«Καλημέρα, Μαρουλιώ μου, τι κάνεις; Πώς είναι του κουρίτσι μας; Καλύτερα;», τιτίβισε χαρούμενα η Αννέτα πλησιάζοντας τη γυναίκα που έπλενε στη μεγάλη ξύλινη σκάφη κι έτριβε με μανία ένα σταχτί ύφασμα. Το σκοτισμένο βλέμμα της Μαρουλιώς όμως την έκανε να χάσει για λίγο το βήμα της και ασυναίσθητα να φέρει το χέρι της στο μάγουλο της προσπαθώντας να καλύψει τη μελανιά. «Τι έχεις;» τη ρώτησε ήπια η Αννέτα πλησιάζοντας.
«Τι να ‘χω;», είπε στυφά η Μαρουλιώ και πέρασε απότομα το σαπούνι πάνω από το ρούχο πιτσιλώντας γύρω της, έπειτα χούφτιασε το ύφασμα και πήρε να το τρίβει με μανία. Η Αννέτα έγειρε το κεφάλι στο πλάι.
«Η κυρία Έρση στέλνει ένα δέμα στη Μαντώ», είπε μαλακά κι έκανε να μπει μέσα στο σπίτι.
«Δεν είναι μέσα», έκρωξε απότομα η Μαρουλιώ. Η Αννέτα κοντοστάθηκε, μα η Μαρουλιώ δεν της έδωσε άλλη σημασία, γύρισε και άρχισε να τρίβει μανιασμένα ένα γαλαζωπό ύφασμα. Σαστισμένη η Αννέτα κοίταξε γύρω της, δεν έβλεπε ίχνος της κοπέλας.
«Είναι καλύτερα;», ρώτησε έπειτα από λίγο, μα το σκοτεινό βλέμμα της Μαρουλιώς την έκανε να τα χάσει, ενώ πιτσιλιές από γκριζωπά νερά πέσαν πάνω στην ποδιά της και λέρωσαν το καφέ χαρτί από το δέμα. Η Αννέτα τίναξε τις σταγόνες με την παλάμη της και έριξε ένα αυστηρό βλέμμα στη Μαρουλιώ.
«Θα αργήσ΄ να ΄ρθει;», ρώτησε ανυπόμονα. Η Μαρουλιώ ανασήκωσε νευρικά τους ώμους της. «Πού ΄ναι;» ρώτησε πιο επιτακτικά η Αννέτα. Η μητέρα της Μαντώς άφησε τα ρούχα και γύρισε προς το μέρος της σκουπίζοντας τα χέρια στην ποδιά της. Το πρόσωπο της ήταν σφιγμένο, τα χείλη της μια γραμμή, τα μάτια της, έμοιαζαν έτοιμα να βουρκώσουν. «Είναι καλύτερα; Θα ‘ρθει στο αρχοντικό;», ρώτησε μπερδεμένη από το ύφος της η Αννέτα.
«Καλά καλάθια είναι! Ποτέ δε θα ξαναπατήσει σ΄ αυτό το παλιόσπιτο, ακούς;» ξέσπασε η Μαρουλιώ. «Ανάθεμα την ώρα που έβαλα το παιδί μου μες στη σφηκοφωλιά!»
Η μελανιά στο μάγουλο της Αννέτας της τράβηξε την προσοχή και την κοίταξε καχύποπτα. Η γυναίκα έστρεψε το βλέμμα αλλού.
«Θα το πάρεις εσύ;» τη ρώτησε η Άνετα προτείνοντας το δέμα και πρόσθεσε προσπαθώντας να γυρίσει τη συζήτηση: «Βλέπω το γιασεμί σας έχει φουντώσει για τα καλά».
Μα η Μαρουλιώ είχε στυλώσει το βλέμμα στη μελανιά σκεπτική. Η Αννέτα της γύρισε την πλάτη κι έκανε να φύγει νιώθοντας όλο και πιο αμήχανα.
«Ο δικός σου στην έκανε;» ρώτησε αργά και τραχιά η Μαρουλιώ.
«Όχι… ήταν ατύχημα» έκανε με γυρισμένη την πλάτη η Αννέτα καθώς άφηνε το δέμα πάνω στο πεζούλι.
«Αυτός σου το ΄κάνε;» έκανε άγρια η Μαρουλιώ.
«Ποιος αυτός;» τρεμούλιασε η Αννέτα αναψοκοκκινίζοντας κι έκανε να φύγει, αλλά της έκοψε το δρόμο η Μαρουλιώ.
«Ξέρεις ποιος… Αυτός… Είναι αλήθεια αυτά που λένε;»
«Τι λεν΄;»
«Χθες το βράδυ σακάτεψε, λένε, την καινούργια της Βρωμολίτσας, είναι αλήθεια;»
«Μάλλον…», έκανε λυπημένα η Αννέτα.
«Θεέ μου!», φώναξε η Μαρουλιώ και ξαφνικά σωριάστηκε στο πεζούλι κρατώντας το κεφάλι της. «Θεέ μου! Πού άφησα το παιδί μου; Ποιον εμπιστεύτηκα; Τι στο καλό συμβαίνει σ΄ αυτό το σπίτι;»
Η Αννέτα την κοίταξε τρομαγμένη.
«Καλά, δεν ήξερες;»
«Τι να ξέρω; Υποψίες είχα! Τη μικρή φαίνεται τη δασκάλευαν να μη μου λέει τίποτα. Εγώ όμως το πρωτο-υποψιάστηκα, τότε με το χέρι της, που την έστειλαν άρον άρον εδώ και την πλήρωσαν κανονικά, παρόλο που δεν πήγε κάνα μήνα. Αυτός το ‘χε κάνει, εε;»
«Δεν ξέρω…», ψέλλισε κι έκατσε δίπλα της αναστενάζοντας η Αννέτα. «Ένα τέρας είναι, αυτό είναι αλήθεια. Αλλά σήμερα πήρε αυτό που του αξίζει!», πρόσθεσε η Αννέτα και χαχάνισε χαιρέκακα. Η Μαρουλιώ την κοίταξε με βουρκωμένα μάτια. «Ήρθε ο καπετάν Μάρκος πρωί πρωί και μόλις μ΄ είδε ετσά, μπήκε μέσα, τον άρπαξε και τον τουλούμιασε! Μαύρο, σ΄λέω, τον έκανε, ως και το χέρι του ΄σπάσε! Αχ, φχαριστήθηκε η ψυχ΄ μ΄. Μακάρι να βρισκόταν και κανένας να τουλούμιαζε έτσι και τον δικό μ΄. Πολύ καλός άνθρωπος ο καπετάν Μάρκος, έχει τα δικά τ΄ σεκλέτια, αλλά είναι πάντα ευγενικός, ποτές του δεν κακομιλά, δεν παραπονιέται, ήσυχος και παρόλα αυτά είν΄, βρε πιδί μ΄, άντρας με τ’ ούλα τ΄. Όσοι΄ ήταν στο καράβ΄ τ΄, είχαν να το λένε, Άγιο τον φώναζαν, γιατί είν΄ καλόβολος άνθρωπος, δίκαιος και τίμιος κι ούλοι τον σέβονται και τον αγαπούν. Μα αν ποτέ τ’ αγριέψει και νιώσει τ΄άδικο, γίνεται θηρίο σωστό!»
«Τι να το κάνεις, είναι άνθρωπος της θάλασσας…» είπε αναστενάζοντας η Μαρουλιώ.
«Εε, τι μ΄αυτό;»
«Δεν κάνουν αυτοί για σπίτι, τους έχει λες μαγεμένους. Μπορεί να ΄ναι και το κάλεσμα της φυλής, δεν ξέρω, μα αργά η γρήγορα ξαναγυρνάν σ΄ αυτήν. Δεν κάνουν για σπίτι, η καρδιά τους είναι δοσμένη εκεί…», είπε με πίκρα η Μαρουλιώ ατενίζοντας τη θάλασσα. Η Αννέτα την κοίταξε στεναχωρημένη.
«Είχες κάνα νέο από τον μεγάλο;» έσπασε έπειτα από λίγο τη σιωπή.
«Τίποτα» έκανε λυπημένη η Μαρουλιώ κι ένα δάκρυ κύλησε.
«Ξέρεις τι λένε, κανένα νέο, είναι καλό νέο…» προσπάθησε να την παρηγορήσει η Αννέτα.
«Μμμ…» μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο η Μαρουλιώ και στέγνωσε το δάκρυ της με την ανάστροφη του χεριού της.
«Έμαθα ότι τον μικρό θα τον βάλεις με τον κυρ Στέφανο»
«Εγώ θα τον βάλω, αυτός δε θα κάτσει», είπε και η φωνή της τσάκισε.
«Μην το λες, ο κυρ Στέφανος είναι καλός μάστορας και δάσκαλος. Θα δεις, θα τ΄αρέσει!», είπε παρηγορητικά η Αννέτα και της έσφιξε το χέρι.
«Δε θα τ΄αρέσει, θα το μισήσει και θα μισήσει κι ΄μένα, γιατί κι αυτός ακούει το κάλεσμα της. Όλα μου τα παιδιά τ΄ ακούν, ακόμα και η Μαντώ! Nόμιζα ότι την είχε μισήσει μετά το χαμό του πατέρα της και για χρόνια έτσι φαινόταν, μα έκανα λάθος. Κάθε φορά που της συμβαίνει κάτι, σ΄ αυτηνής την αγκαλιά τρέχει να βρει παρηγοριά κι όχι, στη δικιά μ΄… Εκεί πάει να ηρεμήσει, εκεί να πει τον πόνο της, εκεί και τη χαρά της…», έσπασε η φωνή της δείχνοντας κατά το ακρωτήρι.
Η Μαντώ σύρθηκε κι ανέβηκε πολύ προσεκτικά στα γλιστερά βράχια ως την είσοδο της αγαπημένης της φωλιάς. Καθώς κάθισε, έτριψε ελαφρά το πόδι της που την πόναγε μιας και το κούρασε για να κολυμπήσει ως εκεί, ενώ η πληγή την φαγούριζε και συγκρατήθηκε με δυσκολία να μην την ξύσει. Κοίταξε γύρω της, όλα ήταν όπως πάντα, τίποτα δεν αλλάζει σ΄αυτό το μέρος, είναι σαν ο χρόνος να σταματά να κυλά και το μόνο που ακούγεται είναι το καθησυχαστικό τραγούδι της θάλασσας που πλέκεται με τη βαριά υπόκωφη φωνή του βράχου. Κανένας όμως από τους δύο δεν απευθυνόταν σ΄αυτήν, αυτοί είχαν τα δικά τους σεκλέτια…
Το βράδυ, μετά τη συνάντηση της με τον Μάρκο, η Μαντώ δεν κατάφερε να κοιμηθεί καθόλου, τα ΄βάλε με τον εαυτό της. Πάει, τελείωσε, σκεφτόταν και η ψυχή της βούταγε σε μια μελανή θάλασσα απελπισίας. Τι μου ΄ρθε, τι μου ΄ρθε να του πω αυτό για τον Νίκο! Τι μου ΄ρθε να τον προσβάλω, να τον πω διεστραμμένο! Θα με μισήσει, σκεφτόταν. Μ΄αυτό το περίμενε, το φοβόταν ότι θα γινόταν μόλις καταλάβαινε την απέχθεια της, το βαθύ μίσος της για τον Νίκο. Μήπως όμως και ο Μάρκος τον μισεί εξίσου; Μήπως… επειδή του έκλεψε την Έρση; Αν τον αγαπούσε δε θα πήγαινε με τη γυναίκα του αδερφού του, θα πήγαινε; Άρα κι εκείνος πρέπει να τον απεχθάνεται, προσπαθούσε μάταια να παρηγορηθεί. Όμως αυτός της είπε ότι μετάνιωσε γι΄ αυτό που έκανε, ήταν μια ανοησία, ήταν άτιμο… «Ξέρουν, μωρέ, οι Γαλφυνοί τι πάει να πει τίμιο;» ούρλιαζε μια φωνή μέσα στο κεφάλι της.
Τα μάτια του καπετάν Φανούρη αγριεμένα, κόκκινα και πρησμένα από το ποτό να ουρλιάζει μια νύχτα μπροστά στο αρχοντικό επαναλαμβάνοντας συνεχώς: «Ξέρουν, μωρέ, οι Γαλφυνοί τι πάει να πει τίμιο;» είχαν κολλήσει μέρες τώρα στο μυαλό της. Όλο το βράδυ βολόδερνε η Μαντώ στο στρώμα και με το πρώτο φως σηκώθηκε εκνευρισμένη. Προσπάθησε ν΄απασχολήσει το μυαλό της συγυρίζοντας και καθαρίζοντας τα λιγοστά υπάρχοντα τους. Η μάνα της όμως κατάλαβε αμέσως ότι κάτι δεν πήγαινε καλά κι άρχισε τις ερωτήσεις, ανάμεσα στα μαλώματα πως κούραζε το πόδι της. Προσπαθούσε να τις αποφεύγει διπλωματικά η Μαντώ, μα να σου που πρωί πρωί εμφανίστηκε αναψοκοκκινισμένη η ξαδέρφη της, η Μαρία, με μάτια που λάμπανε και αχνούς μαύρους κύκλους κρατώντας την τσάντα της για το μπάνιο. Κι άλλος ξενύχτησε, σκέφτηκε η Μαντώ. Η ξαδέρφη της φαινόταν ξαναμμένη κι ότι κάτι ήθελε να της πει. Η Μαρουλιώ όμως κέρβερος, από πάνω τους, δεν τις άφηνε λεπτό μονάχες κι όλο μπαινόβγαινε. Τελικά με πολλές και μεγάλες διακοπές η Μαρία της ξεφούρνισε ότι κατά τα ξημερώματα ήρθε και τους χτύπησε ο γιατρός, καθώς είναι συνηθισμένο καμιά φορά τα βράδια να τους χτυπάν για κάποιο φάρμακο. Ο πατέρας της δεν ανησύχησε και κατέβηκε. Η Μαντώ δεν έδειξε να μοιράζεται τον ενθουσιασμό της ξαδέρφης της για τις βραδινές επισκέψεις της, μα μόλις η μητέρα της βγήκε να τινάξει ένα χράμι η Μαρία συνέχισε πιο ζωηρά: «Εγώ μισοξύπνησα και μόλις άκουσα τη φωνή του Μιλτιάδη…»
«Μιλτιάδη;» την έκοψε η Mαντώ κοιτώντας τη ερωτηματικά.
«Του γιατρού..»
«Ααα του γιατρού…» είπε με περιπαικτικό τόνο η Μαντώ και τα μάγουλα της Μαρίας βάφτηκαν ρόδινα.
Η Μαρουλιώ εμφανίστηκε ξαφνικά, τίναξε εκνευρισμένη την ποδιά της, τη φόρεσε και βγήκε.
«Που λες, μη στα πολυλογώ, μαζί του ήταν και η Λίτσα, ξέρεις, η Ελαφριά, που έβριζε και καταριόταν τ΄ αφεντικό σου ότι κόντεψε να σκοτώσει την καινούρια κοπέλα, τη Ζαφείρια, την ξέρεις;».
Η Μαντώ την κοίταγε με απορημένα μάτια. Η Μαρία ευχαριστημένη από την προσοχή της άρχισε να της λέει τι ειπώθηκε στο μαγαζί με το νι και με το σίγμα, όταν μπήκε φουριόζα η μάνα της ακολουθούμενη από μια στυφή, στεγνωμένη γυναίκα. Η γυναίκα χαμογελούσε χαιρέκακα αφήνοντας να φανούν δύο κίτρινα και κατεστραμμένα δόντια στο φαφούτικο στόμα της.
«Δε μου λες Μαρία, είναι αλήθεια αυτά που λέει η θειά Χρυσούλα;» ρώτησε αυστηρά η Μαρουλιώ την ανιψιά της. Δεν άργησε και πολύ να ενδώσει η Μαρία και να τα πει όλα, ενώ οι δύο γυναίκες συμπλήρωναν η μια την ιστορία της άλλης χαρούμενες όταν καταλάβαιναν ότι κάτι δεν το ΄ξέρε η άλλη. Η Μαντώ είχε καθίσει με το μέτωπο ακουμπισμένο στην παλάμη της, ενώ ένιωθε κρύο ιδρώτα να της παγώνει το κορμί, όταν την κεραυνοβόλησε η γριά.
«Δε μ΄ λες πιδί μ΄ είν αλήθεια ότι και την κυρά Έρσ΄ τη βασανίζ΄ και τη δέν΄ απ΄ του γάντζου, σαν σφαχτό; Κι εσένα σε…»
«Όχι, δεν είναι αλήθεια» έκανε μέσα από τα δόντια της η Μαντώ απότομα και σηκώθηκε να φύγει.
«Τελικά με την κοπέλα τι έγινε, είναι καλά;» γύρισε και τις ρώτησε.
«Δεν ξέρουμε, πρωί πρωί τη βάλανε στην μπρατσέρα του καπετάν Θωμά για την πρωτεύουσα, είναι σοβαρά… Την ώρα που ψάχνανε πώς θα πάει, συνάντησε η Λίτσα και τον καπετάν Μάρκο και του τα ΄ψάλε για τα καλά, λένε ότι…»
Μα η Μαντώ δεν άκουγε τίποτα άλλο, τ΄ αυτιά της βούιζαν και τα τρεμάμενα πόδια της με το ζόρι την υπάκουσαν. Βγήκε έξω από το χαμηλό σπίτι κουτσαίνοντας και πήρε μια βαθιά ανάσα. Πνιγόταν. Έφερε τα χέρια στο πρόσωπό της και τα πέρασε πάνω από τα μαλλιά της σιάζοντας τα.
«Είσαι καλά;», ακούστηκε πίσω της η φωνή της Μαρίας.
Η Μαντώ της χάρισε ένα στραβό χαμόγελο. Η ξαδέρφη της έβαλε το χέρι της στον ώμο και της ψιθύρισε:
«Δεν κάθεσαι; έχει κι άλλα…»
Το έντρομο βλέμμα της Μαντώς δεν την πτόησε.
«Ο Μιλτιάδης μου είπε…» έκανε μια μικρή παύση η Μαρία κοιτώντας την έντονα και μη βλέποντας καμία αντίδραση στα σκοτεινιασμένα μάτια της συνέχισε ψιθυριστά, «…μου είπε ότι έγινε χαμός στ΄ αρχοντικό. Ο καπετάν Μάρκος με τον κυρ΄ Νίκο ήρθαν στα χέρια».
Η Μαντώ έφερε το χέρι στο στήθος της ασυναίσθητα, είχε χλωμιάσει και μ΄ένα αδιόρατο τρεμούλιασμα στη φωνή προσπάθησε να φανεί αδιάφορη.
«Α Ναι;»
Μα η Μαρία έβλεπε την κακοκρυμμένη ταραχή της κι ένα ευχαριστημένο χαμόγελο απλώθηκε στο μελαχρινό πρόσωπο της.
«Ναι, του έσπασε, λέει, το χέρι!»
Η ανάσα της Μαντώς κόπηκε και στέγνωσε και η τελευταία ρανίδα αίματος στο πρόσωπό της, ενώ τα μάτια της στρογγύλεψαν από τον τρόμο.
«Ω θεέ μου!» αναφώνησε φέρνοντας τα χέρια της στο πρόσωπό της και ένιωσε τη γη να σείεται. Η Μαρία τίναξε τις μαύρες μπούκλες της με νάζι ευχαριστημένη με τον εαυτό της.
«Πού είναι τώρα;»
«Ο κυρ΄ Νίκος; Σπίτι…»
«Ο καπετάν Μάρκος… Που είναι ο καπετάν Μάρκος;»
«Ααα δεν ξέρω, στ΄αρχοντικό μάλλον. Αν και δεν ξέρω κατά πόσο μπορεί να μείνει σπίτι του αδερφού του τώρα που τον τουλούμιασε»
«Τι;» τσίριξε η Μαντώ κάνοντας τη Μαρία ν’ αναπηδήσει.
«Τι έπαθες καλέ;»
«Μαρία, μιλά καθαρά!», ύψωσε τη φωνή της η Μαντώ και βλέποντας τη σκιά της μητέρας της να μετακινείται μες στο σπίτι το μετάνιωσε.
«Μιλώ, δε μιλώ;»
«Ποιος χτύπησε ποιον; Ποιος έσπασε το χέρι, ποιού;»
«Ο καπετάν Μάρκος έσπασε το χέρι του κυρ Νίκου και τον τουλούμιασε»
«Ουφ δόξα σοι ο θεός! Ο Μάρκος είναι καλά!» έκανε φανερά ανακουφισμένη η Μαντώ. Η Μαρία την κοίταξε εξεταστικά την ώρα που φάνηκε η μάνα της στην πόρτα με την κυρά Χρυσούλα.
«Τι λέτε κορίτσια;» ρώτησε με πονηρό βλέμμα η κυρά Χρυσούλα.
«Τι να λέμε…», έκανε τάχα μου αδιάφορα η Μαντώ μ΄ ένα πλατύ ψεύτικο χαμόγελο. Η μητέρα της ξεπροβόδισε την κυρά Χρυσούλα χωρίς να παίρνει το βλέμμα της από τα δυό κορίτσια. Η Μαρία έγειρε πίσω και ψιθύρισε στη Μαντώ με μια πονηρή λάμψη στα μάτια: «Ο καπετάν Μάρκος είναι εεε;».
Εκείνη της έδωσε μια μικρή αγκωνιά κάνοντας τη να βογκήξει και τα δυό κορίτσια κοιτάχτηκαν και ξέσπασαν σε γέλια.
«Απορώ πού το βρίσκετε το αστείο μ΄ όλα αυτά που γίναν!» έκρωξε η Μαρουλιώ με τα χέρια στη μέση της, ενώ τα φρύδια σμιγμένα της έμοιαζαν με πουλί από παιδική ζωγραφιά.
Η Μαντώ σηκώθηκε και μ΄ένα αδιάφορο σπάσιμο του καρπού της είπε τάχα ανέμελα: «Λέμε να πάμε για μπάνιο…» και χωρίς να περιμένει απάντηση τράβηξε από το χέρι προς το εσωτερικό τη Μαρία προσπερνώντας τη μάνα της επιδέξια. Το σαγόνι της Μαρουλιώς κρέμασε στο άκουσμα των λόγων της και μέχρι να συνέλθει τα δυό κορίτσια είχαν πάρει την τσάντα με τα μπανιερά που πάντα άφηνε εκεί η Μαντώ και προχώρησαν προς την παραλία.
«Είσαι καλά; Πονάς;» τη ρώτησε με ενδιαφέρον η Μαρία που γλιστρούσε πάνω στο διπλανό βραχάκι.
Η Μαντώ ξάπλωσε πίσω νωχελικά. Οι ηλιαχτίδες έπαιζαν με τις ιριδίζουσες θαλασσινές μπίλιες στα βλέφαρα της. Ένιωσε τη ζεστασιά να τυλίγει το κορμί της και αφέθηκε στο αόρατο άγγιγμα του ήλιου. Αναστέναξε απογοητευμένη, δεν ήταν αρκετό… Όλα πια είχαν αλλάξει, ποτέ από δω και πέρα δε θα της ήταν αρκετό μόνο το άγγιγμα του ήλιου, είχε ανάγκη το άγγιγμα του… Η σκέψη την έκανε να τιναχτεί πάνω και η Μαρία την κοίταξε έκπληκτη. Πρέπει να τον δω. Πρέπει να του μιλήσω, σκέφτηκε αναστατωμένη.
«Όλα καλά;»
«Καλά καλάθια!» απάντησε φανερά εκνευρισμένη η Μαντώ και σύρθηκε προς τη θάλασσα νευρικά.
«Τι μύγα σε τσίμπησε;»
«Πρέπει να τον δω» άκουσε τον εαυτό της να λέει.
«Πώς να τον δεις;» είπε σαστισμένη η Μαρία.
«Δεν ξέρω, θα πάω σπίτι»
«Δε νομίζω ότι είναι καλή ιδέα», είπε η Μαρία κάνοντας προσπάθεια να την προφτάσει. Η Μαντώ σταμάτησε να κολύμπα πήρε μια βαθιά ανάσα και ξαφνικά βούτηξε μέσα στο νερό. Ένιωθε το κορμί της να παλεύει να φτάσει στην υποβρύχια αμμουδιά, την ακούμπησε, τη χούφτιασε και τότε η αόρατη δύναμη της άνωσης άρχισε να την τραβά προς τα πάνω, ενώ ένιωθε τα πνευμόνια της να πονούν και τ΄αυτιά της να βουίζουν. Το πρόσωπό της έσκισε τον υδάτινο μανδύα και τα πνευμονία της πήραν ευχαριστημένα μια βαθιά ανάσα. Κοίταξε το χέρι της, ήταν άδειο, ούτε έναν κόκκο άμμου δεν είχε καταφέρει να συγκρατήσει.
«Μην πας, όχι τώρα, όχι, ακόμα! Πρέπει να περιμένεις λίγο να δεις τι θα γίνει… Ο θεός σε φύλαξε και δεν ήσουν εκεί όταν έγιναν όλα αυτά, ήδη λένε ένα σωρό! Είδες τι σου ΄πε η κυρά Χρυσούλα! Δεν πρέπει να σε δουν να πηγαίνεις εκεί…» της είπε η Μαρία με έγνοια.
«Έχεις δίκιο» αναστέναξε μοιρολατρικά η Μαντώ. «Θα περιμένω…».
Στην πόρτα του σπιτιού διέκρινε τη μητέρα της, κοιτούσε προς αυτές. Η Μαντώ πήρε να κολυμπά αργά προς την παραλία. Όσο και να προσπαθούσε να το αποφύγει, κάποια στιγμή έπρεπε να βγει από τη θάλασσα, σκέφτηκε αποκαμωμένη. Τυλίχτηκε με τη σκληρή πετσέτα νιώθοντας το κορμί της να καίει. Η Μαρία τη συνόδεψε ως το σπίτι και την αποχαιρέτησε φανερά προβληματισμένη.
Η Μαντώ επέστρεψε στο μικρό ασβεστωμένο σπιτάκι με την ξεβαμμένη πόρτα, ξάπλωσε στο λιτό κρεβάτι της και παραδόθηκε σ΄ένα βαθύ ύπνο δίχως όνειρα. Ξύπνησε έπειτα από ώρες διψασμένη. Ένα ζευγάρι μάτια υπογεγραμμένα με μια σκοτεινή μονοκονδυλιά την κοιτούσαν ανήσυχα κι ένα ποτήρι νερό πλησίασε τα χείλη της.
«Τι έχεις κορίτσι μου; Τι σου ΄κάναν;» τη ρώτησε μ΄ έγνοια η μάνα της.Η Μαντώ ανακάθισε για να πιεί το νερό και της χαμογέλασε.
«Καλά είμαι»
«Τι καλά; Ψήνεσαι πάλι…»
«Καλά είμαι, μάνα, μην ανησυχείς»
«Να μην ανησυχώ… Πώς μπορώ να μην ανησυχώ. Από τη στιγμή που σε κατάλαβα να πεταρίζεις μες στην κοιλιά μου άρχισα ν΄ανησυχώ. Εσείς είστε η ζωή μου όλη!».
Η Μαντώ της χάιδεψε τα μαλλιά και την κοίταξε με τα φλογισμένα μάτια της.
«Ντιπ μυαλό δεν έχετε! Τι σου ΄ρθε παιδάκι μου να πας για μπάνιο! Εσύ ήσουν τόσες μέρες άρρωστη, αδύναμη! Φταίω και ΄γω! Ήμουν τόσο σκασμένη που δεν το σκέφτηκα να σε ΄μποδίσω! Θέλεις λίγο ακόμη; Έλα πιες, μπράβο, όχι όλο… Σε λίγο πάλι».
Μια νέα κομπρέσα απλώθηκε στο μέτωπο της κάνοντας τη να ριγήσει από ευχαρίστηση.
«Αχ θεέ μου, ελπίζω να μην άρπαξες καμιά πούντα. Αχ δεν έπρεπε, δεν έπρεπε! Κι εκείνη η ξαδέρφη σου, όλο πόζα και μυαλό κουκούτσι. Σε παρέσυρε!». Η Μαντώ σφάλισε τα μάτια αποχαυνωμένη από τον πυρετό και το ρυθμικό παραπονιάρικο μουρμουρητό. «Παιδί μου, αυτός ο καπετάν Μάρκος…» άκουσε κάποια στιγμή τη Μαρουλιώ να λέει. Η Μαντώ άνοιξε τα μάτια της και την κοίταξε αμίλητη καθώς το πρόσωπό της σφίχτηκε σε μια παγερή μάσκα. «Αυτός… ο καπετάν Μάρκος, δεν ξέρω… Δε μοιάζει κακός, νοιάζεται, αλλά είναι πολύ μεγάλος. Καλύτερα ένα παιδί πιο κοντά στην ηλικία σου, στεριανός. Οι θαλασσινοί δεν είναι για σπίτι. Σου δίνουν υποσχέσεις και μετά φεύγουν και μένεις μόνη να τα βγάλεις πέρα με τα παιδιά, τους γείτονες, την κοινωνία. Δεν υπάρχει χειρότερο για μια γυναίκα νέα, που γι΄ αυτήν τώρα ξεκινά η ζωή και που θέλει να τη ζήσει. Ο πατέρας σου, ο κακομοίρης, μου υποσχέθηκε πως ποτέ δε θα φεύγε…» ράγισε η φωνή της Μαρουλιώς.
«Δεν έφυγε…» σιγομουρμούρισε η Μαντώ.
«Δεν έφυγε;» ύψωσε φανερά εκνευρισμένη τη φωνή της η Μαρουλιώ. «Και πού είναι; Τον βλέπεις πουθενά;» έκανε γυρνώντας με το βλέμμα της ένα γύρο το δωμάτιο. «Μου ΄χε ορκιστεί ότι κάθε βράδυ θα πλαγιάζουμε μαζί, δε θα μ΄ αφήσει μόνη πότε! Κι είμαι μόνη! Δέκα χρόνια τώρα, πλαγιάζω μόνη! Ξέρεις τι είναι αυτό; Μόνη μου, έπρεπε να σας μεγαλώσω. Μόνη μου, έπαιρνα αποφάσεις. Αποφάσεις που δεν ήταν πάντα καλές, όπως να σε πάω σ΄ αυτό το σπίτι, που καταραμένο να ΄ναι, κόντεψε να καταστρέψει τη ζωή μου και τώρα απειλεί και τη δική σου!»
«Να καταστρέψει τη ζωή σου;» ρώτησε ζαλισμένη η Μαντώ. Η μητέρα της δάγκωσε τα χείλη της νευρικά και πήρε να σιάζει τα σκεπάσματα. Είχε πει περισσότερα απ΄ ότι ήθελε.
«Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι καλοί, δεν έχουν μπέσα. Αυτά μου ΄λέγε και η Αννέτα…» είπε με στόμφο έπειτα από λίγο.
«Η Αννέτα;»
«Ναι, πέρασε η Αννέτα από δω, όταν είχες πάει για κολύμπι»
«Α ναι; Και τι σου είπε; Είναι αλήθεια;» ρώτησε όσο πιο αδιάφορα μπορούσε ελπίζοντας η μητέρα της να μην πρόσεξε το ελαφρό τρεμούλιασμα της φωνής της.
«Τι να μου πει, ότι πάνω κάτω μας είπαν και οι άλλες. Ο κυρ Νίκος τη χτύπησε και ο καπετάν Μάρκος τον έβαλε στη θέση του»
«Κι είναι καλά» είπε η Μαντώ και κατευθείαν πρόσθεσε νευρικά «Η κυρία Έρση και η νονά, είναι καλά…»
«Είναι καλά… Όλοι τους είναι καλά» είπε ήπια η μητέρα της κοιτώντας τη βαθιά στα μάτια.
«Πρέπει να πάω», είπε με στεγνωμένο στόμα η Μαντώ κι έκανε να ανασηκωθεί.
«Όχι! Δε θα ξαναπατήσεις ποτέ σ΄ αυτό το σπίτι!» έκανε απότομα και δυνατά η μάνα της. Η κοπέλα έκανε να διαμαρτυρηθεί. «Γιατί δε μου ΄πες ποτέ τίποτα; Γιατί; Δε ρώταγα, δε νοιάστηκα; Γιατί δεν ήρθες σε μένα;» είπε και η φωνή της έσπασε, τα μάτια της είχαν βουρκώσει και τα χέρια της στίβαν με μανία την άκρη του σεντονιού που σκέπαζε την Μαντώ. Η Μαντώ ανασηκώθηκε, ένας κόμπος στο λαιμό την πίεζε σαν να ΄χε καταπιεί δράκαινα. Αγκάλιασε τη μητέρα της και ΄μείναν έτσι για ώρα.
«Πρέπει να πάω…» κατάφερε να ψελλίσει κάποτε η Μαντώ. Η μητέρα της την τράβηξε από τους ώμους.
«Δεν είναι άνθρωπος αυτός για σένα. Θα σε μισήσει!»
«Με… μισεί, ήδη».
«Άκου, έχω μαζέψει κάποια χρήματα, την προίκα σου. Κάτσε, στρώσου να διαβάσεις, τον Σεπτέμβρη να φύγεις για την Πρωτεύουσα να δώσεις εξετάσεις. Τα χρήματα θα σου φτάσουν να νοικιάσεις ένα σπίτι και να ξεκινήσεις το Πανεπιστήμιο…», είπε με στόμφο η Μαρουλιώ. Η Μαντώ την ατένισε έκπληκτη για κάμποση ώρα. Θα πρέπει να ΄χει ανέβει πολύ ο πυρετός της για να νομίζει ότι η μάνα της συμφώνησε να φύγει από το νησί και να σπουδάσει, σκέφτηκε και ξάπλωσε εξαντλημένη, τα δόντια της τρίζαν από τις κρυάδες.
«Ξάπλωσε τώρα και το ξανασυζητάμε αύριο. Όλα θα πάνε καλά, θα δεις. Θα φύγεις από εδώ…», είπε ήπια συγκρατώντας ένα μικρό λυγμό η Μαρουλιώ, βάζοντας μια ακόμη κουβέρτα στο πυρωμένο κορμί της. Ναι, έπρεπε να φύγει η Μαντώ. Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, σκεφτόταν η Μαρουλιώ και χάιδεψε τ΄ ανακατεμένα αλμυρά μαλλιά της κόρης της. Το κοριτσάκι μου, σκέφτηκε και ξαφνικά γούρλωσε τα μάτια. Δεν πρέπει να ΄χε σκεφτεί ποτέ έτσι πριν για τη Μαντώ. Τόσα χρόνια δεν είχε καταφέρει ποτέ να σκεφτεί συμπονετικά για τη Μαντώ, δεν είχε καταφέρει ποτέ να αισθανθεί αυτή τη ζεστασιά και τη γλύκα που αισθάνεται σαν σκέφτεται τους γιούς της. Δεν πρέπει να ΄χει πει ποτέ αυτό το, μου, με τη ζέστη που τό πε εκείνη τη νύχτα…
«Το κοριτσάκι μου», ψιθύρισε τονίζοντας το μου και δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα κουρασμένα μάτια της. Στην αρχή σαν μια μικρή υγρή γραμμή, σαν το νερό που βγαίνει λιγοστό από μια σχισμάδα της γης, μα σύντομα ΄γίναν ρυάκι. «Το κοριτσάκι μου…» ξανάπε και ένιωσε ΄κείνη τη γλύκα της μάνας. Πόσα έχει τραβήξει το κοριτσάκι μου… και ΄γω, η κακούργα, ποτές δεν του συμπαραστάθηκα αληθινά, με την καρδιά μου. Την απόδιωχνα μόνο, μόνο την απόδιωχνα. Το ΄χε καταλάβει και ο συγχωρεμένος ο άντρας της και τη μάλωνε. Μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, ένιωθε τόσο πικραμένη και η μικρή ήταν λες το ενθύμιο όλων αυτών που την πόναγαν. Εκείνα τα σμαραγδένια μάτια δεν άντεχε να τα βλέπει.
Η Μαντώ στριφογύρισε το κεφάλι της, με κλειστά τα μάτια ανήσυχη κι εκείνη της άλλαξε πάλι κομπρέσα χαϊδεύοντας το μέτωπο της.
Καίγεται το κοριτσάκι μου, καίγεται για χάρη του έρωτα. Χίλιες φορές να μην είχε ζήσει ποτέ τη λαβωματιά του έρωτα όπως και αυτή. Η Μαρουλιώ τον ήξερε το πόνο. Έτσι τον είχε περάσει κι εκείνη σαν ήταν μικρή και κόντεψε να τον χάσει τον Παναγή της. Θα τον έχανε εξαιτίας κείνων των πράσινων ματιών, του αφεντικού της. Ο πατέρας της Έρσης, χήρος από χρόνια κι εκείνη ένα μικρό δροσερό κοριτσάκι ως παραδουλεύτρα στο σπίτι του, δεν ήθελε και πολύ για να γίνει το κακό. Μα ο Παναγής της δεν την παράτησε, την παντρεύτηκε και πέταξε στα μούτρα του αφεντικού της τα λεφτά του. Ούτε όταν γεννήθηκε η Μαντώ με ΄κείνα τα τεράστια σμαραγδένια μάτια την κακοκάρδισε ποτέ με άσχημες κουβέντες και υπονοούμενα, μήτε και ξεχώρισε ποτέ το παιδί. Όχι μόνο δεν την ξεχώρισε, αλλά πάντα της έδειχνε υπερβολική αγάπη, ίσως γιατί ποτέ δεν μπόρεσε αυτή να το κάνει. Αυτοί οι δύο ΄γίναν αχώριστοι και η Μαντώ λάτρευε τον άντρα που θεωρούσε πατέρα της. Σαν τον έχασαν οι δυο γυναίκες του σπιτιού, διαλύθηκαν.
Για πρώτη φορά ένιωσε κάτι να τη συνδέει με τη μικρή. Μα οι καιροί ήταν δύσκολοι κι αυτή έπρεπε να πάρει αποφάσεις, ακόμα και αν την πονούσαν. Έτσι πήρε μια μέρα τη μικρή από το χέρι και την πήγε στο αρχοντικό. Ο αφέντης ήταν στα τελευταία του, παρόλο που δεν τον έλεγες μεγάλο. Η Φώτω που είναι η νονά της μικρής και γνώριζε, τις υποδέχτηκε με χαρά. Η Μαρουλιώ άφησε τη μικρή εκεί. Εκεί, να υπηρετεί την αδερφή της, στο σπίτι που θα ΄πρέπε να ΄ναι αφεντικό, ήταν δούλα. Σαν πέθανε ο αφέντης, η Μαρουλιώ ήλπιζε ότι θα ΄χε κάτι αφήσει στη Μαντώ για την προίκα της. Τίποτα όμως, γι αυτόν η Μαντώ ήταν απλά άλλο ένα δουλικό. Κι εκείνη παράτησε το παιδί της μέσα στη σφηκοφωλιά! Τι ανόητη που ήταν! Τώρα το έβλεπε καθαρά, έπρεπε να σώσει το παιδί της ακόμη κι αν αυτό σήμαινε πως θα την ξαναποχωριζόταν…
Επόμενο