, ,

Πεταλούδα του Ουρανού – Μέρος Ενδέκατο

Προηγούμενο

Κάπου είχε διαβάσει ο Ζένος, ότι όταν ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια κατάσταση που θεωρεί απειλή, γεμίζει από αδρεναλίνη που επιδρά πάνω του σαν παυσίπονο. Του ήρθε στο μυαλό όταν άνοιξε τα μάτια αμέσως μετά που κατρακύλησαν στο έδαφος, γεμάτοι από θρύψαλα. Η Αταλάντη ήταν γεμάτη αίματα, με βλέμμα θολό, ανίκανη να κινηθεί και παράπαιε στα όρια της λιποθυμίας, ενώ εκείνος ένιωθε τόση παράλογη ενέργεια, που δεν μπορούσε να μείνει ακίνητος. Γύρω τους ένα χάος, τραυματίες και στραβωμένες λαμαρίνες, συρσίματα και φωνές και κρότοι από το όχημα που απλώς κατέρρεε και διαλυόταν.

Πρέπει να σώσω την Τάλα! ήταν η μόνη σκέψη που είχε κολλήσει στο μυαλό του, πρέπει να φέρω βοήθεια! Έψαξε για το κινητό του, αλλά με την σύγκρουση όλα είχαν χαθεί κάπου στα συντρίμμια. Κοίταξε τριγύρω, στον δρόμο όπου δεν φαινόταν να υπάρχει κάποιο αυτοκίνητο, είχαν μπλοκάρει από το τροχαίο. Αλλά εκεί πιο κάτω, στα εκατό μέτρα, υπήρχε μια μεγάλη πινακίδα από πρατήριο καυσίμων. Θα μπορούσε να περιμένει με την Τάλα στην αγκαλιά του, να έρθει βοήθεια. Όμως ο Ζεν δεν ήταν ο εαυτός του εκείνη τη στιγμή, το συνειδητοποίησε όταν πια ήταν πολύ αργά. Σπρωγμένος από την έκρηξη αδρεναλίνης, σηκώθηκε χωρίς να νιώθει κανένα πόνο, άφησε απαλά την Τάλα στο ήδη ματωμένο γρασίδι.
«Ζεν… πού πας;» άκουσε πίσω του την τρεμάμενη φωνή της.

Κι ο σαλεμένος του νους από το σοκ, σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά, μουρμούρισε μηχανικά «Βοήθεια… πάω να φέρω βοήθεια» ενώ ήδη το σώμα του, ένα καλοκουρδισμένο μηχάνημα τρεφόμενο μόνο με τεράστιες δόσεις αδρεναλίνης, στρεφόταν τρέχοντας χαλαρά, λες κι ήταν μια συνηθισμένη μέρα κι εκείνος έκανε απλώς τζόκινγκ στο πάρκο. Αν εκείνη τη στιγμή σταματούσε κι έμενε εκεί, ίσως όλα να ήταν διαφορετικά. Όχι, σίγουρα θα ήταν διαφορετικά γιατί μετά… Δεν θυμόταν πόση ώρα το έκανε αυτό, έτρεχε, παραπατούσε, κοίταζε να δει την ταμπέλα που παρέμενε πεισματικά στην ίδια απόσταση, ενώ θα έπρεπε να έχει ήδη φτάσει. Άρχισε να συλλογίζεται την Τάλα πεσμένη στο έδαφος, μόνη, ενώ εκείνος είχε φύγει και λύγιζε από τις τύψεις, γιατί έφυγες, γιατί την άφησες δεν ξέρεις καν αν είναι σοβαρά τα τραύματά της… κι αν εκείνη τώρα… αλλά μετά κουνούσε το κεφάλι του με το πείσμα της λογικής, είναι κοντά, θα φέρω πιο γρήγορα βοήθεια, θα σώσω την Τάλα, θα τα καταφέρω, τρέξε όμως, πιο γρήγορα, πιο γρήγορα, μην σταματάς!

Ξαμολήθηκε σαν αυτόματο, έτοιμος να καταρρεύσει ή να κλάψει ή και τα δύο μαζί, ώσπου είδε τελικά το πρατήριο καυσίμων μπροστά του. Μόνο που κάτι είχε υπολογίσει λάθος, γιατί ήταν στην απέναντι μεριά της εθνικής οδού, αλλά τι πείραζε; Απλώς θα περνούσε απέναντι, έπρεπε να σώσει την Τάλα, τίποτα άλλο δεν είχε σημασία. Ένιωθε το σώμα του να πάλλεται από την ενέργεια, απορώντας πώς δεν είχε χτυπήσει με τη σύγκρουση στο λεωφορείο. Πήδηξε με ευκολία από το ατσάλινο περίζωμα και άρχισε να τρέχει κοιτάζοντας ίσια μπροστά με το βλέμμα στην μεγάλη ταμπέλα του πρατηρίου καυσίμων, σαν το λιμάνι που θα έσωζε το βαρκάκι του από την καταιγίδα.

Ξαφνικά η ταμπέλα τραβήχτηκε απότομα στο πλάι κι ο Ζεν ένιωσε να του κόβεται η ανάσα. Ο δρόμος όρμησε και τον πλάκωσε σαν να ήταν έντομο κι έμεινε εκεί ανίκανος μέσα σε μια στιγμή, μην μπορώντας να κινήσει ούτε έναν μυ. Πρέπει να βοηθήσω την Τάλα, σφυροκοπούσε συνέχεια η φράση και μάζεψε ό,τι είχε απομείνει από το τσακισμένο του σώμα, ενώ έβλεπε μια σιλουέτα να τον πλησιάζει βιαστική.

«Θεέ μου, είστε καλά;». Ένιωσε αμυδρά να τον ψηλαφίζουν κι ο πόνος ήταν αβάσταχτος. Όμως σηκώθηκε και πάλι, προσπαθώντας να ξεδιαλύνει τη σύγχυση που τον καταλάμβανε. Τον είχε χτυπήσει με το αμάξι κάποιος, αυτή τη φορά δεν ήταν τόσο τυχερός. Ωστόσο, είχε μια ελπίδα ακόμα.
Αν πω σ’ αυτόν τουλάχιστον για την Τάλα… πρέπει…

Το κεφάλι του πονούσε φριχτά κι ένιωθε την ναυτία να τον κυριεύει γιγαντωμένη με συντριπτική ισχύ. Άκουγε σαν από χιλιόμετρα μακριά τη φωνή του άντρα που προσπαθούσε να τον συγκρατήσει.
«… έχετε χτυπήσει πολύ, αλλά είμαι γιατρός… θα σας πάω στο νοσοκομείο που δουλεύω και…»

Κλαίγοντας σχεδόν, με τα μάτια του να αντικρίζουν τα πάντα μέσα από ένα πρίσμα, διαθλασμένα σε πολλαπλές, εφιαλτικές εικόνες, ο Ζένος προσπαθούσε να διατάξει τα χείλη του να αρθρώσουν τις πολύτιμες λέξεις.
«Πρέπει να… πρέπει να πάω στην…»
…Τάλα. Πρέπει να πάω στην Τάλα!

Αλλά κατρακυλούσε. Φώναζε και κατρακυλούσε πέφτοντας όλο και πιο βαθιά μέσα σε μια εφιαλτική άβυσσο. Προσπαθούσε να ακουστεί, αλλά ίσως και να το ονειρευόταν. Το χέρι του αγνώστου προσπαθούσε να τον φτάσει κι όλο μίκραινε και μίκραινε μέχρι που έγινε όλο μια φωτεινή κουκκίδα στο σκοτάδι που ο Ζεν έβλεπε να τον καταπίνει όλο και πιο γοργά, ώσπου ένα τίποτα τον τύλιξε ολάκερο, πνίγοντάς τον.

Κι ύστερα είχε ξυπνήσει μόνος. Η Τάλα δεν ήταν εκεί. Κι ο ίδιος ήταν χαμένος κάπου στο πουθενά χωρίς να μπορεί να καταλάβει πώς είχε βρεθεί σ’ αυτό το αλλόκοτο δωμάτιο χωρίς παράθυρα, που το μόνο μουντό φως ήταν μια γαλαζωπή αντανάκλαση από κάπου ψηλά, στην οροφή. Ούτε δρόμος, ούτε λεωφορείο, ούτε τίποτα που να συνέθετε τον πραγματικό κόσμο που ζούσε ως τότε. Μια παράξενη απάθεια τον κατέλαβε, σαν να είχε χάσει όλο του το κουράγιο κι ο μόνος λόγος που σηκώθηκε και βγήκε από εκείνο την ανήλιαγη τρύπα ήταν μια πεταλούδα που πετάριζε, φέγγοντας με απόκοσμο χρυσαφένιο φως, πάνω στη μοναδική κλειστή πόρτα που υπήρχε στο δωμάτιο.

Κι εκεί, βρήκε το δωμάτιο με την εκθαμβωτική θέα, όπου υπήρχε το πιάνο. Το ολόλαμπρο λεπιδόπτερο σχηματισμένο από ένα λεπτό νήμα που ιρίδιζε σε όλα τα χρώματα, ήταν θρονιασμένο εκεί πάνω, σαν να τον περίμενε. Δεν αναρωτήθηκε γιατί ήταν εκεί ή πώς είχε βρεθεί μέσα στο κατάκλειστο δωμάτιο, δεν θυμόταν καν αν υπήρχε εξαρχής ή κάπως βρέθηκε εκεί αργότερα. Με ένα πρωτόγνωρο αίσθημα υποταγής προχώρησε σιωπηλά και κάθισε στο κομψό, εβένινο πιάνο, απλώνοντας τα χέρια του πάνω στα λεία πλήκτρα. Σαν να το είχε κάνει ήδη χιλιάδες φορές, άρχισε να παίζει το τραγούδι που του είχε χαρίσει τις ελάχιστες στιγμές ευτυχίας με την Τάλα.

Η δαντελένια πεταλούδα ταλαντεύτηκε και εναρμόνισε το πετάρισμά της με τον ρυθμό της μουσικής που ξεχυνόταν από τα δάχτυλα του Ζεν, σκορπίζοντας τριγύρω λαμπερούς κόκκους που στραφτάλιζαν φτιαγμένοι από το πιο θερμό φως. Με κάθε νότα το μικρό φωτεινό λεπιδόπτερο πλάταινε κι απλωνόταν, σαν κύμα στην ακροθαλασσιά με την λαμπρότητά της να απαλύνεται και να γίνεται πιο διάφανη, ένα πέπλο σπαρμένο με μυριάδες μικρά κεντημένα άστρα. Δεν κατάλαβε πότε το λουλούδι που πετούσε, βρέθηκε έξω από το δωμάτιο, να αιωρείται τρεφόμενο από τις νότες που έπαιζε εκείνος, ξεχασμένος σε μια άχρονη νάρκη. Κάποια στιγμή το είδε έξω, να λικνίζεται σαν διάφανος χαρταετός και να ξεμακραίνει μέσα στη νύχτα. Όσο έπαιζε ο Ζεν, εκείνο όλο και λαμπύριζε και ξεμάκραινε, μίκραινε και έφεγγε, οδεύοντας σε κάποιον προορισμό που εκείνος δεν ήξερε.
Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο άγνωστος προορισμός της πεταλούδας, ήταν η Τάλα.

Η πεταλούδα είχε γίνει ένα φωτεινό νήμα στην αιώνια νύχτα, ένας κομήτης που περιδιάβαινε γαλήνια τη αποχαυνωμένη απεραντοσύνη, ξεθωριάζοντας τελείως μονάχα όταν εκείνος έπαυε να παίζει. Συνήθισε να συνοδεύει την δαντελένια κορδέλα τόσο συχνά πλέον, που άργησε να συνειδητοποιήσει ότι απροσδόκητα εκείνη άρχισε να πλαταίνει. Η αποκάρωση που τον κυβερνούσε από τη στιγμή που είχε ξυπνήσει σε αυτό τον κόσμο, άρχισε να διαλύεται με κάθε καινούρια αλλαγή του μυθικού αυτού πλάσματος που τρεφόταν από τη μουσική του. Και μια νύχτα, η πεταλούδα επέστρεψε, μεγάλη και διάφανη σαν αστερισμός που έπεσε από τον ουρανό, έχοντας καθισμένη στην άκρη των φεγγερών φτερών της, σε ένα είδος παραμυθένιας αιώρας, την Τάλα. Που αγνοούσε τον λόγο για τον οποίο την είχε φέρει ως εκεί το υπερφυσικό ον, αλλά το είχε ακολουθήσει πρόθυμα. Το πρόσωπό της είχε ακόμα εκείνη την ανυπόκριτη περιέργεια, μονάχα που τα χείλη της έμοιαζαν σφιγμένα, χωρίς να χαμογελούν.

Μόλις ξεπέρασε την έκπληξη που την είδε εκεί, κατάλαβε ότι έπρεπε να είναι προσεκτικός μαζί της. Γιατί εκείνη δεν τον γνώρισε, απορώντας για το πώς είχε βρεθεί εκεί σ’ αυτή την αλλόκοτη πολιτεία. Εκείνος όμως είχε άπειρη υπομονή. Κι όταν αργότερα κατάφερε να την προσεγγίσει ξαναδίνοντάς της πίσω λίγη από τη χαρά, που τόσο πολύ του είχε λείψει να βλέπει στη μορφή της, τότε κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. Κι είχε καταλάβει πλέον γιατί είχαν βρεθεί εκεί, σ’ αυτόν τον ζοφερό, σιωπηλό κόσμο και ποια ευκαιρία του είχε ανέλπιστα δοθεί. Να σώσει, αυτή τη φορά στ’ αλήθεια, την Τάλα. Να τη βοηθήσει να δραπετεύσει από το στοιχειωμένο αυτό βασίλειο των ναρκωμένων ψυχών για να ζήσει. Κι όσο κι αν τον πονούσε, αυτή τη φορά το είχε καταφέρει. Είχε δει τα σημάδια, ήξερε ότι τη δεδομένη στιγμή έπρεπε να μη δειλιάσει, να μείνει σιωπηλός κι ακίνητος μέχρι η Τάλα να φύγει μακριά του για να σωθεί. Κι έτσι εκείνη είχε καταφέρει να σωθεί.

Εκείνος δεν είχε καμιά τέτοια ελπίδα, το κατάλαβε όταν, με το που η Τάλα κατάφερε να διαφύγει, η πεταλούδα διαλύθηκε σιωπηλά μέσα σε ένα σύννεφο νεραϊδόσκονης. Κι ο Ζεν αφέθηκε να θρηνήσει, γιατί ήξερε ότι δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ.

Γερμένος τώρα πλάι στο κερί παρακολουθούσε ανέκφραστος τη μικρή φλόγα να τρεμοσβήνει ταλαντευόμενη σε έναν περίτεχνο χορό μεταξύ ζωής και θανάτου.
Ξέροντας πως όταν η φλόγα θα σωνόταν, τότε θα ερχόταν και το δικό του τέλος.

The Two Godmothers

Συνεχίζεται…

Μία απάντηση στο “Πεταλούδα του Ουρανού – Μέρος Ενδέκατο”

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: