,

Το εξυπνότερο τέρας

Του βγάζουν την μαύρη σακούλα από το κεφάλι και ο Αλέξανδρος ανοίγει τα μάτια του, αλλά η πρώτη πραγματική ριπή στις αισθήσεις του, έρχεται από τη μπόχα που αναδύεται. Του παίρνει μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να συνηθίσει το φως. Βλέπει ένα γυμνό χώρο, χωρίς ιδιαίτερο στολισμό, με γκρίζους τοίχους, μεγάφωνα και κάμερες. Δεν υπάρχει θέρμανση, κάνει κρύο. Απέναντί του, ψηλά, πίσω από μια τζαμαρία, υπάρχει μια αίθουσα. Άνθρωποι με κοστούμια κάθονται σε καρέκλες. Δεν μπορεί να διακρίνει τα πρόσωπά τους, πάντως είναι βέβαιος πως είναι άντρες και γυναίκες –δύο από αυτές φοράνε φούστες.

Όμως, μπορεί να δει εξαιρετικά καλά τους τέσσερις μαυροντυμένους τύπους που στέκονται κοντά του. Οι στολές τους δεν έχουν διακριτικά, είναι υφάσματα φτιαγμένα για να εξασφαλιστεί η ανωνυμία. Ο καθένας τους έχει δύο θήκες με πιστόλια, ένα κλομπ και χειροπέδες. Τα πρόσωπά τους δείχνουν ετοιμοπόλεμα.

Η μυρωδιά είναι αυτή που τραβάει περισσότερο την προσοχή του. Γυρίζει. Βγάζει μια άψυχη κραυγή και κάνει πίσω. Μια τεράστια τρύπα στο πάτωμα, στρογγυλή σαν πλανήτης. Έχει βάθος γύρω στα δέκα μέτρα. Ο Αλέξανδρος καλύπτει τη μύτη του. Στον πάτο υπάρχει λάσπη και περιττώματα. Βασικά, δεν είναι σίγουρος πού αρχίζει το ένα και πού το άλλο. Εξογκώματα εδώ κι εκεί. Ένας μικρός κρατήρας παραπέρα.

Του έρχεται αναγούλα. Σκύβει για να κάνει εμετό, αλλά καταφέρνει να συγκρατηθεί. Τότε προσέχει πως φοράει μια λευκή κοντομάνικη μπλούζα, λευκό παντελόνι και άσπρα σαμπό.

Τι συμβαίνει; Η ερώτηση που θέτει εξ αρχής στον εαυτό του. Πού είναι τα ρούχα μου; Πού είναι ο χαρτοφύλακάς μου; Πού είναι;…

«Κύριε», ακούγεται μια φωνή. Γυναικεία. Στρέφεται και βλέπει μια γυναίκα σε εκείνη την αίθουσα. Είναι ντυμένη με νοσοκομειακή ποδιά. «Ξέρω πως έχετε πολλές ερωτήσεις, αλλά δυστυχώς δεν έχουμε το χρόνο για να σας απαντήσουμε. Ωστόσο», κάνει νόημα σε κάποιον παραδίπλα, «έχετε εσείς μια ερώτηση που πρέπει να απαντήσετε».

Ο Αλέξανδρος νιώθει το σώμα του να θέλει να εκραγεί.

Ένας άντρας φέρνει ένα μικρό αγόρι κοντά στη γυναίκα. Τα ρούχα… Η κορμοστασιά, το περπάτημα…

Και έπειτα η δακρυσμένη φωνή «Μπαμπά;»

«Θύμιο;» κάνει ο Αλέξανδρος. «Όχι! Όχι!»

Οι τέσσερις μαυροντυμένοι μπαίνουν μπροστά του και τον εμποδίζουν να φύγει. Ορμάει. Τον αρπάζουν και τον ακινητοποιούν. Κρατάνε το κεφάλι του ψηλά για να βλέπει τον γιο του. Αυτός τρέμει από οργή και απόγνωση. «Όχι! Αφήστε με!»

«Κύριε», λέει η γυναίκα. «Η ερώτηση που σας κάνουμε είναι η εξής, ποιος προτιμάτε να πέσει στην τρύπα; Εσείς ή ο γιος σας;»

«Όχι!» φώναξε ο Αλέξανδρος. «Αφήστε μας ήσυχους! Ποιοι είστε; Με ποιο δικαίωμα;…»

Οι μαυροντυμένοι χαμογελάνε, αλλά η λαβή τους δε χαλαρώνει.

«Κύριε, έχετε μία ευκαιρία. Αν δεν απαντήσετε στην ερώτηση, θα αποφασίσουμε εμείς. Ποιος θα πέσει στην τρύπα;»

Ο Αλέξανδρος δεν μπορεί να γλιτώσει ούτε τον εαυτό του, ούτε τον γιο του και κλαίει.

«Απάντα», λέει ο ένας μπράβος. «Δεν κάνει πλάκα. Κανείς μας δεν κάνει πλάκα».

Το εννοούν. Δεν τους ξέρει. Δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει, γιατί συμβαίνει, τι δουλειά έχουν αυτοί οι παλιάνθρωποι με έναν οικογενειάρχη και τον γιο του, αλλά ξέρει ότι θα βλάψουν και τους δύο, αν δεν απαντήσει.

Σταματάει την προσπάθεια να δραπετεύσει. Τον αφήνουν, αλλά δεν κάνουν πίσω. Ο Αλέξανδρος γυρίζει προς το λάκκο. Κοιτάζει. Μυρίζει. Νιώθει την αηδία ενός παιδιού όταν του λένε να φάει τα λαχανικά του. Δεν θέλει να μπει εκεί μέσα. Και σε καμία περίπτωση, δεν θέλει να ρίξουν τον Θύμιο εκεί μέσα. Είναι βρόμικα, μπορεί να σπάσει κάνα πόδι, ίσως…

Ο Αλέξανδρος γουρλώνει τα μάτια.

Ο κρατήρας μετακινήθηκε. Τη μια στιγμή είναι σε ένα σημείο και την επόμενη σύρεται ένα μέτρο πιο πέρα. Μετά λίγο ακόμα.

«Τώρα μάλλον ξέρεις ποιος πρέπει να πηδήξει εκεί, έτσι;» λέει ένας από τους μπράβους.

Ξέρει. Ναι, ξέρει. Δεν ελπίζει πως θα έρθουν να τους σώσουν. Κάτι του λέει πως έχουν φροντίσει τέτοιες λεπτομέρειες.

«Κύριε», λέει η γυναίκα. Έχει γλυκιά φωνή. Σέξι φωνή. Από το είδος που ένας άντρας θα ήθελε να ακούει μια ολάκερη ζωή. Από το είδος που ένα παιδί θα ήθελε να του νανουρίζει κάθε βράδυ ένα παιδικό τραγούδι. Γιατί να κάνει μια τέτοια δουλειά; Θα μπορούσε να είναι δασκάλα. Θα μπορούσε να συμβουλεύει ζευγάρια που έχουν προβλήματα στο γάμο τους. Θα…

Τι σημασία έχουν όλα αυτά τώρα;

Καμία.

Ο κρατήρας προχωράει λίγο ακόμα μέσα στο γλοιώδες έρεβος.

Μόνο ένα πράγμα μετράει τώρα.

Ο Αλέξανδρος γυρίζει και κοιτάζει τη γυναίκα. Ο γιος του είναι δίπλα της. Αυτή έχει βάλει το χέρι της γύρω από τους ώμους του. Ο Αλέξανδρος θέλει να ουρλιάξει να αφήσει ήσυχο το παιδί του.

Αντ’ αυτού, φωνάζει «Εγώ! Εγώ θα πέσω!».

«Έξυπνη απόφαση, κύριε», συμφωνεί η γυναίκα.

«Αλλά θέλω να αφήσετε τον γιο μου. Θέλω να ζήσει».

Μια στιγμή ησυχίας.

«Φυσικά», του λέει κι εκείνος ξέρει ότι λέει ψέματα.

Ο ένας από τους μαυροντυμένους, που μάλλον κάνει κουμάντο, τον πλησιάζει. «Εμπρός».

Ο Αλέξανδρος κοιτάζει μια τελευταία φορά τον Θύμιο. Γιε μου. Δεν το έχει πει ποτέ αυτό. Το λέει μέσα του και η καρδιά του γαληνεύει παραδεισένια. Είναι μόνο για μια στιγμή, αλλά αυτή η στιγμή είναι φτιαγμένη από τον Θεό.

Ο επικεφαλής λέει «Πήδα. Τώρα».

Το κάνει. Δεν το σκέφτεται άλλο, παρά γυρίζει και πάει στο χείλος του λάκκου και πέφτει. Δύο δευτερόλεπτα στον αέρα και μετά ακούγεται ένα πλατς!, σαν να σπας νερόμπομπα. Τα πόδια του Αλέξανδρου βυθίζονται, όπως και το κορμί του. Η όρασή του θολώνει ξανά. Αγχώνεται. Απλώνει τα χέρια και αναζητάει κάπου να πιαστεί.

Εν τω μεταξύ, οι κάμερες από πάνω εστιάζουν. Οι παρευρισκόμενοι κοιτάνε με ενδιαφέρον. Οι περισσότεροι είναι εδώ για να αποφασίσουν αν θα χρηματοδοτήσουν αυτό το πείραμα. Η γυναίκα με την λευκή ποδιά και ο τύπος που τώρα κρατάει τον Θύμιο, είναι οι βιολόγοι που περιμένουν με ανυπομονησία να δουν το επίτευγμά τους. Το πλάσμα που έχουν φτιάξει, το πρώτο του είδους του. Επιτέλους, θα το δουν να δρα απέναντι σε έναν άνθρωπο. Καλά τα ποντίκια (όσο ήταν μικρό), καλές οι γάτες και αργότερα ο κροκόδειλος. Τώρα το καινούργιο ον θα τα βάλει με το εξυπνότερο όλων.

Ο Αλέξανδρος ακουμπάει στον τοίχο. Είναι κρύος, όπως και αυτή η λάσπη. Ξύνει τις παλάμες του. Έπειτα, καθαρίζει όπως-όπως τα βλέφαρα και το πρόσωπό του. Παίρνει ανάσες από το στόμα, δεν αντέχει να μυρίσει αυτή τη μπόχα. Κουνάει τα πόδια και καταλαβαίνει πως δε φοράει πια τα σαμπό. Το πάτωμα από κάτω είναι συμπαγές και… Ο κρατήρας!

Τα μάτια του κινούνται σπασμωδικά. Μέσα στη σαπίλα, όλα μοιάζουν ίδια. Από ψηλά, διακρίνεις λεπτομέρειες, αλλά τώρα… Τώρα χρειάζεσαι βοήθεια για να καταλάβεις. Και ναι, ο Αλέξανδρος έχει την κατάλληλη βοήθεια.

Βλέπει ένα σημείο της λάσπης να μετακινείται. Απέχει γύρω στα τέσσερα μέτρα από αυτόν και πάει στα τρία μέτρα, με ένα παρατεταμένο φλατς!

Να πάρει!

Φλατς!

Δύο μέτρα.

Ο Αλέξανδρος σκαρφαλώνει. Στον τοίχο, υπάρχει μια μικρή εξοχή σαν μαρκίζα. Γύρω στα δέκα εκατοστά. Με πολύ κόπο, καταφέρνει να στερεωθεί στις μύτες των ποδιών του. Λάσπες πέφτουν από πάνω του.

Φλατς!

Είναι πολύ κοντά του. Διακρίνει κάποια άλλα σημάδια πάνω του, είναι ένας κορμός, μακρόστενος και παχύς. Ο Αλέξανδρος προσπαθεί να απομακρυνθεί, προχωρώντας προς τα δεξιά. Τα δάχτυλά του γλιστράνε, οπότε κινείται πάρα πολύ αργά, ακουμπώντας στον τοίχο. Δεν ξέρει τι είναι αυτό το πράγμα που ζει εκεί μέσα, αλλά πιστεύει πως δεν είναι φιλικό. Πιστεύει πως θέλει να τον σκοτώσει, να τον φάει.

Ο Αλέξανδρος κλαίει. Δεν θα ξαναδεί τον γιο του. Ούτε τη γυναίκα του. Ούτε κανέναν άλλο. Ξέρει ότι δεν θα μπορεί να αποφεύγει αυτό το τέρας επ’ αόριστον. Εκτός αν φανούν σπλαχνικοί εκείνοι, αλλά αυτό το ενδεχόμενο είναι τόσο πιθανό, όσο το να πέσεις γυμνός στις φλόγες και να περιμένεις να ζήσεις.

Φλατς!

Τον ακολουθεί. Αυτός περπατάει, ελπίζοντας να μη γλιστρήσει, ελπίζοντας να μην εξαντληθούν τα δάχτυλα των ποδιών του. Ιδρώνει.

Φλατς!

Οι παρευρισκόμενοι στην αίθουσα έχουν δει και τις άλλες φορές, με τα ζώα, πώς συμπεριφέρεται το πλάσμα. Ξέρουν ότι ο τύπος δεν θα επιβιώσει. Αυτό που περιμένουν πραγματικά είναι να δουν αν θα σκαρφιστεί κάτι. Δεν είναι χαζός, οι επιστήμονες δεν τον διάλεξαν τυχαία. Όχι εντελώς τυχαία, δηλαδή. Έχει ένα σωρό πτυχία και διοικεί μια επιτυχημένη επιχείρηση. Έχει φοιτήσει σε σχολεία για χαρισματικά παιδιά, το IQ του ξεπερνά κατά πολύ το μέσο όρο. Ίσως μπορέσει να σκεφτεί κάτι. Κι ίσως δουλέψει αυτό το κάτι. Για λίγο. Ακόμα και να τα καταφέρει, που δεν παίζει, θα τον σκοτώσουν. Κατ’ ανάγκη. Όπως και το γιο του.

Οι μαυροντυμένοι κοιτάζουν κι αυτοί, αλλά από πιο κοντά. Ακριβώς πάνω από το άνοιγμα. Σχολιάζουν. Χαμογελούν.

Φλατς!

Ο Αλέξανδρος αισθάνεται την κούραση. Την πίεση. Ψυχολογική και σωματική. Απλώνεται στο κορμί του. Τα χέρια του γλιστράνε στον τοίχο, δεν μπορεί να πιαστεί από πουθενά, γιατί δεν υπάρχει κάτι για να πιαστεί. Το πλάσμα είναι στο κατόπι του, κάτω από τη λάσπη. Μόνο το ρύγχος του φαίνεται κι αυτό όχι πολύ καλά.

Τι θα κάνω; Θα πηγαίνω έτσι συνέχεια;

Ξέρει ότι δεν θα χρειαστεί να συμβεί κάτι τέτοιο. Πόση ώρα να του μένει άραγε;

Ακούει τις κουβέντες των μπράβων. Τον περιγελούν. Τους μισεί. Μισεί όλους όσους βρίσκονται εδώ. Εκτός από τον γιο του. Όλοι οι άλλοι αξίζουν τα χειρότερα. Θέλει να τους πιάσει και να τους χτυπήσει τόσο άσχημα, που να μη μπορεί να τους αναγνωρίσει ούτε ο Θεός.

Τι τους έχει κάνει αλήθεια; Τι φταίει για να ζει αυτό τον εφιάλτη; Δεν αναρωτιέται για τον Θύμιο. Ξέρει ότι τον έχουν φέρει εδώ για να πιέσουν τον ίδιο. Θα μπορούσαν να πάρουν μόνο τον ένα από τους δύο και απλά να τον πετάξουν στο λάκκο. Αλλά όχι. Δεν θέλουν αυτό. Τότε τι θέλουν; ΤΙ ΘΕΛΟΥΝ, ΓΑΜΩΤΟ;!

Φλατς!

«Να το!» φωνάζει κάποιος από ψηλά.

Ορθώνεται. Λάσπες πέφτουν από το σώμα του και τώρα το βλέπει κανονικά, όπως είναι. Χριστέ μου! Είναι μακρύ σαν σωλήνας, γύρω στα τρία μέτρα. Από τα πλευρά του ξεπροβάλλουν δύο αιχμηρά χέρια. Το πρόσωπό του είναι τελείως αλλόκοτο, σαν ένας διαβολεμένος συνδυασμός φιδιού και δελφινιού. Μια διχαλωτή γλώσσα εμφανίζεται και εξαφανίζεται.

Τον κοιτάζει. Ναι, τον κοιτάζει. Δυο σχισμές για μάτια.

Ο Αλέξανδρος είναι ακινητοποιημένος. Παγωμένος. Οι παλμοί του ανεβαίνουν. Δεν υπάρχουν σκέψεις να τον απομακρύνουν από την πραγματικότητα. Δεν θα ξυπνήσει στο κρεβάτι του.

Ξεροκαταπίνει.

Το στόμα του τέρατος ανοίγει. Δύο σειρές δόντια. Η διχαλωτή γλώσσα. Το τέλος.

Οι μαυροντυμένοι κοιτάζουν με ανυπομονησία.

Οι παρευρισκόμενοι στην αίθουσα ξέρουν ότι τέλειωσε.

Ο Θύμιος κλαίει γοερά.

Το τέρας κατεβάζει το κεφάλι του και αρπάζει το κεφάλι του Αλέξανδρου. Η γλώσσα του θηρίου δεν είναι μαλακή ή αδύναμη, αλλά καταφέρνει να τρυπήσει το κρανίο και να συρθεί στον εκτεθειμένο εγκέφαλο. Του αρέσει η γεύση. Σηκώνει το θύμα του και το παρασέρνει στο βυθό του λάκκου. Λάσπες πετάγονται και τα φλατς! αναμειγνύονται με ήχους σαν να σκίζεις χαρτί.

«Ούτε ένας πανέξυπνος άνθρωπος δεν τα βάζει μαζί του», λέει ένας από τους παρευρισκόμενους.

«Μάλλον θα πρέπει να τους πηγαίνουμε σε πιο ανοιχτά περιβάλλοντα. Για να έχουν περισσότερες πιθανότητες», λέει η γυναίκα, ελπίζοντας να τσιμπήσουν το δόλωμα.

«Σκοτώσατε τον μπαμπά μου!» λέει ο Θύμιος και προσπαθεί να διαφύγει.

«Ήρεμα, μικρέ», λέει ο επιστήμονας που τον κρατάει. «Να τον αναλάβουν οι τύποι εκεί κάτω».

«Ναι, εντάξει…»

«Έι!» πετάγεται η γυναίκα με τη φούστα. «Κοιτάξτε».

Οι μαυροντυμένοι λένε για το πόσο γαμάτο και παλαβό είναι αυτό το εργαστήριο, τη στιγμή που αντιλαμβάνονται κάτι να έρχεται κατά πάνω τους.

Το τέρας αρπάζει τον πρώτο και τον κόβει στη μέση και φτύνει τα κομμάτια του. Οι άλλοι κάνουν να βγάλουν τα πιστόλια και να τρέξουν. Τους σκοτώνει διαδοχικά, τον ένα τον αποκεφαλίζει, έναν άλλο τον εκτοξεύει στον τοίχο και τον τελευταίο τον διαμελίζει.

Ο συναγερμός ουρλιάζει.

Οι παρευρισκόμενοι στην αίθουσα πάνε προς την πόρτα.

Το ον διαλύει τη τζαμαρία και σκοτώνει δύο με μια δαγκωνιά και μια μαχαιριά με το ένα χέρι του. Ακολουθεί τους άλλους και μετατρέπει τα εφαρμοστά, ακριβά τους ρούχα σε κουρέλια και τα σώματά τους σε σπασμένα, ματωμένα παιχνίδια.

Τελευταίους αφήνει τους επιστήμονες. Τους έχει στριμώξει σε μια αίθουσα συνεδριάσεων. Τρέμουν και κλαίνε. Ο άντρας σπρώχνει τη γυναίκα και εκείνη τον άντρα. Σε τι ελπίζουν, δεν ξέρουν.

Το ον ανοίγει το στόμα του.

Ουρλιάζουν.

Και μετά πεθαίνουν από τα δόντια του τέρατος.

Έπειτα, το τέρας επιστρέφει στην αίθουσα με τη σπασμένη τζαμαρία.

Ο Θύμιος βλέπει το ον.

Το ον κοιτάζει τον Θύμιο.

Ανοίγει το στόμα του.

«Γιε μου» λέει και ο Θύμιος αναγνωρίζει τη φωνή του πατέρα του.

Τάκης Κομνηνός

——————————————————————————————————
Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/ 
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/

2 απαντήσεις στο “Το εξυπνότερο τέρας”

Απάντηση σε thebluezΑκύρωση απάντησης


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading