Το απόγευμα ήταν μουντό. Η ομίχλη είχε απλωθεί σε κάθε πτυχή του δάσους. Ξεχυνόταν ανάμεσα από τους χοντρούς ροζιασμένους κορμούς των γέρικων δέντρων σαν λευκός, πηχτός χείμαρρος. Το πυκνό φύλλωμά τους έμοιαζε με μαύρες θολούρες και τα κλαδιά σαν σκελετωμένα δάχτυλα που προσπαθούσαν να αρπάξουν αόρατους εχθρούς.
Το άτυχο ζώο έτρεχε αλαφιασμένο, με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει. Οι θάμνοι έγδερναν το δέρμα και οι μυτερές πέτρες τις πατούσες του. Το βλέμμα του θόλωνε κατά διαστήματα, ο ίλιγγος επέστρεφε δριμύτερος και μαζί με την ομίχλη το οδηγούσαν σε λάθος μονοπάτια. Άραγε ο διώκτης του, ακολουθούσε ακόμη; Στράφηκε προς τα πίσω. Δεν μπορούσε να τον δει. Μπορούσε όμως να τον ακούσει. Μπορούσε να τον μυρίσει˙ να μυρίσει τον θάνατο που ετοιμαζόταν να του χαρίσει.
Τα σωθικά του ούρλιαξαν από τον πόνο. Ήξερε πως δεν έπρεπε να φάει τη λιχουδιά που του έδωσε. Πεινούσε όμως και δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Μερικές μόνο μπουκιές, ήταν αρκετές για να καταλάβει, πως έκρυβε μέσα του δηλητήριο˙ αυτό το δηλητήριο που του κατέτρωγε τόση ώρα τα σωθικά˙ αυτό το δηλητήριο που τελικά θα το σκότωνε, αν δεν προλάβαινε να το κάνει πρώτα ο θύτης˙ ένας θύτης με πρόσωπο αγγελικό˙ ένας θύτης, που πάντα υποκρινόταν το θύμα στα παραμύθια.
Συνέχισε να τρέχει, μα όσο περνούσε η ώρα οι δυνάμεις του το εγκατέλειπαν. Και τότε, είδε την τύχη να του χαμογελά. Τα δέντρα παραμέρισαν. Βρέθηκε σε ένα ξέφωτο και με ανακούφιση διαπίστωσε πως λίγα μέτρα μακριά του, έστεκε ένα χωριατόσπιτο. Πλησίασε γρήγορα κι έσπρωξε την πόρτα με το πόδι. Οι παλιοί μεντεσέδες βόγκηξαν καθώς άνοιξε. Μια απαίσια μυρωδιά σήψης πλανιόταν στον χώρο. Οι σανίδες έτριζαν κάτω από τις πληγωμένες του πατούσες.
Το σαλόνι και η κουζίνα, ήταν ένας ενιαίος χώρος. Μούχλα κατέτρωγε τους τοίχους. Τα μαξιλάρια του καναπέ ήταν ξεκοιλιασμένα. Οι καρέκλες είχαν αναποδογυρίσει στο πάτωμα, ανάμεσα από νεκρές κατσαρίδες και ποντίκια. Ιστοί κρέμονταν από την οροφή με λιπόσαρκες αράχνες που έψαχναν το επόμενο θύμα τους.
Πήδηξε με κόπο πάνω στο τραπέζι. Μια αηδιαστική, λευκή γλίτσα, που έμοιαζε με ξινισμένο γάλα ήταν χυμένη πάνω στο ξύλο. Στον πάγκο της κουζίνας, μουχλιασμένα φρούτα είχαν γεμίσει σκουλήκια, που τελικά είχαν ψοφήσει κι αυτά. Διψούσε. Διψούσε πολύ. Ήξερε όμως πως το νερό, θα ήταν πολυτέλεια. Αν κατάφερνε να κρυφτεί από τον διώκτη του, κι αν το δηλητήριο δεν το αποτέλειωνε, τότε ίσως να είχε κάποια ελπίδα.
Αν και ήταν καταπονημένο, οι αισθήσεις του παρέμεναν σε επιφυλακή. Άκουσε απειλητικά να πλησιάζουν. Πήδηξε στο πάτωμα. Κοίταξε γύρω του αλαφιασμένο προσπαθώντας να βρει ένα μέρος να κρυφτεί. Πρόσεξε μια ανοιχτή πόρτα στο βάθος. Πλησίασε δειλά για να διαπιστώσει πως ένα ακόμη μεγαλύτερο κύμα δυσοσμίας ξεχυνόταν από μέσα. Ο διώκτης του όμως, σίμωνε. Δεν είχε άλλη επιλογή. Μπήκε μέσα και την έσπρωξε να κλείσει. Δεν άργησε να καταλάβει από πού προερχόταν η δυσωδία. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, κειτόταν νεκρή πάνω στο κρεβάτι της. Το σώμα ήταν σε προχωρημένη σήψη, ενώ κομμάτια από τη σάρκα της έλειπαν. Πλησίασε για να την περιεργαστεί περνώντας μπροστά από έναν καθρέφτη, που έστεκε στη μια μεριά του δωματίου. Κοντοστάθηκε και παρατήρησε το είδωλό του. Ο λύκος που αντίκριζε, φαινόταν ταλαιπωρημένος: λιπόσαρκος με κομμάτια από το τρίχωμά του να λείπουν, και πόδια σκελετωμένα που με δυσκολία βαστούσαν το σώμα του.
Και τότε, το πάτωμα τραντάχτηκε. Το άτυχο ζώο λούφαξε. Κοίταξε τριγύρω προσπαθώντας να βρει μια κρυψώνα. Σύρθηκε με κόπο κάτω από το κρεβάτι και κράτησε την ανάσα του, τη στιγμή που η πόρτα άνοιξε με κρότο. Δυο μαύρα γυναικεία παπούτσια έκαναν ένα γύρο στο δωμάτιο κι έπειτα πλησίασαν. Σταμάτησαν μπροστά του. Σχεδόν αμέσως, ένα χέρι εμφανίστηκε και τον άρπαξε με βία. Το τελευταίο πράγμα που πρόλαβε να δει πριν νιώσει έναν διαπεραστικό πόνο και τα πάντα βυθιστούν στο σκοτάδι, ήταν μια κόκκινη κάπα.
***
O Χάμπερ* κάλπαζε με το άλογό του μέσα στο δάσος. Η ομίχλη ήταν ακόμη πυκνή. Βιαζόταν να επιστρέψει στο κάστρο. Ξάφνου, βρέθηκε στο ξέφωτο με το χωριατόσπιτο όπου είχε ζητήσει καταφύγιο ο λύκος. Τράβηξε τα γκέμια του αλόγου του και σταμάτησε απότομα. Του φάνηκε πως άκουσε κάποιον να καλεί σε βοήθεια. Ξεπέζεψε. Έσπρωξε την ξεκλείδωτη πόρτα και κάλυψε αμέσως τη μύτη του. Η δυσωδία ήταν αφόρητη.
«Βοήθεια!» ακούστηκε πάλι μια γυναικεία φωνή.
Έτρεξε προς το δωμάτιο στο βάθος του σπιτιού.
Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε, ήταν η νεκρή ηλικιωμένη γυναίκα πάνω στο κρεβάτι. Δίπλα στο πάτωμα, κειτόταν πεθαμένο ένα ζώο. Κοντά του, μια νεαρή κοπέλα που φορούσε μια κόκκινη κάπα τον κοιτούσε απελπισμένη.
«Βοηθήστε με» τον ικέτεψε.
Εκείνος γονάτισε δίπλα της.
«Δεσποινίς; Τι συνέβη;»
«Σας παρακαλώ… ο λύκος… σκότωσε τη γιαγιά μου… Παραλίγο να σκοτώσει κι εμένα μα… μα πρόλαβα και…»
«Εντάξει, καταλαβαίνω» την έκοψε βιαστικά εκείνος. «Μπορείτε να σηκωθείτε;»
Ένευσε αρνητικά.
«Χτύπησα το πόδι μου πάνω στην πάλη. Είμαι μέρες εδώ…»
«Θα σας βοηθήσω εγώ. Ξέρετε, είμαι Κυνηγός του Βασιλιά. Πηγαίνω στο Κάστρο. Θα σας πάρω μαζί μου για να σας περιθάλψουν εκεί».
Εκείνη ένευσε.
«Θα με…» έκανε ένα μορφασμό πόνου. «…θα με δεχτεί ο Βασιλιάς;»
«Ο Κύριός μου, δεν θα έχει πρόβλημα» την καθησύχασε. «Πρόσφατα έμεινε χήρος, και δίνει όλη τη φροντίδα του στο μικρό κοριτσάκι του, ένα πανέμορφο παιδί με λευκό δέρμα σαν το χιόνι, μαύρα σαν έβενο μαλλιά και κατακόκκινα χείλη σαν αίμα. Δεν θα ασχοληθεί καν, μαζί σας».
Η κοπέλα ένευσε πρόθυμα. Ο Χάμπερ τη σήκωσε στην αγκαλιά του. Πριν όμως βγουν από το δωμάτιο, τον σταμάτησε.
«Σας παρακαλώ» έδειξε προς τον καθρέφτη «μπορείτε να τον πάρετε; Ήταν της γιαγιάς μου και ξέρω πως θα ήθελε να τον έχω».
«Φυσικά».
Την άφησε πάνω στο άλογό του, κι έπειτα επέστρεψε μαζί με τον καθρέφτη. Βρήκε ένα παρατημένο μικρό καροτσάκι, τον στερέωσε πάνω του κι αφού το έδεσε κι αυτό στο άλογο, ξεκίνησαν να ιππεύουν.
«Ποιο είναι το όνομά σας;»
Εκείνη κοίταξε τον καθρέφτη. Θυμήθηκε όλες τις φορές που η παλιόγρια τη φώναζε Κοκκινοσκουφίτσα. Ανακάλεσε στη μνήμη τις τελευταίες της στιγμές, που πρόφερε με φόβο αυτό το άθλιο όνομα, λίγο πριν η εγγονή τής κόψει βίαια το νήμα της ζωής. Έλυσε την κόκκινη κάπα της και την άφησε να πέσει. Δυνατός αέρας φύσηξε και την παρέσυρε μακριά.
«Γκριμίλντα**» του απάντησε κι έσκυψε ελαφρά, ρίχνοντας μια ματιά στον καθρέφτη.
Καθρέφτη καθρεφτάκι μου, σκέφτηκε. Το είδωλό της, της έκλεισε το μάτι.
* Humbert ονομάζεται ο Κυνηγός στην ταινία κινουμένων σχεδίων της Disney του 1937, Snow White and the Seven Dwarfs.
** Γκριμίλντα είναι η Κακιά Βασίλισσα, στην πρώτη ταινία κινουμένων σχεδίων της Walt Disney Productions, Snow White and the Seven Dwarfs (1937) και παραμένει κακός χαρακτήρας στο εκτεταμένο franchise τους Snow White.