, ,

Το Μόλεμα – 11

Προηγούμενο

TW : Αναφορές βι*σμού

 

Ο Νίκος είχε ξυπνήσει μετά τον μεσημεριανό του ύπνο ξεκούραστος και τανύστηκε νωχελικά, έπειτα κοίταξε γύρω του το σοβαρό σκοτεινό δωμάτιο και συνοφρυώθηκε. Τι συμβαίνει σ΄ αυτό το σπίτι; Η βαλίτσα του ήταν όπως την είχε αφήσει πριν κατέβει για φαγητό. Κανείς δεν την είχε αδειάσει και κανείς δεν είχε φρεσκάρει τα πουκάμισα του. Προχώρησε ως εκεί εκνευρισμένος και πήρε ένα πουκάμισο που δε φαινόταν και πολύ ζαρωμένο. Μου φαίνεται ότι τόσα χρόνια που λείπαμε αφήσαμε πολύ λάσκα τα σχοινιά σ΄ αυτή τη βρωμόγρια, τη Φώτω και την πιτσιρίκα. Ένα σαρδόνιο χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπο του, θα χαιρόταν πολύ να σφίξει τα λουριά αυτής της μικρής. Η εικόνα ενός ροδόχρωμου πισινού έκανε την παλάμη του να τσιτσιρίσει από ευχαρίστηση και την έτριψε με δύναμη καθώς κοιταζόταν στον καθρέφτη. Ποιος να μου το ΄λέγε ότι εκείνο το μυξιάρικο θα γινόταν τέτοια γυναίκα; Αν το ΄ξέρα θα ΄χα φερθεί πιο φρόνιμα και θα την είχα πάρει με το καλό, σκέφτηκε και χαμογέλασε πλατιά με το ειρωνικό τον λέξεων. Το θέμα είναι να την πάρω και η αλήθεια είναι ότι προτιμάω με το … κακό. Έχει πιο πολύ σασπένς έτσι όπως φωνάζουν και παλεύουν να ξεφύγουν, το χαμόγελο πλάτυνε και έφτιαξε μια προσεγμένη χωρίστρα, χρησιμοποιώντας μια κοκάλινη χτένα. Άρχισε να σιγοσφυρίζει ευχαριστημένος μέχρι που κοίταξε τις ζάρες στο πουκάμισό του και το φρύδι του ανασηκώθηκε ενοχλημένο. Λοιπόν, ώρα να μπει μια τάξη σ’ αυτό το σπίτι!, σκέφτηκε και βγήκε μ΄ αποφασιστικό βήμα πέφτοντας πάνω στην Έρση.

«Απαράδεκτη κατάσταση!» φώναξε με βροντερή φωνή. «Τι γίνεται εδώ μέσα; Λείπει ο γάτος και χορεύουν τα ποντίκια;».

Η Έρση του έριξε ένα βλοσυρό βλέμμα και έκανε να φύγει, μα ΄κείνος την τράβηξε δυνατά από το μπράτσο. 

«Άσε με, τώρα!» τον κεραυνοβόλησε κι εκείνος την άφησε απρόθυμα. Το πρόσωπο του είχε ροδοκοκκινίσει ως τα αυτιά και τα μάτια του γούρλωσαν και κόντεψαν να πεταχτούν έξω. Με δυσκολία κατάφερε να συγκρατηθεί. 

«Τι κατάσταση είναι αυτή εδώ μέσα; Δεν άδειασε κανείς τη βαλίτσα μου και δε φρεσκάρατε τα πουκάμισά μου! Θέλω να βρεθώ με τον πλοιοκτήτη τον Ευθυμίου και πώς θα πάω, ντυμένος σαν καρνάβαλος!»

«Θα πω στην Ανέτα να σου ετοιμάσει…»

«Η Μαντώ ακόμα γυρνάει;» τα μάτια της Έρσης στένεψαν και τον κοίταξε προειδοποιητικά, μα ΄κείνος δεν έδειξε να πτοείται. 

«Η Ανέτα θα σου ετοιμάσει το πουκάμισο. Αν σ΄ αρέσει, αν δεν σ΄αρέσει πρόβλημά σου!» έκανε δύστροπα η Έρση και του γύρισε την πλάτη. Ο Νίκος της έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα, πολύ θα ‘θελε να τις έριχνε και μερικές μπουνιές έτσι ώστε να καταπιεί τη θρασύτατη γλώσσα της, μα το παιχνίδι το γνώριζε καλά και δεν υπήρχε περίπτωση να τον κάνει να παρεκτραπεί. Όχι ακόμα, όχι, πριν να τα έχει όλα έτοιμα για την κίνησή του. 

«Ο Μάρκος είναι κάτω;» τη ρώτησε την ώρα που απομακρυνόταν. 

«Βγήκε»

«Πού πήγε;» Η Έρση πισωπάτησε και τον κοίταξε ενοχλημένη. 

«Γιατί θα έπρεπε να με νοιάζει;» τον ρώτησε με μια χροιά ειρωνείας. Τα χέρια του σφίχτηκαν σε γροθιές και το αίμα επέστρεψε στο πρόσωπό του, μα κατάφερε να συγκρατήσει τον τόνο της φωνής του. 

«Πότε θα γυρίσει, ξέρεις;»

Εκείνη ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους και γυρνώντας του την πλάτη μπήκε στο δωμάτιο της.

«Τσούλα…» είπε μέσα από τα δόντια του ο Νίκος και έμεινε για λίγο να κοιτά την πόρτα με μάτια που έκαιγαν από θυμό. Κατέβηκε με βαριά βήματα τη σκάλα και κατευθύνθηκε στην κουζίνα.  Όλα στην ώρα τους, αυτό που έβιαζε είναι να βρεθεί με τον Ευθυμίου, ήταν εξαιρετική συγκυρία ότι αυτήν τη στιγμή που είχε απελπιστεί ο Μάρκος έπιασε δουλειά σ΄ αυτόν. Είχαν συνεργαστεί και παλιότερα και ήταν σίγουρος ότι αν του παρουσίαζε αυτό που ΄χε στο μυαλό του θα τα κατάφερνε να τον πείσει να επενδύσει. Ίσως θα μπορούσε να πείσει και τον Μάρκο, μ΄ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Με τον αδερφό του είχαν κρατήσει εντελώς τυπικές σχέσεις τόσα χρόνια, διαχειριζόταν την ακίνητη περιουσία του, αλλά τα λεφτά του από τους μισθούς του τα κράταγε χωριστά. Να ΄χε άραγε μαζέψει κανένα καλό κομπόδεμα ή να το ΄τρωγε στις μικρούλες, αυτό αξίζει να το διερευνήσει. Πάντως το μεσημέρι του φάνηκε περίεργος και ότι πρέπει να την έχει δαγκώσει με τη μικρή. Χαμογέλασε μόνος του. Αν είναι να τον καταφέρει να επενδύσει θα μπορούσε να κάνει μια μικρή παραχώρηση, για λίγο τουλάχιστον. Πάντως ήταν αστείο που προσπαθούσαν να του την κρύψουν τη μικρή, αλλά αυτός δε γεννήθηκε χθες. Θα σου την κάνω εγώ την προστατευόμενη σου, σκεφτόταν καθώς άνοιγε με φόρα την πόρτα. Ένας υπόκωφος θόρυβος ακούστηκε καθώς η λαμαρίνα από το ταψί που κράταγε η Ανέτα, που τον κοίταγε με γουρλωμένα μάτια,  βρέθηκε στο πάτωμα. 

«Άχρηστη!» ούρλιαξε με λύσσα ο Νίκος κάνοντάς τη να τρέμει σαν φυλλαράκι. Το βλέμμα του διέτρεξε το δωμάτιο. 

«Πού είναι η Μαντώ;»

«Δε… δε… δε…» τραύλισε έντρομη η Ανέτα. 

«Είσαι καθυστερημένη; Τι δε, δε, δε; Άντε μίλα, ηλίθια!», ούρλιαξε ο Νίκος απορώντας πως κάποτε την πήδηξε αυτήν την ηλίθια! Χάρη της έκανε, σκέφτηκε κοιτώντας τα γουρλωμένα μάτια της που φαίνονταν αστεία έτσι όπως ήταν κοντά στη μύτη της με τα χωριάτικα πλατιά μάγουλα και το σαν ζουληγμένο πρόσωπό της χαραγμένο από τις στενοχώριες και τη φτώχεια. Μόνο που η Ανέτα είχε αντίθετη άποψη. Αυτός ο άνθρωπος που κάποτε της γλυκομιλούσε και της πρόσφερε διάφορα μικροδωράκια ήταν η αιτία της δυστυχίας της. Αν δεν την είχε βιάσει, δε θα την παρατούσε ο αρραβωνιαστικός της ο Νικολός, σαν έκανε τη χαζομάρα και του τα ξεφούρνισε όλα, για να παντρευτεί την κακάσχημη την ξαδέρφη της. Δε θ΄ αναγκαζόταν η κυρία Έρση να δώσει μια μικρή περιουσία στον Θανάση, που ήταν και εικοσιπέντε χρόνια μεγαλύτερος της, για να του κλείσει το στόμα και να την πάρει. Τόσα λεφτά κι αυτός τα ήπιε όλα και κάθε βράδυ ερχόταν την ξυλοφόρτωνε, την έβριζε, τη γκάστρωνε και ξανά από την αρχή. 

«Μίλα!»

«Δε… δεν είναι εδώ…»

«Και πού είναι;»

«Να μη σε νοιάζει!» ακούστηκε δυνατή και καθάρια η φωνή της Φώτως. Ο Νίκος προχώρησε με μεγάλα βήματα ως την πόρτα του δωματίου και άνοιξε διάπλατα τη μισάνοικτη πόρτα. 

«Ζεις ακόμα γριά καρακάξα;» 

«Τι θες διαολόσπερμα;» τον ρώτησε με πετρωμένο πρόσωπο η ηλικιωμένη γυναίκα. Ο Νίκος χαμογελώντας σαρδόνια στάθηκε από πάνω της.

«Εσύ τι λες;» είπε γλείφοντας το πάνω χείλι του αργά, έφερε το πρόσωπό του απέναντι από το δικό της και με την κοιλιά του σχεδόν τη σκέπασε στηριζόμενος στο κεφαλάρι και κοιτάζοντας τη μοχθηρά. 

«Αυτό που θες, να το βγάλεις από το νου σου, ακούς;» έκανε σιγανά, μα απειλητικά μέσα από τα σφιγμένα της δόντια η Φώτω.

«Άλλο σκοπεύω να βγάλω…» είπε με λάγνο ύφος, μα ένα δυνατό χαστούκι τον έκοψε. Την κοίταξε περιπαικτικά διασκεδάζοντας με την οργή της. 

«Θα σε σκοτώσω παλιοκοράκι, ακούς;» έφτυσε τις λέξεις η Φώτω σιγανά, μα καθαρά. 

«Όχι, αν το κάνω πρώτος εγώ, παλιόγρια…» είπε με σιγανή φωνή χαμογελώντας  ανατριχιαστικά ο Νίκος και τραβήχτηκε πίσω, «Λοιπόν, τι χάλι είναι αυτό που βρίσκω εδώ μέσα; Θέλω να βγω και δεν έχω σιδερωμένο πουκάμισο! Απαράδεκτο!»

«Να βγεις, στα τσακίδια να πας, που θες και σιδερωμένο πουκάμισο!»

«Άκου να δεις!» αγρίεψε ο Νίκος. 

«Φύγε!» ούρλιαξε σχεδόν υστερικά η Φώτω κι εκείνη την ώρα μπήκε μέσα η Έρση αναψοκοκκινισμένη. 

«Τι συμβαίνει;» 

«Τι να συμβαίνει; Μια δουλειά έχεις να κάνεις, να κρατάς το σπίτι σε τάξη κι είσαι άχρηστη! Σ΄ έχουν καβαλήσει οι υπηρέτριες! Κοίτα πώς μου μιλάν! Εγώ τις ταΐζω! Και γιατί παρακαλώ να ταΐζω μια που δεν είναι ικανή ούτε τον κώλο της να σκουπίσει;» 

«Άκου, δε θα ξανακάνω αυτήν τη συζήτηση μαζί σου. Τι θες; Και πάψε να φωνάζεις, εδώ δεν είναι το Παρίσι, δε θέλω να δίνω δικαιώματα!» 

«Εμ βέβαια, στο Παρίσι η κυρία μπορεί να γ…» το απειλητικό δάκτυλο της Έρσης τον σταμάτησε. «Θέλω ένα φρεσκοσιδερωμένο πουκάμισο, τώρα! Δεν έχω σκοπό να μείνω άλλο εδώ μέσα με ‘σας, τις ηλίθιες!» 

«Ανέτα, άσε ό,τι κάνεις και φρέσκαρε του ένα. Δείξ΄ της ποιο θες…», πρόσταξε αυστηρά η Έρση με τόνο που δε σήκωνε αντιρρήσεις και τον έσπρωξε έξω από το δωμάτιο της Φώτως. Σαν βγήκε, οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν με σκεπτικιστική καρτερικότητα. 

 

Η Μαντώ ένιωσε να ριγεί καθώς την ακούμπησαν μικρά αλμυρά σταγονίδια. Ο ήρεμος παφλασμός της θάλασσας που περιτριγύριζε τ΄ακρωτήρι είχε μεταβληθεί σ΄ένα αγριεμένο ρυθμικό βουητό. Έτριψε τα μάτια της και ανασηκώθηκε προσπαθώντας να διώξει το θολό πέπλο του ύπνου. Η υγρασία την περόνιαζε. Το κομπινεζόν της, τα εσώρουχά της, όπως και τα μαλλιά της είχαν κολλήσει πάνω της από την υγρασία, όμως αυτό που την απασχολούσε ήταν το πόδι της. Ψηλάφισε τον αστράγαλο της. Το δέρμα στην περιοχή του αστραγάλου είχε μια μεγάλη πληγή από το ξύσιμο του πεσίματος και την έτσουζε. Το έφερε κοντά στο πρόσωπό της μορφάζοντας από τον πόνο και το κοίταξε καλύτερα. Το πόδι της είχε πρηστεί και αποκτήσει ένα ανησυχητικό μπλαβί χρώμα.  

«Να πάρει!» μουρμούρησε εκνευρισμένη. Σηκώθηκε και κουτσαίνοντας προχώρησε προς τα ρούχα της. Ντύθηκε, άφησε τα καστανά μαλλιά της ξέπλεκα και άρχισε να σκαρφαλώνει με δυσκολία και να περνά πάνω από τα κοιλώματα και τις βαθύσκιωτες σχισμές των βράχων του ακρωτηρίου καθώς ο ήλιος που είχε πέσει χαμηλά είχε κρυφτεί πίσω από έναν ιστό σκούρων νεφελών. Μα ξάφνου, σταμάτησε. 

 

  Ο Μάρκος κατηφόριζε σκεπτικός ένα στενορύμι προσπαθώντας να βάλει τις σκέψεις του σε μια σειρά. Χωρίς να το συνειδητοποιεί κατευθυνόταν προς την Πέρα Γειτονιά, όπου βρισκόταν ο στοιχειωμένος  βράχος. Έφερνε στο νου του όσα είχαν ειπωθεί με τη Φώτω. Αυτό που του έκανε εντύπωση ήταν ότι τον έσπρωχνε στη Μαντώ, παρόλο τη διαφορά ηλικίας και τα όσα έχουν γίνει. Θυμήθηκε όταν πριν χρόνια είχαν κάνει μια αντίστοιχη κουβέντα με τη Φώτω για την Έρση και τότε του ζητούσε να φανεί δυναμικός και να διεκδικήσει την Έρση. Εκείνος όμως είχε λιγοψυχήσει να τα βάλει με τον Νίκο. Η Φώτω δε θα πλήγωνε και δε θα στεναχωρούσε ποτέ την Έρση, παρόλα αυτά ήταν ξεκάθαρη ότι αυτή η σχέση πρέπει να τελειώνει, για το οποίο συμφωνούσε και ο ίδιος. Επιτέλους ένιωθε έτοιμος να προχωρήσει. Είχε δίκιο η Ντολόρες, έπρεπε να γίνει όλο αυτό για να μπορέσει ν΄απελευθερωθεί. Πέρασε τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του. Μα τι ανόητος, ενώ είχε την ευκαιρία δεν πρόλαβε να τα ξεκαθαρίσει με την Έρση. Ξεφύσησε και μονολόγησε γι΄ άλλη μια φορά «Θάλασσα τα έχω κάνει…» Μετά την κουβέντα τους με τη Φώτω έτρεξε να βρει την Έρση. Της χτύπησε απαλά την καρυδένια πόρτα του δωματίου της. Εκείνη εμφανίστηκε με μάτια κόκκινα και πρησμένα, ήταν φανερό ότι έκλαιγε, κόμπιασε. «Σε χρειάζεται η Φώτω επειγόντως…», είπε κάπως απότομα και έκανε να της γυρίσει την πλάτη. 

«Ναι, θα πάω», τον διαβεβαίωσε χαμηλόφωνα η Έρση σιάζοντας τα μαλλιά της. «Η Μαντώ;» ρώτησε τότε εκείνη. Ο Μάρκος ανέστρεψε το βλέμμα. «Δεν είναι εδώ…» είπε αποστασιοποιημένα.

«Δεν είναι;» έκανε ξαφνιασμένη η Έρση και ακολούθησε το βλέμμα του που τυχαία είχε πέσει στην πόρτα του Νίκου. «Κατάλαβα», μουρμούρισε.

Του Μάρκου του ΄ρθε να ουρλιάξει «Όχι, δεν κατάλαβες για πρώτη φορά δε φταίει αυτός, αλλά εγώ!». Ή μήπως δεν είναι η πρώτη φορά που δε φταίει ο Νίκος; Μήπως απλά λόγω του χαρακτήρα του ήταν εύκολο να κατηγορηθεί ως ένοχος για όλα τα δικά τους λάθη; Ήταν αυτός στον οποίο μπορούσε εύκολα να φορτώσει τις αποτυχίες του, τις αδυναμίες του, τις φοβίες του… Η Έρση τον είχε ήδη προσπεράσει και κατέβαινε γοργά τις σκάλες, χωρίς εκείνος να προλάβει να της μιλήσει. Τότε ένιωσε να πνίγεται και χωρίς να το καλοκαταλάβει βρέθηκε να περπατά στο φιδίσιο καλντερίμι. Τ΄ακρωτήρι, σκέφτηκε μουδιασμένος καθώς το είδε να ξεπροβάλει πίσω από τη γωνιά του φράκτη. Τα πόδια του ξαφνικά κόλλησαν στη γη, την είδε να στέκεται όρθια με τα μαλλιά ξέπλεκα, ν΄ανεμίζουν μιμούμενα την κίνηση των κυμάτων. Το ροδακινί εβαζέ φόρεμα είχε κολλήσει πάνω της σχηματίζοντας τις καμπύλες της. Γιατί έστεκε ακίνητη εκεί; Τον είχε δει; Μα κρυβόταν πίσω από τη γωνία του φράκτη, δε θα μπορούσε. Κοίταξε γύρω τους. Περιέργως δεν υπήρχε ψυχή. 

Η Μαντώ προσπαθώντας να ζυγιάσει τις επιλογές της κάθισε τελικά στον βράχο και σύρθηκε στην άκρη του. Μπροστά της ήταν ένα βαθύ χαντάκι που έκοβε στη μέση σαν μαχαιριά το ακρωτήρι, σαν φυσικό διαχωριστικό. Συνήθως πηδούσε από πάνω του εύκολα, αυτή τη φορά όμως φοβήθηκε να το προσπαθήσει λόγω του χτυπημένου ποδιού της, έτσι προσπάθησε να συρθεί για να περάσει απέναντι. Το χέρι της ακούμπησε οριακά στον απέναντι σαθρό βράχο και αφού κλυδωνίστηκε επικίνδυνα πάνω από το χάσμα τραβήχτηκε τρομαγμένη. Σηκώθηκε πάλι όρθια και προχώρησε προς τα δεξιά της, ενώ πιανόταν από κάποια βράχια που εξείχαν. Τότε το πρόσεξε ο Μάρκος ότι η Μαντώ κούτσαινε. Η Μαντώ έκανε άλλη μια προσπάθεια να περάσει πάνω από το χάσμα και εκτινάχτηκε μπροστά. Όμως προσγειώθηκε με το ένα πόδι πάνω σε μια γλιστερή επιφάνεια του βράχου, τίναξε τα χέρια της να γαντζωθεί από κάπου, μα δεν τα κατάφερε και ξάφνου χάθηκε από τα μάτια του Μάρκου αφήνοντας μια κραυγή. Ο Μάρκος έτρεξε προς τα εκεί. Την βρήκε σφηνωμένη σ΄ένα κοίλωμα να προσπαθεί να πνίξει τα βογγητά της. Την έπιασε από τους ώμους και την τράβηξε πάνω. Η Μαντώ έπνιξε ένα ουρλιαχτό, ενώ ένιωσε το κορμί της να σφαδάζει. Ο Μάρκος τη σήκωσε στα χέρια αποφασιστικά, παρά τις αντιρρήσεις της και προσεκτικά άρχισε ν΄ανεβοκατεβαίνει τα βραχάκια ώσπου βγήκε στο χωμάτινο δρομάκι. Εκεί την ακούμπησε σ΄ένα μεγάλο λείο βράχο.

«Είσαι καλά;» τη ρώτησε γονατίζοντας μπροστά της. Δε μίλησε, μόνο ρούφηξε τη μύτη της. Έβαλε τα χέρια του στα μαλλιά της και τα έσπρωξε πίσω από το πρόσωπό της. Δάκρυα διέτρεχαν τα χλωμά μάγουλα της. Ο Μάρκος πήρε να ψηλαφίζει τα χέρια της, είχε ένα άσχημο σκίσιμο στον πήχη που έτρεχε αίμα, έπειτα το βλέμμα του κατέβηκε στα γδαρμένα γόνατα της και στις ελαφριές γρατζουνιές στις όμορφες γάμπες της. Όμως το βλέμμα του κόλλησε στο μπλαβί σημάδι στον αστράγαλο της. Ανασήκωσε απαλά το πόδι της κι εκείνη βόγκηξε. 

«Αυτό φαίνεται χτυπημένο άσχημα, πρέπει να πάμε στο γιατρό!». Η κοπέλα κούνησε έντονα αρνητικά το κεφάλι της. Εκείνη την ώρα ακούστηκε μια αγριεμένη φωνή. Μια γυναίκα από το μικρό, τελευταίο σπίτι ερχόταν προς το μέρος τους τρέχοντας φωνάζοντας «Μαντώ!». Η Μαντώ έκανε ν΄ανασηκωθεί, αλλά ο Μάρκος τη σταμάτησε.

«Μοιάζει με διάστρεμμα…» πρόσθεσε με έγνοια. Η γυναίκα τους έφθασε, το βλέμμα της είχε αλλάξει από αγριεμένο σ΄ανησυχία. Η γυναίκα είχε τις ίδιες γραμμές προσώπου και χρώμα μαλλιών με τη Μαντώ που από το τρέξιμο είχαν ξεφύγει από το κότσο της και ανέμιζαν κυματιστά. 

«Πρέπει να το δει γιατρός» επέμενε ο Μάρκος. Η γυναίκα κάθισε δίπλα του ξέπνοη.

«Τι έπαθες παιδί μου;» ρώτησε τη Μαντώ με έγνοια εξετάζοντας τις πληγές.

«Τίποτα, είμαι καλά…» είπε εκείνη σιγανά, μα με νεύρο και έκανε να σηκωθεί. Η γυναίκα τύλιξε τους ώμους της με τα χέρια της σφίγγοντας την πάνω της.

«Μοιάζει με διάστρεμμα, μα μπορεί να ΄ναι σπάσιμο. Πρέπει να το δει γιατρός και όλες αυτές οι γρατσουνιές πρέπει να αποστειρωθούν», επανέλαβε ο Μάρκος με σοβαρή φωνή. Η γυναίκα κοίταξε τον άντρα ξαφνιασμένη. 

«Γιατρός;» ψέλλισε. Η Μαντώ σηκώθηκε απότομα και γρύλισε από τον πόνο. «Καλά είμαι, μάνα! Πάμε!» έκανε απότομα και τον παραμέρισε, μα με το πρώτο βήμα κόντεψε να σωριαστεί. Η μάνα της έκανε να την κρατήσει, μα ο Μάρκος πρόλαβε και την έπιασε και τη σήκωσε στα χέρια. 

«Άσε με!» φώναξε εκείνη απότομα και ταρακούνησε το πόδι της κάνοντάς τη να ουρλιάξει. 

«Μην κάνεις σαν παιδί!» τη μάλωσε και πήρε να περπατά με σίγουρο και σταθερό βήμα. Η Μαντώ ένιωθε μουδιασμένη από τον πόνο για ν΄αντιδράσει, όλο της το κορμί της είχε σφιχτεί. Ακούμπησε ασυναίσθητα την παλάμη της πάνω στην καρδιά του. Ο Μάρκος δαγκώθηκε, άραγε μπορούσε να τη νιώσει που χτυπούσε σαν τρελή;

«Να την πάμε στο σπίτι…» έκανε η Μαρουλιώ μόλις ΄φθάσαν έξω από ένα μικρό χαμηλό σπιτάκι με μια μικρή περιφραγμένη αυλή. Ο Μάρκος της έγνεψε καταφατικά και η γυναίκα του άνοιξε το μικρό πορτάκι της πλακόστρωτης περιποιημένης αυλής και έπειτα την ξύλινη πόρτα, που πρέπει να ΄ταν κάποτε βαμμένη μ΄ένα έντονο γαλάζιο χρώμα, μα τώρα μόνο μερικές φλοίδες χρώματος απέμειναν. Ο Μάρκος προχώρησε μέσα στο σκοτεινό σπίτι που ήταν όλο και όλο ένα πλατύ δωμάτιο με κιτρινισμένους τοίχους. Μια μικρή κουζινούλα φαινόταν πίσω από ένα πρόχειρο παράπετο. Ένα τετράγωνο τραπέζι με τέσσερις κακοπλεγμένες καρέκλες και μια πιατοθήκη στον τοίχο ήταν τα πρώτα που έβλεπες, ενώ στη απέναντι μεριά υπήρχε ένα εικονοστάσι και μια παλιά φωτογραφία ενός άντρα με κατσαρά μαλλιά, παχύ μουστάκι και δυο μάτια καθάρια, διεισδυτικά. Κάτω από την φωτογραφία υπήρχε ένα μεγάλο στρώμα που βρισκόταν τοποθετημένο σ΄ένα χαμηλό ξύλινο πατάρι και δίπλα ένα ντιβάνι, εκεί την απόθεσε ελαφρά. 

«Ευχαριστώ» είπε απότομα η Μαντώ και στράφηκε προς τη μητέρα της. «Πάω για το γιατρό…» είπε μαλακά εκείνος. Η Μαρουλιώ τον κοίταξε ανήσυχη.

«Πιστεύετε πως χρειάζεται, κύριε;» τον ρώτησε μαγκωμένη.

«Πρέπει οπωσδήποτε να το δει, μπορεί να χρειαστεί γύψος»

«Γύψος;» έκανε έντρομη η Μαρουλιώ βάζοντας το χέρι της στο μάγουλο και οι χαρακιές του χρόνου και της λύπης βάθυναν στο μέτωπο της. «Ξέρετε κύριε, εμείς είμαστε…» είπε δείχνοντας με τα μάτια της το εσωτερικό σπιτιού. 

«Μην ανησυχείς, μάνα!» την έκοψε η Μαντώ φανερά εκνευρισμένη και έπειτα γύρισε προς τον Μάρκο. «Λοιπόν, σας ευχαριστώ που με φέρατε ως εδώ, δε σας χρειαζόμαστε άλλο! Θα πάει ο αδερφός μου στον γιατρό, αντίο!», είπε χωρίς ανάσα κοιτώντας τον παγερά. Ο Μάρκος χαμογέλασε ελαφρά κάτω από το μουστάκι του και κοίταξε τα παπούτσια του. Η μικρή έχει αξιοπρέπεια, σκέφτηκε, πότε αυτός την έχασε; Πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε που έπαψε να… 

«Πώς μιλάς έτσι στον κύριο;» τη μάλωσε με σιγανή φωνή και φανερά έκπληκτη η Μαρουλιώ. «Αυτός να σε βοηθήσει θέλει».

«Το τι θέλει… Άσε να το ξέρω εγώ καλύτερα!» της είπε ξερά η Μαντώ και της έριξε ένα αυστηρό βλέμμα. Η Μαρουλιώ έμεινε να την κοιτά έκπληκτη, αλλά βρίσκοντας γρήγορα την αυτοκυριαρχία της γύρισε προς το μέρος του Μάρκου που φαινόταν τώρα αναψοκοκκινισμένος και εξίσου σαστισμένος και του είπε αποστασιοποιημένα λοξοκοιτώντας την κόρη της: «Λοιπόν, σας ευχαριστούμε πολύ, κύριε…» 

«Μάρκο, Μάρκος Γαλφυνός, χαίρω πολύ», είπε και πρότεινε το χέρι του στη Μαρουλιώ. Εκείνη γούρλωσε τα μάτια και προσπάθησε να ψελλίσει κάτι που ακούστηκε ακατάληπτο, μα κατάφερε να δώσει το χέρι της, αφού το σκούπισε βιαστικά στην ποδιά της. Ένα βογκητό ακούστηκε από τη Μαντώ. 

Πριν προλάβει να πει τίποτα άλλο η Μαρουλιώ, ο Μάρκος της γύρισε την πλάτη και έφυγε. Η Μαρουλιώ γύρισε προς την κόρη της, η πονεμένη της έκφραση την έκανε να ξεχάσει τη σαστιμάρα της. Πήρε να της ανασηκώσει τις μαξιλάρες για να καθίσει πιο άνετα και της χάιδεψε το κεφάλι.

«Πονάς, ψυχή μου;»

«Μη νοιάζεσαι μάνα, δεν είναι τίποτα! Μόνο άμα τ΄ακουμπάω πονά». Η Μαρουλιώ έφερε να πλύνει το τραύμα, πήρε και το τσίπουρο που΄χε καλά φυλαγμένο κι έβρεξε ένα κουρελάκι και το πέρασε απαλά πάνω από τα γδαρσίματα. Η Μαντώ έσφιξε τα δόντια και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, παρ΄όλο που είχε περάσει ώρα και το αίμα είχε μισοπήξει, πόναγε πολύ. Η μητέρα της την κοίταξε συμπονετικά και της χάιδεψε το μάγουλο. Εκείνη την ώρα μπήκε μέσα ο μικρός της αδερφός σαν σίφουνας. Ο Κωστής,  ένα λιανό αγόρι με τις ίδιες αδρές γραμμές και τα εξογκωμένα ζυγωματικά με τη Μαρουλιώ, τα ίδια μαύρα μαλλιά και μελιά μάτια της έμοιαζε πιο πολύ απ΄όλα τα παιδιά της. Τον τελευταίο χρόνο είχε ψηλώσει απότομα και είχε περάσει σε μπόι τη μάνα του και τη Μαντώ. Το αγόρι τις κοίταξε απορημένο. 

«Τι έγινε;» τις ρώτησε πλησιάζοντας. «Πού χτύπησες;» 

«Στ΄ακρωτήρι» έκανε ανόρεχτα η Μαντώ. «Δεν είναι τίποτα, πρέπει να γυρίσω και στο σπίτι. Λείπω ώρες…» 

«Τι γύρευες στ΄ακρωτήρι;» τη ρώτησε ο Κωστής.

«Έγινε κάτι στο σπίτι;» έκανε ανήσυχη η Μαρουλιώ που γνώριζε τη συνήθεια της κόρης κάθε που στενοχωριόταν να τρέχει στο καταφύγιο της.

«Τι να γίνει…» έκανε τάχα αδιάφορα εκείνη. 

«Έμαθα ότι ήρθε και τ΄αφεντικό σου σήμερα» είπε ο Κωστής και της Μαντώς της ξέφυγε ένα νευρικό ξεφύσημα. 

«Ήρθε ο εξαποδώ;» ρώτησε ανήσυχη η Μαρουλιώ την κόρη της διώχνοντας μια τούφα από το μέτωπο της και κοιτώντας την τρυφερά στα μάτια. Το στόμα της Μαντώς συσπάστηκε.

«Τι σου ΄κανε παιδί μου; Σε πείραξε; Αυτός ή ο αδερφός του;» Η Μαντώ έκανε ν΄ανασηκωθεί.

«Πρέπει να φύγω! Κωστή, θα με βοηθήσεις;» 

«Φυσικά μα…».  

 

Ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα τους σταμάτησε την ώρα που η Μαντώ προσπαθούσε να σταθεί όρθια. Η πόρτα άνοιξε χωρίς ν΄ ακουστεί απάντηση και ο γιατρός, ένας ψηλός, αδύνατος άντρας με σταχτιά κατσαρά μαλλιά και καστανά μάτια κρυμμένα πίσω από γυαλιά που στεκόταν άκομψα στη γρυπή μύτη του, μπήκε μέσα σκύβοντας το κεφάλι του,  ρωτώντας τυπικά: «Πού είναι η ασθενής;» και τότε σταμάτησε μουδιασμένος.

«Δεσποινίς Μαντώ…» είπε τονίζοντας τα γράμματα  του ονόματός της σαν να έγλειφε καραμέλα. Η Μαντώ έγνεψε το κεφάλι της σε χαιρετισμό. «Γιατρέ…» είπε ψυχρά εκείνη. Πίσω του ακολούθησε ο Μάρκος ο οποίος στάθηκε αναποφάσιστος και κοίταξε τον γιατρό με υποψία. 

«Εσείς είστε η ασθενής;» είπε μελιστάλακτα ο γιατρός. 

«Συγχωρέστε με, γιατρέ, μα πολύ φοβούμαι πως σας καλέσαμε χωρίς λόγο» είπε ρίχνοντας μια φαρμακερή ματιά στον Μάρκο, ο οποίος με τη σειρά του κοιτούσε χολωμένος το γιατρό. «Δεν είναι τίποτα, είμαι μια χαρά» και έκανε ένα βήμα μπροστά προσπαθώντας να το αποδείξει, όμως όλο της το κορμί και το πρόσωπο της σφίχτηκαν από την προσπάθεια να μη φωνάξει. Ο γιατρός όρμησε προς το μέρος της αφήνοντας κατά μέρος τη γρατσουνισμένη δερμάτινη τσάντα του και την έπιασε από τον αγκώνα. 

«Σας παρακαλώ, δεσποινίς Μαντώ, επιτρέψτε μου…» είπε γλυκά και την έβαλε πάλι να καθίσει. «Μου επιτρέπετε, θα ήθελα να εξετάσω την ασθενή» είπε αυστηρά κοιτώντας τους έναν έναν. Η Μαρουλιώ που τον παρακολουθούσε τόση ώρα σαν γερακίνα έκανε νόημα στον Κωστή να φύγει, μα σαν γύρισε κάτι να της πει ο γιατρός εκείνη τον κοίταξε αυστηρά κι εκείνος άλλαξε γνώμη. «Ώστε αυτό είναι το πατρικό σας…» άκουσε το γιατρό να λέει ο Μάρκος καθώς ο Κωστής έκλεινε την πόρτα πίσω τους.

«Εσείς είστε ο κύριος Γαλφυνός;» τον ρώτησε ο Κώστας μόλις βρέθηκαν στη μικρή αυλή. Η γειτόνισσα λίγο πιο πάνω προσπαθούσε να ηρεμήσει ένα μικρό που έκλαιγε κουνώντας το στην αγκαλιά της. 

«Ναι, Μάρκος Γαλφυνός», είπε νευρικά ο Μάρκος προτείνοντας το χέρι του. Ο Κωστής το κοίταξε γέρνοντας το κεφάλι του στο πλάι και έπειτα του χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο. Μια κραυγή πόνου ακούστηκε από το σπίτι. Οι δυο τους αλληλοκοιτάχτηκαν μορφάζοντας. Ο Μάρκος έβγαλε από την τσέπη του ένα πακέτο καπνό και χαρτάκια και πρόσφερε στο αγόρι, εκείνο το πήρε και κάθισαν δίπλα δίπλα για να το στρίψουν. Μια δεύτερη πνιχτή κραυγή ακούστηκε κάνοντάς τους να γυρίσουν το κεφάλι προς την πόρτα. 

Ο Μάρκος κοιτούσε τη θάλασσα που απλωνόταν τώρα σαν χυμένο μελάνι μπροστά τους παραδομένος στις σκέψεις του. Με το ζόρι συγκρατούνταν να μην ορμήσει στον ψηλολέλεκα που βρισκόταν μέσα τώρα μαζί της, που την ακουμπούσε και κυρίως την πονούσε. Τόση ώρα του ΄κάνε τον δύσκολο, τον πλήρωσε και προκαταβολικά, γιατί δεν ήθελε να έρθει και μόλις την είδε… Ένα εκνευρισμένο ξεφύσημα του ξέφυγε, καθώς μετακινήθηκε στο πεζούλι. Θα τρελαθεί έτσι όπως πάει! Πρέπει να μιλήσει μαζί της, αλλά πώς; Το χτύπημα περιέπλεκε τα πράγματα. 

«Μερικές φορές είναι ν΄απορείς γιατί γίνονται μερικά πράγματα, εεε;» ακούστηκε μια φωνή δίπλα του. Η παρατήρηση του Κωστή τον ξάφνιασε. Ο μικρός έδειχνε ν΄απολαμβάνει το τσιγάρο του φυσώντας μεγάλες τολύπες καπνού. 

«Μμμ» συμφώνησε αβέβαια ο Μάρκος. Η μάνα του συνήθιζε να λέει «κάθε ΄μπόδιο για καλό, μπορεί να μην μπορείς να βρεις το καλό από την αρχή, μα κάποια στιγμή φανερώνεται…».

Η παλιά ξύλινη πόρτα άνοιξε βγάζοντας ένα ελαφρύ τρίξιμο. Με την άκρη του ματιού του ο Μάρκος είδε τον Κωστή να εξαφανίζει το τσιγάρο σβήνοντάς το μέσα στη χούφτα του. Ο γιατρός βγήκε σκύβοντας, είχε ένα μάλλον ονειροπόλο ύφος, σ΄αντίθεση με τη Μαρουλιώ που τους κοιτούσε με μάτια υγρά, αλλά αυστηρά. Στο χέρι της κρατούσε ένα φανάρι. Ο Μάρκος πετάχτηκε σαν σχοινί στη δέστρα. Μια σκιά πέρασε από τα μάτια του γιατρού βλέποντας τον και ξερόβηξε.

«Ναι, μάλιστα, δε νομίζω ότι χρειάζεται ν΄ανησυχούμε. Είναι ένα, μάλλον, μέτριο διάστρεμμα. Έδωσα οδηγίες» είπε και στράφηκε προς τη Μαρουλιώ. «Πάγο, όπως είπαμε και πολλή ξεκούραση για ν΄αποφύγουμε τα χειρότερα…». Εκείνη του γνέψε πως κατάλαβε. 

«Λοιπόν να πηγαίνω…»

«Εε, γιατρέ μου, ξεχάστηκα, η ανόητη! Μη φύγετε… Να σας κεράσουμε κάτι. Κι εσείς, κύριε Γαλφυνέ, παρακαλώ, καθίστε, καθίστε…»

«Να μην ενοχλούμε…» είπαν διστακτικά ταυτόχρονα και οι δύο και αναμετρήθηκαν με το βλέμμα. Η Μαρουλιώ αποσύρθηκε στο σκοτεινό εσωτερικό.

«Καθίστε», πρότεινε ο Κώστας κοιτώντας πότε τον ένα, πότε τον άλλον, με τόνο που δε σήκωνε αντιρρήσεις. Οι δύο άνδρες κάθισαν αντικριστά. Αμηχανία απλώθηκε. Τότε εμφανίστηκε η Μαρουλιώ κρατώντας ένα δισκάκι με τσίπουρο και μερικούς μεζέδες και πιάτα. Το απέθεσε σ΄ένα μικρό ετοιμόρροπο τραπέζι που υπήρχε στην άκρη της αυλής και που πάνω του είχε ακουμπήσει το φανάρι και τους σέρβιρε. 

Τη σιωπή έσπασε ο γιατρός σκουπίζοντας τη σάλτσα από τα χοντρά χείλη του. «Φοβάμαι πως θα πρέπει να βρείτε κάποια αντικαταστάτρια για λίγο καιρό…» είπε απευθυνόμενος στον Μάρκο που δεν είχε καταφέρει να βάλει μπουκιά στο στόμα του.

«Θα το φροντίσω…», είπε μάλλον ψυχρά ο Μάρκος κατεβάζοντας ανυπόμονα το τσίπουρο του.

«Θα περάσω μια μέρα από αυτές να δω και την κυρία Φώτω». 

«Θα σας περιμένουμε…» απάντησε ο Μάρκος έχοντας εστιάσει το βλέμμα του σ΄ένα μικρό αγριόχορτο που είχε καταφέρει να φυτρώσει σε μια σχισμάδα του ασβεστωμένου φράχτη και τώρα στο μισοσκόταδο φαινόταν σαν μικρός λεκές.

«Θα περάσω και αύριο να δω τη Δεσποινίς Μαντώ», είπε γυρνώντας προς τη Μαρουλιώ, ενώ το καρύδι στο λαιμό του ανεβοκατέβαινε περίεργα και τα μάγουλα του είχαν πάρει το χρώμα της ώριμης ντομάτας. Εκείνη κάτι μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της και έτριψε αμήχανα τα τραχιά της χέρια. Μια μεγάλη σιωπή απλώθηκε. Η Σελήνη ξεμύτισε για λίγο από τις βαριές νεφέλες που τη σκέπαζαν, μα σύντομα ξανατρύπωσε πίσω τους. Το φως του φαναριού έκανε τα πρόσωπα να φαίνονται γεμάτα βαθιές σκληρές σκιές και τα μάτια τους να λαμπυρίζουν.

Ένα μικρό αγόρι κατηφόριζε τρέχοντας το καλντερίμι κρατώντας ένα φανάρι. 

«Γιατρέ!» φώναξε λαχανιασμένα πλησιάζοντας. Ο γιατρός σηκώθηκε απότομα και ζητώντας συγνώμη απ΄όλους και επαινώντας τη Μαρουλιώ για τους εξαιρετικούς μεζέδες το ακολούθησε. Σαν ΄στρίψαν στη γωνία και χάθηκε από τα μάτια τους, ο Μάρκος το πήρε απόφαση πως ήταν αδύνατο να βρει την ευκαιρία να μιλήσει στην Μαντώ και είπε σιγανά, «Θα πρέπει να πηγαίνω κι εγώ, είναι…».

Ο Κωστής τον έκοψε.

«Μα, καθίστε λίγο ακόμα! Εσείς είστε καπετάνιος, έτσι δεν είναι;» 

«Ναι» 

«Και ταξιδέψατε παντού;» ρώτησε μ΄ενδιαφέρον το παιδί.

«Όπου υπάρχει θάλασσα…» 

«Θα είδατε τόσα πράγματα!» 

«Μην τον κουράζεις, μάτια μου, τον κύριο…» τον μάλωσε η Μαρουλιώ. 

«Δεν τον κουράζω, μάνα!» 

«Δε με κουράζει», επιβεβαίωσε ο Μάρκος χαμογελώντας. Η Μαρουλιώ κοίταξε τον γιό της αυστηρά κι άρχισε να μαζεύει τα πιάτα. Το αγόρι άρχισε να κάνει ένα σωρό ερωτήσεις και ο Μάρκος τις απαντούσε με υπομονή. Η Μαρουλιώ μπήκε στο σπίτι, στο αχνό φως της λάμπας είδε στο στρώμα τη Μαντώ ξαπλωμένη με την πλάτη γυρισμένη προς αυτή. Άφησε τα πιάτα μέσα στον κουβά και πήγε προς το μέρος της. Έκατσε δίπλα της και την ακούμπησε στον ώμο. 

«Έφυγε;» τη ρώτησε ψιθυριστά η κοπέλα.

«Ποιος;»

«Ο Γαλφυνός!» έκρωξε απότομα η Μαντώ.

«Μην εκνευρίζεσαι και μη φωνάζεις! Θα σ΄ακούσει, έξω είναι!» 

«Σκασίλα μου!» έκανε απότομα η Μαντώ και γύρισε προς το μέρος της. Τα μάτια της ήταν φουρτουνιασμένα και υγρά «Να του πεις να φύγει, ακούς; Να πας τώρα έξω και να του πεις να φύγει!» είπε πιο δυνατά γαβγίζοντας τις λέξεις. «Να φύγει, ακούς;»  

«Σσσς παιδί μου, μη φωνάζεις! Τι σ΄έπιασε μου λες; Γιατί κάνεις έτσι;» είπε μιλώντας χαμηλά και αυστηρά η Μαρουλιώ. 

«Είναι αργά, τι κάνει ακόμα εδώ;» είπε με τρεμουλιαστή φωνή η Μαντώ.

«Τι κάνει; Τι να κάνει ο άνθρωπος; Τον έχει πιάσει ο Κωστής και τον ρωτά για τη θάλασσα. Αχ τι θα κάνω με αυτό το παιδί! Στο σχολειό στουρνάρι πάει, στουρνάρι γυρίζει! Είπα να τον κάνω ξυλουργό, αλλά δε θέλει ούτε να τ΄ακούσει. Μόνο για τη θάλασσα μου πιπιλά το μυαλό κάθε μέρα. Στο λέω, αν φύγει και το στερνοπαίδι μου για τη θάλασσα, ε τότε εγώ…» είπε και η φωνή της λύγισε. Η Μαντώ την κοίταξε λυπημένη, έπειτα την πήρε στην αγκαλιά της και την έσφιξε πάνω της. Μύρισε το πράσινο σαπούνι και την αλμύρα. Όλα μέσα σ΄ αυτό το σπίτι ήταν ποτισμένα με την αλμύρα της θάλασσας. Η Μαρουλιώ έγειρε πίσω και της χάιδεψε απαλά το πρόσωπο με το δουλεμένο της χέρι. 

«Και εσύ…» 

«Τι και εγώ;

«Κι εσύ θες να φύγεις…» είπε με παράπονο η Μαρουλιώ. Η Μαντώ χαμήλωσε το βλέμμα της. 

«Γιατί δεν παντρεύεσαι;» 

«Δε θέλω»

«Μαντώ, τα πράγματα δε γίνονται πάντα όπως τα θέλουμε. Θα ήταν καλύτερα…» 

«Για ποιον;»

«Για σένα, πρώτα πρώτα. Για να σπουδάσεις χρειάζεσαι χρήματα και ΄μείς…» έδειξε με το βλέμμα της γύρω της.  

«Θα δουλέψω» είπε με πείσμα η Μαντώ. Η Μαρουλιώ της έπιασε τ΄ αγριεμένα χέρια της ανάμεσα στα δικά της. 

«Πόσο ακόμα; Ακόμα και αν σπουδάσεις αυτό θα κάνεις μόνο, θα δουλεύεις… Μια ζωή θα δουλεύεις…» 

«Και ποια δε δουλεύει;» είπε φιλοσοφικά η Μαντώ και μια βαριά σιωπή της τύλιξε. Δεν είχε νόημα να συνεχίσει αυτήν την κουβέντα με τη μάνα της. Κάθε φορά κατέληγαν στο ίδιο σκηνικό, τη Μαρουλιώ να χτυπιέται σαν πρωταγωνίστρια αρχαίας τραγωδίας και να μιλά ακατάληπτα. 

«Χρειάζομαι κάποια πράγματα από το αρχοντικό. Θα στείλεις τον Κωστή να τα φέρει;»

«Φυσικά, μάτια μου, πάω να του πω». Η Μαντώ αναστέναξε ανακουφισμένη όταν την είδε να βγαίνει. Έκλεισε τα μάτια και έγειρε πίσω. Το πόδι της την πόνεσε καθώς το μετακίνησε. Αυτήν τη στιγμή όμως, το μόνο που ένιωθε ήταν ανακούφιση που συνέβη αυτό. Ήταν η καλύτερη δικαιολογία για να μείνει μακριά από τους Γαλφυνούς και την Έρση, χωρίς να δώσει λαβή για σχόλια στον κόσμο. 

«Μαντώ, τι χρειάζεσαι;» την έβγαλε από τις σκέψεις της η χαρωπή φωνή του Κωστή. Η Μαντώ άνοιξε τα μάτια της, το αγόρι την κοιτούσε και πίσω του στεκόταν ο Μάρκος. Η Μαντώ ανέστρεψε το βλέμμα φανερά εκνευρισμένη. 

«Τα προσωπικά μου αντικείμενα και ρούχα, εσώ… Δεν έχω τίποτα εδώ. Πες το στην κυρία Έρση και αυτή θα ξέρει». 

«Καλά. Πάμε;» έκανε στον Μάρκο ο Κωστής κι εκείνος του ΄γνεψε θετικά. Το αγόρι βγήκε έξω και ο Μάρκος στάθηκε διστακτικός στη θέση του. 

«Θα ΄θελα να σας δώσω και κάτι, για την κυρία», είπε ήπια η Μαρουλιώ. «Μισό λεπτό, περιμένετε, έρχομαι!» του είπε και βγήκε. «Κωστή, έλα μισό λεπτό μέχρι το αποθηκάκι να με βοηθήσεις πριν φύγεις» ακούστηκε η φωνή της καμπανιστή. 

Επόμενο

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: