,

Τα θύματα

Λένε πως το θύμα καλεί τον δολοφόνο του. Ποιος ξέρει αν είναι αλήθεια; Μπορεί και να είναι, αλλά μπορεί και όχι. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο.

Η κυρία Θάλεια  είχε μεγάλη περιουσία. Λένε ότι το νούμερο των καταθέσεων της σε διάφορες τράπεζες ήταν πάνω από εκατό εκατομμύρια δραχμές. Ο άντρας της κληρονόμησε μια μεγάλη περιουσία από τον πατέρα του, που αυτός ύστερα διπλασίασε.

Ο κόσμος που ήξερε την οικογένεια, μιλάει για αιματοβαμμένα λεφτά που αποκτήθηκαν στην Κατοχή. Σπίτια, κτήματα και λίρες που αρπάχτηκαν για ένα τενεκέ λάδι, για ένα τσουβάλι αλεύρι. Συμβόλαια με ημερομηνίες στη μαύρη περίοδο που πέρασε η Ελλάδα και όλη η Ευρώπη το αποδείκνυαν αυτό. Μετά τα κέρδη συνεχίστηκαν με όχι τόσο τίμιες δουλειές. Κάποια χρόνια μετά την Κατοχή, ο πατέρας βρέθηκε μπρούμυτα στο δρόμο μέσα σε μια λίμνη αίματος, κάπου στην Καισαριανή. Εκεί που άφησαν την τελευταία τους πνοή πολλά θύματα του.

Ο γιος, ο άντρας της κυρίας Θάλειας, βάδισε στα χνάρια του πατέρα του. Ήταν ανακατεμένος με πολλές δουλειές, ύποπτες και σκοτεινές. Έφερνε γυναίκες από πάμφτωχες χώρες, τις οποίες φυσικά τις ωθούσε στην πορνεία και που απλά «εξαφανιζόντουσαν» όταν δεν ήταν χρήσιμες πλέον. Λαθρεμπορία και κυρίως τοκογλυφία. Ο κύκλος του αίματος μεγάλωνε συνέχεια. Ώσπου ένα χάραμα τον βρήκαν λίγα μέτρα έξω από το σπίτι του στο Ψυχικό, με μια σφαίρα ανάμεσα στα μάτια και με τα μάτια γουρλωμένα σε μια έκφραση αιώνιας έκπληξης που πήρε μαζί του στον τάφο. Φαίνεται πως ο δολοφόνος ήταν γνωστός του. Ποιος ξέρει; Πάντως δεν βρέθηκε ποτέ και η κυρία Θάλεια δεν έβγαλε ποτέ τα μαύρα. Συνέχισε με την τοκογλυφία να μεγαλώνει την περιουσία, μιας και ο άντρας της την είχε δασκαλέψει καλά. Έμεινε μόνη με τον μοναχογιό της, τον οποίο είχε δέσει στη φούστα της.

Ο Θύμιος ήταν το παιδί της μαμάς που λένε. Δεμένος μαζί της, δεν έκανε βήμα χωρίς να την ρωτήσει. Δεν χρειάστηκε να δουλέψει ποτέ και η κυρία Θάλεια περηφανευόταν ότι ο γιος της είχε λεφτά για να ζήσει άνετα αυτός και τα παιδιά του μέχρι έβδομης γενιάς. Έτρωγε λοιπόν από τα έτοιμα και κυκλοφορούσε ωραίος και μοιραίος. Ήταν περιζήτητος γαμπρός εννοείται. Η κυρία Θάλεια είχε αναλάβει την αποκατάστασή του και δεν θα δεχόταν οποιαδήποτε για νύφη. Να παντρευτεί ο γιος της καμιά ξεβράκωτη από αίσθημα, ούτε που περνούσε από το μυαλό της. Ούτε και ο Θύμιος βέβαια είχε σκοπό να  παντρευτεί από τρελό έρωτα. Άφησε τη μάνα του να αυγατίζει την περιουσία και να του διαλέξει νύφη. Είχε φτάσει τριάντα ετών και καμία «άξια» δεν είχε βρεθεί. Αλλά δεν τον πείραζε, γυρνούσε με παρέες και μοντέλα στα μπουζούκια και στα μπαρ. Ήταν δε τακτικός πελάτης της μαντάμ Άντζελα που του έφερνε τα ωραιότερα κορίτσια, έτοιμα να ικανοποιήσουν τα περίεργα βίτσια του.

Ένα πρωινό, η γειτονιά αναστατώθηκε σαν είδε την αστυνομία να σπάει την πόρτα του διαμερίσματος που έμενε η κυρία Θάλεια με τον Θύμιο. Μαζί με τους αστυνομικούς ήταν και συγγενείς. Είχαν εξαφανιστεί για μέρες και δεν απαντούσαν στα τηλέφωνα. Έτσι κάλεσαν την αστυνομία να ανοίξει την πόρτα, φοβούμενοι για το τι θα αντίκριζαν. Όμως δεν βρήκαν τίποτα. Το σπίτι άδειο, τα φώτα ανοιχτά, η τηλεόραση να παίζει στη διαπασών, στο τραπεζάκι του σαλονιού ποτήρια μισογεμάτα με νερό. Ούτε παραβίαση στην πόρτα, ούτε η αναστάτωση που θα ήταν δείγμα ληστείας ή εγκληματικής ενέργειας. Σαν να έβλεπαν τηλεόραση και να έφυγαν βιαστικά. Ήρθε η σήμανση και εξέτασε όλο το χώρο, τίποτα! Μόνο δικά τους αποτυπώματα, οι ταυτότητές τους, περίεργο πράγμα, στα δωμάτια τους. Όλα τα προσωπικά τους αντικείμενα εκεί. Ίσως να έλειπε η τσάντα της κυρίας Θάλειας, αλλά οι συγγενείς δεν ήξεραν τι φορούσε. Άλλωστε δεν είχαν δώσει σημάδια ζωής για μέρες. Σαν να άνοιξε η γη και τους κατάπιε. Τι ήταν αυτό που τους ανάγκασε να φύγουν έτσι; Σα να κατέβηκαν να πάρουν κάτι από τη γειτονιά αφήνοντας τα πάντα ανοιχτά, χωρίς να πάρουν τίποτα.

Φυσικά, το επόμενο πράγμα που έκανε η αστυνομία ήταν να ανοίξουν τους λογαριασμούς στις  τράπεζες. Ήταν άδειοι! Ελάχιστες δραχμές μόνο. Το ακόμα πιο περίεργο ήταν πως οι αναλήψεις έγιναν από τους ίδιους. Μέσα σε ένα διάστημα δύο – τριών ημερών, η κυρία Θάλεια με τον Θύμιο σήκωσαν όλα τα λεφτά τους. Επαληθεύτηκαν οι υπογραφές και οι αναλήψεις από τους υπάλληλους και τους διευθυντές τραπεζών. Είχαν κλείσει ραντεβού να πάρουν τα λεφτά τους. Πήραν τα χρήματα και έφυγαν φορτωμένοι με χρηματοδέματα σε σακ βουαγιάζ. Εννοείται θυμόντουσαν λεπτομέρειες όλοι, ποιος σηκώνει τόσα εκατομμύρια και φεύγει; Δεν είναι γεγονός που συμβαίνει συχνά.

Η ληστεία αποκλείστηκε σχεδόν αμέσως. Πρώτον γιατί οι ληστές θα χτυπούσαν από την πρώτη μέρα, άντε τη δεύτερη και δεύτερον, μετά από έλεγχο σε όλα τα νοσοκομεία Αθηνών δεν βρέθηκαν πτώματα αγνώστου ταυτότητας. Επέκτειναν την έρευνα σε όλα τα νοσοκομεία της Ελλάδας μη τυχόν τους πέταξαν έξω από την Αθήνα. Τίποτα. Άρα φύλαξαν τα χρήματα σπίτι τους και δεν ταξίδεψαν πουθενά. Χρήματα όμως στο σπίτι δεν βρέθηκαν, παρά μόνο μικροποσά που συνήθως είχαν για ψώνια. Η ληστεία αποκλείστηκε αμέσως, αλλά ξαναέψαξαν στην πιάτσα. Δεν βρέθηκε τίποτα, άλλωστε αν κάποιοι θα τα έκλεβαν θα γινόταν γνωστό στον υπόκοσμο. Μιλάμε για εκατομμύρια, όχι για μερικές χιλιάδες.

Εξαφανίστηκαν λοιπόν η Θάλεια με τον Θύμιο, τι να έγινε; Οι άνθρωποι δεν χάνονται έτσι από προσώπου γης, ούτε τόσα λεφτά. Οι καταθέσεις τους ήταν πάνω από εκατό εκατομμύρια, ύστερα από την έρευνα της αστυνομίας.

Ανακρίθηκαν οι πάντες, συγγενείς πρώτοι, μετά οι γνωστοί και οι γείτονες. Τέλος οι δανειολήπτες. Βρέθηκαν στο άδειο χρηματοκιβώτιο χρεόγραφα και γραμμάτια. Οι οφειλέτες κατέθεσαν όλοι. Αφενός είχαν όλοι ατράνταχτο άλλοθι, αφετέρου οι περισσότεροι ήταν δυστυχισμένοι άνθρωποι που σε στιγμή ανάγκης κατέφυγαν στην κυρία Θάλεια για δανεικά. Και μπορεί να χάρηκαν που το χρέος «παραγράφηκε» μ’ αυτό τον τρόπο, αλλά φονιάδες δεν ήταν οι άνθρωποι, ούτε γκάνγκστερ.

Βρέθηκε και η μαντάμ Άντζελα στο στόχαστρο που κατατρόμαξε σαν είδε την αστυνομία να μπουκάρει στην επιχείρηση της. Έμαθαν για τα βίτσια του Θύμιου βέβαια, αλλά ύποπτες συναλλαγές δεν βρέθηκαν.

Με λίγα λόγια δεν βρέθηκε τίποτα απολύτως και η υπόθεση έμεινε ανοιχτή. Το γεγονός ότι δεν βρήκαν κάποια εγκληματική ενέργεια, δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε. Όμως το μυστήριο δεν λύθηκε ποτέ, κληρονόμοι δεν υπήρχαν και οι συγγενείς δεν ήταν πρόθυμοι να ασχοληθούν άλλο. Λεφτά δεν βρέθηκαν, αλλά ξεκίνησαν ενέργειες για την ακίνητη περιουσία τους. Τους θεωρούσαν νεκρούς και τους ξέγραψαν εντελώς, μιας και είχαν περάσει δυο χρόνια που είχαν εξαφανιστεί. Τι στο καλό, δυο χρόνια δεν θα έβρισκαν κάτι; Άρα βουρ να πάρουν την ακίνητη περιουσία τους, που ήταν και μεγάλη. Πριν την αρπάξει το Κράτος.

Στην πενταετία, το γεγονός ξεχάστηκε από όλους. Από συγγενείς και την αστυνομία, η ζωή προχωράει. Ποιος συγγενής θα επέμενε για δυο ανθρώπους που στο κάτω κάτω δεν χώνευε κανένας; Να λέμε τώρα και αλήθειες. Τις βρομοδουλειές τους τις ήξεραν και δεν ήταν και οι καλύτεροι άνθρωποι. Ξιπασμένοι και γεμάτοι κακία, μάνα και γιος.

Λένε πως το θύμα καλεί τον δολοφόνο του και η Θάλεια με τον Θύμιο τον κάλεσαν.

Ο κύριος Στράτος τους πλησίασε τυχαία. Έτσι νόμιζαν τουλάχιστον. Έδωσε την εντύπωση μεγαλοεπιχειρηματία ανακατεμένου σε δουλειές παγκοσμίου βεληνεκούς. Τον γνώρισε ο Θύμιος στο Χίλτον, στο μπαρ. Έπιασαν κουβέντα και σε λίγες ώρες κέρδισε την εμπιστοσύνη του. Τον έφερε στο ρετιρέ που μετακόμισαν μετά το θάνατο του πατέρα του μαζί με την κυρία Θάλεια. Κομψός και ιππότης, της έκανε εντύπωση αμέσως. Της έκανε και λίγο φλερτάκι, διακριτικό. Έριξε τα λεφτά του για να εντυπωσιάσει, πολυτελή κέντρα, βόλτες με το κότερο του, μέχρι και ιδιόκτητο νησί παρουσίασε. Και φυσικά τους έκανε να ανοιχτούν. Τον θεωρούσαν δικό τους άνθρωπο. Είπαν για τις δουλειές τους, τα εκατομμύρια τους και την αναζήτηση της κατάλληλης νύφης. Ειδικά το τελευταίο ζήτησε να το αναλάβει ο κύριος Στράτος. Έταξε πολύφερνη νύφη από το Μονακό παρακαλώ, γόνο μεγάλης αυτοκρατορίας. Μόνο που δεν έκλαψε από συγκίνηση η κυρία Θάλεια. Ο γιος της στο Μονακό, να κάνει παρέα με τη βασιλική οικογένεια; Ούτε στα όνειρα της δεν είχε φανταστεί τέτοια τύχη.

Ένα βράδυ, πάνω στο κότερο που έπιναν σαμπάνια, ο κύριος μίλησε για δουλειές που θα δεκαπλασίαζαν την ήδη μεγάλη περιουσία τους. Δεν ζήτησε να επενδύσουν μεγάλα ποσά, δεν ήταν βλάκας, ούτε μικροαπατεώνας να ασχοληθεί με πενταροδεκάρες. Για να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους, τούς είπε να επενδύσουν λίγα σε επιχείρηση στην Αμερική. Σε μετοχές. Έδωσαν ένα εκατομμύριο δραχμές και σε λίγες μέρες πήραν δύο. Έδωσαν δυο πήραν τέσσερα. Πήραν οχτώ. Εκεί μέθυσαν πια από το εύκολο κέρδος. Ούτε να κυνηγάς οφειλέτες για ψίχουλα, ούτε να μαζεύεις νοίκια κάθε πρώτη του μηνός. Εδώ ήταν πακτωλός. Μετοχές στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κόσμου. Ονειρευόταν η κυρία Θάλεια τον Θύμιο μέλος του διεθνούς τζετ σετ και δεν μπορούσε να κοιμηθεί από τη χαρά της.

Ο κύριος Στράτος εξαφανίστηκε για τρεις μήνες και ανησύχησαν. Πού να πήγε; Πάνω που άρχισαν να ζεσταίνονται. Έβγαλαν εύκολα δέκα εκατομμύρια δραχμές με το ένα πόδι πάνω στο άλλο που λένε. Εμφανίστηκε μετά από τέσσερις μήνες τελικά, μαυρισμένος και ανανεωμένος. Είχε πάει σε εξωτικό νησί και έμεινε εκεί κλείνοντας δουλειές.

«Και γιατί δεν πήρες και τον Θύμιο μαζί σου;»

«Θάλεια μου δεν γινόταν, έπρεπε να σιγουρευτώ πρώτα. Να σας πω για ασφαλείς επενδύσεις, όχι λόγια του αέρα».

«Και τώρα;»

«Τώρα έχω κάτι πολύ καλό! Αδαμαντωρυχεία στο Κονγκό».

«Για πες μας!». Γούρλωσαν τα μάτια και οι δυο.

«Αγόρασα κι εγώ ένα μικρό, αλλά υπάρχει και για σας ένα πιο μεγάλο. Σίγουρα πράγματα. Θύμιο είσαι έτοιμος να γίνεις ιδιοκτήτης αδαμαντωρυχείου;»

«Λέγε Στράτο, μη μας κρατάς σε αγωνία».

«Λοιπόν, ακούστε τι θα γίνει…»

Το σχέδιο αναλύθηκε λεπτομερώς και μέχρι το πρωί είχαν ενημερωθεί πλήρως. Θα αγόραζαν το αδαμαντωρυχείο για ένα κομμάτι ψωμί όπως είπε. Διψήφιος αριθμός εκατομμυρίων που ο Στράτος πέταξε στην τύχη και διαπίστωσε με έκπληξη ότι αυτό το ποσό υπήρχε. Η Θάλεια ζήτησε λίγες μέρες προθεσμία για να σηκώσει τα λεφτά από τις τράπεζες.

Φυσικά θα ταξίδευαν στο Κονγκό όλοι μαζί και θα αγόραζαν το αδαμαντωρυχείο επιτόπου. Τους άνοιξε η όρεξη, αφού θα πήγαιναν Αφρική, γιατί να μην έπαιρναν όλα τα λεφτά τους; Θα αγόραζαν ό,τι τους χτύπαγε στο μάτι, θα είχαν και τον Στράτο για τις διαπραγματεύσεις. Έφυγαν ξαναμμένοι από την προοπτική του κέρδους. Η λιμουζίνα του κυρίου Στράτου τους πήγε στο σπίτι τους.

Αμολήθηκαν αμέσως στις τράπεζες. Ζήτησαν ανάληψη των κεφαλαίων τους, αλλά επειδή δεν υπήρχαν τέτοια ποσά διαθέσιμα αυθημερόν, έκλεισαν ραντεβού. Σε μια εβδομάδα το σπίτι τους γέμισε με χιλιάρικα. Τόσα που δεν χώραγαν στο χρηματοκιβώτιο. Τα βόλεψαν στις ντουλάπες, κλείδωσαν τις πόρτες και περίμεναν ειδοποίηση από τον κύριο Στράτο. Ένα βράδυ χτύπησε το τηλέφωνο και τους είπε να πάρουν ό,τι έχουν σπίτι και να περιμένουν να έρθει η λιμουζίνα να τους πάρει. Αυτός που θα τους πουλούσε αδαμαντωρυχεία και χρυσορυχεία είχε έρθει Ελλάδα. Θα πουλούσε μετρητοίς και θα παρέδιδε τα συμβόλαια επιτόπου. Σε λίγη ώρα χτύπησε το θυροτηλέφωνο.

«Κατεβείτε κυρία Θάλεια».

Ήταν ο σοφέρ. Δεν πρόλαβαν ούτε τις ταυτότητες να πάρουν από την βιασύνη τους. Κι ούτε το σκέφτηκαν που πάνε να υπογράψουν χωρίς ταυτότητες. Από τη χαρά τους γελούσαν και έκαναν σχέδια για το μέλλον στο δρόμο για την προβλήτα. Σαν έφτασαν εκεί, τους υποδέχτηκε ο Στράτος μαζί με τον αγοραστή. Έναν καλοντυμένο Γάλλο. Και φυσικά ήταν η φρουρά του ξένου, δυο θηρία ως εκεί πάνω και το προσωπικό του Στράτου που γνώριζαν από τις άλλες φορές που πήγαν. Μόλις ανέβηκαν στο κότερο σήκωσαν άγκυρες να φύγουν. Η συμφωνία θα έκλεινε στη μέση της θάλασσας, κάτω από το φως της πανσελήνου με σαμπάνια και χαβιάρι. Πολύ ρομαντικό, πάρα πολύ ρομαντικό.

Η κυρία Θάλεια με τον Θύμιο χόρευαν τρελά στον βυθό της Μεσογείου με τα πόδια μέσα σ’ ένα κουβά από τσιμέντο. Ο κύκλος του αίματος έκλεισε.

Γεωργία Αγγελή

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading