Η Συλβί τραγουδούσε ένα κομμάτι της Bilie Holiday. Η φωνή της είχε την ίδια λεπτή, απαλή και μελωδική χροιά. Με το πιάνο και το σαξόφωνο να συνοδεύουν το τραγούδι, η Συλβί λίκνιζε την αισθησιακή σιλουέτα της και οι ελάχιστοι θαμώνες του “Velvet” ταξίδευαν στους ρυθμούς της τζαζ.

Το “Velvet” ήταν ένα παρακμιακό “speakeasy” μπαρ της εποχής, στην άκρη της Leeve street, που πουλούσε κακής ποιότητας αλκοόλ. Αν και η Leeve street στη νότια πλευρά του Σικάγου ήταν το σημείο που δρούσε ο Αλ Καπόνε και τα περισσότερα μπαρ πουλούσαν το δικό του αλκοόλ, το Velvet όντας στη βόρεια πλευρά, αγόραζε από τον Μπίγκ Τόνι δεύτερης κατηγορίας και πιο οικονομικό. Ήταν ένας μικρός χώρος με δέκα τραπέζια κι ένα λιλιπούτειων διαστάσεων μπαρ δίπλα στην είσοδο. Τοίχοι ξεφτισμένοι λόγω πολυκαιρίας, χαμηλός φωτισμός κι ένα ξεθωριασμένο κίτρινο χρώμα από τις λάμπες στα τραπέζια, δημιουργούσε μια αίσθηση εγκατάλειψης και μιζέριας η οποία επιβαρυνόταν από τον καπνό των τσιγάρων και τη μυρωδιά του φτηνού αρώματος.

Τα χλιαρά χειροκροτήματα δήλωσαν ότι το κομμάτι τελείωσε. Η Συλβί υποκλίθηκε χαριτωμένα με το πλούσιο μπούστο της στην απόλυτη θέα των σαλιάρηδων αλκοολικών. Το πιάνο και το σαξόφωνο συνέχισαν, ενώ εκείνη προχώρησε στο μπαρ, όπου ο καινούριος μπάρμαν Φρέντι, την υποδέχτηκε με λαχτάρα. Κάθισε στο άβολο σκαμπό και του χαμογέλασε. Φορούσε ένα αέρινο μαύρο φόρεμα που τελείωνε σε κρόσσια λίγο κάτω από το γόνατο, είχε κοντό μαύρο μαλλί με αφέλειες και κόκκινο κραγιόν. Έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε.

“Καλώς το πιο όμορφο Flapper girl της περιοχής!”, είπε ο Φρέντι

“Υπερβάλλεις!”, γέλασε. “Βάλε μου ένα από το καλό, ξέρεις εσύ”.

Ο Φρέντι ήξερε. Πήρε ένα μπουκάλι γάλακτος από το ράφι κι έβαλε στο ποτήρι της Συλβί. Το χρυσό υγρό της έκαψε τον οισοφάγο, το είχε όμως ανάγκη.

“Κι άλλο…” έδειξε με το δάχτυλό της.

Ο Φρέντι ξαναγέμισε, καθώς κοιτούσε με πόθο τα χείλη της να υγραίνονται. Τα ίδια αυτά χείλη που ύγραναν το δικό του κορμί αργά και βασανιστικά δύο βράδια πριν. Στη σκέψη αυτή, ο καβάλος του εξεγέρθηκε αμέσως. Ευτυχώς στεκόταν πίσω από το μπαρ. Η Συλβί κατάλαβε βλέποντας τα μάτια του και μόνο.

“Καινούρια τραγιάσκα;” τον ρώτησε

“Ναι, έμαθα σου αρέσουν”

Εκείνη γέλασε ρίχνοντας το κεφάλι πίσω.

“Πότε θα σε ξαναδώ;”

Το γυμνασμένο του χέρι την έπιασε απαλά από το μπράτσο. Εκείνη μαζεύτηκε.

“Δεν ξέρω…”

“Φοβάσαι τον άλλον;”

“Μπορεί…”

“Εγώ όμως όχι!”

“Θα έπρεπε…”

Ο Μπίγκ Τόνι χτύπησε την πράσινη πόρτα, σήμα κατατεθέν των speakeasy μπαρ. Ο Φρέντι ρώτησε το σύνθημα, “μπλε φώτα”, το οποίο άλλαζε κάθε βδομάδα κι ο Μπιγκ Τόνι με την παρέα του εισέβαλε στο χώρο. Χοντρός, με το δεξί του πόδι πιο μικρό από το αριστερό κι ένα σημάδι από μαχαίρι κατά μήκος στο μέτωπό του, βλέποντας την Συλβί στο μπαρ πλησίασε, την τράβηξε βίαια και την φίλησε χουφτώνοντας το στήθος της. Εκείνη δεν αντιστάθηκε. Ο Φρέντι έσφιξε τη γροθιά του κάτω από το μπαρ τόσο, που πόνεσε η παλάμη του. Τον θεωρούσε σιχαμένο απόβρασμα που εκμεταλλευόταν τις κοπέλες με τον χειρότερο τρόπο κι απορούσε πώς μια γυναίκα όπως η Συλβί επέτρεπε τέτοιον εξευτελισμό.

“Μικρέ, κέρασε τα παιδιά ό,τι θέλουν, από το καλό. Εγώ επιστρέφω σε λίγο. Έχω μια δουλίτσα με το κουκλί από δω!”

Την έσυρε πίσω από το μπαρ, στο μικρό δωματιάκι που ήταν σα μικρό καμαρίνι της Συλβί, με έναν καναπέ, μια καρέκλα κι έναν μικροσκοπικό καθρέφτη. Ο Φρέντι υπάκουσε γρυλίζοντας, χωρίς να χάσει την κοπέλα από τα μάτια του. Εκείνη με χαμηλωμένο κεφάλι ακολούθησε τον Μπιγκ Τόνι. Η παρέα του γέλασε δυνατά, φωνάζοντας να μην αργήσει πολύ, αλλά να του δώσει να καταλάβει.

“Θέλω να μου κάνεις μια εξυπηρέτηση”, της είπε την ώρα που αγκομαχούσε να φορέσει το παντελόνι του.

Η “δουλίτσα” δεν κράτησε πάνω από δέκα λεπτά, έτσι κι αλλιώς ο Μπιγκ Τόνι δε φημιζόταν για τις σεξουαλικές του επιδόσεις, κάτι που όλοι ήξεραν, αλλά κανείς δεν τολμούσε να ξεστομίσει.

“Κι άλλη;”

Η Συλβί χτένιζε τα μαλλιά της στον καθρέφτη. Τον παρατηρούσε όση ώρα ταλαιπωρούνταν με το παντελόνι, καθώς η κοιλιά του ξεχείλιζε και δε μαζευόταν εύκολα. Τον μισούσε, μαζί του όμως δεν πεινούσε, είχε σπίτι να μείνει, αφού της νοίκιαζε ακριβώς από πάνω μια μικρή γκαρσονιέρα και τραγουδούσε σ’ αυτό το άθλιο μπαρ. Όνειρό της να γίνει διάσημη όπως η Bilie Holiday.

“Μου υποσχέθηκες ότι η προηγούμενη ήταν και η τελευταία. Μου υποσχέθηκες ακρόαση στο Cotton Club”.

Ο Μπιγκ Τόνι γέλασε.

“Μα είναι δυνατόν να θέλεις να τραγουδήσεις εκεί; Μαζί με όλους του νέγρους;”

“Δεν πηγαίνουν μόνο νέγροι, αλλά και λευκοί. Διάσημοι λευκοί!”

“Κι η Hallody εκεί τραγουδάει;”

“Holiday”

“Όπως στο διάολο λέγεται αυτή η νέγρα!”

“Ναι εκεί. Είπες ότι ήξερες κάποιον από μέσα”

Ο Μπιγκ Τόνι δεν ήταν χαζός. Οι δουλειές του πήγαιναν τόσο καλά, γιατί δεν ήταν χαζός. Πουλούσε άθλιο αλκοόλ, αυτό το ήξερε, έμενε έξω από την περιοχή του Καπόνε και όποιος δεν τον πλήρωνε είχε την ανάλογη τιμωρία. Ήξερε λοιπόν ότι η Συλβί δεν τον αγαπούσε, ήθελε να γίνει διάσημη και τον χρησιμοποιούσε. Είχανε μεταξύ τους μια σιωπηλή συμφωνία. Τώρα τελευταία όμως τον πίεζε πολύ και ο Μπιγκ Τόνι δεν ανεχόταν να τον πιέζουν. Εννοείται ότι δεν ήξερε κανέναν στο Cotton Club. Όντας ρατσιστής, σιχαινόταν τους μαύρους και ιδιαίτερα όσους προσπαθούσαν να αναδειχτούν, θαρρείς και οι λευκοί δεν ήταν αρκετοί. Κατά βάθος γνώριζε πως έπρεπε να συνεχίσει, τη Συλβί όμως τη συμπαθούσε, ίσως και να την αγαπούσε κατά βάθος. Λόγω του επαγγέλματός του όμως, θα συναντούσε πολλές Συλβί στο διάβα του.

“Εντάξει κούκλα, μετά από αυτή την εξυπηρέτηση θα γίνει η ακρόασή σου”.

Η κοπέλα έβγαλε μια κραυγή χαράς και τον αγκάλιασε.

“Ευχαριστώ Μπιγκ Daddy!”, όπως τον αποκαλούσε χαϊδευτικά. “Το επόμενο τραγούδι μου αφιερωμένο σε σένα!”.

*****

Ο Φρέντι έμενε ακριβώς στην απέναντι γκαρσονιέρα με τη Συλβί. Μια τρύπα ήταν, με κοινό μπάνιο για όλο τον όροφο και πολύ φθηνό ενοίκιο. Το γεγονός ότι απέναντι έμενε η κοπέλα την οποία ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά, φάνταζε εξωπραγματικό. Ξαπλωμένος στο μισοχαλασμένο κρεβάτι του, δε σταματούσε να σκέφτεται εκείνη τη μαγική βραδιά. Το απαλό κορμί, τα ζουμερά στήθη μέσα στα οποία μπορούσες να χαθείς και να ξεχάσεις κάθε έννοια, το υγρό μα ευωδιαστό φιλί της. Δεν ήθελε πολλά στη ζωή του. Ορφανός κι αμόρφωτος, αισθάνθηκε τυχερός που βρήκε αμέσως αυτή τη δουλειά. Μια κοπέλα να κάνει οικογένεια και είχε όσα επιθυμούσε. Μια κοπέλα, δηλαδή τη Συλβί, αυτή ήταν η γυναίκα της ζωής του. Μόλις μάζευε λίγα λεφτά θα αγόραζε κι ένα ραδιόφωνο για ν’ απολαμβάνουν τον έρωτά τους στους ήχους της τζαζ μουσικής που τόσο λάτρευε η Συλβί.

Ένας θόρυβος ακούστηκε στο διάδρομο και ο Φρέντι άνοιξε διακριτικά την πόρτα. Η Συλβί προσπαθούσε ν’ ανοίξει την γκαρσονιέρα της. Κάτι στην εμφάνισή της δεν άρεσε στον Φρέντι.

“Συλβί;”

Τα κλειδιά έπεσαν από τα χέρια της κοπέλας. Γύρισε και τον κοίταξε. Στα μάτια της διέκρινε μια γυαλάδα, ένα βλέμμα απλανές. Τον έβλεπε, αλλά και όχι ακριβώς. Δάκρυα μούσκευαν το πρόσωπό της και μουρμούριζε ακαταλαβίστικες λέξεις. Ο Φρέντι την πλησίασε αργά και με απαλές κινήσεις την άγγιξε στον ώμο. Εκείνη σα να ξύπνησε από λήθαργο, τινάχτηκε κι άρχισε να ουρλιάζει και να τον χτυπάει στο στήθος. Ο Φρέντι την τράβηξε στο δωμάτιό του κι έκλεισε την πόρτα για να μην τους ακούσουν όλοι.

“Ησύχασε, ησύχασε! Εγώ είμαι! Ηρέμησε!”.

Η κοπέλα συνέχισε να τον χτυπάει με πιο μαλακές κινήσεις, μέχρι που έπεσε στην αγκαλιά του κλαίγοντας με αναφιλητά.

“Τον μπάσταρδο! Τον μπάσταρδο!”, έλεγε και ξανάλεγε.

Στο τέλος αποκοιμήθηκε εκεί, στην αγκαλιά του. Ο Φρέντι την έβαλε στο κρεβάτι. Πήγε να την σκεπάσει κι εκεί παρατήρησε το σώμα της το οποίο έτρεμε. Το φόρεμά της σκισμένο, τα πόδια γδαρμένα, τα χέρια της με σημάδια γύρω από τους καρπούς και το ένα της μάτι μελανό. Από το κορμί της αναδυόταν ανάμεικτες οσμές αλκοόλ, αντρικής κολόνιας και ιδρώτα. Στάθηκε στο μικρό παράθυρο που έβλεπε στον απέναντι φωταγωγό ανήσυχος και σκεφτικός. Σίγουρα κάτι πρόστυχο συνέβη στην Συλβί και αιτία ήταν ο σιχαμένος Μπιγκ Τόνι. Το κάθαρμα αυτό! Κάτι έπρεπε να κάνει. Ίσως να την πάρει και να φύγουν μακριά. Οι δυο τους. Θα την φρόντιζε και θα την προστάτευε. Θα της το πρότεινε μόλις ξυπνούσε. Κάθισε στην καρέκλα δίπλα στο παράθυρο και μέσα σε λίγα λεπτά τον πήρε ο ύπνος σκεπτόμενος το μέλλον τους.

Το πρωί που ξύπνησε, το κρεβάτι του ήταν άδειο. Η Συλβί άφαντη. Χτύπησε την πόρτα της γκαρσονιέρας της χωρίς αποτέλεσμα. Κατέβηκε στο μπαρ. Μέσα καθόταν ο Μπιγκ Τόνι με τη συμμορία του φωνάζοντας δυνατά για κάποιο θέμα που δεν είχε διευθετηθεί σωστά και τώρα χρωστούσαν κάπου χάρη. Μόλις μπήκε ο Φρέντι, όλοι σταμάτησαν.

“Εσύ εισαι ρε; Για φέρε μια γύρα για όλους”, του φώναξε.

Ο Φρέντι έμεινε ακίνητος. Το βλέμμα του Μπιγκ Τόνι σου έκοβε την ανάσα. Ο όγκος του και μόνο δημιουργούσε τέτοιο άγχος, που ζάρωνες χωρίς να το καταλαβαίνεις. Ο χώρος έζεχνε στάχτη, αλκοόλ και υγρασία.

“Ή τώρα ή ποτέ!”, σκέφτηκε ο Φρέντι κι έκανε δυο βήματα προς το μέρος των αντρών. Αμέσως δύο γορίλες σηκώθηκαν, αλλά ο Μπιγκ Τόνι τους έκανε νόημα με το χέρι του να καθίσουν.

“Τι συμβαίνει;” τον ρώτησε

“Η… η… Συλβί…”

“Τι η Συλβί;”.

“Ε… να… δηλαδή… δε την βρίσκω πουθενά!”.

Η συμμορία κοιτάχτηκε μεταξύ της με νόημα. Ο Μπιγκ Τόνι σταύρωσε τα μικροσκοπικά χέρια του στο στήθος χαμογελώντας.

“Την ψάχνεις;”

“Ναι ανησυχώ”

“Κάπου τριγύρω θα είναι”

Ο Φρέντι πλησίασε λίγο ακόμα.

“Την αγαπώ…”, είπε με χείλη που έτρεμαν.

Το κορμί του αδύνατο όπως ήταν, είχε καμπουριάσει και οι παλάμες των χεριών του ήταν άσπρες από το σφίξιμο.

Το βλέμμα του Μπιγκ Τόνι σκοτείνιασε. Τα μάγουλά του πρήστηκαν τόσο πολύ, έτοιμα να εκραγούν από στιγμή σε στιγμή. Σηκώθηκε από την καρέκλα και με πολύ αργές κινήσεις λόγω βάρους τον πλησίασε. Ξαφνικά τον γράπωσε από τον ώμο. Ο Φρέντι ταράχτηκε τόσο που άφησε μια κραυγή.

“Ώστε την αγαπάς ε;”

“Ναι”

“Πολύ;”

“Ναι…”

“Θα ήθελες να ζήσετε μαζί ευτυχισμένοι;”

“Ναι”

Ο Μπιγκ Τόνι γυρόφερνε το νεαρό σαν αξιοθέατο. Τον θαύμαζε για το κουράγιο του, τον βόλευε όμως η περίπτωση. Στο κάτω κάτω δεν του ήταν εύκολο, οπότε θα μπορούσε να το διασκεδάσει λίγο, θα ελάφρυνε η ατμόσφαιρα.

“Ε λοιπόν σε θαυμάζω για το θάρρος σου, γι’ αυτό σου έχω μια δουλειά. Αν τα καταφέρεις, θα αφήσω τη Συλβί να φύγει μαζί σου”

“Αλήθεια;”

“Μα βέβαια!”

Οι υπόλοιποι της συμμορίας δε μπορούσαν να καταλάβουν πού το πήγαινε ο αρχηγός, σίγουρα όμως θα το διασκέδαζαν.

“Στο καμαρίνι μέσα, είναι κάποιος που εξαιτίας του χρωστάμε μια χάρη. Δεν ολοκλήρωσε την εξυπηρέτηση και τώρα εγώ είμαι εκτεθειμένος”.

Ο Μπιγκ Τόνι κάνει νόημα σε κάποιον και του δίνει το όπλο του, ένα Colt M1911 A1. Το πουκάμισο του Φρέντι είχε μουσκέψει. Ο αρχηγός μαζί με τη συνοδεία των υπολοίπων σπρώξανε τον νεαρό μπάρμαν μέχρι το καμαρίνι, ανοίξανε την πόρτα και περίμεναν. Το θέαμα σόκαρε το νεαρό. Η Συλβί καθισμένη στον καναπέ με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη και με το πρόσωπο αγνώριστο από το ξύλο. Ο Φρέντι έτρεξε να την αγκαλιάσει, όμως ο ένας γορίλας τον πρόλαβε. Μέσα στο καμαρίνι μπήκε θριαμβευτικά ο Μπιγκ Τόνι και στάθηκε πίσω ακριβώς από την κοπέλα, τραβώντας το κεφάλι της από τα μαλλιά προς τα πίσω για να τη δει ο νεαρός. Το ένα της μάτι και το κάτω χείλος είχαν πρηστεί, ενώ ξεραμένο αίμα υπήρχε παντού στο πρόσωπο, τον λαιμό, τον καναπέ. Το κορμί της πλέον φανερά βρώμικο και τραυματισμένο ήταν παραδομένο στο έλεος του Μπιγκ Τόνι.

“Βλέπεις μικρέ κι ανόητε, η Συλβί είχε να μου κάνει μια εξυπηρέτηση. Να παραδώσει αλκοόλ σε κάποιους πελάτες και στη συνέχεια να τους ευχαριστήσει. Η εξυπηρέτηση έμεινε στη μέση. Εντάξει, οι πελάτες ήταν δύσκολοι, δε μπορώ να πω, αλλά αυτά έχουν οι δουλειές. Η φιλενάδα σου το έσκασε στη μέση της διασκέδασης, με τους πελάτες μου να μείνουν ανικανοποίητοι. Και όχι μόνο αυτό, αλλά προσπάθησε και να με σκοτώσει σήμερα, στα κρυφά. Ποιόν; Εμένα!”

Ο Μπιγκ Τόνι γέλασε τόσο δυνατά, που ο καθρέφτης έτριξε. Μαζί του γέλασαν και οι υπόλοιποι της συμμορίας που είχαν κυκλώσει τον Φρέντι και την κοπέλα. Ο αρχηγός έβγαλε ένα σουγιά από την τσέπη του κι ακούμπησε την άκρη του λαιμού της Συλβί.

“Μη…” προσπάθησε να πει ο Φρέντι.

“Όχι ακόμα, εσύ θα την σκοτώσεις!”, χαχάνισε ο Μπιγκ Τόνι

“Μα… μα υποσχέθηκες να την αφήσεις να φύγει μαζί μου!”

“Ναι, αλλά δε σου υποσχέθηκα ζωντανή!”

Τρόμος κυρίευσε τον Φρέντι. Ένας τρόμος ύπουλος, θαρρείς κι ένα φίδι σερνόταν στη ραχοκοκαλιά του και τον έσφιγγε στο λαιμό. Η Συλβί άνοιξε με δυσκολία τα μάτια της. Μόλις αντίκρυσε τον Φρέντι άρχισε να κλαίει.

“Συ…συγνώμη! Ήσουν πο… πολύ κα…καλό παι…δί…”.

Στη στιγμή ακουμπάει το λαιμό της στο σουγιά και με δύναμη τον φέρνει από τη μια πλευρά στην άλλη. Το αίμα ανάβλυσε σαν ποτάμι από τη χαρακιά, με την κοπέλα να σπαρταράει πάνω στον καναπέ. Ο Μπίγκ Τόνι έκανε ένα βήμα πίσω σαστισμένος.

“Ρε την άτιμη, δε της το ‘χα!”.

Σκούπισε το χέρι του και τον σουγιά μ’ ένα μαντήλι που έβγαλε από την τσέπη του γιλέκου του και πλησίασε τον Φρέντι.

“Μόλις την πάρεις από δω, να καθαρίσεις και μετά φέρε και μια γύρα από το καλό”

Τον χτύπησε φιλικά στον ώμο και του πήρε το όπλο από το χέρι. Ο ένας γορίλας του ψιθύρισε:

“Δε χαίρεσαι; Σ’ έβγαλε κι από τον κόπο. Γυναίκες! Δεν είναι εμπιστοσύνης, πόρνες!”

Το άψυχο σώμα της Συλβί κείτονταν στον καναπέ με ορθάνοιχτα μάτια και κομμένο λαιμό. Από το ράδιο του πάνω ορόφου ακούστηκε ένα τραγούδι της Bilie Holiday. Ο Φρέντι κάθισε δίπλα στη νεκρή κοπέλα, την πήρε στην αγκαλιά του κι αφέθηκε στη γλυκιά φωνή της τραγουδίστριας να τον ταξιδέψει στη ζωή που ποτέ δε θα έκανε με την αγαπημένη του.

Elpida Petrova

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: