,

Σαν όνειρο…

Έχουν περάσει τόσα χρόνια, μα… σαν χθες μου φαίνεται, τότε που ξεκίνησαν όλα… Ανοίξαμε αυτή την πόρτα ενθουσιασμένοι. Ο χώρος ήταν ακόμη άδειος. Περιεργαζόμασταν κάθε γωνία του σπιτιού για να δούμε τα έπιπλα που θα διαλέξουμε, να φιλοξενήσουν τις κοινές μας αναμνήσεις. Έπειτα αντικείμενα, διακοσμητικά, γεμάτα χρώματα, χαρούμενα σαν τα πολύχρωμα όνειρά μας.

Ξέρεις, πάντα θεωρούσα επουσιώδη τη διακόσμηση του χώρου. Στα μάτια μου ομοίαζε με περιτύλιγμα, που δεν ωφελούσε σε τίποτα το μέσα, την ενέργεια. Συνήθως τον προτιμούσα λιτό, ίσως θα μπορούσες να πεις πως βρισκόμουν σε ανταγωνισμό μαζί του. Ακούγεται παράδοξο μα φοβόμουν, μήπως εκείνος είναι χαρούμενος κι ερχόταν σε σύγκρουση με την μελαγχολία που με ταλάνιζε, επιδεινώνοντάς τη. Μήπως είναι ζεστός και η καρδιά μου κρύα, με αποτέλεσμα κάθε γωνιά να μου θυμίζει τη μοναξιά μου.
Μα με τον σωστό άνθρωπο αλλάζει η οπτική σου, όλα αποκτούν άλλο νόημα και συμβολισμούς. Ίσως γιατί γίνεσαι λίγο παιδί και πάλι, αποκτώντας δαύτη τους την ιδιότητα να βρίσκουν τη μαγεία σε πράγματα που οι υπόλοιποι βλέπουν μονάχα τιμές και διαστάσεις…

Κάπως έτσι ένιωθα όταν ξαπλώσαμε πρώτη φορά με ανοιχτό ‘κείνον τον προβολέα, που γέμιζε το ταβάνι με αστέρια. Δεν έβλεπα τεχνητό φως, μα ολάκερο το σύμπαν να είναι απλωμένο γύρω μου και στην αγκαλιά μου το φεγγάρι να φωτίζει κάθε σκοτεινό κομμάτι του κόσμου μου. Και ‘κείνο το αρωματικό χώρου το ψάξαμε τόσο, αφού θέλαμε ο χώρος μας να έχει τη δική του ξεχωριστή μυρωδιά, ώστε σαν επιστρέφουμε μετά από μέρες κουραστικές σε χώρους ανοίκειους και σκληρούς, να γαληνεύουμε ακόμα και με την όσφρηση από τη στιγμή που ανοίγουμε την πόρτα…

Οι σκληρές μέρες για εμάς είχαν αυξηθεί λίγο, υπομείναμε τόσα πολλά, θυμάσαι; Βλέπεις, όλοι εκείνοι οι αλάνθαστοι κριτές θρέφονται στο να δείχνουν με το δάκτυλο το διαφορετικό, εκείνο το κατά αυτούς αφύσικο. Μα αυτό που πυροδοτούσε πιο πολύ, δεν ήταν πως είχες τα διπλάσια χρόνια μου, μα το ότι μας έβλεπαν αληθινά ευτυχισμένους και αποκλίνοντες από τις στερεότυπες ταμπέλες που επιθυμούσαν να προσάψουν. Λίγο να μας έβλεπε κάποιος μαζί, καταλάβαινε πως οι ενέργειές μας είχαν μια συμβατότητα μοναδική και σπάνια, που δεν γνώριζε ηλικία, φύλο, περασμένη πορεία στη ζωή… Δαύτο ήταν που αδυνατούσαν να διαχειριστούν και να αντέξουν.

Ξέρεις καλά πως πριν από εσένα υπήρξα ευάλωτη απέναντι στη γνώμη τους, ίσως και πλαστελίνη που σμιλεύονταν σύμφωνα με δασκαλέματα και αρεστά καλούπια. Μα μαζί σου όλα άλλαξαν, γιατί ήξερα πως ό,τι και να γίνει, στο τέλος της ημέρας έχω ένα καταφύγιο. Ένα καταφύγιο που μου αρκούσε τόσο, που δεν είχα ανάγκη από την αποδοχή κανενός άλλου, το αντίθετο… Ίσχυε το ίδιο και για σένα έλεγες συνέχεια, μα και να μην το άκουγα με λέξεις, τα διάβαζα όλα στο βλέμμα σου. Ένα βλέμμα καθρέφτης μιας ψυχής γεμάτης όνειρα, γαλήνη και αλήθεια…

Αλήθεια!Αυτό που ξεχώρισα σε σένα ήταν η αλήθεια σου, η αλήθεια που υποστήριζες με κάθε κόστος. Για αυτή την αλήθεια εγκατέλειψες μία καλοπληρωμένη δουλειά στη χώρα μας, όταν κατάλαβες πως κερδοσκοπούσε από την απάτη του κόσμου. Δε σε κρατούσε τίποτε εκεί άλλωστε, οι δικοί σου είχαν φύγει από τη ζωή και δεν είχες καταφέρει να βρεις έναν αληθινό έρωτα ώστε να ενώσεις τη ζωή σου μαζί του. Εγώ πάλι, έφυγα στην προσπάθεια μίας καλύτερης τύχης επαγγελματικά, παρόλο που έτρεμα το άγνωστο, μα εν τέλει η μοίρα μου με ευνόησε σε όλα, μου έφερε όσα ονειρευόμουν, έναν μεγάλο έρωτα και την αρχή μίας καριέρας! Ίσως με αντάμειψε για την επιμονή και την πίστη μου στο καλύτερο, ποιος ξέρει…

Ζούσα ένα όνειρο, ώσπου ήρθε εκείνη η μέρα… Ανάθεμα εκείνη τη μέρα! Τη μέρα που αυτός ο νέος υπάλληλος ήρθε στην εταιρεία που εργαζόμασταν. Πόσο μικρός είναι ο κόσμος! Ήταν Έλληνας κι εκείνος και μάλιστα σε γνώριζε καλά.Όπως αποδείχθηκε, πολύ καλύτερα από εμένα… Ήταν γείτονάς σου στην παλιά σου ζωή είπε. Δεν έδειχνες ιδιαίτερα χαρούμενος που τον είδες, προσπάθησες να αποφύγεις τη συζήτηση, μα εκείνος έμοιαζε πολύ ορεξάτος για κουβέντα… Σε ρώτησε εάν έχουν έρθει εδώ καθόλου τα παιδιά σου. Είπα πως δε θα άκουσα καλά, πως το “σου” ήταν η ιδέα μου, πως είπε παιδιά εννοώντας παλιούς σας φίλους, μα… συνέχισε… Σε ρώτησε έπειτα αν έμαθαν πως έχεις δεσμό με άτομο, σχεδόν στην ηλικίας τους. Εκείνη την ώρα πάγωσα. “Θα σου εξηγήσω μετά”, μου είπες. Κι αυτός σε κοίταξε ειρωνικά “Ώστε την παραμυθιάζεις ε; Τουλάχιστον ο πατέρας της δεν είναι διευθυντής της εταιρείας ώστε να μείνεις άνεργος πάλι, όπως τότε που σε τιμώρησε για τα καλά ο πεθερός σου!”, σου ψιθύρισε, μα τα άκουσα όλα…

Τα δάκρυά μου πλέον δε μπορούσαν να σταματήσουν να κυλούν. Έφυγα τρέχοντας από ‘κει δίχως να αρθρώσω λέξη. Μέσα μου ήλπιζα πως πρόκειται για έναν εφιάλτη κι έπειτα θα ξυπνήσω από βαθύ ύπνο και θα σε δω να κοιμάσαι δίπλα μου. Ήμουν ακόμη σε άρνηση… Ώσπου έφτασα σπίτι και μετά από λίγο φάνηκες εσύ ταραγμένος. “Δε σου είπα τίποτα γιατί σε είχα ερωτευτεί και δεν θα υπήρχαν πολλές πιθανότητες να σμίξουμε έτσι εάν ήξερες την αλήθεια. Συγχώρεσέ με κι από εδώ και πέρα μόνο αλήθειες!”, είπες με λυγμούς.

Μα εγώ είχα αγαπήσει την αλήθεια σου, η οποία πια γκρεμίστηκε μπροστά μου ολάκερη. Σε γνώρισα ως έναν άνθρωπο που δεν είχε φτιάξει τη ζωή του ποτέ, γιατί δε βρήκε το αληθινό που κυνηγούσε, που άλλαξε περιβάλλον ώστε να υποστηρίξει την ιδιοσυγκρασία του. Δηλαδή έναν καλοστημένο ρόλο… Μου είπες πως μπορείς να φύγεις λίγες μέρες, ώστε να μείνω μόνη μου εδώ να σκεφτώ. Σου είπα πως δε μένει τίποτα πια να πούμε και παρόλα τα παρακάλια, στο τέλος το πήρες απόφαση. Πήγες να μαζέψεις μερικά πράγματα κι έφυγες βιαστικά κλείνοντας δυνατά την πόρτα.

Από τότε δεν άκουσα ποτέ για εσένα ξανά και… Πέρασε ο καιρός και όσα όμορφα έζησα μαζί σου πονάνε πολύ, μα δεν φαντάζουν πια με αναμνήσεις, μα με ένα παλιό επαναλαμβανόμενο όνειρο.

Ιωάννα Χαντζαρά

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading