,

Ανατολή και Δύση

Η Αλένα στάθηκε στο παράθυρο και τράβηξε λίγο την κουρτίνα. Κοίταξε κάτω στον δρόμο και είδε τον γείτονα να φτάνει, όπως πάντα, με την μηχανή. Το ρολόι έδειχνε μια τα μεσάνυχτα, για ακόμα ένα βράδυ που κρυμμένη στο φεγγαρόφωτο θα έψαχνε αστέρια να μετρήσει μέχρι να νυστάξει ξανά.

Είχε επιλέξει αυτήν την γειτονιά λόγω της ησυχίας και της ασφάλειας που προσέφερε τις νύχτες. Μέχρι που μετακόμισε απέναντι ο Δανιήλ. Επιπλέον, το σχολείο στο οποίο δίδασκε ήταν λίγα μέτρα μακριά και μπορούσε να πηγαίνει με τα πόδια.

Από την άλλη, ο Δανιήλ διάλεξε αυτήν την γειτονιά γιατί δεν έβρισκε να νοικιάσει κάπου πιο κοντά στο συνεργείο που έπιασε σαν δεύτερη δουλειά. Όπως οι περισσότεροι πλέον, έτσι και εκείνος, δεν ήθελε να τον ξέρουν οι διπλανοί του, να ξέρουν τι κάνει, πού πάει, τί του αρέσει, τι φοβάται, τις αδυναμίες του. Ήθελε την ανωνυμία της πόλης.

Αυτή η γειτονιά όμως τα είχε όλα. Δύο συγκροτήματα πολυκατοικιών, το ένα απέναντι από το άλλο που τα χώριζε ένα μικρό πράσινο πάρκο με κούνιες. Συμβίωναν ειρηνικά ηλικιωμένα ζευγάρια, οικογενειάρχες, φοιτητές, παιδιά, σκυλιά, γατιά φροντισμένα από τους πιο ευαίσθητους. Γιατροί, κηπουροί, δικηγόροι, εργάτες, λογιστές, νοικοκυρές, δάσκαλοι και ο Δανιήλ που δεν είχε τίτλο ακόμα, μιας και δεν τον ενδιέφερε να ανήκει στην μεγάλη «οικογένεια» της γειτονιάς.

Το επόμενο πρωί κατέβηκε από το διαμέρισμά της με το λουλουδάτο φόρεμά της να ανεμίζει στον ανοιξιάτικο αέρα, τα κάστανα μαλλιά της πλεγμένα σε περίτεχνη κοτσίδα και με την ελπίδα στην καρδιά της ότι θα είναι μία καλύτερη μέρα. Μέχρι που τον είδε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και τάχυνε το βήμα της, έτοιμη να κάνει μια τολμηρή κίνηση.

«Κύριε!» φώναξε τεντώνοντας το δάχτυλο της όπως τα πρωτάκια της όταν ήθελαν την προσοχή της. Την λεπτή φωνή της κάλυψε το άναμμα της μηχανής.

Ο Δανιήλ φόρεσε το κράνος του και καβάλησε την μηχανή όταν την είδε να τον πλησιάζει με γοργό ρυθμό ακροβατώντας πάνω στις εσπαντρίγιες της.

«Η δεσποινίς Τέλεια είναι αποφασισμένη σήμερα. Υποτίθεται ότι κάνει γρήγορα τώρα; Ας την διευκολύνω», σκέφτηκε και έκανε στροφή γύρω από το πάρκο και πέρασε στην μεριά της.

«Καλημέρα, Αλένα. Τί τρέχει;» την πείραξε. Στηρίχτηκε στο δεξί του πόδι χωρίς να κατέβει από την μηχανή και πέρασε το κράνος στο ένα χέρι.

«Καλημέρα κύριε Δανιήλ. Χτες, για ακόμα ένα βράδυ, με ξυπνήσατε όταν…»

«Μπορείς να μου μιλάς στον ενικό», την διέκοψε και είδε το πρόσωπό της να κοκκινίζει από θυμό. Όσο μπορούσε να θυμώσει ένα μικροσκοπικό πουλί τέλος πάντων. Την είδε να τον επεξεργάζεται τάχα διακριτικά. Έριξε κλεφτές ματιές στο σκισμένο του τζιν, στο δερμάτινο τζάκετ, στα ανακατεμένα μαύρα μαλλιά του. Κρατήθηκε να μην γουρλώσει τα μάτια στην θέα των μουτζουρωμένων χεριών του.

«Συγγνώμη που σε ξύπνησα», συνέχισε.

Στο πρόσωπό της βέβαια δεν φαίνονταν σημάδια κούρασης ή αϋπνίας. Το δέρμα της ήταν κατάλευκο και πορσελάνινο, χωρίς να ξέρει ότι έγινε έτσι χάρις σε μερικές στρώσεις πούδρας. Αναρωτήθηκε πώς τα μαλλιά της στέκονταν τόσο ακίνητα. Έπεφταν φύλλα από τα δέντρα του πάρκου γύρω τους και από το κεφάλι της δεν κουνούσε τρίχα. Του φαίνονταν αφύσικα. Όταν μόρφασε, τονίστηκε το ροζ κραγιόν της, εκείνο που φορούσε πάντα, εκτός από τις Κυριακές που την έβλεπε να γυρνάει από την εκκλησία το μεσημέρι μετά το συσσίτιο. Κατά τ’ άλλα, το μακιγιάζ της ήταν πάντα διακριτικό, όμως ο Δανιήλ το έβρισκε τετριμμένο. Του άρεσαν οι απλές και φυσικές γυναίκες.

Η δεσποινίς Τέλεια, όπως την έλεγε στους φίλους του, δεν είχε καταλάβει ότι και αυτός την παρατηρούσε. Είχε μείνει με το στόμα σουφρωμένο και έψαχνε λέξεις να αντιμιλήσει. Εκείνη τη στιγμή ξεπηδούσαν σκόρπιες φράσεις στο μυαλό της που πάλευαν ποια θα επικρατήσει.

«Ίνα μην κριθείς. Έχει δίκιο», μουρμούρισε.

Ο Δανιήλ δεν κατάλαβε ποιος έχει δίκιο.

«Θα προσπαθήσω να σβήνω την μηχανή πριν μπω στην γειτονιά, εντάξει;» πρότεινε βιαστικά για να ξεμπερδέψει από την κουβέντα τους.

Τον κοιτούσε ενώ έφευγε και αναρωτήθηκε αν ήταν ειλικρινής και αν θα έκανε όντως αυτό που είπε. Μετάνιωσε που τον έκρινε και που δεν αντιλήφθηκε ότι το έκανε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ποτέ δεν είναι αργά, σκέφτηκε και περπάτησε ως το σχολείο όπου έπιασε σκόρπιες κουβέντες των γονιών να μιλάνε για φορές που βοήθησε στην γειτονιά ο «μηχανόβιος». Τελικά απέκτησε τον τίτλο του.

*****

Πέρασε ένας χρόνος μέχρι που ήρθε η νύχτα που όλοι στο εξής θα αποκαλούσαν «η νύχτα της διάρρηξης».

Εκείνο το πρωί η Αλένα και ο Δανιήλ είχαν τον καθιερωμένο πρωινό χαιρετισμό τους. Εκείνος από την πλευρά του έγνεψε με το κεφάλι και αυτή από απέναντι μειδίασε ελαφρά πριν στρίψει αριστερά να πάει προς το σχολείο.  Ο Δανιήλ έφυγε και αυτός για το συνεργείο στρίβοντας αριστερά από την δική του πλευρά.

Ήταν δύο άνθρωποι που ζούσαν αντικριστά στην ίδια γειτονιά, τους χώριζε ένα πάρκο και ένας ολόκληρος κόσμος. Είχαν την ίδια πορεία, αλλά με κάθε τους βήμα απομακρύνονταν ο ένας από τον άλλον.

Εκείνο το βράδυ, ένα ουρλιαχτό έκοψε τη νύχτα στα δυο. Μια κραυγή που δεν θα ξεχνούσε ποτέ ο Δανιήλ. Έσερνε τη μηχανή σβηστή όταν άκουσε την Αλένα να στριγγλίζει ξανά και ξανά και να πετάγεται τρομοκρατημένη στο μπαλκόνι. Τα φώτα από τα διπλανά διαμερίσματα άναψαν το ένα μετά το άλλο.  Ήλπιζε να είναι κάποιος και να την δει. Και την είδε.

«Έρχομαι!» της φώναξε και έτρεξε μέσα προσπερνώντας τους ενοίκους που προσπαθούσαν να βγουν έξω χωρίς να ποδοπατήσει ο ένας στον άλλον.

«Λες να είναι ακόμα μέσα;» ρώτησε ο κυρ Παντελής, ο ηλικιωμένος δικηγόρος που είχε μπουχτίσει τόσα χρόνια με τα κοστούμια και φορούσε πλέον μόνιμα τις πιτζάμες του.

«Όχι, δεν ξέρω…», δίστασε ο κύριος Παναγιώτης, ο διαχειριστής που δεν τον έλεγαν άδικα καλόκαρδο γίγαντα, αφού βοήθησε όλα τα γεροντάκια να κατέβουν τη σκάλα.

«Πήρε κάποιος την αστυνομία;» ρώτησε η Έλι, η νεαρή μαμά με τα παιδιά της γαντζωμένα πάνω στη ρόμπα της.

«Μαμά θα πεθάνουμε;»

«Χριστέ μου, όχι βέβαια! Παναγιώτα, πιάσε τον αδελφό σου και τρέξτε στο πάρκο με τη μαμά του Κωστή», είπε και της άφησε το χέρι τρέμοντας.

Η μία μαμά κοίταξε την άλλη.

«Πάω να βρω την Αλένα. Κράτα κοντά σου την Παναγιώτα γιατί φοβάται. Ευχαριστώ Χριστίνα».

«Μην κλαις, Έλι μου, πήγαινε θα είμαι εγώ μαζί τους».

«Μαζευτείτε όλοι στο πάρκο, η αστυνομία είναι καθοδόν», ενημέρωσε ο Τάκης, ο κτηνίατρος που ποτέ του δεν άφησε αδέσποτο να περάσει από την γειτονιά χωρίς να το φροντίσει.

Το διαμέρισμα της Αλένας ήταν άνω κάτω και ο Δανιήλ προσπαθούσε να μην πατήσει τα πράγματα στο πάτωμα.

«Δώσε μου το χέρι σου», της είπε ήρεμα.  Ανάμεσά τους βρίσκονταν πεταμένα ρούχα από την ντουλάπα, βιβλία, φάκελοι, πλαστικά μπολ που πετάχτηκαν από την κουζίνα και σκόρπιες τσαλακωμένες εργασίες του σχολείου.

«Χριστέ μου!» φώναξε η Έλι όταν είδε αυτό το χάος. «Ευτυχώς οι συμβολαιογράφοι έλειπαν ταξίδι με τα παιδιά, άνοιξαν και το δικό τους διαμέρισμα. Έλα κορίτσι μου», την έπιασε και αυτή από το άλλο χέρι με την ίδια στοργή που έπιανε το χέρι της κόρης της. Κι ας έτρεμε, ήταν μάνα.

Πέρασαν ώρες μέχρι να δώσουν κατάθεση και να ηρεμήσουν κάπως τα πνεύματα.

«Θα κάτσω στο πάρκο, σας ευχαριστώ πολύ», απάντησε η Αλένα στην γιαγιά Ειρήνη με τα ρόλεϊ στα μαλλιά και τον γάτο της αγκαλιά που της πρότεινε να μείνει στο διαμέρισμα της για απόψε.

«Θα μείνω εγώ μαζί της», την καθησύχασε ο Δανιήλ. Την κοίταξε έτσι όπως ήταν μαζεμένη σαν λαβωμένο πουλί και θύμωσε που κατάφεραν σε μια στιγμή να της πάρουν την περηφάνια και την ασφάλειά της.

«Να ‘μαι τώρα εγώ που είχα τη μύτη μου ψηλά. Θα τα καταφέρω άραγε;» τον ρώτησε χωρίς να περιμένει απάντηση. «Τι πλάσματα είμαστε εμείς οι άνθρωποι! Πώς είμαστε έτσι! Γιατί πληγώνουμε τους άλλους; Νόμιζα ότι δεν θα συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο στη γειτονιά μας», έβαλε τα κλάματα.

«Ξέρεις, εμένα μου έχει ξανατύχει και με χτύπησαν κιόλας και τη συγχωρεμένη τη γιαγιά μου», εξομολογήθηκε.

«Αν είναι δυνατόν! Και πώς… Πώς κατάφερες και μπήκες μέσα; Αν ήταν ακόμη εδώ;»

«Απλά μπήκα. Ήμουν παιδί τότε».

«Σε ευχαριστώ», είπε πληγωμένη περισσότερο που έκρινε τον Δανιήλ, παρά που της έκλεψαν το διαμέρισμα.

Πέρασαν αρκετά λεπτά που κάθονταν σιωπηλά ο ένας κοντά στον άλλον, κοιτούσαν τους ενοίκους να μιλάνε, να αγκαλιάζονται, κάποιοι έφυγαν να μείνουν σε συγγενείς και άλλοι γύρισαν στο διαμέρισμά τους.

«Πού θα ήθελες να είσαι τώρα;» την ρώτησε τώρα που έκανε την αρχή και ήταν ανοιχτή ακόμα η καρδιά του.

«Δεν ξέρω, κάπου στον κόσμο. Πού έχεις ταξιδέψει;»

«Με το νου μου παντού, με αεροπλάνο πουθενά».

«Φόβος ή επιλογή;»

«Φόβος σαν και εσένα, Αλένα».

«Πού το ξέρεις ότι φοβάμαι τα αεροπλάνα;» ξαφνιάστηκε.

«Αν δώσεις μια ευκαιρία στον διπλανό σου, θα καταλάβεις περισσότερα από ό,τι νόμιζες».

«Και πώς θα ζούμε με τους νέους μας φόβους από εδώ και πέρα;»

«Θα διαλέξουμε κάποια στιγμή ή εμείς ή αυτοί».

«Μία απόφαση είναι δηλαδή, Δανιήλ;»

«Ναι, μια απόφαση είναι να διαλέξουμε να χαμογελάσουμε τώρα που θα ανατείλει ο ήλιος και η δύση να μας βρει μαζί μέσα σε ένα αεροπλάνο».

Δεν απάντησε αλλά η σιωπή της ήταν μια υπόσχεση ότι μια μέρα μπορεί να συμβεί. Η νύχτα της διάρρηξης έγινε από τραυματικό περιστατικό, μια προσπάθεια ώστε να κάνουν μερικά βήματα πιο κοντά ο ένας στον άλλον.

Πέρασε λίγος καιρός, όταν εκείνη τη νύχτα τον είδε να περνάει από το πάρκο σπρώχνοντας τη μηχανή, όπως είχε υποσχεθεί. Η Αλένα ήταν ακόμα ξύπνια και καθόταν στο μπαλκόνι. Το κεράκι στο μικρό στρογγυλό τραπέζι τρεμόπαιζε από το καλοκαιρινό αεράκι, ένα βιβλίο ήταν γυρισμένο ανάποδα ανοιχτό στο σημείο που σταμάτησε να διαβάζει. Τα φώτα ήταν όλα σβηστά και ο Δανιήλ πρόσεξε το φως του κεριού και πλησίασε κάτω από το μπαλκόνι της.

«Τι κάνεις ακόμα ξύπνια;» την ρώτησε.

«Δεν έχω ύπνο απόψε», έσκυψε από το μπαλκόνι.

«Εγώ ήρθα να αλλάξω γιατί θα πάω σε ένα πάρτι. Θες να έρθεις;»

«Μπα, δεν νομίζω», ξεφύσηξε. Δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι ακόμα δυσκολευόταν να κοιμηθεί τις νύχτες.

«Έλα, θα ξεχαστείς», μάντεψε τα αισθήματά της. «Δεν έχεις ούτε σχολείο αύριο ούτε εκκλησία».

«Θα έρθεις και εσύ μαζί μου την Κυριακή; Θέλουμε βοήθεια στο συσσίτιο».

«Δίκαιο. Πολύ ευχαρίστως. Άντε, σε περιμένω, έλα να μου χτυπήσεις».

Το πάρτι δεν είχε καμία σχέση με αυτό που περίμενε η Αλένα. Την πήγε στο μπαρ που δούλευε τα βράδια, όπου μια συνάδελφος του είχε γενέθλια. Έσβησαν την τούρτα και ήπιαν κρασί στο ημίφως των κεριών ενώ έπαιζε απαλή τζαζ μουσική.

«Πες την αλήθεια, δίστασες γιατί περίμενες δυνατή μουσική, φασαρία, μεθυσμένους, καφρίλες και βρισιές».

«Έχεις δίκιο, Δανιήλ».

«Παρόλα αυτά όμως ήρθες», είπε ο Δανιήλ και δεν κατάφερε να συγκρατήσει το χαμόγελό του.

Χωρίς να το καταλάβουν, από εκείνη τη νύχτα έγιναν ζευγάρι. Ήταν ένα ρίσκο και για τους δύο. Έκαναν χώρο ο ένας στη ζωή του άλλου, έκαναν πίσω για να πάνε μπροστά. Έγιναν καλύτεροι μαζί. Πάλεψαν με τους φόβους τους και ταξίδεψαν σε τόσες χώρες που ούτε καν είχαν φανταστεί.  Άλλαξαν συνήθειες και ιδιοτροπίες, γιατί ήθελαν να είναι μαζί και τα κατάφεραν. Εξελίχτηκαν, μεγάλωσαν και ευτύχησαν μαζί. Η δασκάλα και ο μηχανόβιος έζησαν για πάντα μαζί στο γωνιακό ισόγειο διαμέρισμα της γειτονιάς, που αγόρασαν όταν άδειασε μετά από λίγα χρόνια. Εκεί έστησαν τη φωλιά τους που γέμισε με τρία κορίτσια και ένα αγόρι. Μεγαλώνοντας, συχνά πείραζαν τους γονείς τους που με τα χρόνια έγιναν τόσο ίδιοι και ταυτόχρονα τόσο διαφορετικοί λέγοντας χαρακτηριστικά:

«Οι δύο πλευρές του ήλιου. Η μαμά είναι η Ανατολή και ο μπαμπάς η Δύση».

C.C.

Απάντηση


%d