Προηγούμενο

Η Μαντώ βρισκόταν από ώρα στο ζεστό κρεβάτι της, σκεπασμένη ως απάνω με τις καμηλό κουβέρτες που είχαν κουβαλήσει με την Έρση από την Αθήνα για προικιά και κοιμόταν γαλήνια. Το πρόσωπό της στεφανωμένο από τα καστανά μαλλιά της, έμοιαζε να ΄ναι πιο λευκό και από τα λευκά, λινά σεντόνια με τη μικρή μπορντούρα δαντέλας που τη σκέπαζαν. Το δωμάτιο φωτιζόταν από το απαλό φως του φωτιστικού με το φυσητό γυαλί σε σχήμα κρίνου πάνω στη συρταριέρα. Δυο φιγούρες κάθονταν ακίνητες λες, σε δυο μικρές καρέκλες στο πλάι του κρεβατιού, η Μαρουλιώ με τη Φιλίτσα. Ο Μάρκος, φανερά εξαντλημένος, είχε βουλιάξει στην αναπαυτική πολυθρόνα που βρισκόταν αριστερά στα πόδια του κρεβατιού και κρατούσε με κόπο τα μάτια του ανοικτά, μα το μυαλό του ήταν πιο ξύπνιο από ποτέ. Περίμεναν, απλά περίμεναν και αυτή η αναμονή έκανε τα νεύρα τους να τεντώνονται. Από την ώρα που ‘φυγαν από το ιατρείο, δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να περιμένουν.

Ο Μάρκος είχε κουβαλήσει τη Μαντώ στην αγκαλιά του ως το σπίτι και δεν επέτρεψε σε κανένα να την ακουμπήσει. Ο Κωστής με βλέμμα υγρό, προπορευόταν για να τους ανοίγει το δρόμο, ενώ μια περίεργη πομπή ακολουθούσε. Η Μαρουλιώ στεγνή από δάκρυα, να προχωρά με σταθερό βήμα έχοντας δίπλα στη φούστα της κολλημένη τη Φιλίτσα. Πιο πίσω έρχονταν μερικές μαυροφορεμένες γυναίκες, που σιγοψιθύριζαν μεταξύ τους και πότε πότε κρυφογελούσαν κάνοντας νοήματα η μια στην άλλη και τέλος, μερικά φτωχοντυμένα πιτσιρίκια που κάναν χάζι και το ΄χαν πάρει όλο αυτό για παιχνίδι. Ο γιατρός δεν τους ακολούθησε, τους ξεπροβόδισε και προσπάθησε να φανεί αισιόδοξος, αλλά δεν ήταν και πολύ πειστικός.

Τώρα στέκονταν εκεί μέσα στο μισοσκότεινο δωμάτιο γύρω από ένα κρεβάτι και περίμεναν. Τα σουρτά βήματα του Κωστή στον διάδρομο, ήταν το μόνο που ακουγόταν μέσα στο σπίτι, ενώ έξω η θάλασσα λυσσομανούσε σαν παιδί που του πήραν το παιχνίδι του, ορμούσε με μουγκρητά και προσπαθούσε να ξεσκίσει τα βράχια που πάνω τους φώλιαζε το σπίτι και που την εμπόδιζαν να εισχωρήσει μέσα του, λες και θύμωσε που της ξέφυγαν και ήθελε να τους πάρει κοντά της.

Η Μαρουλιώ έριχνε πότε πότε κλεφτές ματιές στον Μάρκο. Χωμένος όπως ήταν μες στην πολυθρόνα και στο μισοσκόταδο, δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό του. Ήθελε τόσα να τον ρωτήσει, μα σώπαινε. Ο Κωστής του είχε κάνει ερωτήσεις κι εκείνος μαγκώθηκε, δεν ήταν χαζή, κατάλαβε ότι κάτι τον έτρωγε από την ώρα που γύρισαν, κάτι είχε αλλάξει, κάτι είχε γίνει σε αυτήν τη βόλτα με το σκάφος, το βλέμμα του είχε γίνει αλλιώτικο πιο άγριο, της θύμισε το βλέμμα του Νίκου και την είχε παγώσει σαν το πρωτοαντίκρισε. Το βλέμμα του μέρωνε μόνο σαν κοιτούσε τη Μαντώ, μα την κοιτούσε με τόσο πόνο! Η μικρή δίπλα της μετακινήθηκε στην καρέκλα της. Η Μαρουλιώ της χτύπησε το χέρι απαλά, καθησυχαστικά και μετά το ΄σφίξε μέσα στο δικό της.

«Τράβα να κοιμηθείς Φιλίτσα, είσαι από ΄χθες ξάγρυπνη» είπε χαμηλόφωνα αργοσέρνοντας τη φωνή της.

«Δε θέλω!» έκανε πεισμωμένα η μικρή μέσα από τα δόντια της…

«Τράβα, αύριο θα σε χρειαστούμε και μέχρι να γίνει καλά η Μαντώ θα ΄χεις πολύ δουλειά και κούραση»

«Μα…»

«Σύρε κόρη μου…» είπε προστακτικά και η μικρή σηκώθηκε απρόθυμα.

«Θέλετε κάτι να σας φέρω;» ρώτησε η Φιλίτσα πριν βγει. Η Μαρουλιώ της έγνεψε αρνητικά. Σέρνοντας τα βήματα της η Φιλίτσα, βγήκε από το δωμάτιο και έριξε μια πλάγια ματιά στον Κωστή, ρωτώντας τον αν θέλει κάτι.

«Τσ» απάντησε εκείνος νευρικός και μπήκε και πήγε και κάθισε δίπλα στη μάνα του. Δεν το χωρούσε ο νους του όλο αυτό που έγινε. Πώς γίνεται; αναρωτήθηκε ακόμα μια φορά. Πώς γίνεται να μη γύρισαν έγκαιρα, ενώ ΄ξέραν ότι ο καιρός θ ΄άλλαζε, πώς γίνεται να φτάσανε μέχρι τη σπηλιά χωρίς το σκάφος; Πώς γίνεται να ‘πεσαν πάνω στην ξέρα, όλοι τη γνώριζαν… Έριξε ένα πλάγιο παγωμένο βλέμμα προς το μέρος όπου καθόταν ο Μάρκος. Έκανε ν’ ανοίξει το στόμα του να ρωτήσει ακόμα μια φορά, αλλά η μάνα του, που είχε καταλάβει τι ετοιμαζόταν να κάνει, του ΄σφίξε με δύναμη τον καρπό του. Ένιωσε τα πικραμένα της μάτια καρφωμένα πάνω του, να του ζητούν σιωπηλά να μη μιλήσει κι εκείνος για να μην την κακοκαρδίσει, έπειτα από όλα αυτά που ‘χε περάσει, έσφιξε τα χείλη και περίμενε, τι περίμενε δεν ήξερε καλά καλά, απλά περίμεναν.

Περίμεναν, μα δεν τους λυπόταν καθόλου; Υπήρχαν τόσα άτομα γύρω της που περίμεναν, απλά περίμεναν… ένα πετάρισμα των ματόκλαδών της, μια βαθιά ανάσα, να δουν ξανά εκείνα τα φωσφοριζέ, πράσινα μάτια, να νιώσουν το χάδι τους, να τους χαμογελάσει, ν’ ακούσουν τη γλυκιά φωνή της. Μα ‘κείνη είναι ξαπλωμένη εκεί σαν πορσελάνινη κούκλα, τα μάτια σφαλιστά, τα άλλοτε ρόδινα χείλη άχρωμα και ακίνητα… Μα δεν τους λυπάται καθόλου; Ο Μάρκος αναστενάζει. Αν πάθει κάτι η μικρή του γοργόνα; Η σκέψη του ‘χει καρφωθεί από ώρα σαν σαΐτα, που κάποιος άπονος τη στριφογυρνά και τη στριφογυρνά για να μεγαλώσει την πληγή, λες και δεν είναι ήδη μεγάλη. Την πλήγωσε τη μικρή του γοργόνα, την πλήγωσε ανεπανόρθωτα, δεν κατάφερε να την προστατέψει, υπήρξε τόσο ανόητος, τόσο ανόητα αθώος και τόσο εγωιστής που δεν την άκουσε, εκείνη ήξερε και όμως ήρθε μαζί του, ήρθε και θυσιάστηκε για να τον σώσει, γιατί αν δεν ήταν η Μαντώ να καθυστερήσει τον Νίκο τώρα αυτός θα ‘ταν ψαροτροφή.

Εικόνες πλημμύρισαν το μυαλό του, εικόνες που πάγωσαν τη σπονδυλική του στήλη. Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του, που με δυσκολία κατάφερε να τα συγκρατήσει. Θα τον συγχωρούσε άραγε ποτέ; Θα κατάφερνε να συγχωρέσει αυτός τον εαυτό του; Μέχρι χθες ήταν τόσο σίγουρος για τον εαυτό του, είχε δίπλα του έναν άνθρωπο που τον αγαπούσε, μια δουλειά, μια περιουσία, ένιωθε επιτέλους δυνατός, αποφασιστικός, μπορούσε να πιάσει την πέτρα και να τη στύψει, είχε έναν κόσμο, μια δική του ουτοπία και ο Νίκος κατάφερε και εισέβαλε σε ‘κείνον τον κόσμο και τον έγδυσε από την ανδρική του υπόσταση, έμεινε γυμνός, ανήμπορος και ανίκανος να προστατέψει τον κόσμο του και δεν ήξερε ποιο από τα δύο τον πονούσε χειρότερα. Ας ξυπνούσε τουλάχιστον η Μαντώ, ας του ΄ρίχνε ένα βλέμμα και θα ΄παίρνε δύναμη και θα τα έφτιαχνε όλα πάλι από την αρχή, πιο στέρεα.

Μα το πρώτο που έπρεπε να κάνει θα ‘ταν να ξεριζώσει το κακό, τώρα το ‘βλεπε καθαρά, στάθηκε ανόητος! Εκεί, στη σπηλιά, είχε το χρόνο και το χώρο για να εξαφανίσει το κακό κι εκείνος δεν το εκμεταλλεύτηκε, τον άφησε, τον άφησε να φύγει! Ο Νίκος μέσα στην ποταπότητά του υπήρξε πιο άντρας από αυτόν, πιο δυνατός. Ένιωσε ότι απειλείται ο κόσμος του και φρόντισε να ξεκάνει ό,τι τον ενοχλούσε, αυτόν, τον ίδιο του τον αδερφό. Τη Φώτω… ναι, τώρα ήταν σίγουρος, δε χρειαζόταν να περιμένει τα αποτελέσματα από την εξέταση του φλιτζανιού. Ο γιατρός είχε δίκιο, κάποιος μπήκε στο σπίτι την ώρα που η μικρή έκανε τις δουλειές και δηλητηρίασε τη Φώτω, αυτός πρέπει να ‘ταν, ήταν στο νησί, ήξερε το μέρος και τις συνήθειες της Φώτως, είχε το κλειδί, δεν του ‘ταν δύσκολο. Υπήρχαν τόσα σημάδια κι εκείνος εθελοτυφλούσε. Ακόμα και για το περιστατικό με τη γυναίκα, εκείνος θεώρησε ότι ήταν μια παρένθεση, ότι ο Νίκος όταν αγχωνόταν ή κάτι τον ενοχλούσε, ξέσπαγε στους γύρω του και απλά ξέφυγε το πράγμα παραπάνω, ότι μετά τις απειλές του και το μάθημα που του έδωσε εκείνος, θα το ξανασκεφτόταν, θα ‘βλεπε το σωστό και θα σταματούσε. Σάμπως κι εκείνος δεν ξέφυγε ‘κείνη τη μέρα; Όμως ο Νίκος απλά ανασύντασσε τις δυνάμεις του για να επιτεθεί κι εκείνος ο ανόητος του ‘χε προσφέρει απλόχερα την ευκαιρία.

Ξεφύσησε συγχυσμένος κι έτριψε το μέτωπό του, που από ώρα το ένιωθε βαρύ, σαν κάποιος να είχε αποθέσει πάνω στο κεφάλι του ένα τεράστιο βάρος. Έπρεπε να ξεφορτωθεί αυτό το βάρος, αν ήταν τυχερός και δεν τον έβρισκαν έχει καλώς, ειδάλλως θα έπρεπε να το κάνει αυτός, για να πάρει πίσω λίγη από την αξιοπρέπεια του, για να τον τιμωρήσει που πλήγωσε τη γυναίκα του, που άπλωσε τα βρωμόχερά του πάνω της και που την ακούμπησε με το… μια ξινίλα του ανέβηκε ως το στόμα.

Ξύπνα, σε παρακαλώ ξύπνα! Μια ματιά σου θέλω μόνο! Κοίτα με, πες μου ότι όλα είναι καλά και θα κάνω τα πάντα για να γίνουν όλα καλύτερα και από πριν!

*****

Έσφιξε τα μάτια τόσο που την πόνεσαν και χιλιάδες χρωματιστές σφαίρες άρχισαν να χορεύουν. Γύρισε το κεφάλι της μπρούμυτα και το βούλιαξε μέσα στο μυρωδάτο, μαλακό μαξιλάρι τόσο, που δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Όχι, δεν ήθελε ν’ ανοίξει τα μάτια της η Μαντώ. Δεν ήθελε, μα αναγκάστηκε να γυρίσει πάλι ανάσκελα για ν΄ ανασάνει. Τελευταία δεν ήθελε ούτε αυτό, αν μπορούσε να μην ανασαίνει. Πόσο δύσκολο είναι αυτό; Πόσο δύσκολο είναι να κρατήσεις την ανάσα σου ώσπου να σκάσεις; Να μη χρειάζεται να σηκωθείς ξανά από το κρεβάτι, να μη χρειάζεται να κάνεις αυτά που κάνεις κάθε μέρα, που δεν έχει νόημα να τα κάνεις, γιατί όλοι κάποια μέρα θα πεθάνουμε, όπως πέθανε ο πατέρας της, όπως πέθανε η Φώτω, όπως πέθανε η Έρση και το μωρό…

Μια σουβλιά στην καρδιά, την έκανε να τυλιχτεί κουβάρι. Πώς μπορεί, πώς μπορεί να έγινε κάτι τέτοιο; ‘Οχι δεν μπορεί, ψεύτικο ήταν το τηλεγράφημα, κάποιος κακοήθης, ο Νίκος, να δεις εκείνος ο Νίκος το ‘κανε, εκείνος ζει και ας λένε ότι χάθηκε ΄κείνη τη νύχτα στα Διαλονήσια, που στο διάολο να πάει ο τρισκατάρατός! Ένιωσε το κορμί της ν΄ ανατριχιάζει στα σημεία που την ακούμπησε ΄κείνη τη μέρα στο σκάφος σαν ήταν από πάνω της. Πόσες φορές έτριψε με μανία από τότε το κορμί της, προσπαθώντας να ξεκολλήσει την ανάμνησή του από τη σάρκα της; Η Μαντώ δεν πρόλαβε να συγκρατηθεί, άρπαξε τη μικρή λεκάνη κι έκανε εμετό. Παρατώντας τη λεκάνη στο πλάι, με το στόμα γεμάτο πίκρα. έπεσε πίσω απότομα και τα μαξιλάρια ξεφύσησαν αγανακτισμένα. Έκρυψε το πρόσωπό της με τα χέρια της και ξέσπασε πάλι σε κλάματα. Δεν μπορεί να σταματήσει να κλαίει, όλα τέλειωσαν, η Φώτω είναι νεκρή, η Έρση είναι νεκρή, το μωρό είναι νεκρό, αυτή είναι νεκρή. Ο Μάρκος τη μισεί, δεν την κοιτά, δεν την ακουμπά, ξέρει ότι ο Νίκος την πήρε. Όχι, δε θέλει να ξυπνήσει, δε θέλει να σκέφτεται. Αναθεματισμένε, θέλω να κοιμηθώ, να κοιμηθώ και να μην ξαναξυπνήσω!

Ένα απαλό χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα, που αμέσως μετά μισάνοιξε. Η Φιλίτσα έβαλε το στρογγυλό πρόσωπό της μέσα και την κοίταξε με τα μικρά, καστανά μάτια της, που τα σκίαζε η ανησυχία. Είδε τη λεκάνη και προχώρησε αθόρυβα.

«Κυρία… Κυρία…» έκανε περίλυπη σηκώνοντας τη λεκάνη «Ήρθε ο γιατρός, να του πω να περάσει;» Η Μαντώ έγειρε στο πλάι και τυλίχθηκε κουβάρι. Η μικρή βγήκε αλαφροπατώντας και λίγο μετά μπήκε ο γιατρός. Κάθισε στο πλάι του κρεβατιού, ακουμπώντας την παλιά, δερμάτινη τσάντα του πάνω στο κομοδίνο. Πήρε το χέρι της απαλά και μετρούσε τους σφυγμούς της.

«Πρέπει να ηρεμήσεις, το ξέρω ότι ΄γίναν πολλά αυτόν το μήνα, μα πέρασε ένας μήνας από το ατύχημα, ο κίνδυνος πέρασε, πρέπει να σηκωθείς…» της είπε μαλακά με έναν τόνο μαλώματος στη φωνή του. Η Μαντώ έκλεισε τα μάτια και προσποιούνταν ότι κοιμόταν. «Είδα ότι έκανες εμετό, κάνεις συχνά;» τη ρώτησε. Απάντηση δεν πήρε.

Εκείνη την ώρα μπήκε μέσα η Φιλίτσα μ΄ ένα δίσκο γεμάτο με όλα τα καλά, αχνιστά και μυρωδάτα που τα ακούμπησε πάνω στη συρταριέρα κι έπειτα προχώρησε προς το παράθυρο, τράβηξε τη χοντρή κουρτίνα, άνοιξε το παράθυρο κι ένα ρεύμα παγωμένου αέρα εισέβαλε στο δωμάτιο, έπειτα άνοιξε το παντζούρι. Η μέρα ήταν μουντή, όλες οι μέρες από ΄κείνη τη μέρα ήταν έτσι. Σαν να ΄χε παγώσει ο χρόνος σε ΄κείνη τη μέρα και τα μολυβένια σύννεφα είχαν κατασκηνώσει πάνω από το νησί και δεν έλεγαν να φύγουν. Η θάλασσα ήταν ακύμαντη στο τοξικό χρώμα του υδραργύρου, μα τα καΐκια έξω λιγοστά.

«Φιλίτσα, κάθε πότε κάνει εμετό η κυρά σου;» ρώτησε ο γιατρός τρίβοντας την άκρη της γαμψής του μύτης και κοιτάζοντάς τη σκεπτικός.
«Κυρίως τα πρωινά… Τα πρωινά κάνει συνέχεια, αλλά πού και πού και στο ενδιάμεσο…», αποκρίθηκε σαστισμένο το κορίτσι. Τα γυαλιά του γιατρού γλίστρησαν στη βάση της μύτης του, καθώς το μέτωπό του ζάρωσε από την έκπληξη.

«Γιατί δε μου το ΄πάτε νωρίτερα;»

«Μα εσείς είπατε ότι είναι φυσικό… μετά το χτύπημα να κάνει και εμετούς…» τραύλισε η μικρή που έστεκε αμήχανη.

«Ένα μήνα μετά;», ξεφώνισε ο γιατρός τρομάζοντας τη.

«Μα..» πήγε να δικαιολογηθεί η Φιλίτσα

«Πόσους κάνει;» την έκοψε εκείνος απότομα

«Τέσσερις πέντε και δεν τρώει τίποτα, μόνο θέλει να ΄ναι ξαπλωμένη».

«Τέσσερις, πέντε;» αναφώνησε ο γιατρός και το ενδιαφέρον του στράφηκε πάλι στη Μαντώ.

«Πού είναι ο κύριος σου;» της είπε πάνω από τον ώμο του την ώρα που έβγαζε το στηθοσκόπιο του από την τσάντα του.

«Ταξιδεύει σήμερα, είναι να γυρίσει το μεσημέρι»

«Καλά» είπε απότομα εκείνος «Κυρία, πρέπει να με αφήσετε να σας εξετάσω, πρέπει να συνεργαστείτε…»

*****

Ο Μάρκος έσυρε τα βήματά του ως την εξώπορτα του σπιτιού του και την άνοιξε απρόθυμα. Πέρασε το μικρό χωλ και βρέθηκε στο μεγάλο, σκοτεινό σαλόνι. Άνοιξε τα φώτα, αλλά δε φάνηκε να βοηθά. Το μέρος τον έπνιγε, του δημιουργούσε την ίδια αίσθηση όπως τότε που ήταν μικρός. Τίποτα δεν έμοιαζε να έχει αλλάξει από τότε. Και τότε η κυρά του σπιτιού βρισκόταν κλεισμένη στο δωμάτιό της, όπως τώρα η Μαντώ. Αυτό το σπίτι ήταν καταραμένο, σκότωνε την οικοδέσποινά του. Της είπε τόσες φορές να φύγουν, να πάνε στην πρωτεύουσα κι εκείνη αρνείται. Όταν δεν είναι ξαπλωμένη, περνά ώρες ολόκληρες ν΄ αγναντεύει τη θάλασσα. Μόνο εκείνη κοιτά, σε ΄κείνον δεν έχει ρίξει ούτε ένα βλέμμα από τότε που συνήλθε, τον αποφεύγει, τον σιχαίνεται, τον μισεί… Δε θέλει να τον βλέπει, υπήρξε τόσος λίγος, τόσο ανίκανος να την υπερασπιστεί, να την προστατέψει και αυτή δεν τον συγχώρεσε.

Έσκυψε το κεφάλι του και έπνιξε ένα λυγμό, πιέζοντας με δύναμη τη βάση της μύτης του. Τώρα πια δεν τολμά να την κοιτάξει αυτός, δεν τολμά να ψάξει για το μίσος στα μάτια της, δεν τολμά να παλέψει γι’ αυτή, την έχασε για πάντα. Η μικρή γοργόνα του γύρισε την πλάτη, ζητά να απελευθερωθεί από αυτόν, να βουτήξει στα βαθιά νερά και να χαθεί για πάντα από τη ζωή του και αυτός δεν έχει τίποτα να της δώσει για να της αλλάξει γνώμη, δεν έχει με τίποτα να τη σαγηνέψει, γιατί πια είναι γυμνός χωρίς όπλα, χωρίς δύναμη, χωρίς θέληση. Του τα πήρε όλα, σε μια στιγμή, του τα πήρε όλα!

«Ήρθατε κύριε;» ακούστηκε μελιστάλακτη η φωνή της Φιλίτσας, που στεκόταν μπροστά στην πόρτα της κουζίνας και σκούπιζε νευρικά τα χέρια της στην ποδιά της. Εκείνος κάτι μούγκρισε κι έκανε να πάει κατά το γραφείο.

«Κύριε, έχει έρθει ένα γράμμα για την κυρία, αλλά εκείνη…» κόμπιασε η μικρή. Της έριξε ένα κουρασμένο βλέμμα και άπλωσε το χέρι του. Η Φιλίτσα πήρε την πατατούκα του Μάρκου και βγήκε. Κοίταξε έκπληκτος το γράμμα πάνω στο γραφείο του. Ήταν από ένα μεγάλο δικηγορικό γραφείο του Λονδίνου. Έσκισε άτσαλα τον φάκελο και γυρόφερε για λίγο στα χέρια του τους δυό κλειστούς φακέλους που περιείχε με το όνομα της Μαντώς πάνω τους. Μην μπορώντας να κατανικήσει την περιέργειά του, άνοιξε αυτόν από το δικηγορικό γραφείο και ξεκίνησε να διαβάζει. Το περιεχόμενο του γράμματος τον σάστισε για τα καλά. Ήταν η διαθήκη της Έρσης, τ΄ άφηνε όλα, στην αδερφή της, τη Μαντώ. Έτριψε το μέτωπό του και τα μηνίγγια του που πάλλονταν σαν δαιμονισμένα. Μυστικά κι άλλα μυστικά! Τείχος είχαν φτιάξει και τον έπνιγαν. Αντί τα μυστικά να γκρεμιστούν στη λήθη, νέα γεννιόταν και τειχίζονταν πάνω στα παλιά, ιδίως από την ώρα του ναυαγίου. Πώς θα μπορούσε να πει την αλήθεια; Τι να έλεγε;

Απελπισμένος ζήτησε τη βοήθεια της Έρσης. Και η αλήθεια είναι ότι παρόλο που δεν αισθανόταν καλά, κατάφερε να φτιάξει μια αληθοφανή ιστορία την οποία εκείνος κατέθεσε στην αστυνομία. Ότι η Μαντώ ήθελε να επισκεφτούν τη σπηλιά που είχαν βρει με τον πατέρα της. Ο Νίκος έμεινε στο σκάφος κι αυτοί επιβιβάστηκαν σε μια μικρή, φουσκωτή βάρκα και πήγαν ως τη σπηλιά. Έπιασε όμως γρήγορα καιρός κι όταν πήγαν να φύγουν, η βάρκα βούλιαξε κι η Μαντώ χτύπησε το κεφάλι της, εν τω μεταξύ ο Νίκος πρέπει να φοβήθηκε στο στενό και βγαίνοντας από εκεί φαίνεται πως έπεσε πάνω στον ύφαλο. Το ότι βρέθηκαν και τα λείψανα του πατέρα της, που τον αναγνώρισαν από τον σταυρό, έστρεψαν στο εν τω μεταξύ την προσοχή της Μαρουλιώς και του Κωστή σε άλλη κατεύθυνση και δεν τον ξαναπασχόλησαν με ερωτήσεις. Πριν προλάβουν όμως να ηρεμήσουν, έφθασαν τα νέα για τον θάνατο της Έρσης και του μωρού της. Η Μαντώ μόλις είχε αρχίσει να συνέρχεται, διαλύθηκε ακόμη μια φορά. Κι εκείνος, ανίκανος να της προσφέρει οποιοδήποτε στήριγμα, έγινε ένας απλός θεατής. Και τώρα αυτό το γράμμα. Πώς θα της το ξεφούρνιζε τώρα αυτό; Να το ΄ξέρε άραγε; Αν το ΄ξερε, είχε δεχτεί να τον παντρευτεί, παρόλο που η αδερφή της ήταν παντρεμένη με τον Νίκο; Να ήξερε ότι αυτός δεν είναι γιός του Γαλφυνού; Ξεφύσησε αποκαρδιωμένος. Θέλει τόσα να της πει και δεν μπορεί, δε βρίσκει τα λόγια, δε βρίσκει την ώρα, δε βρίσκει τη δύναμη. Νιώθει σαν τότε που ήθελε τόσο πολύ να πάρει μια κιθάρα κι όταν τα κατάφερε, δεν ήξερε πώς να παίξει και το μόνο που κατάφερνε είναι να βγάζει τραχιούς, άρρυθμους ήχους. Τώρα ήταν παντρεμένος και δεν ήξερε πώς να συμπεριφερθεί και πώς να επικοινωνήσει με τη γυναίκα του, όχι ότι αυτή πια ήθελε να έχει οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί του…

«Καλησπέρα…» είπε ο Μιλτιάδης Ζωνάκης, που τόση ώρα περίμενε υπομονετικά στην πόρτα να τελειώσει την ανάγνωση o Μάρκος και προχώρησε άχαρα προς το μέρος του, επαναφέροντας τα γυαλιά του στη μύτη του.

«Καλησπέρα» αποκρίθηκε αφηρημένα ο Μάρκος έπειτα από λίγο. «Σας περίμενα… Ήθελα να σας μιλήσω…» πρόσθεσε μαλακά ο γιατρός. Οι σκέψεις του Μάρκου διακόπηκαν απότομα και παρατώντας τον φάκελο στο γραφείο ψέλλισε με έγνοια «Έπαθε κάτι η Μαντώ;».

«Όχι… δηλαδή… θα σας πω…» είπε με μυστηριώδη ύφος ο νεαρός άντρας και τον προέτρεψε να καθίσουν. Κάθισαν αντικριστά.

«Κύριε Γαλφυνέ…». Ο Μάρκος τον κοίταξε σαν να ‘ταν έτοιμος να λιποθυμήσει. Το σιχαινόταν αυτό το όνομα, το άκουγε πια σαν βρισιά. Όμως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ο πατέρας του, ο γιατρός Παύλου, τον παρακάλεσε να μη μαθευτεί ποτέ η αλήθεια, οπότε κλείδωσε κι αυτό το μυστικό στο κουτάκι του μυαλού του. Όπως και τη συζήτηση με τον αδερφό του, τον Ανδρέα, που πίστευε ότι η Έρση είχε πέσει θύμα δηλητηρίασης από αρσενικό.

«Εξέτασα τη σύζυγο σας σήμερα…» έκανε μια μικρή διακοπή ψάχνοντας τα λόγια του ο γιατρός. «Θα προσέξατε ότι η σύζυγος σας έκανε πολλούς εμετούς τελευταία…» παύση. Ο Μάρκος τον κοίταξε απορημένος, ο γιατρός έμοιαζε να περιμένει κάποια απάντηση.

«Ναι, είχατε πει από το χτύπημα…» τραύλισε έπειτα από λίγο και ξεροκατάπιε.

«Ναι, έτσι είχα πει. Βλέπετε είχε προηγηθεί το χτύπημα και γι’ αυτό δεν αξιολόγησα σωστά τα στοιχεία νωρίτερα. Συγχωρέστε με, είναι δικό μου λάθος, έπρεπε να το καταλάβω…» αποκρίθηκε ο γιατρός και απέφυγε το βλέμμα του. Κρύος ιδρώτας τύλιξε το κορμί του Μάρκου σαν σάβανο, τα χέρια του κρέμασαν στα μπράτσα της πολυθρόνας και περίμενε ξέπνοος. «Δεν αξιολόγησα σωστά τα σημάδια όπως σας είπα…» ξερόβηξε «Ειδάλλως θα είχα καταλάβει ότι όλες αυτές οι ζαλάδες, η μελαγχολία και οι εμετοί προέρχονται από κάτι άλλο…»

«Από κάτι άλλο;» επανέλαβε ο Μάρκος με έναν τόνο τρόμου. Λες αυτό το τέρας να κατάφερε να δηλητηριάσει και τη Μαντώ; Μα πώς; Σαν γύρισε από την Πρωτεύουσα μετά την κηδεία της Έρσης, ζήτησε από την Φιλίτσα να πετάξουν οτιδήποτε φαγώσιμο υπήρχε στο σπίτι.

«Ναι, δηλαδή από την κατάστασή της. Την αλλαγή κάποιων ουσιών στο αίμα της, των ορμονών, μάλιστα, από την αλλαγή των ορμονών…»

«Την αλλαγή ποιων;» ψέλλισε ο Μάρκος και τα μάτια του είχαν ανοίξει διάπλατα, ενώ προσπαθούσε μάταια να κρύψει τον πανικό του.

«Ναι…» ξερόβηξε ο γιατρός βάζοντας ξανά τα γυαλιά στη θέση τους που είχαν γλιστρήσει ακόμα μια φορά απάνω στην υγρή από τον ιδρώτα μύτη του.

«Την αλλαγή των ορμονών. Η κυρία Μαντώ είναι έγκυος και για αυτό…»

«Έγκυος;» επανέλαβε μηχανικά ο Μάρκος και το σαγόνι του κρέμασε. «Έγκυος;» είπε πιο δυνατά και ο γιατρός από απέναντι του χαμογέλασε ταπεινά.

«Άρα θα γίνει καλά, θα είναι καλά; Είναι καλά;» πρόσθεσε με αγωνία καθώς η ιδέα της Έρσης που πέθανε μέσα σε φρικτούς πόνους γεννώντας, πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό του, κάνοντας τον ιδρώτα του να παγώσει το κορμί του σαν κρύα κουβέρτα.

«Ναι, έτσι πιστεύω, είναι δυνατή, σκεφτόμαστε θετικά… Όλα θα πάνε καλά και σε έξι μήνες…» είπε με τόνο καθησυχαστικό ο γιατρός, απομακρύνοντας μια τούφα από το μάτι του και το κορμί του χαλάρωσε, ποτέ δεν ένιωθε άνετα όταν είναι να ενημερώσει τους οικείους ή τον ασθενή, δεν μπορούσε ποτέ να βρει τα κατάλληλα λόγια.

«Δεν το έχω ανακοινώσει ακόμα στη σύζυγό σας, σας περίμενα. Όποτε είστε έτοιμος…» είπε και το κορμί του τεντώθηκε πάλι σαν τόξο. Ο Μάρκος δεν κατάφερε να σηκωθεί, το κορμί του είχε μουδιάσει, το μυαλό του αναβόσβηνε.

«Σε έξι μήνες… Σε έξι μήνες…»

*****

Τα σκασμένα από το κρύο χέρια του, κράταγαν γερά τα βαριά ζεμπίλια, τα γεμάτα με οικοδομικά υλικά κι ανέβαινε ασθμαίνοντας τον γυμνό βράχο.

«Καλά είναι εκεί!» άκουσε μια φωνή πίσω του κι εκείνος αποκαρωμένος, άφησε τα ζεμπίλια να πέσουν από τα χέρια του. Κάθισε σ΄ ένα βράχο και έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα του, είχε λαχανιάσει και ανάσαινε βαριά από το στόμα. Η σκληρή δουλειά τόσων χρόνων είχε το τίμημά της, τα μαλλιά του είχαν γκριζάρει νωρίς και τα γένια έβγαιναν λευκά πια. Χτύπησε την άκρη του τσιγάρου του πάνω στο κουτί και το ΄φέρε στο στόμα του. Αναγκάστηκε να πάρει ανάσα από τη μύτη και τότε του ‘ρθε… Μια απαίσια, αηδιαστική αποφορά που σκάλωσε στον λαιμό του. Το αυστηρό, σμιλεμένο πρόσωπο, πήρε την έκφραση της αηδίας. Κοίταξε γύρω του για να εντοπίσει την πηγή της πτωματίλας, βάζοντας ταυτόχρονα το μαντήλι του πάνω στο στόμα του. Φαινόταν να προέρχεται από τα ερείπια του παλιού λοιμοκαθαρτηρίου, όπου φώλιαζαν μερικά κοράκια. Ανατρίχιασε. Δεν πίστευε στα φαντάσματα, αλλά τόση βρώμα; Ήταν λες και άνοιξαν οι τάφοι των μολεμένων. Προχώρησε με αβέβαια βήματα προς τα ΄κει όταν το είδε. Στην αρχή διέκρινε ένα ζευγάρι ακριβά, μαλακά παπούτσια και μετά τα πόδια, ή ό,τι είχε μείνει από αυτά, έπειτα το κορμί, κάποτε πρέπει να ‘ταν παχουλό και τέλος το κρανίο με τις άδειες κόχες και με μια τούφα μαύρα, κορακί μαλλιά, ν’ ανεμίζουν ανέμελα στο παγωμένο αεράκι.

«Εεε Μιχάλη!» άκουσε τη φωνή του Στάθη πίσω του. Κείνος κρατώντας ακόμα το μαντήλι σφιχτά στο πρόσωπό του, του ‘κάνε νόημα με το χέρι του να ‘ρθει, ενώ περιεργαζόταν τ’ απομεινάρια ενός ανθρώπινου πτώματος. Τα κοράκια είχαν αφαιρέσει την περισσότερη σάρκα και τα κόκκαλα άσπριζαν εδώ και κει. Ο Στάθης, ένας μικρόσωμος άντρας γύρω στα τριάντα, ντυμένος μ΄ ένα παλιό, ξασπρισμένο πουκάμισο κι ένα βρώμικο και ξεσκισμένο παντελόνι, εμφανίστηκε πίσω του, έχοντας χώσει το κεφάλι του στη γωνία του αγκώνα του. Κοίταξε το θέαμα και ένιωσε το στομάχι του ν΄ ανακατεύεται.

«Να ΄ναι αυτός;» ρώτησε έπειτα από λίγο.

«Μάλλον…». Οι δύο εργάτες γύρισαν την πλάτη και απομακρύνθηκαν όσο μπορούσαν πιο μακριά από την ανυπόφορη μυρωδιά. Τράβηξαν κατά την άκρη της βραχώδους ακτής και ρίξαν νερό στο πρόσωπό τους και τα χέρια τους.

«Τι θα κάνουμε;» ρώτησε πρώτος ο Στάθης.

«Τι να κάνουμε;» είπε ο Μιχάλης και κάθισε ανακούρκουδα.

«Θα τον πάρουμε μαζί μας;»

«Είσαι με τα καλά σου; Εγώ δεν μπαίνω μέσα στη βάρκα μ΄ αυτό! Εδώ με το ζόρι χωράμε εμείς!»

«Και τι θα κάνουμε;»

«Θα κάνουμε τη δουλειά μας. Θα φτιάξουμε το εικονοστάσι για τον καπετάν Μιχάλη και όταν γυρίσουμε θα ειδοποιήσουμε τον χωροφύλακα»

«Και θα μείνει εδώ;»

«Μια μέρα παραπάνω τι θα πάθει;»

«Θα ΄ναι μια μέρα;» είπε ο Στάθης και κοίταξε σκεφτικός τα μεγάλα, μολυβιά σύννεφα που σκέπαζαν τον ουρανό.

«Ο καιρός είναι έτσι περίεργος μέρες τώρα, όλο πάει για βροχή και βροχή δε ρίχνει»

«Και αν ρίξει σήμερα;» Ο Μιχάλης ανασήκωσε τους ώμους.

«Αν ρίξει σήμερα, καλύτερα. Εμείς να ΄χουμε τελειώσει και να ΄χουμε φύγει από τούτο το καταραμένο μέρος προτού ξεσπάσει πάνω στα κεφάλια μας και καταντήσουμε σαν αυτόν!» είπε ο Μιχάλης και έδειξε με το κεφάλι του προς το παλιό λοιμοκαθαρτήριο, που πίσω από τους μισογκρεμισμένους τοίχους του, έκρυβε το πτώμα του Νίκου. Ο Στάθης συμφώνησε σιωπηρά και σηκώθηκε. Τίναξε νευρικά τα καστανά μαλλιά του και απέμεινε για λίγο βουβός να κοιτάζει προς το μέρος του λοιμοκαθαρτηρίου, ενώ ο Μιχάλης έβγαζε ένα καινούργιο τσιγάρο και αφού το χτύπησε με την άκρη του στο τετράγωνο κουτί, το ΄βάλε στο στόμα του, το άναψε και ρούφηξε βαθιά τον καπνό ,προσπαθώντας να αποδιώξει τα τελευταία απομεινάρια της άσχημης μυρωδιάς. Έπειτα σηκώθηκε και το πρόσφερε στον Στάθη, που τράβηξε και αυτός μια γερή ρουφηξιά. «Φοβερό όμως εεε;» είπε ο Στάθης σκοτεινιασμένος.

“Ποιο;»
«Λέω, φοβερό… το να πεθάνεις έτσι, μες στην ερημιά… να σε φαν΄ τα όρνια…»
«Υπάρχουν και φοβερότερα…» έκανε μ ΄έναν ανυπόμονο τόνο ο Μιχάλης και πέταξε τη γόπα του στη θάλασσα χτυπώντας τη με το μεσαίο του δάκτυλο.
«Σαν τι;»
«Να ΄σαι ζωντανός… όταν ξεκινήσουν να σε τρων΄…»

*****

Η βαριά, ξύλινη πόρτα, έκλεισε μ ΄ένα σιγανό κλικ. Επιτέλους, σκέφτηκε ο Μάρκος και άρχισε ν΄ ανεβαίνει με ταχύ βήμα τις μαρμάρινες σκάλες. Ήθελε να φτάσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα στη Μαντώ. Της είχαν αναγγείλει την είδηση της εγκυμοσύνης μαζί με τον γιατρό και μετά από τόσο καιρό είδε τα μάτια της να λάμπουν ξανά από ευτυχία, το χαμόγελό της φώτισε το δωμάτιο, σαν το πρώτο φως της μέρας, δέχτηκε ακόμα και την αγκαλιά του χωρίς να τραβηχτεί και μετά ο γιατρός πήρε να της εξηγεί και να τους δίνει οδηγίες, τόσες που του φάνηκε πως το κεφάλι του κόντευε να εκραγεί. Μέχρι να φύγουν από το δωμάτιο, το χαμόγελο είχε κρυφτεί πάλι πίσω από κείνη την αδιαπέραστη γκρίζα κουρτίνα των τελευταίων εβδομάδων. Πριν βγουν της χαμογέλασε, μα ΄κείνη ήταν σαν να μην τον έβλεπε πια και τα μάτια της έμοιαζαν ανταριασμένα. Θα τη ζάλισε και αυτήν ο γιατρός, σκέφτηκε και έκλεισε μαλακά την πόρτα πίσω του, λέγοντας κάτι για να ξεκουραστεί. Ακόμα και καθώς συνόδευε ανυπόμονος τον γιατρό προς την πόρτα, εκείνος συνέχιζε να μιλάει ασταμάτητα και να βάζει τα γυαλιά στη θέση τους. Ούτε ήξερε τι του ΄λέγε, δεν τον άκουγε πια, αυτός το μόνο που σκεφτόταν ήταν ότι ήθελε να πάει γρήγορα στη Μαντώ, να την αγκαλιάσει, να τη φιλήσει, να της ζητήσει να τον συγχωρέσει, να της ορκιστεί ότι ποτέ ξανά δε θ΄ άφηνε κανένα να της κάνει κακό, ούτε σε ΄κείνη, ούτε στο παιδί τους, να τη διαβεβαιώσει ότι θα παλέψει γι’ αυτή και ότι δε θα την απογοητεύσει ξανά.

«Όχι, δε θα την απογοητεύσω ξανά…» είπε μέσα από τα δόντια του ο Μάρκος, φτάνοντας στο τελευταίο σκαλί. Κι εκείνος ο γιατρός, σκέφτηκε συγχυσμένος προχωρώντας γρήγορα στον μισοσκότεινο μακρύ διάδρομο, τον υποχρέωσε να πάνε μαζί ως το φαρμακείο για να πάρει τώρα σώνει και καλά ένα τονωτικό για τη Μαντώ. Λες και δεν μπορούσε να πάει η Φιλίτσα! Κι εκείνος πάλι ο φαρμακοποιός! του φάνηκε πως του πήρε αιώνες ώσπου να το φτιάξει. Είχε και τη Μαρία να τον τρελαίνει με τις ερωτήσεις και με πολύ κόπο κατάφερε να την αποτρέψει από το να ΄ρθει μαζί του. Τώρα θα το ξέρει όλο το νησί.

Έσφιξε το μικρό μπουκάλι στο αριστερό χέρι του, καθώς χτυπούσε μαλακά την πόρτα. Δεν περίμενε απάντηση. Άνοιξε την πόρτα και τα μάτια του πετάρισαν στο σκοτάδι, καθώς προσπαθούσε να διακρίνει τη φιγούρα της Μαντώς πάνω στο μεγάλο κρεβάτι. Ένα κρύο ρεύμα τον χτύπησε ξαφνικά και ίσα που πρόλαβε την πόρτα προτού κλείσει απότομα. Τι στο καλό! Ποιος άφησε ανοιχτή την μπαλκονόπορτα; Θα κρυώσει η Μαντώ, σκέφτηκε μπερδεμένος και προχώρησε προς τα εκεί. Οι βαριές κουρτίνες είχαν τραβηχτεί στην άκρη και σε κάθε κρύα πνοή του ανέμου χτυπούσαν υπόκωφα τα μανιασμένα τους φτερά. Το σκοτάδι τον τύλιξε στην απειλητική αγκαλιά του. Κοίταξε έξω από το μεγάλο παράθυρο. Μια λάμψη στο βάθος του ορίζοντα τον έκανε να πετρώσει. Το μυαλό του προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν εκείνη η εικόνα που αναβόσβησε για δεύτερα μπροστά στα μάτια του. Η υγρασία και η αλμύρα χάιδεψε το πρόσωπό του κάνοντας τον να ριγήσει, όταν η κουρτίνα άρχισε ξανά τον ξέφρενο χορό της χάρη σε μια σπιλιάδα. Η βροντή ήχησε υπόκωφη, κάνοντας τον να τιναχτεί. Αναβόσβημα και η καρδιά του έσβησε σχεδόν. Το μπουκάλι έπεσε από τα χέρια του και έγινε χίλια κομμάτια κι εκείνος όρμησε ξαφνικά μπροστά ξέπνοος πάνω από αυτά τα κομμάτια θρυμματίζοντάς τα, για να μη θρυμματιστεί. Να προλάβει… Αχ Θεέ μου, να προλάβει! Η προσευχή παίζει σαν χαλασμένη ταινία ξανά και ξανά. Λίγα δεύτερα πριν, λίγα δεύτερα μετά και η ζωή συνεχίζει να κυλά ή σταματά, για πάντα…

*****

Τα δάκτυλά του μπήχτηκαν με δύναμη μέσα στη σάρκα της, κάνοντάς τη να βογκήξει από τον πόνο. Το κορμί της τινάχτηκε μπροστά μ΄ ένα σπασμό, προσπαθώντας να ελευθερωθεί και για λίγο τα κατάφερε, κύλησε σαν το νερό μέσα από τα χέρια του, ώσπου τα δάκτυλα του να καταφέρουν να σταματήσουν αυτή της την κάθοδο. Τη γράπωσε δυνατά!

«Άσε με!» ούρλιαξε το φάντασμά του και τινάχτηκε ξανά.

«Ποτέ! Ποτέ ξανά!» βρυχήθηκε ο Μάρκος προσπαθώντας να βρει την ανάσα του. Άστραψε ένα φως, που πνίγηκε αμέσως από τα σκοτάδια, τόσο όμως όσο χρειαζόταν για να δει το αποφασισμένο της πρόσωπο. Τόσο όσο να δει το αποφασισμένο του πρόσωπο, την απόγνωση και την αγάπη στη ματιά του.

«Άσε με!» έσκουξε η Μαντώ, καθώς εκείνος σήκωνε απαλά το ξυλιασμένο κορμί της και την περνούσε πάνω από την κουπαστή του μπαλκονιού. Το όριό μου! Χάθηκε το όριό μου! Με τραβά πάλι μέσα! Ούρλιαζε μια φωνή μέσα στο μυαλό της. Τα χέρια της γρατσούνισαν μανιασμένα τον αέρα και τον βρήκαν στο μάγουλο. Τα χέρια του τυλίχτηκαν σφιχτά σαν τον κάβο γύρω από τη δέστρα, την έκλεισε στον ζεστό κόρφο του.

«Ποτέ ξανά!» της ψιθύρισε και με δυσκολία συγκράτησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης.

«Δεν καταλαβαίνεις!» του ούρλιαξε γυρνώντας προς το μέρος του και η φωνή της έσπασε. Φως, σκοτάδι. Τα μάτια υγρά και το βλέμμα της μανιασμένο. Τα μάτια του υγρά, μα το βλέμμα του πιο σίγουρο και ήρεμο από ποτέ. «Δε θέλω! Δε θέλω!» ξέσπασε η Μαντώ και τον χτύπησε με τη γροθιά της στον ώμο, μα ΄κείνος δε κουνήθηκε, ούτε χαλάρωσε τη λαβή του. «Δε θέλω να ζω έτσι!» είπε αδύναμα και χαμήλωσε το βλέμμα της.

«Εντάξει» είπε χαμηλόφωνα, σαν να μονολογούσε ο Μάρκος και χαλάρωσε το σφίξιμό του. «Καταλαβαίνω… σ΄ απογοήτευσα…» το κορμί του απομακρύνθηκε. Φως, σκοτάδι. Ένα ζευγάρι μάτια στο χρώμα του νεφρίτη απορημένα και ένα άλλο αποφασισμένο για όλα.

«Εσύ;» ψιθύρισε απορημένη η Μαντώ.

«Δε σε προστάτευσα… Στο υποσχέθηκα, μα δεν κατάφερα.»

«Στο ΄χα πει, μη δίνεις υποσχέσεις που δεν μπορείς να κρατήσεις…» είπε μ ΄έναν τόνο πίκρας η Μαντώ.

«Μα φτάνει πια, μη με τιμωρείς!» την παρακάλεσε πάνω από τον ήχο της βροντής κι έσκυψε το κεφάλι.

«Σε τιμωρώ; Εγώ; Πώς θα μπορούσα;» ο Μάρκος έμοιαζε να μην άκουσε τα λόγια της.

«Συγχώρα με! Συγχώρα με!»

«Μα για ποιο πράγμα;»

«Που δε σε πίστεψα για τον Νίκο, που σε υπέβαλα σε όλη αυτήν τη δοκιμασία, που δε σε προστάτεψα…».

«Όχι, όχι, όχι!» ψέλλισε η Μαντώ και έπιασε με τα χέρια της το κεφάλι του, αναζητώντας στα σκοτάδια το βλέμμα του. «…και συ τώρα, πήγες… Πήγες να κάνεις κάτι τέτοιο!» της είπε δείχνοντας της τη θάλασσα να λυσσομανά κάτω από την κουπαστή του μπαλκονιού. «Τόσο με μισείς, που δε σκέφτηκες ούτε τη ζωή του παιδιού μας;» συνέχισε να παραμιλά ο Μάρκος αποφεύγοντας το βλέμμα της και τα χέρια του κρέμασαν άτονα στο πλάι. Φως σκοτάδι, μάτια τρομαγμένα, κέρινο πρόσωπο, χείλη μισάνοικτα σε μια ικεσία και η ανάσα της Μαντώς κοφτή και γρήγορη. «Θα φύγω, θα ταξιδεύω, δε θα ξαναγυρίσω… μόνο ένα πράγμα, μόνο ένα πράγμα υποσχέσου μου, Μαντώ!» ύψωσε τη φωνή του προσπαθώντας να κρύψει τον ολοφάνερο σπαραγμό του και την έπιασε δυνατά από τους ώμους.

«Όχι, όχι, όχι! Δεν καταλαβαίνεις… Δε φταις εσύ!» επαναλαμβάνει συνέχεια η Μαντώ. Τα πάντα γυρνούσαν, ζαλιζόταν, το κορμί της μουδιασμένο από το κρύο και τα χείλη της να προφέρουν μόνο μια λέξη «Όχι, όχι, όχι…»

«Υποσχέσου μου!» φώναξε ο Μάρκος και δεν ξέρει ποιο την τράνταξε περισσότερο, τα λόγια του ή ο υπόκωφος ήχος της βροντής. «Δε θα ξανακάνεις κάτι τέτοιο, ποτέ! Ποτέ ξανά! Κι εγώ θα σε αφήσω ήσυχη…» είπε και την κοίταξε επιτέλους βαθιά στα μάτια. «Υποσχέσου το!» την πρόσταξε τραντάζοντας την ο Μάρκος. Φως, σκοτάδι και το βλέμμα της θολό, χαμένο τον τρόμαξε. «Μαντώ;» είπε με ικεσία. «Υποσχέσου ότι θα προστατέψεις το παιδί μας!» Το μπουμπουνητό σκέπασε το άγριο γέλιο της.

«Το παιδί μας!» έκρωξε «Το παιδί μας! Και αν δεν είναι το δικό μας παιδί; Δεν καταλαβαίνεις! Σου μιλώ και δεν καταλαβαίνεις! Δε μ΄ ακούς! Ποτέ δε μ΄ ακούς! Ακούς μόνο αυτά που θες. Κάνεις μόνο αυτά που θες. Είσαι ίδιος μ΄ αυτόν! Και ΄γω δε θέλω, δε θέλω να φέρω στον κόσμο ένα παιδί που θα ΄χει έστω και μια ρανίδα αίμα των Γαλφυνών κατάλαβες; Δε θέλω!»

«Τι λες;» η ανάσα του έγινε κοφτή, τα χέρια του μπήχτηκαν στους ώμους της «Γιατί να μην είναι δικό μας το παιδί;» Η Μαντώ κούνησε το κεφάλι της με απαξίωση. «Πάλι το κάνεις, πάλι ακούς όσα θες…» είπε μαλακά.

«Γιατί;» ούρλιαξε ο Μάρκος μες το πρόσωπό της και την γράπωσε με δύναμη.

«Στο σκάφος…» ψέλλισε η Μαντώ και η φωνή της πνίγηκε από ένα λυγμό. Φως σκοτάδι, η βροχή ξεκίνησε από τα μάτια της.

«Στο σκάφος;» επανέλαβε ο Μάρκος μην μπορώντας να καταλάβει και η φωνή του πνίγηκε από το μπουμπουνητό.

«Στο σκάφος… ο Νίκος… στο σκάφος… Το μωρό…» έφταναν μπερδεμένες στ’ αυτιά του οι λέξεις, καθώς η Μαντώ κάλυψε το πρόσωπό της, μην μπορώντας να τον κοιτάξει. Ο Μάρκος την έσφιξε πάνω του και ρούφηξε τη μυρωδιά των μαλλιών της, αγριοτριαντάφυλλο με αρμύρα. Φως, εκεί που πήγε να βγάλει μια άκρη, σκοτάδι, μπερδεύτηκε πάλι. Η μπόρα ξέσπασε λυτρωτική πάνω από το μικρό νησί. Μα τίποτα από αυτά δεν είχε σημασία. Σημασία είχε να προστατέψει τη Μαντώ.

*****

Ο Μάρκος έκλεισε τα παντζούρια και ασφάλισε την μπαλκονόπορτα, έπειτα τράβηξε τις βαριές κουρτίνες που σύρθηκαν μ΄ ένα ελαφρύ σκούξιμο πάνω στο μεταλλικό κουρτινόξυλο και κάλυψαν το παράθυρο. Ο ήχος της βροχής και των μπουμπουνητών ακουγόταν καταπραϋντικός μετά από όλη αυτήν την ένταση. Έπειτα προχώρησε προς τον σκοτεινό όγκο της συρταριέρας και ψηλαφητά βρήκε τον διακόπτη για το φως. Κλικ και ένα ασθενικό, κίτρινο φως έσπρωξε τα σκοτάδια στις γωνίες. Γύρισε προς το μέρος της Μαντώς και το θέαμα τον τρόμαξε, στεκόταν ακίνητη, κέρινη, με μάτια που γυάλιζαν, σαν τα μάτια των βαλσαμωμένων ζώων, τα καστανά, κυματιστά μαλλιά της και το λεπτό, μεταξωτό νυχτικό της ήταν βρεγμένα. Άνοιξε τη συρταριέρα και έβγαλε μερικές πετσέτες και την τύλιξε.

«Καρδιά μου;» της ψιθύρισε μελιστάλακτα κι εκείνη τον κοίταξε σαν να τον έβλεπε μόλις. Πήγε να της βγάλει το βρεγμένο νυχτικό, μα στο άγγιγμά του τραβήχτηκε πίσω σαν τρομαγμένο ζωάκι. «Πρέπει να το βγάλεις, είναι βρεγμένο…» είπε μαλακά ψάχνοντας το βλέμμα της, μα εκείνη απλά στεκόταν εκεί και δε κουνιόταν. «Δε μ΄ έχεις συγχωρέσει…» συμπέρανε και τον έπνιξε το παράπονο, καθώς δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του. Η Μαντώ έγειρε το κεφάλι της και τον κοίταξε ερωτηματικά, μα ΄κείνος τράβηξε το βλέμμα του.

«Δεν υπάρχει τίποτα να σου συγχωρήσω!» είπε ξαφνικά με τραχιά φωνή η Μαντώ και συνέχισε να τον κοιτά μπερδεμένη.

«Τότε γιατί;» ξέσπασε εκείνος το παράπονό του.

«Τι γιατί;»

«Γιατί δε μ’ αφήνεις να σ’ ακουμπήσω, να σ’ αγκαλιάσω;»

«Εγώ δε σ’ αφήνω;»

«Τραβιέσαι…» της είπε με παράπονο ο Μάρκος. Η σιωπή τους πλάκωσε βαριά. Για πρώτη φορά η Μαντώ συνειδητοποιήσε ότι αυτή ήταν που τον απόδιωχνε κι όχι αυτός.

«Ντρέπομαι…» ψέλλισε νευρικά η Μαντώ και κοίταξε πέρα μακριά.

«Ποιον;» ήταν σειρά του Μάρκου τώρα να την κοιτάξει απορημένος.

«Σιχαίνομαι…» αποκρίθηκε σιγανά σαν να μονολογούσε εκείνη.

«Εμένα…» συμπλήρωσε θλιμμένα ο Μάρκος.

«Εμένα!» έκανε με έμφαση η Μαντώ και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια.

«Γιατί;» την ρώτησε έκπληκτος.

«Για τότε, για τον οξαποδώ… για όλα αυτά που ‘γίναν… Που τον άφησα να κάνει και…» ο Μάρκος ένιωσε το σαγόνι του να κρεμά, μα γρήγορα ξαναβρήκε την ψυχραιμία του.

«Μαντώ τι νομίζεις ότι συνέβη εκείνη τη μέρα;»

«Δεν ξέρω, δε θυμάμαι πολλά. Μα αυτά που θυμάμαι…» είπε εκείνη και του γύρισε την πλάτη, ενώ πήρε να σκουπίζεται νευρικά.

«Πώς; Μα και βέβαια! Γι’ αυτό έλεγες όλα αυτά έξω! Δε συνέβη, με ακούς; Όχι μόνο δε συνέβη, αλλά αν δεν ήσουν εσύ, εγώ τώρα θα ΄μουν νεκρός, ακούς;» είπε και την έπιασε από τους ώμους και την έσφιξε πάνω του.

Η Μαντώ γύρισε, τα μάτια της φωσφόριζαν από τα δάκρυα.

«Δε συνέβη… Δεν πρόλαβε…» της επανέλαβε και έχωσε το πρόσωπό του δίπλα στο δικό της.

«Εγώ… τον θυμάμαι…»

«Δεν πρόλαβε…» της είπε με σιγουριά κοιτώντας τη στα μάτια.

«Και το μωρό;»

«Άκουσέ με! Πιστεύεις ότι αυτό το μωρό μπορεί να είναι του Νίκου;» τη ρώτησε μαλακά, γραπώνοντας τα μπράτσα της και αναζητώντας το βλέμμα της. Το κλάμα της έγινε πιο γοερό και προσπαθούσε να ξεφύγει από τη λαβή του.

«Άκουσέ με!» μαλάκωσε ακόμα πιο πολύ τη φωνή του, αλλά μιλούσε δυνατά για να ακούγεται πάνω από τα αστραπόβροντα.

«Ο γιατρός είπε ότι είσαι σχεδόν τριών μηνών, τριών…»

Ξαφνικά η Μαντώ σταμάτησε να παλεύει.

«Τριών…» επανέλαβε σαστισμένη.

«Ναι… τριών» επιβεβαίωσε ο Μάρκος.

Την αγκάλιασε κι εκείνη άρχισε να κλαίει ξανά σιγανά, σαν τον ήχο της βροχής που ακουγόταν τώρα πιο μαλακός απ’ έξω. Ο Μάρκος ένιωσε τη γλώσσα του να λύνεται, πήρε να της λέει όλα όσα έγιναν εκείνη την ημέρα, δίχως ψέματα και γαρνιτούρες κι όσο της μίλαγε τόσο μέρωνε η Μαντώ.

«Είμαι τόσο ανόητος…» κατέληξε μαλακά ο Μάρκος και τη φίλησε στα μαλλιά. Η Μαντώ ρούφηξε ηχηρά τη μύτη της.

«Και σαν να μην έφθανε που τον άφησα να φύγει, έκανα το ίδιο λάθος για το οποίο σε κατηγόρησα τότε με την Έρση… Αν σου είχα μιλήσει, αν… Κι έχω τόσα να σου πω! Από πού να ξεκινήσω!»

«Δεν το έκανες μόνο εσύ… Κι εγώ δε σου μίλησα… Δε σου ‘πα… Πονούσε πολύ…»

«Ναι καρδιά μου, πονούσε… Αλλά αν είχαμε μιλήσει νωρίτερα, θα είχαμε αποφύγει όλον αυτόν τον πόνο!»

Η Μαντώ κούνησε το κεφάλι της καταφατικά και σκούπισε τα μάτια της με την ανάστροφη του χεριού της.

«Θα μ’ άκουγες όμως;» είπε με παράπονο η Μαντώ και ρούφηξε τη μύτη της «ή θα άκουγες πάλι όσα εσύ θες ν ΄ακούσεις;»

«Έχεις δίκιο, πρέπει να μάθω να σε ακούω. Δεν είμαι πια μόνος… Κι εσύ πρέπει όμως ν’ απαιτείς να σ’ ακούω!»

«Δε νομίζω να σε βολεύει αυτό!» είπε η Μαντώ και χαμογέλασε καθώς τον έσφιγγε πάνω της. Ο Μάρκος χαμογέλασε και αυτός.

«Ναι, μάλλον δε θα με βολεύει… Αλλά δεν έχει σημασία τι βολεύει εμένα, μα το τι θα κάνει την οικογένεια μας ευτυχισμένη».

Την τράβηξε πίσω και κοίταξε το λευκό πρόσωπό της.

«Μαντώ!» είπε μαλακά «Όλα θα πάνε καλά από εδώ κι εμπρός. Σου υπόσχ… » Η Μαντώ έβαλε το χέρι της και σκέπασε το στόμα του.

«Σσσ! Τέλος οι υποσχέσεις! Ώρα για πράξεις! Σ’ αγαπώ, μ’ αγαπάς! Ας προσπαθήσουμε να φτιάξουμε μια όμορφη οικογένεια χωρίς μυστικά και ψέματα! Ως εδώ! Ας παραδώσουμε ένα αμόλυντο όνομα στο παιδί μας, για το οποίο θα είναι περήφανο και που θα συνδέεται με την εντιμότητα και την καλοσύνη…»

«Μμμ… τώρα… Σχετικά με το όνομα και τα… μυστικά, πρέπει να μιλήσουμε…. Αλλά πραγματικά πιστεύω πως θα τα καταφέρουμε αν είμαστε μαζί!»

«Αυτό μου αρκεί! Τώρα κράτα με αγκαλιά…»

«Ναι, μαζί… Μόνο μαζί από εδώ και πέρα και θα τα καταφέρουμε!»

«Το πιστεύω!» του ψιθύρισε η Μαντώ καθώς ένωναν τα χείλη τους.

ΤΕΛΟΣ

Αναστασία Χ.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading