Ο Τάσος περίμενε καρτερικά. Στεκόταν γονατιστός κοντά σε ένα δέντρο, καμουφλαρισμένος μέσα στην πράσινη στολή παραλλαγής του. Ακίνητος, με το δίκαννο οπλισμένο. Ήξερε πως κάποια στιγμή θα περνούσε ένα θύμα, λαγός ή μπεκάτσα… Ήταν χρόνια στην πιάτσα των κυνηγών και γνώριζε τα μέρη κοντά στο χωριό τόσο καλά, όσο και το σώμα της πρώην γυναίκας του. Έτσι, είχε φροντίσει να έρθει από νωρίς, δεν είχε χαράξει ακόμα και να στήσει καρτέρι. Ήταν άνθρωπος με υπομονή, οπότε δε σπαζόταν όταν αργούσε να εμφανιστεί κάποιο ζωντανό.
Δεν έκανε κρύο, αλλά ούτε και ζέστη. Όχι ακόμα. Μετά από κάνα δίωρο θα άρχιζε το καλοκαίρι. Το σκοτάδι είχε αρχίσει να περιορίζεται, οι σκιές να μικραίνουν και ο ήλιος να ξεκινά τη βόλτα του.
Κάτι αντιλήφθηκε μπροστά του. Σημάδεψε. Η όραση του Τάσου ήταν σε καλή κατάσταση. Δε χρειαζόταν διόπτρα, όπως οι άλλοι κυνηγοί εδώ γύρω. Ένεκα ηλικίας, είχε πρεσβυωπία, αλλά μακριά έβλεπε μια χαρά.
Η ζωή του, γενικά, περιβαλλόταν από πρόβατα, κατσίκια, κότες, σκυλιά και κάνα δυο γάτες. Δεν έβλεπε τηλεόραση, για τηλέφωνο είχε ένα παιδικό σταθερό, απομεινάρι της κόρης του από τη δεκαετία του ’90. Το κινητό του ήταν λίγο πιο σύγχρονο, αλλά εξίσου αχρησιμοποίητο, δεν του τηλεφωνούσαν συχνά, ούτε τηλεφωνούσε ο ίδιος συχνά.
Το πλάσμα που είχε τραβήξει την προσοχή του είχε μακριά αυτιά και γκρίζο τρίχωμα. Λαγός, το πιο πιθανό. Στεκόταν στα πισινά του πόδια και κοιτούσε γύρω του.
Ο Τάσος δεν του έριξε. Περίμενε να διαπιστώσει πρώτα κάτι άλλο.
Δε διαψεύστηκε.
Λίγο πιο πίσω από το λαγό, μια άλλη σκιά. Αυτή προχωρούσε πιο πονηρά, χωρίς φασαρίες, δίχως μεγάλη βιασύνη. Ήταν ένας άλλος θηρευτής του δάσους, που είχε εντοπίσει το θήραμα και προσπαθούσε να το πλησιάσει αθόρυβα. Μια αλεπού, φυσικά.
«Έλα, πουτάνα», ψιθύρισε ο Τάσος. «Κάνε την κίνησή σου».
Αυτό που είχε διαπιστώσει ο Τάσος ήταν πως οι λαγοί, όταν ένιωθαν να απειλούνται ή όταν είχαν εντοπίσει κάποια πιθανή απειλή, απομακρύνονταν και μετά από λίγο, σταματούσαν για να δουν πού ήταν ο θηρευτής. Ο συγκεκριμένος δεν αποτελούσε εξαίρεση. Είχε δει ή ακούσει την αλεπού πιο πριν, της είχε ξεφύγει και τώρα αναζητούσε ίχνη της.
Ο Τάσος μέτρησε νοερά.
Πάλι έπεσε μέσα.
Ο λαγός αντιλήφθηκε την αλεπού, αλλά ήταν αργά. Εκείνη είχε μικρύνει τη μεταξύ τους απόσταση σημαντικά, λιγότερο από πέντε μέτρα και του επιτέθηκε γαβγίζοντας. Τον άρπαξε από το λαιμό, τον ταρακούνησε και εν τέλει, τον έπνιξε.
Ο Τάσος σημάδεψε.
Και πυροβόλησε.
Σηκώθηκε από την θέση του και ήρθε πάνω από τα δύο κουφάρια. «Με ένα σμπάρο…» είπε, χωρίς να ολοκληρώσει η φράση. Είχε φαΐ και μια νεκρή αλεπού, που τις μισούσε περισσότερο και από την πρώην του.
Πήρε τα δύο νεκρά ζώα, τα έβαλε στο τσουβάλι που είχε και κίνησε για το σπίτι του, γύρω στα πέντε χιλιόμετρα μακριά. Το καλύτερο σημείο βέβαια, ήταν η παλιά γέφυρα, πάνω από το ποτάμι. Ξύλινη, απομεινάρι μιας εποχής πιο απλής και κατά τον Τάσο, καλύτερης όσον αφορά τις σχέσεις αντρών και γυναικών. Στάθηκε λίγο εκεί, με τις ξύλινες τάβλες να τρίζουν ελαφρώς. Το νερό ήταν λίγο αυτή την εποχή, αλλά τέλειο θέαμα κάθε εποχή.
Στο σπίτι του, έβγαλε την αλεπού από το σακούλι. Τη βαλσάμωσε, πετώντας τα εντόσθια στα σκυλιά του. Στη συνέχεια, πήρε το μπαλτά που είχε για αυτές τις δουλειές και αποκεφάλισε το ζώο. Αίμα πολύ έτρεξε από την πληγή, αλλά δεν τον ένοιαξε. Πάντα ήθελε να το κάνει αυτό. Το είχε αναβάλλει όσο ήταν εδώ η κόρη του, αλλά πλέον δεν είχε κανένα λόγο. Κάρφωσε δύο παλούκια στην είσοδο του αγροκτήματος και έμπηξε στο ένα το ακέφαλο σώμα και στο άλλο το κεφάλι της αλεπούς.
Δεν ήξερε αν θα έπαιρναν το μήνυμα οι άλλες που πιθανώς θα έρχονταν για να επιτεθούν στις κότες του, αλλά η προειδοποίηση ήταν εκεί. Άφησε το σακούλι έξω κρεμασμένο σε ένα τσιγκέλι και ακολουθούμενος από τα σκυλιά του, πήγε στη στάνη. Μετά πήγε στο κοτέτσι.
Όταν πήγε δέκα η ώρα, πήρε το αγροτικό του και κατευθύνθηκε προς το χωριό. Χρειαζόταν ένα δυο πράγματα, καθώς και έναν καφέ της προκοπής.
Επέστρεψε γύρω στη μία το μεσημέρι. Πήρε το λαγό από το σακούλι και τον ετοίμασε για φαγητό. Έπειτα, κοιμήθηκε μέχρι τις οχτώ το βράδυ.
Ξύπνησε από τα αλυχτίσματα των σκυλιών. Βγήκε φουριόζος έξω και τους φώναξε να σταματήσουν. Αλλά τότε είδε πως έλειπαν οι πάσσαλοι με το σώμα και το κεφάλι της αλεπούς.
Αυτό τον εκνεύρισε πάρα πολύ. Κάποιος είχε κλέψει την αλεπού. Το τρόπαιό του. Κάποιος είχε πάρει την αλεπού. Το αγρόκτημα που έμενε ο Τάσος απείχε γύρω στα έξι χιλιόμετρα από το χωριό.
«Τρελό καθίκι!», σχολίασε. Θα τον έβρισκε όμως, όποιος κι αν ήταν.
Άρπαξε το γιλέκο με τα σύνεργα και την καραμπίνα του και πήρε μαζί του το ένα του σκυλί.
Περιπλανήθηκαν για δύο σκοτεινά χιλιόμετρα, ακολουθώντας ουσιαστικά το μονοπάτι που είχαν δημιουργήσει κάποτε οι ντόπιοι ή στρατιώτες που πέρασαν από εδώ. Ο σκύλος προπορευόταν και έδειχνε σε μεγάλα κέφια.
Κάποια στιγμή, πριν προλάβει να το συνειδητοποιήσει ο Τάσος, το σκυλί γάβγισε δυνατά και άρχισε να τρέχει, αναπτύσσοντας μεγάλη ταχύτητα. Το ακολούθησε, αλλά πιο αργά φυσικά, έχοντας το δίκαννο ετοιμοπόλεμο.
Όταν όμως άκουσε ένα υπόκωφο τσιφ!, σταμάτησε και καλύφτηκε. Έβγαλε το κεφάλι με το όπλο προτεταμένο. Πήγε στο επόμενο δέντρο. Μέτρησε μέχρι το τρία. Δεν άκουσε τίποτα. Πήγε σε άλλο. Σε ένα τρίτο.
Με αυτό το ρυθμό, έφτασε στη γέφυρα και εκεί έμεινε παγωμένος για λίγο. Ο φακός του αποκάλυψε πως ο σκύλος του ήταν πεσμένος και ακίνητος.
Ο Τάσος τσαντίστηκε περισσότερο. Τα χέρια του έτρεμαν. Δεύτερη προσβολή την ίδια μέρα. Θα τον γαμήσω, είπε μέσα του.
Πλησίασε, αφού βεβαιώθηκε πως δεν ήταν κανείς και γονάτισε. Το ζώο ανέπνεε. Κάτι προεξείχε από το τρίχωμά του. Έκανε να το πιάσει, αλλά τότε αντιλήφθηκε μια κίνηση πίσω του.
Γύρισε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, με την καραμπίνα να στοχεύει και τη γέφυρα να τρίζει από κάτω.
Δεν υπήρχε κανείς. Μόνο δάσος. Κάτι πουλιά ή νυχτερίδες φτερούγισαν ψηλά.
Ο Τάσος πρώτα άκουσε το μέταλλο να διαλύει το σάπιο ξύλο και μετά ένιωσε το ίδιο μέταλλο να μπήγεται στο πόδι του. Ούρλιαξε και κοίταξε κάτω, μια μακριά και χοντρή και πορφυρή λεπίδα είχε διαπεράσει ό,τι ήταν πριν λίγο το δεξί του πόδι και τώρα αφαιρέθηκε με ένα απότομο τράβηγμα.
«Γαμιόλη!», είπε και σημάδεψε. Η σιγαλιά της νύχτας έσπασε από τις δύο ριπές της καραμπίνας, ενώ στις τάβλες της γέφυρας άνοιξαν δύο μεγάλες τρύπες. Ο Τάσος δεν πρόλαβε να μετακινηθεί και το ξύλο υποχώρησε εντελώς, παρασέρνοντάς τον. Τα πόδια του βρέθηκαν στον αέρα για μερικά δευτερόλεπτα. Μετά ένιωσε το κρύο νερό και τις πέτρες του ποταμού, στέλνοντας άλλο ένα σφυροκόπημα στον εγκέφαλο του Τάσου. Το σώμα του δεν έπεσε όλο, καθότι τα χέρια του, αν και χτύπησαν άσχημα στις τάβλες της γέφυρας, αυτή δεν καταστράφηκε άλλο.
Τα μάτια του δάκρυσαν.
Αντιλήφθηκε πατημασιές να πλησιάζουν.
Είδε ένα φάντασμα να στέκει λίγο πιο πέρα, πλαισιωμένο από μικρότερα τετράποδα με το ίδιο πρόσωπο. Το φάντασμα είχε την κοψιά ανθρώπου, αλλά το κεφάλι θύμιζε αρχαίο Αιγύπτιο θεό.
Ήταν το κεφάλι της αλεπούς, φορεμένο σαν μάσκα.
«Σκότωσες την μαμά τους», είπε το φάντασμα. «Σκότωσες το κουτάβι μου. Θα πεθάνεις γι’ αυτό που έκανες».
Ο Τάσος άκουσε τις αλεπούδες να γρυλίζουν. Ο άντρας είχε περασμένο στον ώμο του ένα μικρό αεροβόλο και ένα σάκο. Πλησίασε τον Τάσο και άνοιξε λίγο το σάκο. Σταγόνες από το αίμα της νεκρής αλεπούς έπεσαν πάνω στον Τάσο.
Δύο δευτερόλεπτα αργότερα, οι αλεπούδες του ρίχτηκαν…
Τάκης Κομνηνός
——————————————————————————————————
Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/