,

Το άλλο μου κορίτσι

Μούλιασε το γράμμα στα γερασμένα χέρια του Πέτρου. Χαράχτηκαν όλα στο μυαλό του και δεν τον ένοιαξε που έλιωσε ολόκληρο. Δεν έκλαψε έτσι που πέρασε δύο πολέμους, δικτατορία, κατοχή, πείνα και ξύλο, διωγμούς. Κουτσός και κατατρεγμένος, έφυγε από την πατρίδα του, τη Μικρά Ασία, έφτασε με τη γυναίκα του μονάχα στην Κρήτη, γιατί το μονάκριβο κορίτσι του, η Κατερινούλα, ατιμάστηκε και σφαγιάστηκε από τους Τούρκους. Λίγα χρόνια άντεξε μετά από αυτά η μάνα, η Ευαγγελία. Πρώτα αρρώστησε το μυαλό για να σταματήσει να τα θυμάται και μετά σταμάτησε και η καρδιά της. Έτσι έζησε μόνος την υπόλοιπη ζωή του με τους δύο αγγέλους του να τον προσέχουν από ψηλά. Δεν έκλαψε έτσι, γιατί ήξερε ότι αργά ή γρήγορα θα τις ξαναδεί, καρτερούσε τη στιγμή εκείνη. Έφτασε τώρα στα 93 του να κλαίει σαν μωρό, μαθαίνοντας κάτι που δεν θα ευχόταν ποτέ να μάθει, ότι έχει άλλη μία κόρη.

Η Ευαγγελία γέννησε στη Σμύρνη δύο κορίτσια, ένα ζωντανό και ένα πεθαμένο. Έτσι τουλάχιστον είπε η μαμή. Την ώρα που έφευγαν στη Σκάλα και αφού είχαν σφάξει το Κατερινιώ, η Ευαγγελία την είδε ολοζώντανη να φεύγει με μια οικογένεια που φαινόταν πολύ πλούσια. Νόμιζε ότι έβλεπε το φάντασμα της κόρης της, ντυμένη στα βελούδα και τις δαντέλες και με τα χρυσά της μαλλιά λυτά και κορδέλες να ανεμίζουν από το όμορφο φόρεμά της. Γύρισε και την κοίταξε και τα μάτια τους συναντήθηκαν. Ήξερε η μάνα ότι αυτό το πλάσμα το έβγαλε από την κοιλιά της. Την έχασε εκεί στη Σκάλα για δεύτερη φορά.

Τα έγραψε σε ένα γράμμα και τα φύλαξε πολύ καλά σε ένα μπαούλο. «Σε μια στιγμή διαύγειας, θυμήθηκα ότι είδα το κορίτσι στην Σκάλα. Μα εδά είναι αργά να στο πω. Πεθαίνω, το ξέρω, γιατί είδα το Κατερινιώ μας και τους συγγενείς μας. Όταν βλέπεις νεκρούς τους ζωντανούς, είναι η ώρα σου. Δεν έχω ελπίδα, μόνο ξέρω ότι εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ του 1900, γέννησα δύο ζωντανά κορίτσια. Σε ευχαριστώ που διάλεξες εμένα για γυναίκα σου και εγώ μόνο εσένα θα διάλεγα. Πέτρο μου, να με θυμάσαι…».

Απελπίστηκε, γιατί τώρα, στο τέλος της ζωής του, δεν είχε χρόνο για μια νέα αρχή. Έπιασε το καλό του σακάκι, εκείνο που φορούσε τις Κυριακές και έκλεισε το μπαούλο. Ίσα που είχε αρχίσει να ξημερώνει και ν’ ανοίγει το σκούρο μπλε τ’ ουρανού. Φύσηξε το κερί και έπιασε το μπαστούνι του. Κίνησε σιγά σιγά για την εκκλησία να πετύχει τον παπά πριν τον Όρθρο. Καλημέριζε τους χωριανούς που συναντούσε στα σοκάκια και τάχυνε το βήμα για να φτάσει πρώτος στην Παναγία.

Είδε τον παπά, πήρε την ευχή του και του ζήτησε να μείνει μετά τη Λειτουργία να του μιλήσει. Αφού τα είπανε όλα και πήρε την άδεια του κυρ Πέτρου, πήγε ο παπάς στο σπίτι της κυρά Κατίνας, που είχε υιοθετήσει ένα ορφανό που το φέρανε από τα Χανιά. Ήταν πια μεγάλη γυναίκα. Πολύ έξυπνη, πάνω κάτω ίδια ηλικία θα ήταν σήμερα και το Κατερινιώ αν ζούσε. Ήρθαν πρόσφατα στο χωριό από την πόλη για να κάνουν καλά γεράματα.

Αφού βοήθησε την κυρά Κατίνα να ανακαθίσει στο ντιβάνι, έφερε ένα ποτήρι νερό και γλυκό του κουταλιού να τρατάρει τον παπά. Εκείνος μπήκε αμέσως στο θέμα και ρώτησε το Λενιώ αν θυμόταν άλλα μικρά κορίτσια να φτάσανε μαζί με εκείνη στη Σούδα και συγκεκριμένα με ανοιχτόχρωμα μαλλιά.

«Πώς δεν θυμάμαι; Φυσικά και θυμάμαι, ένα κορίτσι με τέτοια μαλλιά και το θυμάμαι γιατί δεν ήταν το χρώμα στα μαλλιά, αλλά ότι κυμάτιζαν σαν να ήταν καμωμένα από μετάξι. Και το φόρεμά του ήταν τόσο ακριβό και όμορφο! Παρά την ταλαιπωρία μας ξεχώριζε, γιατί για αυτό το κοριτσάκι ήταν σίγουρα η πρώτη ταλαιπωρία στη ζωή της. Όταν έφυγα στα δώδεκα μου ήταν ακόμα εκεί. Μετά από τόσα χρόνια όμως δεν ξέρω, παπά μου…».

«Το σπίτι της το ξέρεις;»

«Το ξέρω».

«Καλώς, ευχαριστώ, θα σμίξουμε ξανά σύντομα».

Έζωσε τις άκρες από το αντερί στις τσέπες, περπάτησε σχεδόν όλο το χωματόδρομο, έκοψε ανάμεσα από τα λιόφυτα και βγήκε στο λόφο, στο ταπεινό σπιτάκι του κυρ Πέτρου. Άνοιξε την πόρτα της αυλής και τον βρήκε καθισμένο σε ένα μπεντένι να κοιτά απορροφημένος τη λεμονιά.

«Ήρθα να σου πω τα νέα» ανήγγειλε ο παπάς.

«Γρήγορα πας παπά και δεν σε προλαβαίνω στο τρέξιμο» γέλασε το Λενιώ και κράτησε τον μπέτη της να ηρεμήσει από το λαχάνιασμα. Κοίταξε μήπως έσκισε το φόρεμά της στο πλάι, αλλά της φάνηκε. Το ίσιωσε και συμμάζεψε κάποιες τούφες που ξέφυγαν από τον κότσο της.

«Λενιώ, τι κάνεις εδώ;»

«Σ’ ακολούθησα, εσύ το ‘πες παπά ότι θα ξανασμίξουμε σύντομα. Ήθελα να σου πω κυρ Πέτρο ότι θα πάμε να βρεις την κόρη σου!».

«Γιατί να το κάνεις αυτό;» την ρώτησε.

Τον κοίταξε που προσπαθούσε να φτάσει τη μπαστούνα του για να σηκωθεί να την χαιρετήσει. Ήταν κάτασπρα τα μαλλιά, τα φρύδια και τα γένια του. Μικρόσωμος ήταν και αδύνατος, μα γερό σκαρί και μεγάλος στο ανάστημα ψυχής γεμάτη αγάπη, μοναξιά και πόνο.

«Γιατί και εγώ έχασα την οικογένειά μου και αν ζούσε ο πατέρας μου θα ήθελα να με ψάξει».

«Και πώς θα πάμε παιδί μου στην άλλη άκρη της Κρήτης, με το μπαστούνι για με το γάιδαρο;»

«Με το λεωφορείο βρε παππού!»

«Είσαι κουζουλό μωρέ που θα μπω εγώ μέσα σε αυτό το πράγμα; Και την κυρά σου ποιος θα την ξανοίγει όσο θα λείπουμε;»

«Η παπαδιά την αγαπάει πολύ, με χαρά θα την πάρουμε στο σπίτι» πρότεινε ο παπάς.

«Ωραία τα κανονίσατε, μπράβο» έδωσε μια στο γόνατό του ο κυρ Πέτρος, που έτρεμε από φόβο, μα και από συγκίνηση.

«Τι φοβάσαι πιο πολύ; Να πας ή να σε δει;»

«Να με δει και να μη με θέλει ή να μην προφτάσω. Δεν κατέχω αν μου φτάνουν οι μέρες, δεν μου τα είπε καλά ο γιατρός τις προάλλες. Μα το νοιώθω και εγώ ότι κοντοζυγώνει η ώρα μου. Και η τελευταία μου επιθυμία είναι να ήταν ενωμένη η οικογένειά μου» κούνησε καταφατικά το κεφάλι και συμφώνησε σιωπηλά.

Σπρωχτός πέρασε την πόρτα του λεωφορείου. Πρέπει να είπε εκατό φορές ότι θα πεθάνει στη διαδρομή. Ούτε αυτός ήξερε πού έβρισκε πια τόση δύναμη. Κρατιόταν απ’ όπου έβρισκε και συχνά πυκνά έσφιγγε και το σταυρό στο λαιμό του. Κάνανε στάση στο Ηράκλειο και ξανά τα ίδια, σπρωχτός να μπει πάλι μέσα στο επόμενο λεωφορείο. Δεν γλύτωσαν βέβαια ούτε το περπάτημα, ούτε το γαϊδουράκι. Αιώνας του φάνηκε μέχρι να φτάσουν στα Χανιά και να βρουν κάποιον γνωστικό να τους κατατοπίσει.

Το Λενιώ ένιωθε μεγάλη νοσταλγία που γυρνούσε στα παλιά της λιμέρια. Σε όλη τη διαδρομή κοιτούσε έξω από το παράθυρο τα όμορφα τοπία που περνούσαν μπροστά της και δεν πίστευε πόσο είχαν αλλάξει τα πράγματα στο Νησί. Κοίταξε τα χέρια της, τις ροζιασμένες παλάμες της και σαν ταινία πέρασαν μπροστά από τα μάτια της όλες οι δουλειές που έκανε με αυτά τα χέρια στην ζωή της. Τα χώματα που όργωσε, τα ζαρζαβατικά που φύτεψε, τα αλεύρια που έπλασε, τα λουλούδια που έκοψε, τα υφάσματα που έραψε, τα εργαλεία, τα τσικάλια… ώσπου η θύμησή της τα έκανε μικρά και παιδικά όταν τα χάιδευε η μάνα της.

Έκατσαν στην πλατεία και όταν ο κυρ Πέτρος παρατήρησε τα μαύρα της μάτια να βουρκώνουν, προσπάθησε να της αποσπάσει την προσοχή εξιστορώντας το ατύχημα που είχε νέος και του κατάντησε κουτσό το πόδι. Έπιασε το μπαστούνι που τον συντρόφευε πάνω από μισό αιώνα και πλησίασε τον ευγενικό κύριο που θα τους βοηθούσε, μιας και ήξερε λόγω δουλειάς πολλά ονόματα όπως του είπε το Λενιώ. Κρατούσε έναν κατάλογο και έψαξε μέσα στο επίθετο που του είπαν. Μερεσχετζή, έδωσε το δικό του, μιας και δεν ήξερε πράμα άλλο. Εκείνος τους έγραψε μια διεύθυνση σε ένα κομμάτι χαρτί, ζήτησε συγγνώμη και έφυγε.

Οι οδηγίες τους έβγαλαν στο νεκροταφείο σε ένα μνήμα που είχε ημερομηνία 23-3-1945, το αρχικό γράμμα Ε και το δικό του επίθετο.

«Γιατί μας έστειλαν εδώ; Δεν κατέχω τι γίνεται, τι είναι αυτό που βλέπω;» μουρμούρισε και σούφρωσε τα χείλια.

Δεν ήξερε το Λενιώ αν ήταν θυμός ή θλίψη αυτό που τον κατέκλυσε, μα τον αγκάλιασε σφιχτά και του ζήτησε να φύγουν. Σκέφτηκε ότι έγραψαν στο κορίτσι το αληθινό του επίθετο για να το βρει ο πατέρας του μια μέρα. Ήθελε να του πει πως δεν έκαναν λάθος, αλλά δεν τόλμησε. Έτρεμε ολόκληρος σαν το ψάρι και το βλέμμα του άδειασε μονομιάς σαν να έχασε το φως του. Τρόμαξε το Λενιώ ότι θα της μείνει στα χέρια.

«Βοήθεια!» φώναξε όταν δεν μπορούσε πια να τον βαστάξει και λίγα μέτρα έξω από το νεκροταφείο σωριάστηκαν και οι δύο στο χορτάρι.

«Δώσε μου το χέρι σου» της είπε μια γυναίκα που έτρεξε κοντά τους κρατώντας λουλούδια.

«Στο παγκάκι» έδειξε με ένα νεύμα το Λενιώ και τον πήραν σηκωτό από τους ώμους.

«Πιείτε λίγο νερό» είπε η γυναίκα, αλλά βλέποντας να μην αντιδρά, έβρεξε τα χέρια της και δρόσισε το κάτασπρο πρόσωπό του.

Νιώθοντας τα χάδια στο πρόσωπό του, συνήλθε και άνοιξε τα μάτια του.

«Το άλλο μου κορίτσι…» μουρμούρισε και χαμογέλασε.

«Εσύ είσαι πατέρα; Με γνωρίζεις;» του απάντησε η γυναίκα με τα κατάξανθα μαλλιά.

«Ναι, εσύ με ξέρεις; Πώς σε βγάλανε;» την ρώτησε.

«Αναστασία με βγάλανε. Μου το εξομολογήθηκε ο πατέρας μου όταν πέθαινε πριν τρία χρόνια. Ζήτησε να γράψουν στο μνήμα το δικό σου επίθετο. Γιατί είπε αν το θέλει ο Θεός και με ψάξεις, να το βρεις το σημάδι και να σμίξουμε. Εγώ έρχομαι κάθε μέρα στο μνήμα και του φέρνω λουλούδια και ανάβω το καντήλι του».

«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαρούμενος είμαι που σε βλέπω! Ίδια στην ομορφιά είσαι με την συγχωρεμένη την μάνα και την αδερφή σου» άνοιξε τα χέρια του και την έκλεισε στην αγκαλιά του.

«Σαν να γύρισε τον κόσμο ήταν για αυτόν αυτό το ταξίδι» γέλασε το Λενιώ χαρούμενη και εκείνη που τα κατάφεραν. «Τώρα χρειάζεσαι και λίγη ανάπαυλα. Τι θα κάνουμε τώρα κυρ Πέτρο; Θα γιαγύρουμε στην Γεράπετρο;».

«Θα δούμε, Λενιώ μου. Έχει ο Θεός, παιδιά μου, έχει ο Θεός!».

C.C.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading