,

Το γράμμα της μάνας μου

«Καλημέρα, τί κάνει η κόρη σου κυρά Μαρία;»

«Τί να κάνει το παιδί μου εκεί που είναι, ερώτηση κι αυτή, τί περιμένεις να σου πω; Το ξέρω, από ενδιαφέρον ρωτάς αλλά εγώ τί να σου πω, άνθρωπε μου;»

Αυτές και άλλες πολλές σκέψεις ήρθαν σαν απάντηση. Αντ’ αυτού είπα ένα απλό καλά είναι, πήρα τις  χάρτινες τσάντες με τα ψώνια, άφησα τα χρήματα και έφυγα.

Λέγαν οι παλιοί με τα παιδιά μας πρέπει να έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα. Σήμερα πρέπει να τα έχεις χίλια και πάλι δεν ξέρεις από πού θα ξεφυτρώσει ο κίνδυνος. Δεν ήμουν ποτέ ούτε παράλογη ούτε αδιάφορη. Μια μάνα είμαι που αγάπησε πολύ το παιδί που γέννησε και το έχασε.

Ήταν Αύγουστος του ’90 όταν σε πήρα πρώτη φορά αγκαλιά. Από εκείνη τη στιγμή ήξερα ότι έχω έναν σκοπό. Να μεγαλώσω και να διαπαιδαγωγήσω έναν άνθρωπο. Δεν είναι και λίγο πράγμα.

Ένα χρόνο μετά έτρεχες ήδη στα χωράφια, κραύγαζες, έτρωγες λουλούδια και κυλιόσουν στο χώμα. Εκείνη τη χρονιά χάσαμε τον πατέρα σου, σκοτώθηκε σε τροχαίο. Δεν πρόλαβα να πενθήσω, είχα εσένα που αν έβλεπες δάκρυ στο πρόσωπό μου σκοτείνιαζες.

Να είναι καλά η συγχωρεμένη η γιαγιά σου, οι γειτόνισσες, οι δάσκαλοι, όλοι έβαλαν πλάτη για να μεγαλώσεις. Δούλεψα και διάβαζα ταυτόχρονα ό,τι  δουλειά και ό,τι βιβλίο έβρισκα. Πάντα ήθελα να σου προσφέρω πλούτη για την ψυχή και το πνεύμα σου σε μια εποχή που οι υπόλοιποι έχτιζαν πολυκατοικίες για τα παιδιά τους.

Δεκέμβριο του ‘99 πάω τη μάνα μου στο νοσοκομείο και οι εξετάσεις δείχνουν την κακιά αρρώστια. Να μου πεις, υπάρχει και καλή;  Όχι, απλά αυτή θέλαμε να λέγεται έτσι γιατί μας πήρε πολλούς ανθρώπους.

Φτάσαμε στα δεκαεπτά σου με κόπο, αγώνα, λύπες μα και χαρές, γέλια, στιγμές που δεν θα τις αντάλλαζα με όλο το θησαυρό του κόσμου. Νύχτες καλοκαιρινές στη βεράντα να μιλάμε για τα αστέρια, κρύα Χριστουγεννιάτικα πρωινά δίπλα στο τζάκι να σου διαβάζω Έλληνες λογοτέχνες, Κυριακές στην Εκκλησία να στήνουμε το συσσίτιο. Σαββατιάτικα πρωινά να δημιουργούμε στον σύλλογο του χωριού παραδοσιακά προϊόντα. Περιπέτειες στο βουνό, ανακαλύψεις στη θάλασσα, ταξίδια, πόσα πήγαμε οι δυο μας, κορίτσι μου! Ήθελα να σου μάθω τον κόσμο.

Συζητήσεις ξανά και ξανά γιατί σε λίγο θα έφευγες από τη φωλιά μας για να σπουδάσεις. Και ήθελα να έχεις γεμάτο το μυαλό και την ψυχή σου. Σου έλεγα πάντα η καλή πράξη θέλει καλό κίνητρο, ό,τι και να κάνεις να έχεις καλό σκοπό. Να αγαπάς και να βοηθάς επειδή πραγματικά το νιώθεις, όχι για την προβολή, την δημοτικότητα, την ματαιοδοξία, το αντάλλαγμα.

Το καλοκαίρι του 2009 έφυγες για το σπιτάκι που νοικιάσαμε στην πόλη, μια νέα αρχή με τα δικά σου φτερά. Η μαμά μου μπήκε για ένα ακόμα χειρουργείο, αλλά δεν βγήκε ποτέ. Έφυγε η μαμά μου,  έφυγε και το κορίτσι μου. Έκλαψα μετά από τόσα χρόνια και σταμάτησα στα σαράντα της. Μου έλειπες. Δεν ήρθες. Όχι για το τυπικό ή για εμένα, αλλά για εκείνη που έχεις το όνομά της.

«Βασιλική, μια αριστοκρατία υπάρχει: η αριστοκρατία του πνεύματος».

«Ώχου βρε μαμά, πάλι τα ίδια με τις νουθεσίες».

«Τι θα κάνεις τελικά τώρα που τελειώνεις τη σχολή; Σκέφτεσαι κάποιο μεταπτυχιακό;»

Θα έκανα τα πάντα παιδί μου για τα όνειρά σου, γιατί τα όνειρά σου ήταν και δικά μου. Από τότε που ήσουν τεσσάρων και είπες ότι θες να γίνεις μπαλαρίνα και σε πήγαινα με το λεωφορείο στη σχολή χορού. Ποια κούραση; Καμία κούραση για εσένα, για την τέχνη. Στα πέντε ήθελες να γίνεις ζωγράφος. Έφερα δάσκαλο στο χωριό και έναν αγιογράφο. Τα έργα σου τα έχω όλα φυλαγμένα από το πρώτο ως το τελευταίο. Και ήρθε η Καλών Τεχνών σαν να ήταν το γραμμένο σου. Αλλά η ζωή δεν είναι ρολόι να ξέρουμε ότι αύριο η ώρα θα είναι η ίδια.

«Με κάτι κορίτσια, βρε μαμά, δεν τις ξέρεις», είπες και είδα έναν δισταγμό στα υπέροχα γαλάζια σου μάτια. Ίδια τα δικά του.

«Το ξέρεις ότι μπορείς να με εμπιστευτείς, όπως σε εμπιστεύομαι και εγώ».

«Ναι, ναι… Ό,τι θέλω είσαι εδώ… Χιλιοειπωμένα τα έχουμε. Μα θέλω να δοκιμάσω κάτι νέο».

«Συμβουλή δεν θες;»

«Αυτός που δεν θέλει συμβουλή είναι εχθρός του εαυτού του. Σε πρόλαβα; Λες να γίνω εχθρός μου;»

«Αν αγαπάς τον εαυτό σου, όχι».

«Ξέρω ‘γω; Τον ξέρω; Θέλω να τον μάθω. Εσύ μου έμαθες τόσα, τώρα θέλω να δω και άλλες πλευρές όσων μου έλεγες. Στον δρόμο που χάραξες υπάρχουν και παράδρομοι. Πάλι στο τέλος του δρόμου δεν θα βγω;»

«Τα κορίτσια αυτά να μην τα γνωρίσω;»

«Όχι, δεν πειράζει, τα ξέρω εγώ. Είναι νέες, μοντέρνες, έχουν φοβερές ιδέες για το μέλλον, σε λίγα χρόνια όσα έχουν πει θα γίνουν. Η εικόνα είναι το μέλλον, όχι τα βιολιά και τα βιβλία και οι καμβάδες. Τέχνη είναι και άλλα πράγματα. Μια μέρα θα γίνω διάσημη αν τις ακολουθήσω».

Αυτή ήταν η τελευταία σου φράση. Και έφυγες.

«Ευτυχισμένη;» έμεινε η κουβέντα μου στον αέρα.

Ο Θεός παιδί μου δεν παίρνει μαστίγιο να μας κυνηγάει. Ούτε εγώ μπορούσα να το κάνω αυτό σε εσένα. Αν ήταν έτσι, θα έπρεπε να κυνηγήσει και εμένα, όλους μας. Μικρά πετραδάκια ή μια μεγάλη κοτρόνα, στο τέλος το σακί θα έχει το ίδιο βάρος. Είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι με δική μας βούληση. Σου έδειξα τον δρόμο για να τον περπατήσεις με τα πρώτα σου μικρά βηματάκια. Όσο ήσουν μικρή και πήγαινες να ξεστρατίσεις σε έβαζα ξανά στο μονοπάτι. Είσαι ελεύθερη να πάρεις όποιον δρόμο θέλεις, να κάνεις τις επιλογές σου. Δεν ξέρω πόσο καιρό έκανες να τηλεφωνήσεις. Στα μηνύματα μου δεν απαντούσες, μεγάλωσες, μα ό,τι και να γίνει θα είσαι πάντα το παιδί μου και πάντα θα προσεύχομαι για την ψυχή σου. Έλεγαν πολλά, μα τους σταματούσα. Δεν έδωσα δικαίωμα για κουτσομπολιό.

«Η κόρη σου είναι στους δρόμους. Η Βασιλική πέταξε τα ρούχα της, γυρνάει από δω και από κει, δεν έχει μάνα τη μαζέψει; Τι κάνεις εσύ σαν μάνα; Βάσεις δεν πήρε το ορφανό;»

Ήσουν μια θυσία στη δημοσιότητα. Η γλυκύτητα της αμαρτίας είναι πρόσκαιρη. Ξέρεις πόσες φορές είχα κακές σκέψεις; Μου έλεγε ο πονηρός «πήγαινε και βούτα την απ’ το μαλλί που σε έχει κάνει ρεζίλι σε όλο το χωριό και την πόλη και φερε την δυο βόλτες να ‘ρθει στα συγκαλά της». «Παιδί μου είναι, όχι κτήμα μου», του έλεγα. Βλέπεις παλεύω και εγώ με τον εαυτό μου, όχι μόνο εσύ. Μεγάλωσα και εγώ με πρότυπα, μα διάλεγα. Έχεις επιλογή, θέλω να το ξέρεις. Να πεις όχι στη μάζα, στην ηθική διαστροφή, στο ψέμα που σου πασάρει η κοινωνία. Είσαι αποδεκτός αν φαίνεσαι κάτι. Φαίνεσαι ισχυρός, φαίνεσαι πλούσιος, φαίνεσαι επιτυχημένος, έχεις σπίτι, έχεις λεφτά, έχεις οικόπεδα, έχεις ομορφιά, εξωτερική διεστραμμένη εικόνα, έχεις θέση, έχεις μέσον, έχεις στόχο να γίνεις κάποιος, ένα όνομα, μια φήμη. Σου λέω μην πουλήσεις την ψυχή σου για να τα έχεις. Σου λέω να είσαι ευτυχισμένη και αυτά δεν κάνουν τον άνθρωπο ευτυχισμένο.

Τα πρότυπα που πασάρουν και ενστερνίστηκες και αποφάσισες να γίνεις διάσημη και πλούσια και να πουλάς την εικόνα σου είναι ψεύτικα. Στα είπα, στα ξαναείπα, ήρθα και με έδιωξες τόσες φορές, μη σταθώ εμπόδιο στο δρόμο σου μπροστά στο φακό. Αυτοί οι άνθρωποι χαμογελάνε μπροστά και πίσω κλαίνε και δεν ξέρουν γιατί κλαίνε! Πουλάνε ένα ένα τα κομμάτια του εαυτού τους. Όταν αγαπάς τον εαυτό σου, Βασιλική, δεν τον πουλάς.

Καλοκαίρι του 2014 έγραψαν οι εφημερίδες, εδώ κρατώ το απόκομμα. «Συνελήφθη γνωστός επιχειρηματίας με τα της συνοδείας του». Σε εσάς τα φόρτωσε όλα με στοιχεία, με τις υπογραφές σας. Από μπροστά λάμψη και φως και από πίσω εμπόριο, ξεπούλημα, κλοπές, ναρκωτικά, φόνοι, διαπλοκή, διαφθορά. Διαφθορά του πνεύματος.

«Κόλλησες, μάνα». Σαν να σε ακούω να μου λες. Κόλλησα ,ναι, γιατί αγαπώ τον εαυτό μου επειδή είμαι γυναίκα. Αγαπώ τις γυναίκες τόσο που δεν μπορώ να τις βλέπω να πουλιούνται σαν κρέας και τα νέα κορίτσια να τις έχετε για πρότυπο. Η γυναίκα είναι το ωραιότερο πλάσμα πάνω στη γη. Η γυναίκα φτιάχνει, δημιουργεί, διαπρέπει, γεννά, δίνει ζωή, ομορφαίνει τα πάντα γύρω της. Πλημμυρίζει από αρετές και προτιμά να τις πατά κάτω για να μοιάζει στον άντρα ή για να αρέσει στον άντρα.

Αγαπώ που είμαι γυναίκα και έκανα το ευλογημένο έργο να μεγαλώσω έναν άλλον άνθρωπο. Μαζί με σένα ανέθρεψα και τις επόμενες γενιές ανθρώπων, το χωράει ο νους; Τι μπορεί να καταφέρει μια γυναίκα! Δεν είναι αργά, παιδί μου. Να είσαι εσύ, καμία άλλη! Να είσαι δυνατή, δημιουργική, να βοηθάς, να ευεργετείς, να προσφέρεις, να αγαπάς, να φροντίζεις. Η λάμψη είναι μέσα σου, στην ψυχή σου, αποτίναξε τα δίχτυα της ψευτιάς. Παρακαταθήκη σου αφήνω πες ναι σε σένα και ζήσε πραγματικά ευτυχισμένη. Μπορείς να γίνεις ό,τι θες, μη γίνεις σκλάβα της ύλης. Ζήσε πραγματικά ευτυχισμένη.

«Κάτι άλλο;»

«Όχι, αυτό το γράμμα είχε πάνω της όταν την βρήκαμε και αποκόμματα από την σύλληψη σου στο τραπέζι δίπλα της».

«Σας ευχαριστώ», είπε και ο αστυνομικός έφυγε αφήνοντας την μόνη στο κελί της.

«Αχ, βρε μάνα. Ξεκουράσου τώρα. Προσπάθησες… Σχώρα με» φίλησε το γράμμα κλαίγοντας και τα δάκρυα της ενώθηκαν με της μάνας της σαν να ήταν το τελευταίο φιλί που δεν πρόλαβαν να δώσουν.

 

 

 

Για την Βασιλική… Αξίζεις!

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading