, ,

Το Μόλεμα – 14

Προηγούμενο

 

TW : Βι*σμός, Βία

 

Ο Μάρκος είχε μείνει στήλη άλατος έπειτα από το ξέσπασμα της Μαντώς και δεν πρόλαβε να πει κουβέντα. Το κεφάλι του βούιζε από τα ερωτήματα καθώς πήρε να σέρνει τα βήματα του για να επιστρέψει στο σπίτι της Έρσης. Τι του είπε η Μαντώ; Ότι φοβάται μην είναι εξίσου διεστραμμένος. Τι εννοούσε; Φοβάται το μολεμένο του αίμα και ότι απεχθανόταν τον Νίκο; Γιατί είναι μολεμένο το αίμα του; Λόγω του Νίκου; Βαριά κουβέντα είπε. Σίγουρα ο Νίκος δεν είναι και ο πιο ευγενικός άνθρωπος του κόσμου, θα επηρεάστηκε κιόλας η Μαντώ απ΄ τη Φώτω που του ΄χει κολλήσει και το παρατσούκλι “ο εξαποδώ”. Ο Νίκος ποτέ δεν αντιδρά καλά όταν νιώθει ότι κάποιος τον αντιπαθεί, μα το μόνο που θα μπορούσε να του προσάψει ήταν το ότι διεκδίκησε την Έρση παρόλο που γνώριζε τα αισθήματα του για ‘κείνη, αλλά έτσι είναι ο Νίκος, αυτό που θέλει το παίρνει, δεν το γυροφέρνει. Είναι όμως αδερφός του και μόλο που έχουν απομακρυνθεί, ένιωθε πάντα ένα δεσμό. Μετά δε και απ’ αυτό που έγινε με την Έρση νιώθει ότι του χρωστά, οι τύψεις του ξεσκίζουν τα σωθικά σαν λυσσασμένα σκυλιά όταν τον αντικρίζει. Διεστραμμένο όμως δε θα τον έλεγε ποτέ. Έπειτα είπε και τ΄ άλλο, τα σημάδια που άφησε στο κορμί της. Τι εννοούσε; Να της έκανε κάτι; Τόσα χρόνια στο αρχοντικό, λες; Λες να την είχε κάνει δική του; Μαύρη απελπισία τον έπιασε στη σκέψη. Χωρίς να το καταλάβει περπατούσε ώρες παραδομένος σε σκέψεις και ερωτήματα ακολουθώντας τους στενούς δρόμους της μικρής πολιτείας που στριφογύριζαν σαν φίδια πνιγηροί και σκοτεινοί, αγκαλιασμένοι ασφυκτικά με τ΄ ασβεστωμένα σπίτια που ασήμιζαν στο αδύναμο φως του φεγγαριού, ώσπου κάποια στιγμή κατέληξε στο λιμάνι. Ο Μάρκος πίεσε τον εαυτό του να σκεφτεί λογικά. Ο Νίκος είχε χρόνια να πατήσει στο νησί, αν η Μαντώ είναι τώρα δεκαοχτώ, τότε θα ΄ταν γύρω στα δέκα, δώδεκα, δεν είναι δυνατόν, ήταν παιδί! Το ικανοποιημένο χαμόγελο του Σάρρα, ενός ναύτη με γκρίζα μαλλιά στους κροτάφους και δύο μάτια μαύρα σα χάντρες, όνυχα κάτω από δύο δασιά φρύδια, ήρθε στο νου του. Έπεσε πάνω του πριν χρόνια, καθώς τριγυρνούσε χαζεύοντας σε μια φτωχογειτονιά στο Σιάμ. Ο Σάρρας μόλις είχε βγει από μια παράγκα όπου το κορμάκι από ένα μικρό κοριτσάκι κείτονταν σαν παρατημένη κούκλα με τα μακριά ίσια μαλλιά της απλωμένα γύρω της. Ο Μάρκος στην αρχή δεν κατάλαβε και τον κοίταξε απορημένος.

«Ά καπετάνιο, την πλήρωσα καλά τη μάνα της και τ΄ άξιζε! Ήταν…» του είπε μειλίχια ο ναύτης και φίλησε χαμογελώντας ανατριχιαστικά τα ενωμένα τρία ακροδάχτυλα του. Τότε ο Μάρκος φρίττοντας πρόσεξε τα αίματα ανάμεσα στα πόδια της μικρής και τα όμορφα αμυγδαλωτά μάτια που κοιτούσαν γυάλινα το ταβάνι. Μια γυναίκα σκαμμένη από τη φτώχεια και τις κακουχίες με δυο μικρά κρεμασμένα πάνω της μπήκε στο χαμόσπιτο και τράβηξε ένα βρωμόπανο κρύβοντας το φρικτό θέαμα. Ο ναύτης, αδιάφορος, είχε ήδη φύγει περπατώντας γοργά κι ο Μάρκος μην ξέροντας τι να κάνει και τι να πει, πήρε να περπατά σούρνοντας τα πόδια του στον χωμάτινο δρόμο, όταν άκουσε τις φωνές. Η μητέρα είχε βγει στον δρόμο κουβαλώντας το αιματοβαμμένο κορμάκι και φώναζε στην γλώσσα της για βοήθεια… Ένιωσε να του κόβεται η ανάσα, η εικόνα από τα χέρια του Νίκου να πασπατεύουν το μικρό κορμάκι της Μαντώς τον έκανε να γύρει μπροστά και ν΄ αδειάσει τα σωθικά του. Έχωσε τα χέρια του στα μαλλιά του και τα τράβηξε απελπισμένος. Έτσι θα ΄ναι! Έκανε και τη Μαντώ δική του, γι΄ αυτό δε θέλει να τον παντρευτεί, γι΄ αυτό του δόθηκε εκείνο το βράδυ, για τον διώξει. Εκείνη τη στιγμή ένιωσε ένα πρωτόγνωρο αίσθημα να γεννιέται μέσα του. Τον μίσησε, μίσησε τον αδερφό του. Είχε όσα εκείνος ήθελε να έχει, έπαιρνε πάντα αυτό που ήθελε χωρίς να νοιάζεται για τις συνέπειες, του πήρε την Έρση, τώρα του έπαιρνε και τη Μαντώ. Ξαφνικά τινάχτηκε, ένα χέρι τον είχε ακουμπήσει στο  ώμο. 

«Είστε καλά;» τον ρώτησε μια φωνή, ένα βογγητό βγήκε μέσα από τα σπλάχνα του. «Πονάτε;» τον ξαναρώτησε η φωνή. Ο Μάρκος έγειρε πίσω σκουπίζοντας το στόμα του. «Κύριε Γαλφυνέ, εσείς;» ρώτησε έκπληκτη η γνώριμη πια φωνή, όταν δίπλα τους ακούστηκε μια γυναικεία φωνή να σκούζει: «Άτιμε, διαόλου γιε! Θα σε…» μα εξίσου ξαφνικά η φωνή σταμάτησε.

Στο αχνό φως του φαναριού ο Μάρκος διέκρινε μια γυναίκα με μαραμένη ομορφιά, είχε τα μαλλιά της τραβηγμένα σ΄έναν περιποιημένο κότσο, φόραγε ένα έντονο κόκκινο κραγιόν και έντονο μολύβι στα μάτια. Τον κοίταγε απορημένη και με το στόμα μισάνοιχτο να κρέμεται η απειλή που ετοιμαζόταν να ξεστομίσει. 

«Ηρεμήστε, κυρία μου…» διαμεσολάβησε καθυσηχαστικά ο γιατρός καθώς ο Μάρκος ανασηκώθηκε. Αμήχανη σιωπή απλώθηκε που την έσπασε η γυναίκα.

«Ποιος είσαι εσύ;» έφτυσε την ερώτηση. 

«Μάρκος Γαλφυνός, χαίρω πολύ» απάντησε τυπικά ο Μάρκος.

«Έχεις συγγένεια μ΄ αυτό το τέρας;» τον ρώτησε στιφά η γυναίκα κοιτώντας τον από πάνω μέχρι κάτω εξεταστικά.

«Τι εννοείτε, κυρία μου;» τραύλισε ο Μάρκος προσπαθώντας να ευπρεπιστεί.

«Με τον Νίκο Γαλφυνό, λέω…» έκανε ανυπόμονα εκείνη, ενώ τα χέρια της είχαν σφιχτεί σε γροθιές. 

«Είναι αδερφός μου», απάντησε εκείνος σαστισμένος και το πρόσωπο του γέμισε μικρές σταγόνες που τον έκαναν να ριγήσει. Η γυναίκα τον είχε φτύσει. Ξάφνου η εξοργισμένη γυναίκα έβγαλε ένα μάτσο λεφτά και του τα πέταξε στα μούτρα που σκόρπισαν γύρω του σαν χαρτοπόλεμος. «Δεν καταλαβαίνω…» κατάφερε να ψελλίσει ο Μάρκος. Εκείνη τον κοίταζε με τα μάτια της να πετούν αστραπές. 

«Να του πεις ότι δε θέλω τα παλιολεφτά του, να τα πάρει και να τα βάλει στον δικό του κώλο και μην τολμήσει να ξαναπλησιάσει στο σπίτι μου, ή τις κοπέλες μου, γιατί θα τον ξεκοιλιάσω! Έτσι να του πεις!», ούρλιαξε και ξαφνικά τους γύρισε την πλάτη κι έφυγε κουνώντας τους γοφούς της και κάνοντας τη φανταχτερή φούστα της ν΄ανεμίζει. Ο Μάρκος κοίταξε τον γιατρό απορημένος.

«Τι… Τι…», άρθρωσε με δυσκολία δείχνοντας προς το μέρος της ματρώνας που χάθηκε σε μια στροφή. Ο γιατρός τον κοίταζε συνοφρυωμένος, τα γωνιώδη ζυγωματικά του έμοιαζαν έτοιμα να πεταχτούν έξω από το δέρμα του και τα μάτια του είχαν μια σκληρή λάμψη. 

«Κύριε Γαλφυνέ» είπε με σκληρή φωνή ο γιατρός «πώς χτύπησε η δεσποινίς Μαντώ;».

Ο Μάρκος ανοιγόκλεισε το στόμα του σαν ψάρι προτού καταφέρει να ψελλίσει:

«Μα γιατί με ρωτάτε κάτι τέτοιο, αυτήν την ώρα; Τι σχέση…».

«Έχει και μάλιστα μεγάλη σχέση!» τον έκοψε αυστηρά ο γιατρός και όρθωσε το λιανό κορμί του, ενώ τον κοιτούσε μ΄ ένα σκληρό βλέμμα γεμάτο καχυποψία. Ο Μάρκος είχε σαστίσει και αναστατωθεί για τα καλά.

«Έπεσε στα βραχάκια, στο στοιχειωμένο ακρωτήρι, απ΄ όσο ξέρω», είπε απρόθυμα έπειτα από λίγο.

«Είστε σίγουρος ότι έπεσε στα βράχια και όχι στο… σπίτι;» τον ρώτησε ανασηκώνοντας το φρύδι του ερωτηματικά ο γιατρός. 

«Όταν έφυγε από το σπίτι δε φαινόταν να ΄χει χτυπήσει πουθενά. Μα επιτέλους, τι συμβαίνει;» ρώτησε αυστηρά, φανερά ενοχλημένος, προσπαθώντας να διατηρήσει τη ψυχραιμία του ο Μάρκος. Ο γιατρός στάθηκε προσοχή σαν να επρόκειτο να μιλήσει μπροστά σε κάποιον επίσημο. 

«Πριν από μερικές ώρες εκλείθει από την κυρία που είδατε, στην οικία της για να εξετάσω μια νεαρά. Η κυρία είναι ματρώνα, στην περίπτωση που δεν το καταλάβατε. Βρέθηκα μάρτυρας σ΄ ένα φοβερό… θέαμα. Μια από τις κοπέλες της είχε πέσει θύμα ξυλοδαρμού και όχι μόνο… Είχε βασανιστεί… βάναυσα. Η κοπέλα έχει δύο μικρά κατάγματα, πολλά σημάδια καψίματος από πούρο, σπασμένα δόντια και ρήξη πρ… Τέλος πάντων, καταλαβαίνετε… Είστε καλά; Βλέπω ότι έχετε κιτρινίσει» τον ρώτησε ο γιατρός ανασηκώνοντας το φανάρι του. Ο Μάρκος του έγνεψε αδιόρατα θετικά.

«Τέλος πάντων, η κοπέλα είχε δεθεί και φιμωθεί και ευτυχώς την ανακάλυψαν νωρίς» 

«Μα ποιος μπορεί να έκανε κάτι τέτοιο;» τον έκοψε ο Μάρκος αηδιασμένος. Ο γιατρός ξερόβηξε και τον κοίταξε ίσα στα μάτια.

«Η κυρία, λέει, ότι ήταν ο αδερφός σας».

Το σαγόνι του Μάρκου ακούμπησε στο στέρνο του κι ένιωσε να λυγίζουν τα γόνατα του.

«Δε… δε… Δεν είναι δυνατόν!», τραύλισε ξεψυχισμένος και αναζήτησε με το βλέμμα του κάτι να στηριχτεί. Ένα βραχάκι χρησίμευσε για κάθισμα ώσπου να καταφέρει να συνέλθει. Τα χέρια του έτρεμαν σαν να ΄χε καταπιεί τη μηχανή του πλοίου, τα πόδια του δεν τα ένιωθε, ενώ κρύος ιδρώτας άρχισε ν΄αναβλύζει από τους πόρους του κορμιού του. Ο ιδρώτας του τον πάγωσε και σύντομα τουρτούριζε. Έμεινε έτσι κάμποση ώρα, ενώ ένα ανεπαίσθητο μουρμουρητό έφθανε στα αυτιά του. Όμως το μόνο που κατάφερνε να σκεφτεί ήταν τα λόγια της που έπαιζαν στο μυαλό του ξανά και ξανά σαν δίσκος που έχει κολλήσει. «Φοβάμαι το μολεμένο αίμα σου. Φοβάμαι μην τα σημάδια που έχει αφήσει ο Νίκος στο σώμα μου, τ΄ αφήσεις εσύ στην ψυχή μου και αυτά θα είναι πιο βαθιά. Φοβάμαι ότι θα με μισήσεις που απεχθάνομαι τον αδερφό σου. Φοβάμαι μην είσαι εξίσου διεστραμμένος…». Ξαφνικά τινάχτηκε πάνω και άρχισε να τρέχει. Δεν μπορεί, δεν μπορεί… σκεφτόταν.   

 

 Η Αννέτα καθάριζε πρωί πρωί το κατώφλι του δίπατου αρχοντικού με σκυφτό το κεφάλι και είχε τα μαλλιά της να πέφτουν από τη μία πλευρά του κεφαλιού. Ο Μάρκος έκανε να την προσπεράσει, όταν πισωπάτησε και την κοίταξε καλύτερα. Η γυναίκα απέστρεψε το κεφάλι, όμως ο Μάρκος της έπιασε το πηγούνι και γύρισε το πρόσωπό της προς το μέρος του. Η Αννέτα ξαφνιάστηκε και προσπάθησε να καλύψει τον μικρό, φρέσκο μώλωπα στο μάγουλο της. 

«Ο Νίκος;» ψέλλισε γουρλώνοντας τα μάτια του με απορία. Εκείνη του ΄γνέψε καταφατικά και τα μάτια της βούρκωσαν. Ο Μάρκος χύθηκε κατά την πόρτα. Ανέβηκε τη σκάλα πηδώντας τα σκαλιά δύο δύο και άνοιξε απότομα την πόρτα του δωματίου του Νίκου. Εκείνος ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στο μεγάλο κρεβάτι με τα χέρια πλεγμένα στο στήθος του, που κρυβόταν από τη μεγάλη του κοιλιά, ενώ είχε μια γαλήνια αγγελική έκφραση. Ο Μάρκος στάθηκε στην πόρτα ψάχνοντας να βρει λόγια. 

«Κλείσε την πόρτα, ηλίθια!» διέταξε νυσταγμένα ο Νίκος. Ο Μάρκος όρμησε μέσα, τον άρπαξε από τα μπράτσα, τον σήκωσε από το κρεβάτι και κατάφερε να τον τινάξει πάνω στον τοίχο παρόλο το πάχος του. Ο Νίκος τον κοίταξε μισοζαλισμένος κάτω από τα δασιά φρύδια του.

«Σήκω πάνω!» του ούρλιαξε ο Μάρκος. «Σήκω πάνω! Σήκω πάνω να παλέψεις σαν άντρας!» του φώναξε, ενώ στεκόταν από πάνω του απειλητικός, με τις γροθιές σφιγμένες και τα νεύρα του λαιμού του τεντωμένα. Ο αδερφός του χαμογέλασε ειρωνικά.

«Σήκω πάνω! Τι έγινε, μόνο με γυναίκες ξέρεις να τα βάζεις;» έκρωξε εκνευρισμένος ο Μάρκος.

Το δωμάτιο σκοτείνιασε, η Έρση καθόταν στην πόρτα και κοιτούσε τη σκηνή έκπληκτη. Ο Μάρκος τράβηξε τον Νίκο από τα μπράτσα και τον σήκωνε με νεύρο, την ώρα που μια γροθιά του Νίκου προσγειωνόταν στο διάφραγμα του, κλονίστηκε, γονάτισε και η ανάσα του κόπηκε από το ύπουλο χτύπημα. Μπροστά στον Νίκο φαινόταν αδύναμος και μικρός. Τότε ο Νίκος σήκωσε το χέρι του και στόχευσε το πρόσωπό του. Ο Μάρκος απέφυγε την μπουνιά με ευκολία και του έριξε μια δυνατή γροθιά στα πλευρά, κάνοντας τον Νίκο να βογκήξει και να παραπατήσει. Ο Μάρκος ορθώθηκε μ΄ ένα σάλτο και άρχισε να τον χτυπά με καταιγισμό γροθιών. Μάταια προσπαθούσε ν΄αμυνθεί ο Νίκος, όμως ακόμη στεκόταν όρθιος, ώσπου μια γροθιά στο σαγόνι τον έκανε να πισωπατήσει τινάζοντας ζεστές σταγόνες αίματος πάνω στον Μάρκο. Μ΄ ένα ακόμα επιδέξιο χτύπημα, ο Μάρκος τον σώριασε πάνω στην κλαρωτή μπεζέρα στέλνοντας ένα μικρό κόκκινο πίδακα στον αέρα, που χωρίστηκε σε μικρές σταγόνες καθώς προσγειωνόταν. Ο Νίκος κρατούσε τη μύτη του βογκώντας και βγάζοντας πνιχτούς λαρυγγισμούς. Ο Μάρκος έσκυψε από πάνω του και ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο. 

«Τι έγινε; Δε διασκεδάζεις όταν σε βαράν; Δεν έχει και πολλή πλάκα να σου προκαλούν πόνο; Εεε; Άνανδρε! Σήκω ρε, σήκω! Πάλεψε, ρε!» ούρλιαξε ο Μάρκος. Ο Νίκος έβγαλε το χέρι του από τη μύτη του που έρεε ζεστό αίμα.

«Τι έπαθες; Τι μύγα σε τσίμπησε;» ρώτησε ασθμαίνοντας και μισοπνιγμένος από το αίμα του προσπάθησε να χρησιμοποιήσει ένα πουκάμισο που βρισκόταν στην μπεζέρα για να το σταματήσει.

«Τι έπαθα; Μόλις με πληροφόρησαν ότι ο αδερφός μου είναι ένας σαδιστής, ένα τιποτένιο κάθαρμα που βασάνισε…» 

«Για μια πουτάνα κάνεις έτσι;» τον έκοψε θυμωμένα ο Νίκος που αμέσως μετά βρέθηκε στον αέρα, εκσφενδονίστηκε πάνω από το κρεβάτι και κύλησε κάτω από την άλλη πλευρά. 

«Ξεφτίλα! Ψευτόμαγκα!», ούρλιαζε τώρα έξαλλος ο Μάρκος και τον ακολούθησε, πέρασε πάνω από το κρεβάτι μ΄ έναν πήδο και προσγειώθηκε στην κοιλιά του Νίκου. Νέος καταιγισμός από μπουνιές ακολούθησε, ενώ ο Νίκος προσπαθούσε να καλύψει το πρόσωπό του με τα χέρια του και τον παρακαλούσε να σταματήσει σκούζοντας. Κάποια στιγμή, εξαντλημένος, ο Μάρκος σταμάτησε να τον βαρά.

«Ξεφτίλα», είπε βραχνά. «Μόνο σε γυναίκες ξέρεις να το παίζεις άντρας! Κοίτα χάλια!» έκανε αηδιασμένος. Τότε μόνο πρόσεξε τις δύο γυναίκες που στέκονταν στην πόρτα. Η Έρση και η Αννέτα κοιτούσαν τη σκηνή με πρόσωπο γεμάτο ικανοποίηση και τα χέρια τους σταυρωμένα, μην κάνοντας τίποτα να τον εμποδίσουν. Ο Μάρκος έκατσε στην άκρη του κρεβατιού ξεθεωμένος. Η Αννέτα έκανε να τον πλησιάσει, αλλά της έκανε νόημα να τον αφήσει. Η Έρση προχώρησε προς τον Νίκο, στάθηκε από πάνω του και τον κοίταζε που κλαψούριζε σαν μωρό παιδί.

«Θέλω διαζύγιο» του είπε με σκληρή φωνή, έπειτα του γύρισε την πλάτη και βγήκε από το δωμάτιο, ενώ η Αννέτα την ακολούθησε αναστατωμένη.

Ο Μάρκος έπιασε το κεφάλι του και διπλώθηκε στα δύο. «Η Μαντώ…», είπε με μια απόκοσμη φωνή. Ο Νίκος συνέχισε να κλαψουρίζει και να προσπαθεί να σηκωθεί, όταν ξαφνικά ο Μάρκος, εκτοξεύοντας ένα μικρό τραπεζάκι στον απέναντι τοίχο που κομματιάστηκε πετώντας μικρές σκλήθρες και μεγαλύτερα κομμάτια παντού, βρέθηκε πάλι από πάνω του. Ο Νίκος τον κοίταξε έντρομος και προσπάθησε να βάλει τα χέρια να προστατευτεί, όμως ο Μάρκος του τα έπιασε και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. 

«Η Μαντώ» είπε ξανά τραχιά με ερωτηματικό τόνο, μα ο Νίκος έδειξε να μην καταλαβαίνει. «Τι έκανες στη Μαντώ;» τον ρώτησε κοιτώντας τον με μάτια που έκαιγαν σαν τις φωτιές της κολάσεως. Ο Νίκος γούρλωσε τα μάτια του, που είχαν χάσει τη λάμψη της αυτοπεποίθησης και της αλαζονείας και μισοκρυβόταν πια από τα βλέφαρα του που είχαν ήδη αρχίσει να πρήζονται «Τι;» ούρλιαξε τώρα ο Μάρκος με βλέμμα τρελό, δολοφονικό.

«Τι… τίποτα…» τραύλισε ο Νίκος. 

«Μέχρι που έφτασες;» τον ρώτησε ξανά γραπώνοντας τον από τη γαλάζια μεταξωτή ριγωτή πιτζάμα που τώρα ήταν μουσκεμένη στο αίμα και στον ιδρώτα. Τα μάτια του έμοιαζαν σαν πεινασμένου θηρίου που ξεσκίζει τη λεία του για να χορτάσει την πείνα του. 

«Τι εννοείς;» τον ρώτησε μπερδεμένος ο Νίκος.

«Ξέρεις τι εννοώ, λέγε! Την πήδηξες;» 

«Όχι, στ΄ ορκίζομαι! Την είχαν πάντα από κοντά η Έρση και η Φώτω, ρώτα τη, εγώ δε, ποτέ…». Ο Μάρκος χαλάρωσε το σφίξιμο του και πήρε μια κοφτή ανάσα. Έπειτα τον κοίταξε με καχυποψία.

«Τι της έκανες;» είπε αργά τονίζοντας τις λέξεις. Ο Νίκος προσπάθησε να σηκωθεί, ενώ έψαχνε με το βλέμμα για βοήθεια, η οποία δε φαινόταν πουθενά. «Αν το μάθω από αλλού…», σύρισε απειλητικά ο Μάρκος και το βλέμμα του έσταζε αίμα.

«Δε θυμάμαι κατ…», ψέλλισε τρεμουλιαστά ο Νίκος. Η λαβή του Μάρκου έσφιξε κι άλλο. «Ίσως να την… Πονώ, βοήθ… Τίποτα σπουδαίο, κάνα μπάτσο… Περίεργη μικρή! Δεν έβγαζε άχνα, δε σου κάνει όρεξη αν δε βογγ…»,  έκανε παίρνοντας μικρές ανάσες με δυσκολία, καθώς το αίμα από τη μύτη του έρεε ακόμη. Ο Μάρκος του έριξε ένα φαρμακερό βλέμμα συγκρατώντας με δυσκολία τον εαυτό του. 

«Τι της έκανες;» είπε μέσα από τα δόντια του «Τι;» επανέλαβε ανυπόμονα.

«Ίσως να την έκαψα… Πονώ είμαι σοβαρά, χρεία…»

«Τι εννοείς;» γάβγισε ο Μάρκος σαστίζοντας.

«Με το τσιγάρο μου, ξέρεις…» 

«Δεν ξέρω!» έκρωξε ο Μάρκος, τα μάτια του είχαν γουρλώσει και πετάγονταν τρομακτικά, ενώ σταγόνες ιδρώτα χαράκωναν το πρόσωπό του που άλλαζε χίλια χρώματα. Ο Μάρκος πήρε μια βαθιά ανάσα και έσφιξε τη λαβή του. Ξαφνικά ανασήκωσε τον Νίκο και κόλλησε τη μούρη του στη δική του υψώνοντας ερωτηματικά το φρύδι του.

«Νννν…. να μια φορά, κατά λάθος, δεν το ΄θελα της, της… αααα πονάω! Πρέπει να καλ…» κλαψούρισε ο Νίκος, μα ο Μάρκος αγνοώντας τις ικεσίες του του έσφιξε το λαιμό. «…Έσπασε το χέρι της… Έσπασε το χέρι της! Κατά λάθος! Τ΄ορκίζομαι! Κατα λάθος!», είπε ξέπνοος ο Νίκος φανερά τρομοκρατημένος.

«Καταλάθος;» ούρλιαξε λυσσασμένα ο Μάρκος. Ο Νίκος έγνεψε θετικά με το κεφάλι του. «Καταλάθος…» επανέλαβε ο Μάρκος σκοτεινιάζοντας, έπειτα τον κοίταξε κάμποσο και με ήρεμη φωνή τον ρώτησε «Ποιο χέρι;»

«Τι;» ρώτησε με τρεμουλιαστή φωνή ο Νίκος προσπαθώντας να βρει ανάσα.

«Ποιο χέρι της έσπασες;»

«Δε θυμάμαι, νομίζω το δεξί, γιατ… ααα!» ούρλιαξε καθώς το χέρι του έσπαζε κάτω από το χτύπημα της πεσμένης μπρούτζινης λάμπας του κομοδίνου. Ο Μάρκος σηκώθηκε και τράβηξε ήρεμος κατά την πόρτα, πριν την κλείσει πίσω του κοίταξε τον Νίκο που βογκούσε κλαίγοντας και κρατούσε σφιχτά το χέρι του. 

«Έχεις δίκιο, όταν προκαλείς πόνο… σε καθάρματα, αισθάνεσαι ωραία!»        

 

   Ο Μάρκος μπήκε στο μπάνιο και κλείδωσε, ένιωσε τα πόδια του να τρέμουν και ξαφνικά οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν. Σωριάστηκε στο πάτωμα σαν σακί πατάτες και έκλεισε τα μάτια του σφιχτά. Δεν ήθελε να σκέφτεται. Το μολεμένο αίμα θηρίου έτρεχε στις φλέβες του αδερφού του. Το μολεμένο αίμα του που τόσο φοβόταν η Μαντώ. Το ίδιο μολεμένο αίμα που έτρεχε και στις δικές του, γιατί τίποτα δεν τον ξεχώριζε από το θηρίο, έτσι όπως συμπεριφέρθηκε. Μη σκέφτεσαι, διέταξε τον εαυτό του. Μη σκέφτεσαι! Πόση ώρα έμεινε εκεί; Τα χτυπήματα στην πόρτα έκαναν το κορμί του να τρανταχτεί, κάποιος του μίλαγε από την άλλη μεριά, μα η φωνή ήταν σαν να βγαίνει από τα βάθη της γης. 

«Μάρκο, Μάρκο… Είσαι καλά;» ρώταγε η φωνή. Ο Μάρκος χαμογέλασε ειρωνικά. Σκατά είμαι, σκέφτηκε. Η φωνή πίσω από την πόρτα ακούστηκε ξανά «Μάρκο!» Για να την ξεφορτωθεί είπε ένα βραχνό «Ναι…».

«Είσαι Καλά;» ξαναρώτησε. Αναγνώριζε τώρα τη γεμάτη ενδιαφέρον φωνή της Έρσης.

«Ναι», επανέλαβε πιο δυνατά και ανυπόμονα εκείνος χωρίς να το πιστεύει. 

«Ο γιατρός είναι εδώ για να σε δει…»

«Είμαι καλά!» δήλωσε εκνευρισμένος και καθώς ανασηκώθηκε είδε το είδωλό του στον μεγάλο καθρέφτη του μπάνιου. Τον κοιτούσε ένας άγνωστος, τα μαλλιά του ανακατεμένα, τα μάτια του κουρασμένα και θολά, άγρια, με μεγάλους μαύρους κύκλους, ενώ είχε παντού πιτσιλιές ξεραμένου αίματος και μερικές ελαφρές εκδορές, όπως κι ένα μικρό πρήξιμο στο φρύδι. Χωρίς να το πολυσκεφτεί πλύθηκε, χτενίστηκε και άρχισε να ξυρίζεται, αν και το πρόσωπο του τον πονούσε. Μόνο όταν τελείωσε κατάλαβε ότι είχε ξυρίσει και το μουστάκι του. Άνοιξε την πόρτα επιφυλακτικά.  Η Έρση τον περίμενε απέξω, έκανε να την προσπεράσει, μα ΄κείνη τον σταμάτησε. Τότε είδε τον γιατρό που τον περίμενε στο μικρό σαλόνι που βρισκόταν στον όροφο με τα δωμάτια. Ο γιατρός τον πλησίασε με γοργό βήμα και μια ακατάληπτη έκφραση, τον τράβηξε προς μια καρέκλα κάνοντας του ερωτήσεις που ο Μάρκος απάνταγε μηχανικά και παρά τις διαμαρτυρίες του, περιποιήθηκε τις πληγές του. Κάποια στιγμή επιτέλους σταμάτησε και αφοσιώθηκε να μαζεύει τα πράγματα του στη γρατσουνισμένη και φθαρμένη δερμάτινη τσάντα του.

«Η Φώτω θέλει να σε δει», είπε η Έρση με επιτακτική φωνή. Το πώς βρέθηκε στο δωμάτιο της ο Μάρκος δεν το κατάλαβε. Παραζαλισμένος, κάθισε κάμποση ώρα αμίλητος στην πόρτα κοιτώντας το πάτωμα. Η γυναίκα όλη αυτήν την ώρα τον κοίταζε εξεταστικά, ώσπου έσπασε τη σιωπή.

«Έχεις τα χάλια σου».

Ο Μάρκος της χαμογέλασε αδύναμα. «Ευχαριστώ…»

«Έμαθα όμως ότι ο οξαποδώ είναι σε χειρότερη κατάσταση» του είπε προσπαθώντας μάταια να συγκρατήσει την ευχαρίστηση της. Το στόμα του συσπάστηκε αδιόρατα. «Δεν ήξερες;» τον ρώτησε εξεταστικά η Φώτω.

«Πώς θα μπορούσα; Λείπω χρόνια και αφού ήταν μεγαλύτερος μου, έλειπε για μεγάλα διαστήματα. Πώς θα μπορούσα;», είπε τρίβοντας το μέτωπο του. 

«Ν΄ αγιάσει το χέρι σου!», είπε χαμηλόφωνα εκείνη κοιτώντας τον στα μάτια. Ο Μάρκος κατέβασε το βλέμμα του νιώθοντας ντροπή και κοίταξε επίμονα τους μωλωπισμένους κόμπους των χεριών του. «Χρόνια παρακαλούσα να βρεθεί κάποιος να του δώσει  ένα καλό μάθημα!», είπε απλώνοντας το χέρι της προς το μέρος του η Φώτω. Ο Μάρκος πλησίασε αργά και στάθηκε στα πόδια του κρεβατιού της. «Μόνο, παιδί μου, πρέπει τώρα να προσέξεις πολύ. Είναι ύπουλο φίδι και δε θα τ΄αφήσει έτσι!». Εκείνος ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους κι έκατσε βαριά. «Πρέπει, παιδί μου, να φανείς προσεκτικός! Ποτέ δε χτυπά κατευθείαν αυτόν που θέλει, χτυπά αυτούς που αγαπάς και μετά…»

«Αυτό το ‘χει ήδη κάνει… Κι εσύ το ήξερες και μ΄ άφησες να πιστεύω ότι έχω ελπίδες!», είπε με παράπονο ο Μάρκος.

«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς» είπε μ΄ερωτηματικό τόνο η Φώτω.

«Εννοώ τη Μαντώ. Με φοβάται, με μισεί…» έκανε με απελπισία. 

«Μην είσαι ανόητος! Ναι, έχει αμφιβολίες, μπορεί και να φοβάται. Η Μαντώ είναι νέα, είχε σχέδια και μετά εμφανίστηκες εσύ. Απλά χρειάζεται χρόνο, πρέπει να το επεξεργαστεί και να ΄σαι σίγουρος ότι στο τέλος θ΄ ακολουθήσει την καρδιά της. Όλες αυτό κάνουμε…».

Κούνησε το κεφάλι του αμφιβάλλοντας και το έχωσε μες στα χέρια του. 

«Το καταλαβαίνεις; Εξαιτίας του ίδιου μου του αδερφού έχασα τις δύο γυναίκες που αγάπησα!»

«Σταματά τις ανοησίες τώρα! Την Έρση δεν την είχες ποτέ και τη Μαντώ δεν την έχεις χάσει, ακόμη… Πρέπει όμως να προσέχεις από εδώ και εμπρός και μην ξεχνάς ότι εσύ μπορεί να είσαι δυνατός, όμως η Μαντώ…» 

«Τι, η Μαντώ;» 

«Κινδυνεύει! Βέβαια δεν είναι η πρώτη φορά και ξέρει να προφυλαχτεί…»

Ο Μάρκος είχε σηκωθεί όρθιος και την κοίταγε έντρομος. 

«Θες να με τρελάνεις; Από τη μία μου λες ότι έχω ελπίδες με τη Μαντώ παρόλα όσα έχουν συμβεί και από την άλλη ότι κινδυνεύει αν είναι μαζί μου;»

«Ίσα ίσα, λέω, ότι πρέπει να είναι μαζί σου, γιατί μόνο έτσι θα μπορείς να την προστατεύσεις. Πρέπει να την πείσεις, να επιμείνεις. Το κατάλαβες;» Ο Μάρκος την κοίταζε με διάπλατα ανοιχτά μάτια. «Δεν πρέπει να αποτύχεις. Εκτός και αν δεν μπορείς να την προστατεύσεις, οπότε θα πρέπει να βρούμε μια άλλη…» σταμάτησε βλέποντας το βλέμμα του γεμάτο πανικό. 

«Ωραία, αφού το λύσαμε αυτό, τώρα πρέπει να βρούμε κι έναν τρόπο άμυνας και νομίζω ότι ο καλύτερος τρόπος είναι η επίθεση. Πρέπει να αποδυναμώσεις τον Νίκο»

«Πώς;»

«Τόσα χρόνια του έχεις αφήσει εν λευκώ να διαχειρίζεται την περιουσία σου. Δε νομίζεις ότι είναι ώρα να τ’ αναλάβεις εσύ;» τον ρώτησε με αποστασιοποιημένη φωνή η Έρση, που στεκόταν στην πόρτα πίσω του.

«Ναι, μάλλον… Πώς όμως αυτό θα τον αποδυναμώσει;» 

«Ο Νίκος έκανε τα τελευταία χρόνια κάποιες κακές επενδύσεις. Κατάφερα να σώσω κάποιο κομμάτι της ακίνητης περιουσίας και κάποια μετρητά και ταυτόχρονα να τον εμποδίσω από να τα ξεπουλήσει όλα. Μην μπορώντας, λοιπόν, να πουλήσει την ακίνητη περιουσία μου, έπρεπε να τις καλύψει με δάνεια. Τα τελευταία δύο χρόνια στην ουσία στηρίζεται στην ύπαρξη της περιουσίας σου για να μπορέσει να δανείζεται και πίστεψε με, έχει δανειστεί πολλά. Αν οι πιστωτές του μάθουν ότι αυτά δεν υπάρχουν πια, θ΄ αρχίσουν να πιέζουν και όσο θα ασχολείται μαζί τους, θα βρούμε χρόνο να μπορέσουμε να πάρουμε μια ανάσα και να ψάξουμε για κάτι πιο αποτελεσματικό. Αλλά θα πρέπει να είναι διπλό χτύπημα», είπε η Έρση με μια πρωτόγνωρη σκληράδα στη φωνή. 

«Τι εννοείς;» 

«Εγώ με το διαζύγιο και εσύ…».

Ο Μάρκος έφυγε από το δωμάτιο μια ώρα μετά μ΄ένα κεφάλι καζάνι. Κυρίως άκουγε, που και που ρώταγε κιόλας, αλλά πάντα με τον φόβο ότι θα ακουστεί ανόητος. Οι δύο γυναίκες, σαν στρατηγοί σε μάχη, είχαν βάλει κάτω το σχέδιο επίθεσης και το ανέλυαν, το βελτίωναν, αντάλλασσαν απόψεις, πρόσθεσαν τα καινούρια δεδομένα, τη δύναμη του καινούργιου τους συμμάχου, το ετοίμασαν και τέλος, έμειναν κάμποση ώρα να τον κοιτούν περιμένοντας. Εκείνος κάποια στιγμή έκανε με το χέρι του μια κίνηση παραίτησης και συμφωνίας κι εκείνες έδειξαν να ευχαριστιούνται και ΄κει κάπου έληξε αυτό το… συμβούλιο.

 

Ο Μάρκος έσερνε τα βήματα του ανεβαίνοντας τις σκάλες την ώρα που Νίκος έβγαινε από το δωμάτιο του. Ήταν σε μαύρα χάλια, μωλωπισμένος, πρησμένος και το χέρι του σε νάρθηκα. Μόλις τον είδε ο Νίκος πισωπάτησε τρομαγμένος και προσπάθησε να κλείσει την πόρτα, όμως με μια κίνηση ο Μάρκος τον πρόλαβε και την κράτησε ανοικτή, κάνοντας τον Νίκο να μαζευτεί και να κουβαριαστεί σε μια μπάλα σαν σκαντζόχοιρος, ενώ έφερε τα χέρια του μπροστά στο πρόσωπό του. Ο Μάρκος ένιωσε τις τύψεις του να τον πλημμυρίζουν. 

«Πώς είσαι;» τον ρώτησε ήπια έπειτα από μια αμήχανη παύση ο Μάρκος. 

Ο Νίκος τον κοίταξε έκπληκτος. Ο Μάρκος τον προσπέρασε και κάθισε βαριά στην άκρη της μπερζέρας, κοίταξε γύρω του, με δυσκολία διακρίνονταν σημάδια από την πάλη τους. Η λάμπα στο κομοδίνο έλειπε, όπως κι ένα μικρό τραπεζάκι, όμως το δωμάτιο έμοιαζε πάλι τακτοποιημένο και καθαρό. Ο Νίκος στεκόταν αλαφιασμένος δίπλα στην ανοικτή πόρτα. Παρά το γεγονός ότι ήταν χοντρός και ψηλός, τώρα έμοιαζε μικρός και αδύναμος. Ο Μάρκος έσφιξε τα χείλη του και δάγκωσε το πάνω, έπειτα σήκωσε το χέρι του να χαϊδέψει το μουστάκι του, μα δεν το βρήκε στη θέση του. Τίποτα δεν έμοιαζε να ΄ναι στη θέση του.

«Γιατί;», ρώτησε κοιτώντας τα μαύρα σαν πίσσα μάτια του Νίκου, εκείνος έδειξε να μην καταλαβαίνει. «Γιατί το κάνεις αυτό;».

Ο Νίκος τον κοίταξε βαθιά στα μάτια κι έπειτα πήγε κι έκατσε στην άκρη του κρεβατιού καθησυχασμένος. 

«Γιατί είναι στο αίμα μας…», είπε μέσα από τα πρησμένα του χείλη που παραμόρφωναν τους ήχους τόσο, που φάνηκε αδύνατον στον Μάρκο να είπε κάτι τέτοιο. Τον κοίταξε ερωτηματικά. «Είναι στο αίμα μας», επανέλαβε μοιρολατρικά ο Νίκος και προσπάθησε να ακουστεί πιο καθαρά. Τα μάτια στο χρώμα του μαύρου πάνθηρα του Μάρκου τον κοίταξαν με απορία, ενώ συνοφρυώθηκε. 

«Από πού και ως πού είναι στο αίμα μας;» τον ρώτησε τονίζοντας το μας.

Το πρόσωπο του Νίκου τραβήχτηκε σ΄έναν ειρωνικό μορφασμό ή έτσι του φάνηκε, ενώ τα μάτια του παιχνίδισαν από μια κρυφή χαρά. Το κορμί του ξαφνικά χαλάρωσε κι έκατσε πιο άνετα, ενώ πήρε το συνηθισμένο σαρκαστικό ύφος που έπαιρνε όταν δεν υπήρχαν ξένοι. Γιατί όταν κάποιος τον γνώριζε έβλεπε έναν άνθρωπο φιλικό, μ΄ένα πλατύ χαμόγελο που σ’ έκανε να νιώθεις ξεχωριστός κολακεύοντας σε διακριτικά, όμως αυτή η εικόνα ήταν μια μάσκα που φορούσε για όλους τους εκτός σπιτιού, όταν οι πόρτες έκλειναν μπορούσε να ΄ναι ο εαυτός του, η μάσκα πεταγόταν και το πλατύ χαμόγελο μετατρεπόταν σ΄ ένα σαρκαστικό μειδίαμα, τα κορακίσια μάτια του γέμιζαν κοφτερές μεταλλικές λάμψεις και οι φιλοφρονήσεις μετατρέπονταν σε ειρωνείες. 

«Σοβαρά τώρα, είναι ερώτηση αυτή που μου κάνεις;» τον ρώτησε σαρκαστικά ο Νίκος. 

Ο Μάρκος του έριξε ένα παγερό ύφος κι έγειρε προς το μέρος του.

«Άκουσε με, κάποτε έχασα τη γυναίκα που αγαπούσα εξαιτίας σου. Το ΄ξέρες πως αγαπούσα την Έρση κι όμως μπήκες στη μέση με τους γλυκανάλατους τρόπους σου και το σαγηνευτικό σου χαμόγελο. Μετά από τόσα χρόνια, κατάφερα επιτέλους να βρω έναν άνθρωπο με τον οποίο θέλω να μοιραστώ τη ζωή μου, αν την χάσω εξαιτίας σου, πάλι…» είπε και το κορμί του σφίχτηκε, ενώ τα χέρια του μαζεύτηκαν σε γροθιές.

Ο Νίκος μαζεύτηκε και κοίταξε κατά την πόρτα αλαφιασμένος. Τότε ο Μάρκος σηκώθηκε απότομα, πράγμα που έκανε τον Νίκο να τραβηχτεί τρομαγμένος. Ο Μάρκος του έριξε ένα βλέμμα όλο σιχασιά και κίνησε να φύγει, όμως κοντοστάθηκε και μορφάζοντας γεμάτος αηδία είπε: «Είσαι ένα όνειδος για την οικογένεια μας. Θέλω να φύγεις το συντομότερο δυνατό από το νησί. Προτού φύγεις όμως, θα ξεκαθαρίσουμε τα περιουσιακά μας και δε θέλω να σε ξαναδώ ποτέ! Ευτυχώς που δε ζει ο πατέρας μας…» όμως το κοροϊδευτικό ύφος που πήρε ξανά ο Νίκος και το ειρωνικό γελάκι που του ξέφυγε τον σταμάτησε. 

«Ο πατέρας μας!» είπε στάζοντας ειρωνεία ο Νίκος. Το βλέμμα του Μάρκου τον κατακεραύνωσε. «Τώρα σοβαρά δεν ξέρεις, ή κάνεις ότι δεν ξέρεις;» τον ρώτησε ο Νίκος και το παραμορφωμένο του πρόσωπο μόρφασε σ΄ένα σαρδόνιο χαμόγελο.

«Τι πράμα;» τον ρώτησε κοφτά ο Μάρκος προσπαθώντας να συγκρατηθεί, να μην του ξαναορμήσει. 

«Ότι είναι στο αίμα μας…» Τη σιωπή που ακολούθησε την έκοψε ο Νίκος. «Μα καλά, δεν το ΄χες καταλάβει;»

«Ποιο;»

«Ήσουν μικρός, αλλά δεν είχες καταλάβει τι συνέβαινε;», τον ρώτησε  μειδιώντας ανατριχιαστικά ο Νίκος. Το απορημένο ύφος του Μάρκου τον έκανε να πάρει μια κοφτή ανάσα και να πλατύνει το ειρωνικό μειδίαμα. «Για ποιο λόγο η μητέρα κλεινόταν για μέρες στο δωμάτιο της, τάχα άρρωστη;»

«Για ποιο;» ψέλλισε ξεψυχισμένα ο Μάρκος νιώθοντας το αίμα ν΄ανεβαίνει στο κεφάλι του. 

«Δεν είχες προσέξει ποτέ τις μελανιές, τα πρησμένα και μόνιμα κλαμένα πρόσωπα των υπηρετριών, τη νεκρική ησυχία μόλις εμφανιζόταν ο πατέρας… Το…»

Ο Μάρκος όρμησε κατά την πόρτα, βγήκε και την έκλεισε απότομα πίσω του. Βούλιαξε στο κρεβάτι του και έκρυψε το πρόσωπο του. Ξαφνικά όλα ήταν ξεκάθαρα, οι φωνές που στοίχειωναν τους εφιάλτες του, οι μελανιές, το αχνό μελαγχολικό χαμόγελο της μάνας του, τα μόνιμα πρησμένα κόκκινα μάτια. Η μητέρα, σκέφτηκε και η εικόνα της όμορφης γυναίκας με το ψηλό αδύνατο κορμί, τα κορακίσια μαλλιά της πιασμένα ψηλά σ΄έναν αυστηρό κότσο και τα σκούρα μαύρα μάτια της στο χρώμα του μελανιού, να κοιτούν μελαγχολικά στο κενό όπως ήταν αποτυπωμένη σε μια παλιά, ξεθωριασμένη φωτογραφία, ήρθε στο νου του. Με τα χρόνια αυτή ήταν η εικόνα στην οποία ανέτρεχε η μνήμη του. Δε χρειαζόταν πια να την κοιτά, ούτε να σιάζει την κάτω δεξιά γωνία της που είχε αρχίσει να φθείρεται, επειδή την κράταγε από εκεί. Τώρα όμως, εικόνες από καιρό ξεχασμένες ήρθαν να πάρουν τη θέση της. Εικόνες με δυο όμορφα μάτια να τον λατρεύουν, δυο κρινένια χέρια να τον αγκαλιάζουν, δυό απαλά χείλη να τον φιλάνε. Μα σαν παρατηρούσες καλύτερα θα έβλεπες τα μάτια βουρκωμένα, τα χέρια αδιόρατα μελανιασμένα να κρύβονται κάτω από μεταξωτά μακριά μανίκια, τα χείλη πληγιασμένα… 

Η μητέρα του Μάρκου είχε πεθάνει, όπως και της Έρσης, όταν ήταν μικρός, ίσως γι΄ αυτό αυτοί οι δύο είχαν κάποτε δεθεί. Μόνο που μετά τον θάνατο της μητέρας του, το σπίτι τους τυλίχτηκε κι αυτό, λες, σε σάβανο. Έδιωξαν όλο το υπηρετικό προσωπικό, πέρα από μια γριά, στεγνωμένη γυναίκα, που ήταν η μαγείρισσα. Τη δουλειά την ανέλαβε ο Νίκος, ενώ ο πατέρας του κλείστηκε στο σπίτι τους και δεν έβγαινε πια, παρά μόνο καθόταν στη μεγάλη πολυθρόνα απέναντι από το σβηστό τζάκι που από πάνω του κρεμόταν η ελαιογραφία μιας γυναίκας που κρατούσε στα χέρια της ένα μικρό κοριτσάκι με μεγάλα, εβένινα, γεμάτα ζωή μάτια. Το βλέμμα του ήταν μόνιμα στραμμένο σ΄ αυτό το κοριτσάκι, ενώ στο παχουλό χέρι του υπήρχε πάντα ένα μισοάδειο ποτήρι με κάποιο αλκοολούχο ποτό.  

Ο Μάρκος ανδρώθηκε μέσα σ΄αυτήν την καταθλιπτική ατμόσφαιρα με μόνη παραφωνία τον Νίκο, αυτόν έμοιαζε να μην το επηρεάζει το παράξενο κλίμα. Χάρη στον Νίκο που τον τραβολογούσε, όταν ερχόταν, σ΄όλες τις τοπικές κοινωνικές εκδηλώσεις, υπήρχε λίγο χρώμα στη ζωή του. Γνώρισε καλύτερα την Έρση και την Φώτω, που από την πρώτη στιγμή του συμπεριφέρθηκαν με τρυφερότητα, όχι με οίκτο όπως οι περισσότεροι. Με τα χρόνια απέκτησαν μια σχέση εμπιστοσύνης. Πολλές μέρες τις πέρναγε στη μισοσκότεινη κουζίνα της Φώτως που φωτιζόταν από εκείνη, μασουλώντας κάποιο γλυκό κι εκείνη του μιλούσε, τον χάιδευε. Τώρα αυτή η γυναίκα, μαζί με τη γυναίκα που αγαπούσε για τόσα χρόνια, του ζητούσαν να εναντιωθεί στον ίδιο του τον αδερφό. Στον άνθρωπο που βγήκε από την ίδια ρίζα, που είχε κοινό παρελθόν, στον μεγάλο αδερφό που μέχρι εκείνη τη μέρα τον θαύμαζε που είχε τα κότσια να διεκδικεί…

 

Επόμενο

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: