,

Μέχρι το τέλος δεν συμφωνήσαμε;

-Πού στο καλό έχεις βάλει το άσπρο μου πουκάμισο;

-Μη μου φωνάζεις εμένα! Σου είπα ότι το έκανα ξεσκονόπανο!

-Ξεσκονόπανο το καλό μου το πουκάμισο;

-Ποιο καλό; Που το φορούσες κι ήσουν σαν τον πιγκουίνο τρομάρα σου!

-Πάλι να με διαολίσεις θες, αλλά δεν θα σου περάσει! Δεν θα μου χαλάσεις εμένα τη μέρα!

-Εσύ μου χάλασες ολόκληρη τη ζωή μου και δεν μιλάω!

-Φτάνει με την γκρίνια σου και σήκω να πιούμε καφέ, μεσημέριασε.

-Να πιεις μόνος σου, δεν σηκώνομαι, δεν κοιμήθηκα καλά το βράδυ.

-Πάλι μόνος μου; Σήκω κι άσε τα πείσματα!

-Δεν μπορώ, άσε με!

Την κοίταξε ανέκφραστα και βγήκε απ’ την κρεβατοκάμαρα. Προχώρησε ανόρεχτα στην κουζίνα κι έβαλε καφέ στο μπρίκι. Την ώρα που τον ανακάτευε, γύρισε το βλέμμα του στο παράθυρο και κοίταζε το δρόμο. Παιδιά περνούσαν με τις τσάντες στον ώμο, παρέες που γελούσαν και πείραζαν το ένα το άλλο. Λίγο πιο πίσω κι ένα ζευγαράκι που κρατιόταν δειλά απ’ το χέρι. Είδε την κοπελίτσα πόσο τρυφερά τον κοιτούσε κι ο νεαρός μετρούσε με το βλέμμα του τα πλακάκια στο πεζοδρόμιο. Χαμογέλασε νοσταλγικά. Σχολείο πήγαιναν κι εκείνοι όταν γνωρίστηκαν κι έτσι με λατρεία τον κοιτούσε κι εκείνη. Κι εκείνος παρίστανε τον σοβαρό και στην αρχή απέφευγε το βλέμμα της. Ποτέ του δεν της εκμυστηρεύτηκε πως ντρεπόταν να την κοιτάξει, μην και δει πως έλιωνε στο βλέμμα της. Ήταν και άντρας τρομάρα του!

-Αι στο καλό πια! φώναξε και πέταξε το μπρίκι στο νεροχύτη

Την άκουσε να σηκώνεται απ’ το κρεβάτι και να πηγαίνει στην κουζίνα. Ακούμπησε τα χέρια της στο τραπέζι και τον κοίταξε για λίγο χωρίς να μιλάει. Την κοίταξε κι εκείνος και κατέβασε το βλέμμα σαν παιδί που έχει κάνει σκανταλιά και το έχει πάρει χαμπάρι η μαμά του. Και τότε εκείνη γέλασε, άρχισε να γελάει δυνατά, χωρίς σταματημό κι εκείνος συνέχισε να την κοιτάει και σαν να φώτισαν τα μάτια του.

-Αφού ξέρεις… μόνος μου ούτε έναν καφέ μπορώ να φτιάξω! της είπε απολογητικά

Πήγε προς το μέρος του και τον φίλησε τρυφερά στο μάγουλο. Του έκανε ένα νεύμα να καθίσει και πήρε στα χέρια της το μπρίκι, το ξέπλυνε και το γέμισε με νερό.

-Κάνε και για σένα έναν κορίτσι μου να τον πιούμε παρέα…

Τοποθέτησε προσεχτικά τα λευκά φλιτζάνια στο λουλουδάτο τραπεζομάντηλο και κάθισε απέναντί του. Η μυρωδιά του καφέ γέμισε το χώρο και τις καρδιές τους. Τα βλέμματά τους ήταν τρυφερά, σχεδόν διάφανα όπως κοιτάζονταν. Δεν μιλούσαν, απολάμβαναν την ησυχία και το δροσερό αεράκι που έμπαινε απ’ το ανοιχτό παράθυρο. Της έπιασε το χέρι, όπως ήταν ακουμπισμένο στο τραπέζι κι εκείνη το τράβηξε βιαστικά και χαμήλωσε το βλέμμα. Έμεινε για λίγο να κοιτά μελαγχολικά το άδειο, λευκό βάζο πάνω στο τραπέζι.

-Κρεατόσουπα θα κάνω για μεσημέρι. Να πας να πάρεις λίγο μοσχάρι απ’ τον χασάπη.

-Κάτσε βρε κούκλα μου να πιούμε τον καφέ μας πρώτα.

-Τελείωνε! Το μοσχάρι θέλει ώρες για να βράσει.

-Κάτσε βρε…

Εκείνη σηκώθηκε κι έβαλε το μισογεμάτο φλιτζάνι στον πάγκο της κουζίνας. Σηκώθηκε και πήγε δίπλα της, αγκαλιάζοντάς την τρυφερά απ’ τους ώμους. Γύρισε και τον κοίταξε κι εκείνος ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό της. Έκανε να τραβηχτεί, μα την συγκράτησε απαλά.

-Θυμάσαι τι μου είχες ζητήσει κάποτε; Να είμαστε μέχρι το τέλος, όπως στις αρχές μας, τότε που μαλώναμε για το παραμικρό και μας άκουγε όλη η γειτονιά, τότε που αγκαλιαζόμασταν σφιχτά μέχρι να πονέσουν τα κόκκαλά μας, τότε που δεν φοβόμασταν τίποτα γιατί ήμασταν μαζί, οι δυο μας, μια γροθιά απέναντι στον κόσμο όλο!

-Τώρα φοβάμαι…

-Ακόμα μαζί είμαστε κορίτσι μου! Τίποτα δεν φοβόμαστε, το ξέχασες;

-Πονάω, θέλω να ξαπλώσω…

-Εγώ θα σε βοηθήσω, μη μου συννεφιάζεις! Έλα κορίτσι μου…

Την βοήθησε να πάει στο κρεβάτι, την βοήθησε να ξαπλώσει, την σκέπασε και κάθισε δίπλα της. Της έπιασε τα χέρια και της χαμογέλασε.

-Θα σ’ αφήσω μονάχο… Για σένα φοβάμαι… του ψιθύρισε

Το βλέμμα του σκοτείνιασε ξαφνικά, αλλά προσπάθησε να της χαμογελάσει. Το ήξερε πως ήταν θέμα χρόνου να φύγει, τους το είχαν πει όλοι οι γιατροί κι ας μην ήθελαν να το συζητάνε πια. Ήταν θέμα χρόνου να τον αφήσει μόνο για πρώτη φορά μετά από σχεδόν 70 χρόνια που έζησαν μαζί. Ήταν θέμα χρόνου κι όσο κι αν προσπαθούσε να το διακωμωδεί για να την κάνει να γελάει, το ένιωθε κι εκείνος πως η ώρα πλησίαζε απειλητικά.

-Θα σ’ αφήσω μόνο κι ούτε έναν καφέ δεν μπορείς να ψήσεις χωρίς εμένα παλιόγερε! του χαμογέλασε

-Τίποτα χωρίς εσένα κορίτσι μου! Τελείως άχρηστος πια! της χαμογέλασε

Έμεινε εκεί στο πλάι της να της κρατά το χέρι μέχρι την ώρα που αποκοιμήθηκε. Σηκώθηκε και περπατώντας στις μύτες των ποδιών του, ντύθηκε βιαστικά και βγήκε απ’ το σπίτι. Πήγε στο κρεοπωλείο για κρέας και στο φούρνο για ψωμί. Πέρασε κι απ’ το ανθοπωλείο και αγόρασε ένα ματσάκι μαργαρίτες που ήξερε πόσο τις αγαπούσε η Άννα και γύρισε στο σπίτι. Έπρεπε να προλάβει να τελειώσει τα πάντα, πριν εκείνη ξυπνήσει. Συμμάζεψε λίγο την κουζίνα, έβαλε τις μαργαρίτες σ’ ένα μικρό, λευκό βάζο και μαγείρεψε το φαγητό.

Κόντευε πια μεσημέρι όταν ξύπνησε η Άννα. Ο Πέτρος δεν ήταν στην κρεβατοκάμαρα. Σηκώθηκε με αργές κινήσεις και έσυρε τα βήματά της μέχρι την κουζίνα. Πλησίασε στον πάγκο κι είδε την κατσαρόλα με την κρεατόσουπα ν’ αχνίζει ακόμη. Τον άκουσε να μπαίνει στην κουζίνα κι έβγαλε δυο πιάτα απ’ το ντουλάπι.

-Κάτσε να σου βάλω να φας, γιατί αν δεν είχες κι εμένα να σε φροντίζω νηστικός θα έμενες! είπε χωρίς να γυρίσει το βλέμμα της προς το μέρος του

-Ναι κορίτσι μου! Τίποτα δεν μπορώ να κάνω μόνος μου! είπε και με το βλέμμα του χάιδεψε την πλάτη της

Σκούπισε ένα δάκρυ που πήγε να δραπετεύσει απ’ τα μάτια του και κάθισε στην θέση του στο τραπέζι.

-Μια ζωή σε ξέρω, τώρα θα σε μάθω; Τα καλύτερά μου χρόνια μου έφαγες, κακό χρόνο να μην έχεις!

Σκούπισε ένα δάκρυ που πήγε να δραπετεύσει απ’ τα μάτια της κι άρχισε να γεμίζει τα πιάτα…

Κική Γιοβανοπούλου

Μία απάντηση στο “Μέχρι το τέλος δεν συμφωνήσαμε;”

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading