταν από το στρες των προηγούμενων ημερών. Ίσως. Το μάτι μου έπεσε στο συρτάρι του σύνθετου, θυμίζοντάς μου τα άλμπουμ μας. Τυχαία έπεσε στα χέρια μου το άλμπουμ του αρραβώνα της πεθεράς μου. Έμοιαζε τόσο ευτυχισμένη, όπως ακριβώς και εγώ στον δικό μου. Αναρωτήθηκα τι ήταν αυτό που την έκανε τόσο σκληρή μαζί μου; Μήπως υπήρχε κάποιος άνθρωπος στην οικογένεια της που ήταν και εκείνος τόσο σκληρός μαζί της; Ίσως είχε τέτοια βιώματα η καημένη, σκέφτηκα νοερά. Κι ύστερα είπα, δεν πειράζει, μια μέρα είναι θα περάσει. Ασ’ την να πει ό,τι θέλει για το ζαρκάδι και τους κουραμπιέδες μου. Εγώ θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. Και κυρίως υπομονή.
Το πρωί σηκώθηκα πρώτη από όλους. Ντύθηκα, στολίστηκα και άρχισα το μαγείρεμα. Στο τραπέζι δέσποζαν δύο κηροπήγια με κόκκινα κεριά, η ανθοδέσμη του Θεόδωρου και τα πιάτα που μου είχε κάνει δώρο η πεθερά μου στο γάμο μου. Πρώτη φορά τα έβγαζα σε κοινή θέα. Τελικά δεν ήταν καθόλου άσχημα. Η απαλή χριστουγεννιάτικη μουσική και το ανθόνερο ήτανε βάλσαμο για την ψυχή μου τούτη τη μέρα. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως τίποτα και κανένας δεν θα έσβηνε το πανέμορφο χαμόγελό μου. Ο Θεόδωρος το λέει δηλαδή.
Το κουδούνι χτύπησε τρεις φορές. Λίγο έλειψε να με πιάσει ταχυκαρδία, μα με τρεις βαθιές αναπνοές επανήλθα στην αρχική μου κατάσταση.
-Καλώς τους, Καλώς ήρθατε. Χρόνια πολλά μπαμπά, χρόνια πολλά μητέρα!
Η πεθερά μου με κοίταζε ασκαρδαμυκτί. Ίσως και να ήταν η πρώτη φορά που με έβλεπε χαμογελαστή με ωραία διάθεση απέναντί της. Αφού περάσαμε στο τραπέζι τη σερβίρισα εγώ. Πρώτη πρώτη. Της ζήτησα να μου σχολιάσει το σερβίτσιο που μας είχε κάνει δώρο. Εκεί ήταν που μου έσκασε το πρώτο της χαμόγελο. Και μετά από τη δοκιμή του ζαρκαδιού κι άλλο ένα. Και συγχαρητήρια για το φαγητό μου και τους κουραμπιέδες μου. Και ήθελα να τραγουδήσω από τη χαρά μου μα δεν το έκανα. Έφτιαξα δύο ελληνικούς για τις δύο μας και καθίσαμε να λέμε ιστορίες. Παλιές και καινούργιες. Και τα βρήκαμε οι δύο μας και ανταλλάξαμε και δώρα και μάλιστα ήταν τα ωραιότερα Χριστούγεννα της ζωής μου.